Ρωσικός επεκτατισμός: Εμμονή στους στόχους και επανάληψη μεθόδων
Της Françoise Thom *
Σε αυτό το δοκίμιο, η Françoise Thom (Φρανσουάζ Τομ) αναλύει την ιμπεριαλιστική και επεκτατική λογική της ρωσικής Αυτοκρατορίας, η οποία συνεχίζεται και κατά τη σοβιετική και τη μετασοβιετική εποχή. Αυτή η μεσσιανική, επεκτατική και μιλιταριστική τάση, η οποία έφτασε στο απόγειό της με τον Πούτιν, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αυταρχική μήτρα της ρωσικής εξουσίας. Η Ρωσία θα πρέπει να απαλλαγεί από αυτή τη μήτρα αν θέλει να γίνει μια κανονική χώρα, που θα ενδιαφέρεται για τη δική της ευημερία και όχι για την υποδούλωση των άλλων. Η ευρωπαϊκή ασφάλεια συναρτάται με την εξάλειψη του ρωσικού δεσποτισμού.
(Α΄ μέρος)
Δύο πράγματα γίνονται ολοφάνερα μετά τις 24 Φεβρουαρίου 2022: η εκπληκτική αποφασιστικότητα του Κρεμλίνου να επιτύχει τους στόχους του και η αδιαφορία του για το ανθρώπινο κόστος αυτής της πολιτικής. Οι ουκρανικές υποκλοπές αποκάλυψαν ότι, πριν από την επίθεση, κοντά στο Μπαχμούτ, η ρωσική διοίκηση προέτρεπε τα στρατεύματά της με τα εξής λόγια: «Το καθήκον σας είναι να προχωρήσετε με οποιοδήποτε κόστος. Δεν έχει σημασία αν θα χαθείτε ή όχι. Άλλοι θα σας αντικαταστήσουν. Το σημαντικό είναι να προχωρήσετε μπροστά».
Η επιμονή της Ρωσίας στην επίτευξη των επεκτατικών της στόχων δεν είναι κάτι καινούργιο. Από τον 15ο αιώνα και μετά, η χώρα μεγάλωνε κάθε χρόνο κατά μία έκταση που αντιστοιχούσε στο μέγεθος της Ολλανδίας. Κατά τη διάρκεια των 300 ετών της δυναστείας των Ρομανώφ, η ρωσική Αυτοκρατορία αυξανόταν με ρυθμό 140 km² την ημέρα[1]. Το 1772, ο Γάλλος πρόξενος στην Κριμαία έγραφε για τη διπλωματία των τσάρων: «Αυτή η Αυλή, της οποίας η αργόσυρτη πολιτική βαδίζει σταθερά προς τον στόχο της…»[2]. Το 1853, ένας Γάλλος περιηγητής, ο Ζερμαίν ντε Λανιύ (Germain de Lagny), εντυπωσιάστηκε από τη συνεχή επέκταση της ρωσικής Αυτοκρατορίας: «Παρά το άγονο έδαφός της, παρά τις αντίξοες κλιματολογικές συνθήκες, παρά τη δεσποτική της κυβέρνηση, η Ρωσία αναπτύχθηκε υπέρμετρα […]. Ξαφνικά αποκαλύπτεται στην έκπληκτη Ευρώπη· και από την ημέρα της εμφάνισής της φιλοδοξεί, με θρασύτατη έπαρση, να κυριαρχήσει στον κόσμο· προβάλλοντας βλέψεις για μια ευρωπαϊκή δικτατορία»[3].
Μια άλλη σταθερά της ρωσικής αυτοκρατορικής πρακτικής ήταν η χρησιμοποίηση των κατακτημένων λαών για την υποδούλωση νέων χωρών. Οι Κοζάκοι Ζαπορόζτσι μεταφέρθηκαν από την Αικατερίνη Β΄ στο Κουμπάν, όπου τους χρησιμοποίησε για να υποτάξουν τους ορεινούς λαούς του Καυκάσου. Οι Τσετσένοι, που ηττήθηκαν από τον Πούτιν, στάλθηκαν στην Ουκρανία για να σκορπίσουν εκεί τον τρόμο.
