Ο μεγαλοϊδεατισμός της Ο.Ε. Ρωσίας

Ο μεγαλοϊδεατισμός της Ο.Ε. Ρωσίας

Του Αλέξανδρου  Μασσαβέτα*

 

Ανήμερα των Φώτων (παραμονή Χριστουγέννων για τους ακολουθούντες το παλαιό ημερολόγιο Ρώσους και Ουκρανούς Ορθοδόξους), ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος παρέδωσε στον προκαθήμενο της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ουκρανίας Επιφάνιο, τον ποθητό Τόμο με τον οποίο η εν λόγω εκκλησία καθίσταται αυτοκέφαλη. Η δημιουργία της δέκατης πέμπτης Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας αποτελεί την σημαντικότερη εξέλιξη στον ορθόδοξο κόσμο των τελευταίων δεκαετιών. Την σημασία αυτήν θέλησε να υπογραμμίσει ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος, επιλέγοντας την συγκεκριμένη ημερομηνία για την τελετή παράδοσης του Τόμου.
Η νέα εκκλησία θα οργανωθεί –προς το παρόν τουλάχιστον– σε μητρόπολη Κιέβου και πάσης Ουκρανίας, όχι σε Πατριαρχείο (όπως ήλπιζαν πολλοί Ουκρανοί, επιθυμώντας ένα «αντίπαλο δέος» προς το Πατριαρχείο Μόσχας). Πρόκειται λιγότερο για «κίνηση καλής θέλησης» του οικουμενικού θρόνου έναντι της Μόσχας (η εκκλησία της οποίας φέρει πατριαρχική περιωπή) και περισσότερο για αποκατάσταση της ιστορικής πραγματικότητας: σε μητρόπολη-Εξαρχία του Πατριαρχείου ήταν οργανωμένη η εκκλησία του Κιέβου (Μητρόπολη Κιέβου, Γαλικίας και πάσης Ρως), όταν η Ρωσία παρατύπως την ενσωμάτωσε στο Πατριαρχείο Μόσχας μετά το 1686.
Το παρασκήνιο δημιουργίας της νεοσύστατης αυτοκέφαλης εκκλησίας υπήρξε θυελλώδες και άκρως πολιτικό, με το Κρεμλίνο και το Πατριαρχείο Μόσχας να ανθίστανται σθεναρά στην αναγνώριση ουκρανικής εκκλησίας ανεξάρτητης από την Μόσχα. Δύο, ωστόσο, ορθόδοξες εκκλησίες λειτουργούσαν στην Ουκρανία από την ανεξαρτησία της το 1991 και μέχρι τον περασμένο Δεκέμβριο: το αυτοανακηρυχθέν «Πατριαρχείο Κιέβου
Ukrainian Orthodox Church – Kiev Patriarchate » και η «Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία-Ukrainian Autocephalous Orthodox Church».  Θεωρούντο «σχισματικές» από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τις λοιπές ορθόδοξες εκκλησίες, κατ’ επιμονή της Μόσχας. Το Κρεμλίνο και το Πατριαρχείο Μόσχας επεδίωκαν η αυτόνομη «Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία»-Ukrainian Orthodox Church (Moscow Patriarchate)
υπό το Πατριαρχείο Μόσχας να παραμείνει η μόνη αναγνωρισμένη Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ουκρανία.
Ιδίως μετά την ρωσική κατάληψη της Κριμαίας και τον πόλεμο στην ανατολική Ουκρανία, οι πιστοί των δύο «σχισματικών» εκκλησιών ξεπέρασαν εκείνους της αυτόνομης Εκκλησίας υπό το Πατριαρχείο Μόσχας. Θεωρώντας πως δεν είναι δυνατόν η πλειονότητα των Ουκρανών ορθοδόξων να θεωρούνται σχισματικοί, ούτε η ουκρανική Εκκλησία να υπάγεται ιεραρχικά σε χώρα, με την οποία η Ουκρανία βρίσκεται κατ’ ουσίαν σε εμπόλεμη κατάσταση, ο Οικουμενικός Πατριάρχης αποφάσισε να εισακούσει τις επίμονες εκκλήσεις για δημιουργία αυτοκέφαλης Εκκλησίας. Στις 15 Οκτωβρίου το Πατριαρχείο Μόσχας απήντησε διακόπτοντας την ευχαριστιακή κοινωνία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος ασπάζεται τον Μητροπολίτη Επιφάνιο στη διάρκεια της επίσημης τελετής παράδοσης του αυτοκέφαλου, στην Πατριαρχική Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στην Κωνσταντινούπολη, 6 Ιανουαρίου 2019. [Bulent Kilic/AFP]

