Ρωσικές σκιές σε Κύπρο και Τουρκία
*Στον παρασκηνιακό ρόλο της ρωσικής διπλωματίας στο Κυπριακό, αλλά και στην υπόθεση των ρωσικών πυραύλων S-400 που προμηθεύεται η Τουρκία, εστιάζει η γερμανική εφημερίδα Süddeutsche Zeitung.
*O Γερμανός αναλυτής Γκύντερ Σόιφερτ θεωρεί μηδαμινή την πιθανότητα επιτυχίας των προσπαθειών για την επίλυση του Κυπριακού.
*Die Welt: “Ο Μητσοτάκης επιδεικνύει εντυπωσιακά χαμηλούς τόνους. Θέλει περισσότερο μια προσέγγιση με την Τουρκία σε αντίθεση με την προηγούμενη κυβέρνηση».
“Η Μόσχα θα γελάσει τελευταία” επιγράφεται σχόλιο της εφημερίδας Süddeutsche Zeitung για τη διαμφισβητούμενη πώληση ρωσικών πυραύλων S400 στην Τουρκία. ‘Όπως επισημαίνει η εφημερίδα “η Τουρκία δεν είναι η πρώτη χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ που εγκαθιστά ρωσικούς αμυντικούς πυραύλους στο έδαφός της. Παλαιότεροι ρωσικοί πύραυλοι S300 βρίσκονται και στην Κρήτη. Η Συμμαχία δεν είχε καμία αντίρρηση για τη στάθμευσή τους εκεί πριν από 20 χρόνια. Και αυτό, γιατί τους είχε αγοράσει η Κύπρος- για την ακρίβεια οι Ελληνοκύπριοι. Τότε η Κύπρος δεν ήταν στην ΕΕ, αλλά τα πήγαινε καλά με τη Μόσχα. Η Τουρκία, εντός ακτίνας δράσεως των πυραύλων, αισθάνθηκε να απειλείται και απείλησε από την πλευρά της με νέα εξοπλιστικά βήματα. Υπήρχε φόβος για πόλεμο. Κι έτσι οι πύραυλοι αποθηκεύτηκαν στην Κρήτη”.
Η εφημερίδα του Μονάχου εκτιμά ότι η υπόθεση των S400 οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στους ελιγμούς της ρωσικής διπλωματίας.
Και αυτό, γιατί μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος κατά του προέδρου Ερντογάν “ο Πούτιν διέγνωσε την ευκαιρία να προσεγγίσει την Άγκυρα, ενώ η Ουάσιγκτον σιωπούσε. Στη συνέχεια το Κρεμλίνο υποσχέθηκε στους Τούρκους μεταφορά τεχνολογίας, υπό τον όρο ότι θα αγόραζαν S400. Έτσι προέκυψε η συμφωνία. Αλλά αυτό που ξεκίνησε ως χειρονομία πυγμής αποδεικνύεται πλέον μπούμερανγκ για την Τουρκία. Μπορεί ο υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου να διαβεβαίωνε τους συμπατριώτες του την περασμένη Δευτέρα ότι κανείς δεν μπορεί να διώξει την Τουρκία από το ΝΑΤΟ, όπου ανήκει από το 1952. Αλλά ο κομπασμός είναι ενδεικτικός για τη σοβαρότητα της κατάστασης”.
Ο Ερντογάν “θα έκανε το ίδιο” στην Κύπρο
Με αφορμή τη μαύρη επέτειο από την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο η Süddeutsche Zeitung, σε ανταπόκριση από την Κωνσταντινούπολη, αναφέρεται στις απειλές Ερντογάν ότι “η Τουρκία θα έκανε το ίδιο, όπως και πριν από 45 χρόνια, εάν αυτό ήταν απαραίτητο για την ασφάλεια των Τουρκοκυπρίων”. Αλλά, όπως παρατηρεί η εφημερίδα του Μονάχου. “στη βόρεια Κύπρο μάλλον δεν επιθυμούν δεύτερη εισβολή, αλλά διαμαρτύρονται για την οικονομική εξάρτηση από την Τουρκία. Ωστόσο, με δεδομένη την επίκαιρη ένταση για τα κοιτάσματα φυσικού αερίου στην Κύπρο, η παρέμβαση Ερντογάν ηχεί ως απειλή”.