Σήμερα, η λυσσαλέα επιθυμία των Ρώσων ηγετών να υποτάξουν την Ουκρανία πηγάζει από την πεποίθησή τους ότι τα σχέδιά τους για ηγεμονία στην Ευρώπη δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν όσο η Ουκρανία δεν επανέρχεται στην υπηρεσία της ρωσικής Αυτοκρατορίας. Ο προπαγανδιστής Ντανιίλ Μπεζόνοφ (Daniil Bezsonov) δήλωνε πρόσφατα ότι: «οι Ουκρανοί είναι απαραίτητοι στη Ρωσία ως “πόρος κινητοποίησης” στον μελλοντικό πόλεμο της Ρωσίας κατά του ΝΑΤΟ». Ο εθνικιστής συγγραφέας Ζακάρ Πριλέπιν (Zakhar Prilepine) πιστεύει ότι πρέπει να προσαρτηθεί ολόκληρη η Ουκρανία: «Να επανενωθεί όχι το “μέρος της Ουκρανίας” που “δικαιούμαστε”, αλλά ολόκληρη –ή το μεγαλύτερο μέρος της– συμπεριλαμβανομένου του Κιέβου, του Τσερνίγκοφ, του Σούμι… Όλα αυτά είναι ρωσικά και πρέπει να το φωνάξουμε δυνατά και ξεκάθαρα. Έτσι ώστε ο κόσμος να συνηθίσει σε αυτή την ιδέα. Με αυτόν τον τρόπο θα ανακτήσουμε τα 16 εκατομμύρια που χάσαμε [λόγω δημογραφικής συρρίκνωσης]! Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Πρέπει να επανενώσουμε όχι μόνο την Υπερδνειστερία, αλλά ολόκληρη τη Μολδαβία και την Οσετία. Ας προσθέσουμε στον κατάλογο την Αρμενία, το Καζακστάν και το Ουζμπεκιστάν, όπου είναι ακόμα δυνατό να αναβιώσουμε τη διεθνοτική συμπληρωματικότητα με τον ρωσικό λαό… Τα κράτη της Βαλτικής πρέπει να επιστρέψουν οικειοθελώς και με ενθουσιασμό μέρος των ιστορικά ρωσικών εδαφών και να οργανώσουμε την επανένωσή μας με το Καλίνινγκραντ. […] Πριν από τρία χρόνια, πιστεύαμε ότι με τα πυρηνικά όπλα θα μπορούσαμε να αρκεστούμε άνετα σε έναν μικρό στρατό. Αλλά αποδεικνύεται ότι αυτό δεν ίσχυε. Χρειαζόμαστε έναν τεράστιο στρατό, με αρκετά εκατομμύρια άνδρες, δεκάδες εκατομμύρια εργάτες, εκατομμύρια γυναίκες και εκατομμύρια άνδρες, έτοιμους να γεννήσουν νέα παιδιά στον ρωσικό κόσμο. Έχουμε αρκετό χώρο για όλους. Διαφορετικά, αυτός ο χώρος θα κατοικηθεί από ξένους».
Η απόλυτη εξουσία του μονάρχη δικαιολογείται από τη αδιάκοπη εδαφική μεγέθυνση, η οποία με τη σειρά της απαιτεί δεσποτική διακυβέρνηση ώστε να συντηρείται. Η εδαφική επέκταση νομιμοποιεί την απολυταρχία: «Οι αχανείς διαστάσεις του κράτους απαιτούν από την απόλυτη εξουσία να ενσαρκώνεται στο πρόσωπο που κυβερνά»· «Μια μεγάλη δύναμη προϋποθέτει από μόνη της μια δεσποτική εξουσία», έγραφε η Αικατερίνη Β΄[5]. Και όπως εξομολογείται στον Βολταίρο: «Δεν έχουμε βρει κανέναν άλλον τρόπο να διασφαλίζουμε τα σύνορά μας από το να τα επεκτείνουμε»[6]. Ο γραμματέας της Αικατερίνης Β΄ έγραφε: «Η παραμικρή αποδυνάμωση της απολυταρχίας θα οδηγούσε στην αποστασία πολλών επαρχιών, στην εξασθένηση του κράτους και σε αμέτρητες συμφορές για τον λαό…»[7]. Οι Ρώσοι είναι ακόμη και σήμερα πεπεισμένοι γι’ αυτό. Έτσι, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Πούτιν εξαπολύει έναν κατακτητικό πόλεμο τη στιγμή που αυτοανακηρύσσεται σε de facto ισόβιο δικτάτορα.
Σε περίπτωση που το Κρεμλίνο επιτύχει τους στόχους του στην Ουκρανία, η τρομερή μηχανή ισχύος που βλέπουμε να δρα στην Ουκρανία θα στραφεί εναντίον της Ευρώπης. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε σε ποιο βαθμό η ανελέητη επίθεση στην Ουκρανία εγγράφεται σε μια πολύ μακροπρόθεσμη ρωσική στρατηγική. Στόχος της Μόσχας είναι να υλοποιήσει ένα σχέδιο που χρονολογείται από το 1939: την εδραίωση της ρωσικής ηγεμονίας στην Ευρώπη. Τη νύχτα της 2ας προς την 3η Ιουλίου 1940, ο Μολότοφ εκμυστηρεύτηκε στον πρωθυπουργό της Λιθουανίας Κρέβε-Μικεβίσιους (Krėvė-Mickevičius), ο οποίος είχε έρθει στη Μόσχα για να παρακαλέσει τους ηγέτες του Κρεμλίνου να μην προσαρτήσουν τα κράτη της Βαλτικής, τα εξής: «Πρέπει να αντιμετωπίσετε την πραγματικότητα και να καταλάβετε ότι, μελλοντικά, τα μικρά κράτη θα πρέπει να εξαφανιστούν. Η Λιθουανία σας, τα άλλα κράτη της Βαλτικής και η Φινλανδία θα γίνουν μέρος της μεγάλης οικογένειας, θα ενταχθούν στη Σοβιετική Ένωση. […] Σήμερα, είμαστε περισσότερο από ποτέ πεπεισμένοι ότι ο μεγάλος Λένιν είχε δίκιο όταν έλεγε ότι ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος θα μας επιτρέψει να πάρουμε την εξουσία στην Ευρώπη, όπως ακριβώς ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος μάς επέτρεψε να το κάνουμε στη Ρωσία. Σήμερα υποστηρίζουμε τη Γερμανία, αλλά μόνο τόσο ώστε να την κάνουμε να αρνηθεί τις προτάσεις ειρήνης μέχρις ότου οι πεινασμένες μάζες των εμπόλεμων εθνών ξεσηκωθούν εναντίον των ηγετών τους. Τότε, η γερμανική αστική τάξη θα συμπράξει με τον αντίπαλό της, την αστική τάξη των συμμάχων, προκειμένου να συντρίψουν από κοινού το εξεγερμένο προλεταριάτο. Αλλά, εκείνη τη στιγμή, εμείς θα επέμβουμε για να βοηθήσουμε, με φρέσκες και καλά εκπαιδευμένες δυνάμεις, και, στο έδαφος της Δυτικής Ευρώπης, κάπου στον Ρήνο, θα δοθεί η αποφασιστική μάχη για τη μοίρα της Ευρώπης μεταξύ του προλεταριάτου και της σάπιας αστικής τάξης. Είμαστε σίγουροι ότι θα νικήσουμε την αστική τάξη…»[8].