Η Μόσχα δεν μπόρεσε, βέβαια, να αποτρέψει την σύγκληση της «συνόδου ενοποίησης» στο Κίεβο, όπου οι δύο άλλοτε «σχισματικές» εκκλησίες συνενώθηκαν και εξέλεξαν τον μόλις 39χρονο Επιφάνιο προκαθήμενο της νέας Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η προσκείμενη στο Πατριαρχείο Μόσχας τοπική Εκκλησία απείχε της συνόδου (φέρονται, ωστόσο, να συμμετείχαν δύο τουλάχιστον μητροπολίτες της). Η ίδρυση της αυτοκέφαλης Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και η αναγνώρισή της την ημέρα των Θεοφανείων δεν σημαίνει και το τέλος των περιπετειών της ουκρανικής Ορθοδοξίας. Αν το 2018 υπήρξε θερμό έτος, εξαιτίας ακριβώς των αντιδράσεων της Μόσχας, το 2019 αναμένεται εξίσου περιπετειώδες. Καταρχάς, η ουκρανική Ορθοδοξία θα παραμείνει διαιρεμένη, καθώς η τοπική εκκλησία του Πατριαρχείου Μόσχας θα εξακολουθήσει να υφίσταται,  οποιαδήποτε βίαιη προσπάθεια κατάργησής της, εξάλλου, θα ήγειρε ζητήματα θρησκευτικής ελευθερίας. Θα εγκαθιδρυθεί, δηλαδή, ένα σύστημα παράλληλων δικαιοδοσιών, όπως εκείνο που ισχύει στην Εσθονία και την Μολδαβία, με εκκλησίες προσκείμενες στο Πατριαρχείο Μόσχας και εκκλησίες υπό τον οικουμενικό θρόνο να συνυπάρχουν.

Ο αδυσώπητος ρωσικός πόλεμος ενάντια στο Φανάρι 

Τόσο το Κρεμλίνο όσο και η ρωσική εκκλησία θεωρούν την ίδρυση αυτοκέφαλης Εκκλησίας στην Ουκρανία μείζονα γεωπολιτική ήττα. Έτσι την ερμηνεύει και η δυτική διπλωματία. Οι θέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Ουκρανίας στο ζήτημα είναι πλέον λίγο-πολύ γνωστές στην Ελλάδα. Λιγότερο γνωστές είναι οι ρωσικές θέσεις, παρότι τις παπαγαλίζουν συνεχώς εκατοντάδες ρωσόπληκτες ιστοσελίδες του ελληνόφωνου διαδικτύου.

Η Ρωσία έχει καταστήσει σαφές πως θα αντιταχθεί σθεναρά στην νέα κατάσταση, προασπίζοντας τα δικαιώματα της ρωσικής Εκκλησίας στην Ουκρανία. Την όποια παραχώρηση στην Ουκρανία καθιστά ιδιαίτερα δύσκολη η κοσμοθεωρία κοινή στο Κρεμλίνο και την ρωσική εκκλησία. Πρόκειται για το αφήγημα του «Ρωσικού Κόσμου», κατά το οποίο η Ουκρανία αποτελεί ζωτικό χώρο –αν όχι τμήμα– της Ρωσίας.

Στην υπηρεσία του κράτους: όργανο εκρωσισμού και μηχανισμός νομιμοφροσύνης
Η στενότατη σχέση της ρωσικής εκκλησίας με το κράτος, που συχνά έλαβε την μορφή υπηρεσίας της πρώτης προς το δεύτερο, έχει μακραίωνη ιστορία. Ήδη από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου, η υποταγή της Εκκλησίας στο κράτος υπήρξε πλήρης. Ο μεταρρυθμιστής αυτοκράτωρ κατήργησε το Πατριαρχείο Μόσχας, πιστεύοντας πως το αξίωμα του Πατριάρχη μπορούσε να υπονομεύσει την παντοδυναμία του απολύτου μονάρχη. Έτσι, από το 1700 και ως την επανάσταση του 1917, την Εκκλησία διοικούσε Ιερά Σύνοδος, της οποίας προήδρευε ανώτατος γραφειοκράτης. Ο τσάρος διόριζε ο ίδιος τους μητροπολίτες και η Εκκλησία μετετράπη σε απλή κρατική υπηρεσία.
Τόσο το τσαρικό όσο και το σοβιετικό κράτος την χρησιμοποίησαν ως μηχανισμό εκρωσισμού ορθόδοξων εθνοτήτων και ομάδων (Ουκρανών, Γεωργιανών, Μολδαβών, Εσθονών). Πάγια τακτική του κράτους υπήρξε η κατάργηση των τοπικών Εκκλησιών των αλλοεθνών εντός των ορίων του και η υπαγωγή τους στην ρωσική Εκκλησία, η οποία θεωρήθηκε –και υπήρξε– συνεργάτης και προπαγανδιστής τόσο του ρωσικού εθνικισμού όσο και της πίστης στο κράτος και της υπακοής στην εξουσία (αυτοκρατορική και σοβιετική). Η πρακτική αυτή δεν εφαρμόσθηκε μονάχα σε ορθόδοξους πληθυσμούς: ιδιαίτερα χαρακτηριστική περίπτωση της σύμπτωσης της οπτικής κράτους και εκκλησίας υπήρξε ο διωγμός της Ελληνοκαθολικής Εκκλησίας -Ukrainian Greek Catholic Church στην δυτική Ουκρανία και την Λευκορωσία από τις τσαρικές και σοβιετικές αρχές.

