Σχέση κυπριακής διαλέκτου με την κοινή νέα ελληνική
Δρ. Σπύρος Αρμοστής: «Η κυπριακή και η κοινή νέα ελληνική έχουν θεμελιώδεις λεξικογραμματικές ομοιότητες»
Η έννοια της νέας ελληνικής γλώσσας δεν είναι ταυτόσημη με την πρότυπη μορφή της, δηλαδή με την κοινή νέα ελληνική, αλλά είναι στην πραγματικότητα το σύνολο όλων των ποικιλιών της. Η νέα ελληνική υποδιαιρείται στην κοινή νέα ελληνική, την κυπριακή ελληνική, γνωστή στον κόσμο ως κυπριακή διάλεκτος, την κρητική, την ποντιακή, τη δωδεκανησιακή κ.ά. Με αυτό το γνωσιολογικό θέμα καταπιάστηκε η διάλεξη του Ελεύθερου Ζηνώνειου Πανεπιστημίου , στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στη Λάρνακα, με τίτλο: «Ποια η σχέση της κυπριακής διαλέκτου με την κοινή νέα ελληνική;».
Ο εισηγητής της διάλεξης, Δρ Σπύρος Αρμοστής, Λέκτορας Γλωσσολογίας στο Τμήμα Αγγλικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου ανέλυσε την ιστορική προέλευση της κυπριακής ελληνικής και ανασκευάστηκε η λανθασμένη εντύπωση που επικρατεί πως η κυπριακή ελληνική είναι διάλεκτος της κοινής νέας ελληνικής. Στην πραγματικότητα, είπε, όλες οι νεοελληνικές γλωσσικές ποικιλίες, συμπεριλαμβανομένης της κοινής, είναι αδελφές ποικιλίες, αφού προέρχονται από τον ίδιο κοινό πρόγονο, δηλαδή την ελληνιστική κοινή μέσω της μεσαιωνικής ελληνικής (με εξαίρεση ίσως την τσακωνική ελληνική, η οποία υποστηρίζεται ότι προέρχεται από την αρχαία δωρική). Καταρρίφθηκε έτσι ακόμη ένας ευρέως διαδεδομένος μύθος, συγκεκριμένα ότι η κυπριακή είναι πιο κοντά στην αρχαία ελληνική από ό,τι η κοινή νεοελληνική. Όντας λοιπόν αδελφές ποικιλίες, η κυπριακή και η κοινή νέα ελληνική έχουν θεμελιώδεις λεξικογραμματικές ομοιότητες, ανέφερε ο κ. Αρμοστής. Από την άλλη, βεβαίως, οι δύο ποικιλίες διαφέρουν σε όλα τα επίπεδα της γλώσσας: στο λεξιλόγιο και τη σημασιολογία, στη φωνητική, στη γραμματική (φωνολογία, μορφολογία, σύνταξη), αλλά και στην πραγματολογική χρήση τους.
Μέσα από την αντιπαραβολική εξέταση των γραμματικών διαφορών των δύο αυτών νεοελληνικών ποικιλιών, καταρρίφθηκε επίσης η λανθασμένη εντύπωση πως η κυπριακή στερείται γραμματικών κανόνων· αντιθέτως, αναδείχθηκε το γεγονός πως όλες οι γλωσσικές ποικιλίες του κόσμου, όπως και αν ονομάζονται (γλώσσες, διάλεκτοι, ιδιώματα, accents, patois κ.λπ.), έχουν πολύ συγκεκριμένους, αυστηρούς και περίπλοκους γραμματικούς κανόνες.
Τέλος, στην ομιλία έγινε αναφορά στην κοινωνιογλωσσική σχέση ανάμεσα στις δύο ποικιλίες στην Κύπρο. Συγκεκριμένα, εξετάστηκε η κοινωνική διγλωσσία που επικρατεί στην ελληνόφωνη σφαίρα στην Κύπρο στη βάση του λειτουργικού διαχωρισμού των χρήσεων της κοινής και της κυπριακής. Παρόλα αυτά, ενώ σε επίπεδο αντιλήψεων υπάρχει σαφής λειτουργική διαφοροποίηση των δύο ποικιλιών, σε επίπεδο πραγματικής χρήσης παρατηρούμε ένα φάσμα χρήσεων εντός ενός γλωσσικού συνεχούς και μια ολοένα μεγαλύτερη λειτουργική αποστεγανωποίηση χρήσεων.
Στη συζήτηση με το κοινό, απαντήθηκαν ερωτήματα σχετικά με τη χρήση της κυπριακής στη δημόσια σφαίρα και στην εκπαίδευση, καθώς και με τη συνύπαρξη της κυπριακής με άλλες γλωσσικές ποικιλίες εντός Κύπρου. Διασαφηνίστηκε επίσης το θέμα της καταγωγής των μεταφατνιακών συμφώνων της κυπριακής (π.χ. σε λέξεις όπως «τžαιρός», «χότžας» κ.λπ.)· συγκεκριμένα, φωτίστηκε το γεγονός πως οι ήχοι αυτοί δεν είναι αποτέλεσμα δανεισμού από την τουρκική (όπως εσφαλμένα πιστεύεται από πολύ κόσμο), αλλά αποτελούν το προϊόν εσωτερικών γλωσσικών αλλαγών που χρονολογούνται ακόμη και πριν από τη φραγκοκρατία, ενώ παράλληλα φαινόμενα παρατηρούμε και με παρόμοια συμφωνικά φωνήματα που δεν υπήρχαν στη λατινική αλλά αναπτύχθηκαν εσωτερικά στην ιταλική, γαλλική και σε άλλες λατινογενείς γλώσσες. Συντονίστρια της ενδιαφέρουσας αυτής διάλεξης, ήταν η γλωσσολόγος, Δρ Πόπη Θεοφάνους.