Η κατάληψη του Βερολίνου, τον Απρίλιο του 1945, κόστισε στην ΕΣΣΔ 80.000 νεκρούς και 270.000 τραυματίες: ο Στάλιν ήθελε να είναι ο μοναδικός κύριος της πόλης, για λίγους μήνες πριν από την είσοδο των Συμμάχων (που έγινε τον Ιούλιο), προκειμένου να εγκαταστήσει τα δίκτυά του και να έχει χρόνο να δημιουργήσει γερμανικά κόμματα η ηγεσία των οποίων θα ελεγχόταν από σοβιετικούς πράκτορες. Την άνοιξη του 1945, μετά την κατάληψη του Βερολίνου, «σκεφτόταν να προχωρήσει μέχρι το Παρίσι», όπως εκμυστηρεύτηκε στον Μωρίς Τορέζ το 1947. Τον Φεβρουάριο του 1954, ο Μολότοφ πρότεινε τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού συστήματος ασφαλείας που θα απέκλειε τις Ηνωμένες Πολιτείες. Με την υπομονή του νερού που φθείρει την πέτρα, οι Σοβιετικοί δεν έπαψαν ποτέ να επιστρέφουν σε αυτό το σχέδιο (ο πρόεδρος Μεντβέντεφ έκανε την ίδια πρόταση το 2008!).
Ένα έγγραφο που βρέθηκε στα αρχεία της Ανατολικής Γερμανίας, με ημερομηνία 26 Απριλίου 1968, κατά την έναρξη της περιόδου της ύφεσης, προσδιορίζει τις γενικές γραμμές της μακροπρόθεσμης ευρωπαϊκής στρατηγικής της ΕΣΣΔ:
α) Περιορισμός της αμερικανικής και δυτικογερμανικής επιρροής. Για να το πετύχει αυτό, η ΕΣΣΔ έπρεπε να επιμείνει στο δικαίωμα αυτοδιάθεσης των κρατών της Δυτικής Ευρώπης (ιδίως όσον αφορά τις αποφάσεις του ΝΑΤΟ και της ΕΟΚ)· επιπλέον, η ΕΣΣΔ έπρεπε να κερδίσει τις ισχυρές ευρωπαϊκές οικονομικές ελίτ μέσω της συνεργασίας,
β) Εξάλειψη του αντισοβιετισμού και του αντικομμουνισμού μέσω της σταδιακής επέκτασης των πολιτικών, τεχνολογικοεπιστημονικών και πολιτιστικών σχέσεων,
γ) Παρόξυνση των αντιθέσεων στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ, και υποστήριξη των πολιτικών δυνάμεων που ζητούν την έξοδο από το ΝΑΤΟ.
Αυτές οι οδηγίες θα καθορίσουν τη σοβιετική εξωτερική πολιτική, του Γκορμπατσόφ συμπεριλαμβανομένου: τον Απρίλιο του 1985, ο Γκορμπατσόφ δήλωσε στον Ντομπρύνιν, τον σοβιετικό πρέσβη στην Ουάσιγκτον, ότι προτεραιότητα της ΕΣΣΔ ήταν να εξαλείψει την παρουσία των ΗΠΑ στην Ευρώπη. Για να το πετύχει αυτό, έπρεπε να σταματήσει να προκαλεί φόβο στους Ευρωπαίους και να αποσυρθούν σταδιακά τα σοβιετικά και τα αμερικανικά στρατεύματα από την Ευρώπη: «Τα σοβιετικά στρατεύματα θα απέχουν μόνο μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα από τα σύνορα και η αόρατη παρουσία τους θα συνεχίσει να είναι αισθητή στα ευρωπαϊκά κράτη»[9]. Ο στόχος της εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ του Γκορμπατσόφ, σύμφωνα με τον Γκ. Αρμπάτοφ, έναν από τους συμβούλους του, ήταν να καταστήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες «έναν παρία στη διεθνή κοινότητα», εξαλείφοντας την εικόνα της ΕΣΣΔ ως εχθρού[10].