Τόσο το τσαρικό όσο και το σοβιετικό κράτος την χρησιμοποίησαν ως μηχανισμό εκρωσισμού ορθόδοξων εθνοτήτων και ομάδων (Ουκρανών, Γεωργιανών, Μολδαβών, Εσθονών). Πάγια τακτική του κράτους υπήρξε η κατάργηση των εθνικών εκκλησιών των αλλοεθνών εντός των ορίων του και η υπαγωγή τους στην ρωσική εκκλησία, η οποία θεωρήθηκε –και υπήρξε– συνεργάτης και προπαγανδιστής του ρωσικού εθνικισμού όσο και της πίστης στο κράτος και της υπακοής στην εξουσία (αυτοκρατορική και σοβιετική). Η πρακτική αυτή δεν εφαρμόσθηκε μονάχα σε ορθόδοξους πληθυσμούς: ιδιαίτερα χαρακτηριστική περίπτωση της σύμπτωσης της οπτικής κράτους και εκκλησίας υπήρξε ο διωγμός της Ελληνοκαθολικής ΕκκλησίαςUkrainian Greek Catholic Church στην δυτική Ουκρανία και την Λευκορωσία από τις τσαρικές και σοβιετικές αρχές.

Η Ρωσική Αυτοκρατορία προσάρτησε βαθμηδόν τα εδάφη της Λευκορωσίας και της δυτικής Ουκρανίας με τους «διαμελισμούς της Πολωνίας. Η ανθούσα εκεί Ελληνοκαθολική Εκκλησία των Ουνιτών (που ιδρύθηκε με την «Ένωση του Μπρεστ» το 1596) θεωρήθηκε ταυτόσημη με την ουκρανική εθνική ταυτότητα και άρα αντι-ρωσική, ύποπτη για έλλειψη νομιμοφροσύνης. Οι ρωσικές αρχές την απαγόρευσαν και μεταβίβασαν δια της βίας τις εκκλησίες, μονές και περιουσιακά στοιχεία της στην Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία. Οι ιερείς της εξαναγκάσθηκαν να προσχωρήσουν στην Ορθόδοξη εκκλησία, τυχόν πιστοί που αρνήθηκαν να το κάνουν αντιμετώπισαν βία και διωγμούς. Το σταλινικό καθεστώς επιφύλαξε την ίδια μεταχείριση στην Ελληνοκαθολική Εκκλησία στις περιοχές που η ΕΣΣΔ κατέλαβε μεταπολεμικά (Γαλικία και Καρπαθο-Ρουθηνία). Οι σοβιετικές αρχές συνεκάλεσαν ψευδο-σύνοδο στο Λβιβ, που προκήρυξε την συγχώνευση της ουνιτικής εκκλησίας με την ρωσική ορθόδοξη. Η Ουνία τελούσε υπό απαγόρευση ως το 1989.
Ο διωγμός των Ουνιτών και η συγχώνευση της Εκκλησίας τους με την ρωσική ορθόδοξη καταδεικνύει πώς το κράτος, τόσο επί αυτοκρατορικής όσο και επί σοβιετικής περιόδου, έβλεπε την τελευταία ως όργανο εκρωσισμού κοινοτήτων των οποίων ο «πατριωτισμός» και η αφοσίωση στο κράτος τελούσε υπό αμφισβήτηση. Τόσο η τσαρική όσο και η σοβιετική εξουσία θεωρούσαν την Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία δύναμη πατριωτισμού και νομιμοφροσύνης.
Εγγυητής της κοινωνικής συνοχής έναντι του ατομικισμού
Ήδη από την αρχή της μετασοβιετικής περιόδου, η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία κινήθηκε να ανακτήσει την δεσπόζουσα θέση που κατείχε στον δημόσιο βίο και στην κοινωνία την προεπαναστατική περίοδο. Η κρίση αξιών που ακολούθησε την σοβιετική κατάρρευση έδωσε την ευκαιρία στην Εκκλησία να κινηθεί για να γεμίσει το κενό, προωθώντας μία ατζέντα πατριωτισμού, ταυτότητας-παραδοσιακών αξιών και εθνικής ασφάλειας. Τα πρώτα μετασοβιετικά χρόνια, ξένες θρησκευτικές οργανώσεις δραστηριοποιήθηκαν με μεγάλη ελευθερία, κάτι που προξένησε την αντίδραση εθνικιστικών κύκλων και της Εκκλησίας. Ισχυρίζονταν πως ένας λαός αποκομμένος επί δεκαετίες από την θρησκεία αποτελούσε εύκολο θύμα των ξένων ιεραποστόλων, ενώ έκαναν λόγο για «εισβολή» ξένων δογμάτων.
Η Εκκλησία άρχισε να πιέζει για νομοθετική ρύθμιση που θα περιόριζε την δράση των ξένων και θα επεφύλασσε προνομιακή μεταχείριση στις «παραδοσιακές θρησκείες», εκείνες δηλαδή με ιστορική παρουσία στην Ρωσική Αυτοκρατορία (Ορθοδοξία, Ισλάμ, Ιουδαϊσμό και Βουδισμό). Οι αρχές συνέδεσαν νωρίς την προστασία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας με την εθνική ασφάλεια. Έτσι, το 1997 σχετικός νόμος καθιέρωσε προνομιακό καθεστώς για τις «παραδοσιακές θρησκείες», δημιουργώντας παράλληλα προσκόμματα στην λειτουργία άλλων (ιδίως στην Καθολική Εκκλησία, τις προτεσταντικές ομολογίες και τους Μάρτυρες του Ιεχωβά). Η Ορθοδοξία ταυτίσθηκε με την εθνική ασφάλεια και την κοινωνική συνοχή και θεωρήθηκε «όπλο» για την κατοχύρωσή τους. «Ξένα» προς την ρωσική παράδοση δόγματα, αντίθετα, θεωρήθηκαν απειλή προς την κρατική ασφάλεια.
Οι σχέσεις κράτους-εκκλησίας έγιναν πολύ στενότερες από την ανάδειξη του Βλαντίμιρ Πούτιν στην προεδρία το 2000. Κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο τότε Πατριάρχης Αλέξιος Β΄ τον κάλεσε να συμβάλει «στην αποκατάσταση των πνευματικών δυνάμεων του έθνους» και να το επαναπροσανατολίσει προς τις παραδοσιακές ηθικές αξίες. Το ίδιο έτος, ο Πούτιν δήλωνε στο χριστουγεννιάτικο μήνυμά του πως η Ορθοδοξία έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ρωσική ιστορία και διαμόρφωσε τον χαρακτήρα του ρωσικού πολιτισμού. Τα ιδανικά της, σημείωνε, είναι χρήσιμα για την ηθική αναγέννηση της ρωσικής κοινωνίας.