Γιατί όμως δεν έχει λυθεί μέχρι σήμερα το Κυπριακό; Ο αρθρογράφος εστιάζει σε μία πολύ ιδιαίτερη πτυχή που αφορά τη ρωσική επιρροή στη Μεγαλόνησο και υποστηρίζει ότι ακόμη και η αποτυχία του σχεδίου Ανάν οφειλόταν, εν μέρει, σε ρωσικές αντιδράσεις. Και πώς αντιδρά σήμερα η Ρωσία στις τουρκικές απειλές μετά τις τελευταίες γεωτρήσεις; “Η Μόσχα επέκρινε τις τουρκικές δραστηριότητες, παρά την κατά τα άλλα τόσο καλή σχέση μεταξύ Ερντογάν και Πούτιν”, επισημαίνει ο αρθρογράφος, για να υποστηρίξει ωστόσο τα εξής. “Η Ρωσία δεν ενδιαφέρεται για τη διευθέτηση της αντιπαράθεσης, γιατί κάτι τέτοιο αντίκειται στα στρατηγικά της συμφέροντα. Λέγεται ότι τα κοιτάσματα φυσικού αερίου είναι σημαντικά. Η Κύπρος συνεργάζεται με την Αίγυπτο, την Ελλάδα και το Ισραήλ. Απώτερος στόχος είναι η μεταφορά του αερίου προς την Ευρώπη, σε ανταγωνισμό με τους ρωσικούς αγωγούς και προσπερνώντας την Τουρκία”.
«Για την Άγκυρα η Κύπρος είναι πρωτίστως θέμα ασφαλείας»
H «στρατιωτικοποίηση» της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής είναι αποτέλεσμα της απομόνωσης. O Γερμανός αναλυτής Γκίντερ Σόιφερτ θεωρεί μηδαμινή την πιθανότητα επιτυχίας των προσπαθειών για την επίλυση του Κυπριακού. Ο Γκίντερ Σόιφερτ εργαζόταν για χρόνια ως ανταποκριτής γερμανικών εφημερίδων στην Κωνσταντινούπολη, ενώ το 2004-2007 δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Κύπρου στη Λευκωσία.
Την περασμένη εβδομάδα οι υπουργοί Εξωτερικών της ΕΕ αποφάσισαν την επιβολή κυρώσεων κατά της Τουρκίας, επειδή πραγματοποιεί γεωτρήσεις στα ύδατα γύρω από την Κύπρο. Τα κράτη-μέλη εκτιμούν ότι οι τουρκικές δραστηριότητες αντιβαίνουν στο Διεθνές Δίκαιο και συγκεκριμένα στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS), που τέθηκε σε ισχύει το 1994. Στη βάση αυτής της σύμβασης η Λευκωσία έχει ήδη συνεννοηθεί με τα παράκτια κράτη Ελλάδα, Ισραήλ, Αίγυπτο για την οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ), ενώ έχουν συμφωνηθεί και σχετικές διαπραγματεύσεις με τον Λίβανο.
Η Άγκυρα δεν έχει αναγνωρίσει τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας. Όπως επισημαίνει στην Deutsche Welle ο γερμανός αναλυτής Γκύντερ Σόιφερτ «κατά αυτό τον τρόπο η Τουρκία θέτει σε αμφισβήτηση την εγκυρότητα των διμερών συμφωνιών για την ΑΟΖ. Η Άγκυρα υπονομεύει τα θεμέλια για έναν ειρηνικό καταμερισμό των δικαιωμάτων εκμετάλλευσης στην Ανατολική Μεσόγειο. Ουσιαστικά η Τουρκία προκάλεσε την απομόνωσή της στην περιοχή. Και τώρα επιδιώκει με στρατιωτικές απειλητικές συμπεριφορές και ενέργειες που βρίσκονται σε αντίθεση με το Διεθνές Δίκαιο, να σπάσει την απομόνωση.»
Απομόνωση οδηγεί σε επιθετική ρητορική.