Μετά από μια περίοδο αποδιοργάνωσης που ακολούθησε την κατάρρευση του κομμουνιστικού μπλοκ και της ΕΣΣΔ, ο Γέλτσιν, με την καθοδήγηση του Πριμακόφ, υπουργού Εξωτερικών από το 1996 και μετά, και στη συνέχεια ο Πούτιν και η φυλή της Γκα-Γκε-Μπε, επανήλθαν σε αυτούς τους στόχους. Η επιχείρηση αποκατάστασης της ρωσικής ισχύος στην πρώην σοβιετική αυτοκρατορία θεωρήθηκε το προοίμιο για την εκπλήρωση του παλαιού σχεδίου για ευρωπαϊκή ηγεμονία, σχέδιο που εμφανίστηκε πρώιμα σε μια ανταλλαγή απόψεων μεταξύ του Γέλτσιν και του προέδρου Κλίντον, στη σύνοδο κορυφής της Κωνσταντινούπολης, στις 19 Νοεμβρίου 1999[11]. Γέλτσιν: «Σας ζητώ να κάνετε ένα πράγμα. Το μόνο που πρέπει να κάνετε είναι να δώσετε την Ευρώπη στη Ρωσία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν βρίσκονται στην Ευρώπη. Η Ευρώπη πρέπει να είναι υπόθεση των Ευρωπαίων. Η Ρωσία είναι κατά το ήμισυ ευρωπαϊκή και κατά το ήμισυ ασιατική. Κλίντον: «Δηλαδή θέλετε και την Ασία;» Γέλτσιν: «Φυσικά. Θα πρέπει να συμφωνήσουμε σε όλα αυτά». Κλίντον: «Δεν νομίζω ότι αυτό θα αρέσει πολύ στους Ευρωπαίους». Γέλτσιν: «Όχι σε όλους. […] Μπορείτε να πάρετε άλλα κράτη και να εγγυηθείτε την ασφάλειά τους. Εγώ θα πάρω την Ευρώπη και θα εγγυηθώ την ασφάλεια των Ευρωπαίων. Δηλαδή, όχι εγώ, η Ρωσία. […] Μπιλ, μιλάω σοβαρά. Αφήστε την Ευρώπη στην Ευρώπη. Η Ευρώπη ποτέ δεν αισθάνθηκε πιο κοντά στη Ρωσία από ό,τι σήμερα. […] Η Ρωσία είναι αρκετά ισχυρή για να προστατεύσει όλη την Ευρώπη […] Είναι αρκετά ισχυρή και έξυπνη για να ξέρει τι να κάνει με την Ευρώπη».
[1] Michel Heller, Histoire de la Russie et de son empire, Plon, 1997, σ. 573.
[2] Claude-Charles de Peyssounnel. Archives du ministère de l’Europe et des Affaires étrangères. Mémoire et documents. Turquie, dossier 14 (Provinces diverses 1767-1820). Fol. 142.
[3] Germain de Lagny, Le Knout et les Russes, Paris, D. Giraud éd., 1853, σ. 25.
[4] Germain de Lagny, ό.π., σσ. 5-5.
[5] Αναφέρεται στο: Michel Heller, Histoire de la Russie et de son empire, Plon, 1997, σ. 617.
[6] Αναφέρεται στο: Jacques Bainville, La Russie et la barrière de l’Est, Plon 1937, σ. 179.
[7] Αναφέρεται στο: Michel Heller, ό.π., 1997, σ. 55.
[8] Bernd Wegner (éd.), From Peace to War, Berghahn Books, Oxford 1997, σ. 91.
[9] A. Dobrynin, Sougoubo doveritelno, Μόσχα 1997, σ. 607.
[10] New York Times, 8 Δεκ. 1987.
[11] Declassified Documents Concerning Russian President Boris Yeltsin, Clinton Digital Library, σ. 562.
(Β΄ μέρος)
Η ανάλυση των ανδρών της KGB που περιστοιχίζουν τον Πούτιν είναι ότι ο Γκορμπατσόφ απέτυχε να υλοποιήσει το σχέδιο ενός «κοινού ευρωπαϊκού σπιτιού» εξ αιτίας της κατάρρευσης του εσωτερικού μετώπου και της οικονομικής εξάρτησης της ΕΣΣΔ από τη Δύση. Το ζητούμενο τώρα είναι να αποφευχθεί αυτό το ενδεχόμενο εξασφαλίζοντας τον απόλυτο έλεγχο των ελίτ, όλων των χρηματοοικονομικών ροών και όλων των οργανωμένων δομών στη Ρωσία, αποπληρώνοντας τα χρέη και στη συνέχεια δημιουργώντας ένα γενναίο κομπόδεμα που θα εγγυάται την οικονομική ανεξαρτησία της Ρωσίας.