Η κοσμοθεωρία της ρωσικής εκκλησίας υπήρξε ανέκαθεν βαθιά εθνικιστική και υστερικά αντι-δυτική. Η Δύση γινόταν πάντοτε αντιληπτή ως φορέας καινοτομιών που απειλούσαν την ρωσική ταυτότητα και τον τρόπο ζωής. Ήδη από τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης Πούτιν, εκκλησία και κρατικές αρχές συστρατεύθηκαν γύρω από την κοινή τους καχυποψία προς την Δύση και την «φιλελεύθερη κοινωνία» της. Αμφότερες εναντιώθηκαν στην «άκριτη» αποδοχή των δυτικών ιδεών και τρόπων. Η Δύση θεωρήθηκε υπεύθυνη για την ηθική παρακμή της ρωσικής νεολαίας. Ο Πατριάρχης Αλέξιος μιλούσε για «αναίμακτο πόλεμο» που είχε εξαπολύσει η Δύση, ένα σχέδιο εξόντωσης του ρωσικού λαού. Πάγια θέση της ρωσικής εκκλησίας την μετα-σοβιετική περίοδο είναι πως οι Σλάβοι Ορθόδοξοι δεν μπορούν να ενταχθούν στο φιλελεύθερο «κοινωνικό συμβόλαιο» της ΕΕ, καθώς δεν συμμετείχαν στην κατάρτισή του. Η εκκλησία τρέφει τις θεωρίες συνωμοσίας, που θέλουν την Ορθοδοξία να αποτελεί τον «τελευταίο προμαχώνα» στην επέλαση της «νέας τάξης» της παγκοσμιοποιημένης εκκοσμίκευσης και του ατομισμού.
Σε εγκύκλιο που κυκλοφόρησε το 2000, η ρωσική εκκλησία περιγράΕκφράζει έντονες επιφυλάξεις απέναντι στην δημοκρατία, που θεωρείται πως υποβαθμίζει την τάξη και προκαλεί διαιρέσεις στην κοινωνία. Κατά την θεώρηση της ρωσικής εκκλησίας, η ιδανική κοινωνία είναι ένα ενιαίο όλο και οι διαφωνίες εντός αυτού είναι «αφύσικες» και απειλούν την ενότητά του. Σε έναν ιδανικό κόσμο, η εκκλησία θα προτιμούσε ένα θεοκρατικό καθεστώς, που θα δεχόταν την θεία αποστολή του κράτους.
Την καχυποψία της Εκκλησίας ως προς την δυτική «φιλελεύθερη δημοκρατία» μοιράζεται και η διοίκηση. Αμφότερες εντοπίζουν το πρόβλημα στις σχέσεις τους με την Δύση στην «άνευ ορίων ατομική ελευθερία» που προωθεί η δυτική κουλτούρα, σε βάρος της συνοχής του συνόλου. Για την εκκλησία, οι ατομικές ελευθερίες δεν πρέπει να επιβουλεύονται τις θρησκευτικές και ηθικές παραδόσεις ούτε να προσβάλουν το εθνικό και το θρησκευτικό συναίσθημα. Αυτά θέτουν και τα όρια του πλουραλισμού. Έντονη συζήτηση γύρω από τα όρια των ατομικών ελευθεριών, όπως η ελευθερία έκφρασης, και της σχέσης εκκλησίας και κράτους είχε προκαλέσει η υπόθεση του συγκροτήματος Pussy Riot.
«Πνευματική ασφάλεια»: η θρησκεία ως ζήτημα εθνικής ασφαλείας