Ο Γκύντερ Σόιφερτ, που είναι αρμόδιος για θέματα Τουρκίας και για το Κυπριακό στο Ίδρυμα Επιστήμη και Πολιτική του Βερολίνου εκτιμά ότι η αφετηρία για τις τουρκικές γεωτρήσεις είναι η πάγια θέση της Άγκυρας ότι στην εκμετάλλευση των αποθεμάτων υδρογοναθράκων στην κυπριακή ΑΟΖ θα πρέπει να συμπεριληφθούν εξ αρχής και οι Τουρκοκύπριοι. Συνεπώς, εφόσον η Κυπριακή Δημοκρατία ξεκίνησε με τις γεωτρήσεις, χωρίς τη συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων, η Τουρκία πραγματοποιεί εξ ονόματός τους δικές της. Σε αντίθεση όμως με το παρελθόν το διαφορετικό σήμερα είναι, σύμφωνα με τον Γκ. Σόιφερτ ότι “η Τουρκία δεν έχει πλέον συμμάχους στην Ανατολική Μεσόγειο που θα μπορούσαν να τη βοηθήσουν πολιτικά να υλοποιήσει έστω και μερικώς τους στόχους της. Για αυτό το λόγο χρησιμοποιεί μια επιθετική ρητορική και απειλεί με το στρατό της προκειμένου να επιβάλει τη θέση της.»
Η Τουρκία δεν έχει μόνο απομονωθεί στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Σταδιακά έχει αποξενωθεί και από την ΕΕ, η ενταξιακή της προοπτική έχει σχεδόν χαθεί. «Προφανώς η σημερινή τουρκική κυβέρνηση δεν τη θεωρεί τόσο σημαντική», εκτιμά ο Γκύντερ Σόιφερτ, παραπέμποντας σε πρόσφατες δηλώσεις του τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Όπως υποστήριξε, παρά το γεγονός ότι η χώρα του έχει οικονομικές συμφωνίες με την Ευρώπη και διατηρεί με τις ΗΠΑ στρατιωτικές συμμαχίες, η μεγαλύτερη απειλή για την Τουρκία προέρχεται από δυτικά κράτη. Σύμφωνα με τον κ. Σόιφερτ «η σημερινή τουρκική κυβέρνηση θεωρεί τις ΗΠΑ ως την πρωταρχική πρόκληση όσον αφορά την ασφάλεια της χώρας. Αυτό σημαίνει ότι η Τουρκία αισθάνεται μεγαλύτερη απειλή από τις ΗΠΑ παρά από τη Ρωσία. Αυτή η στάση εξηγεί και γιατί η τουρκική κυβέρνηση δεν παίρνει τόσο στα σοβαρά τις ούτως ή άλλως περιορισμένες κυρώσεις της ΕΕ, αλλά ούτε και την αυξανόμενη πολιτική διάσταση που αυτές συνεπάγονται.»
Το ζητούμενο είναι ποιος θα χρεωθεί μια αποτυχία
Μουσταφά Ακιντζί και Νίκος Αναστασιάδης θα δώσουν ξανά τα χέρια – τουλάχιστον.
Πώς εξηγείται όμως το παράδοξο φαινόμενο ο πρόεδρος της Κύπρου Νίκος Αναστασιάδης και ο τουρκοκύπριος ηγέτης Μουσταφά Ακιντζί να αναλαμβάνουν μια νέα πρωτοβουλία για την επανέναρξη διαπραγματεύσεων, τη στιγμή που η Τουρκία διεξάγει γεωτρήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ και σκοπεύει να μετατρέψει την Αμμόχωστο σε στρατιωτική και ναυτική βάση; «Η ανάπτυξη της Αμμοχώστου σε τουρκική βάση είναι μέρος της στρατιωτικοποίησης της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής στην Ανατολική Μεσόγειο», εξηγεί ο Γκύντερ Σόιφερτ. «Η Άγκυρα επιστρέφει στη ρητορική ότι η παρουσία τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο συνιστά προϋπόθεση για την ασφάλεια της Τουρκίας. Αυτή η στάση είναι η ίδια με αυτή που ίσχυε πριν από την άνοδο του κυβερνητικού κόμματος ΑΚΡ στην εξουσία το 2002. Με άλλα λόγια, το Κυπριακό Ζήτημα αντιμετωπίζεται ξανά πρωτίστως από τη σκοπιά των συμφερόντων ασφαλείας της Τουρκίας.»