Ο Πούτιν ξεκίνησε μετατρέποντας την προεδρική διοίκηση σε πολεμικό συμβούλιο. Ένα επίσημο έγγραφο του 2000, που φυλάσσεται στα αρχεία της εφημερίδας Kommersant[1], ορίζει τις λειτουργίες αυτού του οργάνου όπου συγκεντρώνεται πλέον η πραγματική εξουσία. Σκιαγραφεί ένα ευρύτατο σχέδιο πολιτικής μηχανικής: «Ο νέος πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας […] δεν χρειάζεται ένα αυτορρυθμιζόμενο πολιτικό σύστημα, χρειάζεται μια πολιτική δομή […], η οποία να είναι σε θέση όχι μόνο να προβλέπει και να δημιουργεί την “αναγκαία” πολιτική κατάσταση στη Ρωσία, αλλά και να κατευθύνει πραγματικά τις πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες στη Ρωσική Ομοσπονδία, καθώς και στις χώρες του εγγύς εξωτερικού». Η δράση της προεδρικής διοίκησης θα διεξάγεται «σύμφωνα με μια διπλή γραμμή, μια ανοιχτή γραμμή (την επίσημη) και μια μυστική γραμμή (την κύρια)». Στόχος είναι «να διασφαλιστεί ο πραγματικός έλεγχος των πολιτικών διαδικασιών που λαμβάνουν χώρα στη Ρωσική Ομοσπονδία και να επεκταθεί η επιρροή της τελευταίας στις πολιτικές διαδικασίες στο εγγύς εξωτερικό». Ακολουθεί η περιγραφή των μυστικών μέτρων που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη αυτών των στόχων σταδιακά: εκβιασμός με τη χρήση αρχείων που συγκεντρώνει η FSB, διαφθορά, χειραγώγηση, προβοκάτσιες και εκφοβισμός. Όλες αυτές οι μέθοδοι αναπτύχθηκαν όχι μόνο στο «εγγύς εξωτερικό», αλλά και στη Δύση.
Το πουτινικό καθεστώς προετοιμάζεται για μια αντιπαράθεση με τη Δύση, τόσο στο πεδίο της εσωτερικής πολιτικής όσο και σε εκείνο της εξωτερικής. Πρώτα απ’ όλα, έχει εξασφαλίσει τον έλεγχο των ζωτικών τομέων της οικονομίας, διότι, παράλληλα με τις προσπάθειες που καταβάλλει στο εσωτερικό της χώρας του για την επίτευξη οικονομικής ανεξαρτησίας, προσπαθεί να δημιουργήσει στην Ευρώπη μια κατάσταση ενεργειακής εξάρτησης. Στη Μόσχα, ο Nord Stream θεωρήθηκε ως ένα μέσο στρατολόγησης Γερμανών πολιτικών και επιχειρηματιών, ως ένα μέσο για τη γεωπολιτική υποβάθμιση της Ουκρανίας και την καταστροφή της, και μακροπρόθεσμα ως ένας τρόπος για να εξασφαλιστεί ότι η Ευρώπη θα υποταχθεί στις επιθυμίες του Κρεμλίνου. Το RIA Novosti το έθεσε με σαφήνεια: «Το να γεμίσει τα ταμεία του ρωσικού κράτους είναι μόνο ένα από τα καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στην Gazprom. Το δεύτερο καθήκον –και όχι λιγότερο σημαντικό– είναι να καταστήσουμε σαφές στους δυτικούς εταίρους μας το προφανές: ότι η ενεργειακή τους ασφάλεια εξαρτάται από μια στενή συνεργασία με τη Ρωσία».
Μπροστά στα μάτια μας, λοιπόν, παίρνει σάρκα και οστά το φιλόδοξο σχέδιο του Κρεμλίνου: μια αυτοκρατορία ενοποιημένη κάτω από μια αυταρχική εξουσία, υποστηριζόμενη από τη στρατιωτική κάστα και τις μυστικές υπηρεσίες: η Ευρασιατική Ένωση από τη Βρέστη μέχρι το Βλαδιβοστόκ, που θα στηρίζεται στους αγωγούς φυσικού αερίου που συνδέουν τη Ρωσία με την Ευρώπη, και στην οποία τα ευρωπαϊκά κράτη, πολύ μικρά για να είναι «κυρίαρχα», θα αποδέχονται την πολιτική τάξη που επιβάλλει το Κρεμλίνο και θα λειτουργούν ως επιμελητεία.
Η προσάρτηση της Κριμαίας υπήρξε το πρώτο βήμα προς τη δημιουργία αυτής της ηπειρωτικής αυτοκρατορίας την οποία ονειρεύεται πλέον ο Ρώσος πρόεδρος. Η ασθενής αντίδραση της Δύσης σε αυτό το πραξικόπημα έπεισε τον Πούτιν ότι μπορεί να τα έχει όλα δικά του: να συνεχίσει την πολιτική του για την ανάκτηση του πρώην σοβιετικού χώρου, απολαμβάνοντας παράλληλα τα οφέλη του δυτικού πολιτισμού.