Ο Κύριλλος βάζει την πατριαρχική μίτρα κατά την τελετή ενθρόνισής του στη Μόσχα, την 1η Φεβρουαρίου 2009. [STR/POOL/AFP]

Με την ενθρόνιση του Κυρίλλου στην πατριαρχία της Μόσχας το 2009, η συνεργασία της εκκλησίας με τον Πούτιν έγινε ακόμη στενότερη. Ο Κύριλλος έχει συχνά αναφερθεί στην βυζαντινή «συμφωνία», την σχέση αμοιβαίου σεβασμού και συνεργασίας μεταξύ θρόνου και εκκλησίας, ως πρότυπο για τις σχέσεις εκκλησίας και κράτους στην Ρωσία. Γεγονός είναι πως έχει οικοδομηθεί μία συμμαχία μεταξύ των δύο, που προωθεί μία ατζέντα εθνικισμού και συντηρητισμού στο εσωτερικό αλλά και στις διεθνείς σχέσεις της χώρας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κύριλλος περιέγραψε την προεδρία του Πούτιν ως «δώρο Θεού», ενώ έφτασε να ειρωνευθεί τους διαδηλωτές που ζητούσαν δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις ότι «σπάνε τα αυτιά μας με τις στριγγλιές τους».

Η ιδιότητα του «φορέα νομιμοφροσύνης» της ορθόδοξης Εκκλησίας και η φοβία κατά των ξένων οργανώσεων οδήγησαν στην αντιμετώπιση της θρησκείας ως ζήτημα ασφαλείας. Το Έγγραφο Εθνικής Ασφάλειας (National Security Concept of the Russian Federation – Fundamental Documents  The Ministry of Foreign Affairs of the Russian Federation), που υιοθετήθηκε το 2000, θεωρεί απαραίτητη για την κατοχύρωση της εθνικής ασφάλειας την «προστασία της πολιτιστικής, πνευματικής και ηθικής κληρονομίας, των ιστορικών παραδόσεων και των κανόνων της κοινωνικής ζωής» αλλά και «την αντιμετώπιση της αρνητικής επίδρασης της δράσης ξένων θρησκευτικών οργανώσεων και ιεραποστόλων». Η «πολιτιστική-θρησκευτική διείσδυση των όμορων χωρών στην ρωσική επικράτεια» αναφέρεται ως απειλή για την εθνική ασφάλεια. Η ιδέα της «πνευματικής ασφάλειας» αποτελεί έτσι επισήμως τμήμα της πολιτικής εθνικής ασφάλειας της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Όπως εξηγεί η Αλίτσια Κουράνοβιτς, πολιτική επιστήμων και λέκτωρ στο Ινστιτούτο Διεθνών σχέσεων του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας, η «πνευματική ασφάλεια» στοχεύει να προστατέψει την πολιτιστική ακεραιότητα του ρωσικού έθνους, δηλαδή την ταυτότητα και τις παραδόσεις του. Σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης, το ζητούμενο είναι η δυνατότητα αντίστασης στις έξωθεν πολιτιστικές επιδράσεις.  Τόσο το Κρεμλίνο όσο και η Εκκλησία θεωρούν την Δύση «ηθικά χρεοκοπημένη» και επιθυμούν να περιορίσουν την πολιτιστική επιρροή της στο ελάχιστο δυνατό. Αν αυτά ισχύουν στο εσωτερικό μέτωπο, στο εξωτερικό η «πνευματική ασφάλεια» υπαγορεύει στην εξωτερική πολιτική την δημιουργία μιας σφαίρας ρωσικής πολιτιστικής επιρροής (Spiritual Security, the Russkiy Mir, and the Russian Orthodox Church: The Influence of the Russian Orthodox Church on Russia’s Foreign Policy regarding Ukraine, Moldova, Georgia, and Armenia | Daniel P Payne). Αυτός ο πέραν των συνόρων χώρος ρωσικού πολιτισμού είναι γνωστός ως «Ρωσικός Κόσμος» (Russkiy mir).