Αυτό το γνωρίζουν βέβαια και οι εμπλεκόμενες πλευρές στην Κύπρο. Σύμφωνα με τον Γερμανό αναλυτή το ζητούμενο για την ελληνοκυπριακή πλευρά είναι να διατηρήσει τη διεθνή νομιμοποίηση και για την τουρκοκυπριακή να την αποκτήσει. Αυτό θα το καταφέρουν σύμφωνα με τον Γκίντερ Σόιφερτ «μόνο αν, τουλάχιστον προς τα έξω, προσποιούνται ότι ενδιαφέρονται για την επίλυση του Κυπριακού. Αμφιβάλλω ότι έστω και μια από τις δύο πλευρές ενδιαφέρεται για αυτή. Οι Ελληνοκύπριοι δεν αξιοποίησαν την ευκαιρία, όταν το 2004 απέρριπταν το σχέδιο του τότε ΓΓ του ΟΗΕ Κόφι Ανάν. Και οι Τουρκοκύπριοι παρέλειψαν τα χρόνια που ακολούθησαν να υπεισέλθουν στον ένα ή άλλο συμβιβασμό.»
Στην απρόβλεπτη και επιθετική στάση της Άγκυρας και του προέδρου Ερντογάν εστιάζει ανάλυση της γερμανικής εφημερίδας Die Welt.
«Η Τουρκία απειλεί τις Βρυξέλλες (σσ.: για την προσφυγική συμφωνία), στην Κύπρο τουρκικά πλοία αναζητούν φυσικό αέριο και η Άγκυρα προκαλεί με την αγορά των ρωσικών S-400. Τα επεισόδια είναι συμπτωματικά και χαρακτηριστικά του ηγετικού προφίλ του Ερντογάν. Κατά ειρωνικό τρόπο, όμως, θα μπορούσαν να γίνουν για τον ίδιο μπούμερανγκ», σημειώνει η εφημερίδα, προσθέτοντας ωστόσο ότι «δεν χρειάζεται πανικός». O Ερντογάν ανοίγει «νέα μέτωπα με την Δύση και κάθε φορά θέλει να πετύχει κάτι συγκεκριμένο». Για παράδειγμα, με τις απειλές στο προσφυγικό θέλει να πετύχει την κατάργηση της βίζας, ενώ με την αγορά των S-400 επιδιώκει μια «αποξένωση» από το ΝΑΤΟ, με φόντο το Συριακό και το Κουρδικό. «Αυτή η ψυχρά υπολογισμένη πολιτική φέρνει πάντα και την πιθανότητα ριζικών ανατροπών, όταν αυτό κρίνεται απαραίτητο», σημειώνει η Welt, θέτοντας το ερώτημα τι θα σήμαινε κάτι τέτοιο στην περίπτωση της Κύπρου.
Η Welt εστιάζει στην συνέχεια στην επικείμενη επίσκεψη Μητσοτάκη στην Κύπρο και παρατηρεί ότι «σε αυτή την διένεξη η Ελλάδα έχει την ΕΕ για πρώτη φορά εκεί που πάντα ήθελε: σε μια ανοιχτή διαμάχη με την Τουρκία», δεδομένου ότι απείλησε την Τουρκία με κυρώσεις, εάν τα τουρκικά πλοία δεν αποχωρήσουν από την κυπριακή ΑΟΖ. «Η επίσκεψη Μητσοτάκη θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια επίδειξη ισχύος.
Αλλά ο νέος Έλληνας πρωθυπουργός επιδεικνύει εντυπωσιακά χαμηλούς τόνους. Θέλει περισσότερο μια προσέγγιση με την Τουρκία σε αντίθεση με την προηγούμενη κυβέρνηση».
Σύμφωνα με τη WELT, στην Τουρκία υπάρχουν ελπίδες ότι η νέα ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να εκδώσει στην Τουρκία την ομάδα των αποκαλούμενων «γκιουλενιστών», που κατέφυγαν στην Αθήνα μετά την απόπειρα πραξικοπήματος.
Tέλος, η εφημερίδα εκτιμά ότι «ένας συμβιβασμός για το φυσικό αέριο, το άνοιγμα της Αμμοχώστου και βήματα προς την επίλυση του Κυπριακού θα έφερναν σε όλες τις πλευρές ευημερία». Ωστόσο, ο Ερντογάν μοιάζει να θέλει να εκβιάσει καταστάσεις και όπως γράφει η Welt «με την πολιτική αντιπαράθεσης ο Ερντογάν αποβλέπει σε μεγάλα οφέλη – αλλά είναι πιθανό να οδηγηθεί σε μεγάλες απώλειες».
ΠΗΓΗ: Deutsche Welle