Ο μεγάλος χώρος που ονειρεύονται οι ρωσικές ελίτ περιλαμβάνει την Ευρώπη, πράγμα που διασφαλίζει πως η ρωσική επέκταση δεν θα οδηγήσει σε πτώση του βιοτικού επιπέδου και, κάτι πολύ πιο σημαντικό, σε αποκλεισμό από την πρόσβαση στις δυτικές στρατιωτικές τεχνολογίες. Αλλά βλέπουν ακόμη πιο μακριά. Σε μια τηλεοπτική συνέντευξη, τον Απρίλιο του 2014, ο Αλεξάντρ Ντούγκιν υποστηρίζει ευθέως την κατάκτηση της Ευρώπης: «Η προσάρτηση της Ευρώπης είναι ένα μεγάλο σχέδιο, αντάξιο της Ρωσίας. […] Θα πάρουμε τις τεχνολογίες τους με μια κίνηση: δεν θα χρειάζεται πλέον φυσικό αέριο και πετρέλαιο για να τις αποκτήσουμε τμηματικά. Αυτός είναι ο εκσυγχρονισμός και ο εξευρωπαϊσμός της Ρωσίας. Η ήπια ισχύς θα είναι αρκετή: να βρούμε μια πέμπτη φάλαγγα, να προωθήσουμε στην εξουσία ανθρώπους που ελέγχουμε, να εξαγοράσουμε ειδικούς στη διαφήμιση με τα χρήματα της Gazprom…[2]». Από εκεί και πέρα, ακολουθεί ένα κρεσέντο. Τον Σεπτέμβριο του 2015, ο Ντμίτρι Μεντβέντεφ επαναβεβαίωσε την ευρωπαϊκή στρατηγική της Ρωσίας προτείνοντας τη δημιουργία ενός «ενιαίου οικονομικού χώρου» στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Στις 3 Οκτωβρίου 2016, το Κρεμλίνο απηύθυνε ένα εντυπωσιακό τελεσίγραφο στην Ουάσιγκτον, απαιτώντας, ως προϋπόθεση για την επανέναρξη των σχέσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες, την εγκατάλειψη του νόμου Μαγκνίτσκι[3] και του νόμου για τη στήριξη της Ουκρανίας, έναν περιορισμό του μεγέθους και των υποδομών των δυνάμεων του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη και την εγκατάλειψη των κυρώσεων[4]. Το 2018, ο πολύ επίσημος Πιοτρ Ακόποφ διατύπωσε το μεγάλο σχέδιο στο οποίο ο Πούτιν σκόπευε να αφιερώσει τη νέα θητεία του: «Έχουμε κάνει μια σημαντική πρόοδο στην ανάπτυξη και την εισαγωγή νέων όπλων, έχουμε γίνει οι αδιαμφισβήτητοι ηγέτες από άποψη στρατιωτικής ισχύος. […] Αυτό σημαίνει μια σημαντική καμπή στη συνολική διάταξη των δυνάμεων στην παγκόσμια σκηνή. […] Ως εκ τούτου, μπορούμε να πούμε ότι η Ρωσία μπορεί πλέον να υπαγορεύει τους όρους της. Και πάνω απ’ όλα επιθυμούμε τη μετάβαση σε μια νέα μετα-αμερικανική παγκόσμια τάξη πραγμάτων». Η ρωσική αισιοδοξία δεν γνώριζε όρια. Επανερχόμενος στο σχέδιο που είχε περιγράψει ο Γέλτσιν στον Μπιλ Κλίντον το 1999, ο Πούτιν πρότεινε στον πρόεδρο Μακρόν, στη συνάντηση της Αγίας Πετρούπολης, τον Μάιο του 2018, να ανατεθεί η ευρωπαϊκή ασφάλεια στον ρωσικό στρατό. Το RIA Novosti πιστεύει ότι η πρωτοβουλία αυτή έχει όλες τις πιθανότητες να πετύχει: «Η αλλεργία της Ευρώπης στην πυρίτιδα θα μπορούσε να μας επιτρέψει να αναπτύξουμε μια κερδοφόρα επιχείρηση. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν έχει προσφέρει τις υπηρεσίες της Ρωσίας για την εγγύηση της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Η εύγλωττη επίδειξη των δυνατοτήτων της Ρωσίας στη Συρία μπορεί να χρησιμεύσει ως εξαιρετική διαφήμιση στον τομέα αυτό. Παραφράζοντας τον λόρδο Ismay, μπορούμε να πούμε ότι ο κοινός χώρος ασφαλείας που συζήτησαν ο Μακρόν και ο Πούτιν στο φόρουμ της Αγίας Πετρούπολης μπορεί να οικοδομηθεί σύμφωνα με τη φόρμουλα: “Πρέπει οι ΗΠΑ να εκδιωχθούν από την Ευρώπη, τα συμφέροντα της Ρωσίας στην Ευρώπη να ληφθούν υπόψη, να υποστηριχθεί η ανεξαρτησία της Ευρώπης”».