Ο «Ρωσικός Κόσμος»: πολιτιστικός ιμπεριαλισμός με συμμετοχή της Εκκλησίας
Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία υπερηφανεύεται πως αποτελεί τον μοναδικό θεσμό της Ρωσικής Αυτοκρατορίας που επιβιώνει ως τις μέρες μας. «Την ταύτιση της Ρωσικής Εκκλησίας με το τσαρικό καθεστώς καταδεικνύει η αγιοποίηση των Ρομάνοφ που δολοφόνησαν οι Μπολσεβίκοι – μία αγιοποίηση την οποία δεν δέχεται το Οικουμενικό Πατριαρχείο», σημειώνει ο ιστορικός Κώστας Σταματόπουλος. Ο ίδιος ο τίτλος του Πατριάρχη Μόσχας, πάσης Ρως (Всея Руси) και όχι «πασών των Ρωσιών» ως είθισται να μεταφράζεται, παραπέμπει στο μεσαιωνικό Κράτος των Ρως, με κέντρο το Κίεβο (Kievan Rus’), η αχανής επικράτεια του οποίου κάλυπτε τις σημερινές Ουκρανία, Λευκορωσία και Ευρωπαϊκή Ρωσία.
Η αναφορά σε Ρως στον τίτλο του προκαθημένου της ρωσικής Εκκλησίας απηχεί την αντίληψη της Μόσχας πως η εν λόγω Εκκλησία αποτελεί την νόμιμη συνέχεια της Μητρόπολης Κιέβου και πάσης Ρως, που συστήθηκε στο Κίεβο μετά την βάπτιση του ηγεμόνα των Ρως Βλαντίμιρ (Αγίου Βλαδιμήρου) το 988. Η σύνδεση αυτή με την ιστορική Εκκλησία της μεσαιωνικής Ρως καθιστά, κατά την λογική της Μόσχας, την ρωσική εκκλησία τον σύνδεσμο όλων των Ανατολικών Σλάβων (Ρώσων, Ουκρανών και Λευκορώσων) με την κοινή πηγή του πολιτισμού τους στο Κίεβο του 9ου αιώνα. Η αναφορά στην Ρως εμπεριέχει έναν πολιτικό ισχυρισμό: η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι θεσμός ρωσικός, αλλά υπερ-εθνικός, με ιστορικά δικαιώματα πνευματικής δικαιοδοσίας εφ’ όλων των απογόνων της Ρως. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η δημιουργία ορθόδοξης Εκκλησίας ανεξάρτητης από την Μόσχα στην Ουκρανία διακυβεύει την ενότητα της «Εκκλησίας της Ρως», που υποτίθεται ότι αποτελεί το Πατριαρχείο Μόσχας.
Χαρακτηριστικά, ο Πατριάρχης Κύριλλος επισκέφθηκε το Κίεβο λίγο μετά την ενθρόνισή του το 2009, προωθώντας την ενότητα της ρωσικής Εκκλησίας έναντι στις φωνές που ζητούσαν αναγνώριση αυτοκέφαλης ουκρανικής Εκκλησίας. Θέλοντας να προωθήσει την «ενότητα της Εκκλησίας της Ρως» ανακήρυξε το Κίεβο και το Μινσκ «συνοδικές πρωτεύουσες» πλάι στην Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη. Επιπλέον, η σύνοδος της ρωσικής Εκκλησίας που αποφάσισε την διακοπή της κοινωνίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο είχε συγκληθεί στο Μινσκ. Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία φιλοδοξεί έτσι να αποτελέσει τον βασικό πνευματικό και πολιτιστικό σύνδεσμο της Ρωσίας με τους Ουκρανούς, Λευκορώσους και λοιπούς Ορθοδόξους στο «εγγύς εξωτερικό» – την άλλοτε σοβιετική επικράτεια που η Ρωσία αναγνωρίζει ως περιοχή ειδικού ενδιαφέροντος.