Το 2021, ο Πούτιν εκτιμά ότι ο συσχετισμός δυνάμεων έχει μετατοπιστεί επαρκώς υπέρ της Ρωσίας, ώστε να του επιτρέψει να προχωρήσει. Πίστευε ότι είχε στα χέρια του όλα τα χαρτιά της νίκης: η Ρωσία θα κρατούσε τη Γερμανία μέσω του φυσικού αερίου και του πετρελαίου, και η Γερμανία θα κρατούσε την Ευρώπη για λογαριασμό της Ρωσίας, και θα μπορούσε μάλιστα να συμβάλει στο να «φινλανδοποιήσει» ακόμα και τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες έβλεπαν τη Ρωσία ως τον κύριο συνομιλητή τους στη Γηραιά Ήπειρο. Ο Πούτιν υπερηφανευόταν ότι ήλεγχε μεγάλο μέρος των δυτικών ελίτ: δεν καυχήθηκε, άλλωστε, σε έναν Ευρωπαίο υπουργό Εξωτερικών ότι η Ρωσία μπορούσε να εξαγοράσει οποιονδήποτε στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη; Η αμερικανική πανωλεθρία στο Αφγανιστάν και η ολοκλήρωση του Nord Stream 2 τον έκαναν να πιστεύει ότι οι ΗΠΑ είναι αδύναμες και έτοιμες να υποχωρήσουν σε όλο τον κόσμο. Φανταζόταν την Gazprom να κλείνει τις κάνουλες και η έλλειψη φυσικού αερίου να γονατίζει τους Ευρωπαίους, ενώ η Αμερική θα παρέλυε από την αντιπαράθεση με την Κίνα. Γι’ αυτόν, ο δυτικός κόσμος ήταν ώριμος για μια ριζική ανακατανομή της εξουσίας στην Ευρώπη που θα προσέδιδε στη Ρωσία μια ηγεμονική θέση στην ήπειρο. Αυτές οι προϋποθέσεις βρίσκονταν πίσω από το τελεσίγραφο της 17ης Δεκεμβρίου 2021, με το οποίο απαιτούσε από το ΝΑΤΟ να υποχωρήσει στις θέσεις του 1997. Το RIA Novosti διευκρινίζει: «Δεν πρόκειται για προτάσεις προς συζήτηση, αλλά για τελεσίγραφο – μια απαίτηση για άνευ όρων παράδοση. Η Δύση δεν έχει άλλη επιλογή από το να ταπεινωθεί – εκτός αν σταθεί περήφανα στο ύψος της και πάει σε πόλεμο με τη Ρωσία. […] Όχι, αυτή τη φορά η Δύση θα πληρώσει η ίδια».
Ενθαρρυμένος από όλα τα προηγούμενα, ο Ρώσος πρόεδρος ήταν βέβαιος ότι η Δύση θα ενέδιδε στον εκβιασμό του. Σίγουρα εξεπλάγη όταν το τελεσίγραφό του απορρίφθηκε. Στις 24 Φεβρουαρίου 2022, ξεκίνησε την «ειδική επιχείρησή» του στην Ουκρανία. Στόχος του ήταν φυσικά να υποτάξει την Ουκρανία, αλλά και να αποδείξει στους Ευρωπαίους ότι οι ΗΠΑ δεν είναι αξιόπιστος σύμμαχος. Το ζητούμενο ήταν, για άλλη μια φορά, να καταλυθεί ο διατλαντικός δεσμός, διότι το Κρεμλίνο είναι πεπεισμένο ότι οι χώρες της Ευρώπης, αποκομμένες από τις ΗΠΑ, μπορούν να πέσουν, η μία μετά την άλλη, σαν ώριμα φρούτα, και να ενσωματωθούν στην Ευρασιατική Ένωση υπό την κυριαρχία της Μόσχας, διατηρώντας μια πλασματική ανεξαρτησία, με την πραγματική εξουσία να ανατίθεται στα φιλορωσικά κόμματα που ενισχύει η Μόσχα τις τελευταίες τρεις δεκαετίες.
Αν οι ΗΠΑ συνέχιζαν να κωλυσιεργούν όσον αφορά τη βοήθειά τους προς την Ουκρανία, θα μπορούσαμε να πούμε πως το Κρεμλίνο θα είχε επιτύχει έναν σημαντικό στόχο: να αποσυνδέσει την Ευρώπη από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όπως και οι σοβιετικοί ηγέτες, ο Πούτιν ήταν πεπεισμένος ότι, σε περίπτωση απόσυρσης των Αμερικανών, οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης θα έπεφταν στη ρωσική τροχιά, θα αποκτούσαν κυβερνήσεις συνεργασίας που θα επέτρεπαν τη ρωσική στρατιωτική παρουσία στο έδαφός τους οι οποίες θα γίνονταν αμετακίνητες, χάρη στη νικητήρια τριάδα του Κρεμλίνου: διαφθορά, εκφοβισμός και πλύση εγκεφάλου.
Η στάση της Ευρώπης τους τελευταίους μήνες αποτέλεσε μια πολύ δυσάρεστη έκπληξη για τη Μόσχα, ένα σοκ συγκρίσιμο με εκείνο που προκάλεσε η απροσδόκητη αντίσταση της Ουκρανίας. Αυτές οι ευρωπαϊκές χώρες, που παρουσιάζονται καθημερινά από τη ρωσική προπαγάνδα ως εκφυλισμένες, δειλές, σκυλάκια των Ηνωμένων Πολιτειών και παραλυμένες από τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών, αποδείχθηκαν αποφασισμένες, ενωμένες και πολυμήχανες, προσερχόμενες σε βοήθεια της Ουκρανίας. Η έκρηξη της ρωσικής προπαγάνδας κατά των ευρωπαϊκών χωρών, ιδίως της Γαλλίας, δείχνει πόσο το Κρεμλίνο έχει πέσει από τα σύννεφα.