Η αναβίωση της Ορθοδοξίας στον δημόσιο βίο της Ρωσίας επηρέασε άμεσα την εικόνα που η χώρα θέλει να προβάλει στο διεθνές πεδίο. Από τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης του Πούτιν, η Εκκλησία χρησιμοποιήθηκε ως μέσο άσκησης επιρροής σε ορθόδοξες χώρες. Όπως σημειώνει η Αλίτσια Κουράνοβιτς, το κράτος αναμένει από την Εκκλησία να προωθεί τα εθνικά συμφέροντα στο εξωτερικό, ενισχύοντας τους δεσμούς της ρωσικής και ρωσόφωνης διασποράς με την «μητέρα πατρίδα». Αυτά προωθούνται μέσω του ιδεολογικού σχήματος του «Ρωσικού Κόσμου», που έχει αποδεχθεί και προωθεί η ρωσική Εκκλησία. Ο πρωταρχικός στόχος της τελευταίας είναι να διατηρήσει την ενότητά της, δηλαδή την δικαιοδοσία της στο «εγγύς εξωτερικό» – Ουκρανία, Λευκορωσία, Μολδαβία.
Ο «Ρωσικός Κόσμος» γίνεται νοητός ως ένας ενιαίος πολιτιστικός χώρος. «Η έννοια του κόσμου πρέπει εδώ να γίνει κατανοητή με την αρχαία σημασία της, εκείνη του πολιτιστικού χώρου» τονίζει η Γαλλίδα ιστορικός και πολιτική επιστήμων, Μαρλέν Λαρουέλ. Η έννοια είναι αντίστοιχη του ρωμαϊκού ή βυζαντινού κόσμου και παραπέμπει σε εκείνη ενός γεωγραφικού χώρου προσδεδεμένου στην ενοποιητική πολιτιστική επίδραση ενός κέντρου. Εν προκειμένω, η Ρωσία είναι το πολιτιστικό κέντρο και ο «Ρωσικός Κόσμος» η σφαίρα πολιτιστικής της επιρροής. Η έννοια δανείζεται από την ιδεολογική δεξαμενή της ρωσικής εκκλησίας, που θεωρεί πως οι πνευματικοί δεσμοί της ξεπερνούν τα εθνικά σύνορα. Συνεπώς, το «ρωσικός» εδώ δεν έχει εθνική ή γεωγραφική, αλλά πνευματική και πολιτιστική έννοια. Τον «Ρωσικό Κόσμο» απαρτίζουν όλοι όσοι μιλούν την ρωσική γλώσσα, έχουν την Ορθόδοξη πίστη και υιοθετούν μία συγκεκριμένη ιστορική μνήμη. Έτσι, η έννοια ξεπερνά κατά πολύ τα σύνορα τη Ρωσίας,  αλλά και της ρωσικής εθνότητας.
Το 2007, ο Πρόεδρος Πούτιν ίδρυσε το «Ίδρυμα Ρωσικός Κόσμος (Russkiymir)», με πρότυπο τα ευρωπαϊκά πολιτιστικά ιδρύματα όπως το Βρετανικό Συμβούλιο, το Γαλλικό Ινστιτούτο και το Γκαίτε. Πρόκειται για σύμπραξη των υπουργείων Εξωτερικών και Παιδείας, που στοχεύει στην προώθηση της ρωσικής γλώσσας και πολιτισμού τόσο στο «εγγύς εξωτερικό» όσο και παραπέρα. Η ρωσική Εκκλησία έχει άμεση ανάμειξη στην δράση του ιδρύματος, που μέσω γλωσσικών και πολιτιστικών δράσεων προωθεί τα ρωσικά συμφέροντα και την εικόνα της Ρωσίας στην αλλοδαπή, φιλοδοξώντας να ορθώσει μία «ρωσική φωνή» σε διεθνές επίπεδο. Η περίπτωση του «Ρωσικού Κόσμου» είναι ενδεικτική της συμφωνίας κράτους και Εκκλησίας ως προς τους επιδιωκόμενους στόχους.
Η επιρροή του «Ρωσικού Κόσμου» στην πολιτική της Μόσχας φάνηκε ξεκάθαρα στην Ουκρανία. Ο πόλεμος στις ανατολικές επαρχίες της ερμηνεύθηκε ως σύγκρουση εντός του «Ρωσικού Κόσμου», ένα είδος εμφυλίου πολέμου. Η λύση για την ρωσική Εκκλησία (συμπεριλαμβανομένου του κλάδου της στην Ουκρανία) είναι η αποδοχή της ενότητας και ομόνοιας όλων των απογόνων των Ρως, υπό την πνευματική καθοδήγησή της. Το ίδιο μήνυμα θέλησε να στείλει και ο Βλαντίμιρ Πούτιν εγκαινιάζοντας, το 2016, ένα κολοσσιαίο άγαλμα του Αγίου Βλαδιμήρου μπροστά στο Κρεμλίνο. Η μορφή του Βλαδιμήρου παραπέμπει στο Κράτος των Ρως, στην επικράτεια του οποίου ανήκε η σημερινή Ουκρανία, και στην κοινή ιστορία, ορθόδοξη κουλτούρα και σημεία αναφοράς Ρώσων και Ουκρανών. Στην περίπτωση της Ουκρανίας δεν διακυβεύονται μονάχα πολιτικά συμφέροντα της Ρωσίας, αλλά η ίδια η ανάγνωση των θεμελίων της ιστορίας της, που είναι κοινά με εκείνα της Ουκρανίας. Έτσι, η ύπαρξη ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ουκρανία χωριστής από την ρωσική είναι ορατή ως ριζική ανατροπή στο όλο οικοδόμημα του «Ρωσικού Κόσμου».