Έτσι, τα μυθολογικά κατασκευάσματα της ρωσικής εξουσίας καταρρέουν το ένα μετά το άλλο: αντίο στον αδελφό ουκρανικό λαό που περιμένει με λουλούδια την απελευθέρωσή του από τα στρατεύματα του Κρεμλίνου· αντίο στην προοπτική μιας Ευρώπης που θα απελευθερωθεί από την αγγλοσαξονική παρουσία και θα πέσει στην αγκαλιά της Μόσχας· αντίο στις ψευδαισθήσεις της «υποκατάστασης των εισαγωγών». Αλλά η πλύση εγκεφάλου της προπαγάνδας του Κρεμλίνου είναι τόσο αποτελεσματική που η πλειοψηφία του ρωσικού πληθυσμού δεν αντιλαμβάνεται ότι ο ηγέτης τους, όχι μόνο δεν είναι λαμπρός στρατηγός, αλλά έχει το ταλέντο να πυροβολεί τα πόδια του. Μόνο μια μεγάλη στρατιωτική ήττα μπορεί να ανοίξει τα μάτια των ρωσικών μαζών. Ας μην ξεχνάμε ότι, αν η ιστορία πιστοποιεί τον μόνιμο χαρακτήρα της επεκτατικής δυναμικής της ρωσικής Αυτοκρατορίας, μας διδάσκει επίσης ότι ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση, ο εντυπωσιακός μηχανισμός εξουσίας που παρατάσσει το Κρεμλίνο μπορεί να σπάσει κάτω από την πίεση και να συντριβεί, όπως συνέβη στην εποχή των Ταραχών (1598-1613), το 1917 και το 1991.
Μέχρι τώρα, εκείνο που εμπόδιζε τους Δυτικούς να δράσουν με συνέπεια, και ιδίως να δώσουν στην Ουκρανία αυτό που χρειάζεται για να νικήσει τη Ρωσία στο πεδίο της μάχης, ήταν ο φόβος του χάους στη Ρωσία σε περίπτωση κατάρρευσης της κεντρικής εξουσίας. Η δυτική πολιτική ανέκαθεν στοιχημάτιζε σε έναν «ισχυρό άνδρα» για να μη διακινδυνεύσει να αντιμετωπίσει μια άναρχη Ρωσία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο έκλειναν τα μάτια στις υπερβολές του Γέλτσιν και στην ολοένα και πιο επιθετική στάση του Πούτιν. Όπως είδαμε, όμως, οι μεσσιανικές, επεκτατικές και μιλιταριστικές τάσεις της Ρωσίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την αυταρχική μήτρα της ρωσικής εξουσίας. Είναι αυτή η μήτρα από την οποία η Ρωσία πρέπει να απαλλαγεί αν θέλει να γίνει μια κανονική χώρα, που θα ενδιαφέρεται για τη δική της ευημερία και όχι για την υποδούλωση των άλλων. Η ευρωπαϊκή ασφάλεια συναρτάται με την εξάλειψη του ρωσικού δεσποτισμού. Η τραγωδία που ζούμε πρέπει να θεραπεύσει τόσο τη Δύση όσο και τους Ρώσους από την ολέθρια αυταπάτη της «ισχυρής δύναμης» του Κρεμλίνου.
[1] Βλ. Françoise Thom, Poutine ou l’obsession de la puissance, Litos, 2022, σσ. 58-59.
[2] Αναφέρεται στο: Françoise Thom, «La guerre cachée de la Russie contre l’Europe», Politique Internationale, τχ. 147, Άνοιξη 2015.
[3] Ο νόμος Μαγκνίτσκι του 2012 προέβλεπε αρχικά οικονομικές κυρώσεις και απαγορεύσεις έκδοσης βίζας σε βάρος Ρώσων αξιωματούχων που ήταν ύποπτοι για συμμετοχή στον θάνατο, το 2009, του φυλακισμένου δικηγόρου Σεργκέι Μαγκνίτσκι, σύμβολο του αγώνα κατά της διαφθοράς στη Ρωσία. Ο νόμος επεκτάθηκε στη συνέχεια για να καλύψει και άλλες περιπτώσεις κατάφωρης παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
[4] Βλ. Françoise Thom, « La globalisation du poutinisme ». Στο: Commentaire, τχ. 157, Άνοιξη 2017, σσ. 151-160.
*Η Françoise Thom είναι πτυχιούχος Κλασικών Σπουδών, έχει διαμείνει επί 4 χρόνια στην ΕΣΣΔ (1973-78) και είναι διπλωματούχος της ρωσικής γλώσσας. Δίδαξε Ιστορία στην ΕΣΣΔ και Διεθνείς Σχέσεις στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης, στο Παρίσι./ Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους
Πηγή:Περιοδικό Άρδην τ. 132 ardin-rixi.gr από desk-russie.eu Μετάφραση: Χριστίνα Σταματοπούλου