Ο Ρώσος πρόεδρος, ο πρωθυπουργός Ντμίτρι Μεντβέντεφ και ο υπουργός Πολιτισμού στα εγκαίνια του γιγάντιου αγάλματος του Βλαδίμηρου του Μεγάλου στη Μόσχα τον Νοέμβριο του 2016. [Mikhail Klimentiev/SPUTNIK/AFP]
Η λογική του «Ρωσικού Κόσμου» εφαρμόζεται με διαφορετικούς τρόπους στο «εγγύς εξωτερικό» και παραπέρα. Στο εγγύς εξωτερικό, τακτικές «ήπιας ισχύος» συνδυάζονται με πολιτικές αλλά και στρατιωτικές παρεμβάσεις. Η Ρωσία ασκεί επιρροή δια του ρωσόφωνου χώρου ενημέρωσης που έχει οικοδομήσει και –προκειμένου για ορθόδοξους πληθυσμούς– μέσω της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Χρηματοδοτεί την δράση ρωσόφιλων οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, φίλα προσκείμενα πολιτικά κόμματα, αλλά και αυτονομιστικά-αποσχιστικά κινήματα, όπως εκείνα στην ανατολική Ουκρανία, την Αμπχαζία, την Νότια Οσετία και την Τρανσνίστρια, που έχουν φιλορωσικό προσανατολισμό. Διατηρεί μία συνεχή παρουσία οργανώνοντας τελετές ιστορικής μνήμης και μνημόσυνα για Ρώσους πεσόντες, μοιράζει υπηκοότητες στους αιτούντες και υποτροφίες για σπουδές σε ρωσικά πανεπιστήμια και στρατιωτικές ακαδημίες. Σε περιπτώσεις όπως εκείνες στην Κριμαία, ανατολική Ουκρανία και την Νότια Οσετία, η Ρωσία δεν δίστασε να επέμβει στρατιωτικά, επικαλούμενη το δικαίωμα προστασίας των Ρώσων πολιτών (έχοντας, εγκαίρως, διανείμει ρωσικά διαβατήρια σε χιλιάδες αιτούντες).
Ο «Ρωσικός Κόσμος» εκτείνεται πέραν των άλλοτε συνόρων της Σοβιετικής Ένωσης. Η Ρωσία έχει χρησιμοποιήσει εκτενώς τακτικές «ήπιας ισχύος» προκειμένου να οικοδομήσει κλίμα ρωσοφιλίας στις ορθόδοξες χώρες που έχουν ενταχθεί στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Οργανώσεις προσκείμενες στο Κρεμλίνο και την ρωσική εκκλησία έχουν επιδοθεί σε συντονισμένες προσπάθειες οικοδόμησης ενός αντι-δυτικού και αντι-φιλελεύθερου κοινωνικού ρεύματος στις εν λόγω χώρες, βασισμένου σε έναν κοινωνικό συντηρητισμό. Τον τελευταίο απαρτίζουν υποτιθέμενες «ορθόδοξες» αξίες, τις οποίες προωθούν οι εκπρόσωποι του ρωσικού κράτους και Εκκλησίας και οι συνδεδεμένες με αυτούς οργανώσεις. Η συστηματική προσπάθεια άλωσης της ελληνικής εκκλησίας και η διάδοση ψευδών ειδήσεων και ακραία φιλορωσικών θέσεων στο ελληνικό διαδίκτυο αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα της ρωσικής αυτής τακτικής.  Η λειτουργία ρωσικών μέσων όπως το Russia Today και το Sputnik στοχεύει ακριβώς στην προβολή της εικόνας και των θέσεων της Ρωσίας πολύ μακρύτερα από τον ρωσόφωνο κόσμο.
Ο μεταμοντέρνος μεγαλοϊδεατισμός που εμπεριέχεται στην έννοια του «Ρωσικού Κόσμου» απασχολεί την ελληνική πλευρά σε δύο επίπεδα – εκείνο της Ουκρανίας, όπου εμπλέκεται το Οικουμενικό Πατριαρχείο, και εκείνο της πολιτιστικής-πνευματικής διείσδυσης στην ίδια την ελληνική κοινωνία. Μετά την πρόσφατη διπλωματική κρίση του περασμένου καλοκαιριού, η δυνατότητα χειραγώγησης της ελληνικής κοινωνίας και κοινής γνώμης από την Ρωσία υπέστη σοβαρό πλήγμα. Στην Ουκρανία, ωστόσο, αναπόσπαστο τμήμα του «σκληρού πυρήνα» του Ρωσικού Κόσμου, η Ρωσία θα συνεχίσει να διατηρεί σημαντικά οχήματα άμεσης παρέμβασης: την προσκείμενη στο Πατριαρχείο Μόσχας ουκρανική Εκκλησία και τους ένοπλους αυτονομιστές στις ανατολικές επαρχίες της χώρας. Οι επόμενοι μήνες θα δείξουν πόσο διατεθειμένη είναι η Ρωσία να πιέσει την κατάσταση στα άκρα στο ουκρανικό. Αυτό, φυσικά, θα εξαρτηθεί από τις εκτιμήσεις για το πόσο μία «σκληρή» στάση θα ωφελήσει στην πράξη τις ρωσικές διεκδικήσεις.

*Ο Αλέξανδρος Μασσαβέτας γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και το Cambridge. Έζησε νομαδικά με βάση του την Πόλη από το 2003 ως το 2015. Κατά την εκεί παραμονή του έγραψε δύο βιβλία για την Κωνσταντινούπολη (Η Πόλη των Απόντων – Πατάκης 2011 και Διαδρομές, Ιστός Πόλης 2013) και ένα για την Μικρά Ασία (Το Παλίμψηστο της Μνήμης, Πατάκης 2015), ενώ συνεργάσθηκε με ελληνικά και ξένα έντυπα. Σήμερα συνεχίζει την νομαδική του ύπαρξη, με βάση την γενέτειρά του. (ΠΗΓΗ: insidestory.gr). *Το άρθρο εκφράζει τις απόψεις του συγγραφέα του.

Share this post