Ρόντρικ Μπίτον: «Η ιστορική συνέχεια του ελληνισμού δεν εδράζεται στην κοινή καταγωγή αλλά στη γλώσσα»

Ρόντρικ Μπίτον: «Η ιστορική συνέχεια του ελληνισμού δεν εδράζεται στην κοινή καταγωγή αλλά στη γλώσσα»

Από τους διαπρεπέστερους ξένους ακαδημαϊκούς που έχουν καταπιαστεί με την ιστορία της Ελλάδας, ο συνταξιούχος πλέον Ρόντρικ Μπίτον έχει μεν σκωτσέζικη καταγωγή –κρατά από το Εδιμβούργο, την επιλεγόμενη «Αθήνα του Βορρά»–, αλλά έχει πια κατ’ ουσίαν «εξελληνιστεί», καθώς λέει και ο ίδιος αστειευόμενος.

Σταθερός φίλος και επισκέπτης της χώρας μας εδώ και πάνω από μισόν αιώνα, έχει εντρυφήσει στην ποίηση, στη λογοτεχνία, στη δημοτική παράδοση, στην αρχαία, στη μεσαιωνική αλλά και στη σύγχρονη ελληνική κουλτούρα, συνέγραψε δε ο ίδιος, επιμελήθηκε, και μετέφρασε –η συμμετείχε με κείμενά του– πάνω από τριάντα βιβλία ιστορικού και φιλολογικού χαρακτήρα αναφορικά με την Ελλάδα.

Το 2019 παρασημοφορήθηκε από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας «για την εμβληματική του συμβολή στην έρευνα της Νεοελληνικής και Βυζαντινής Ιστορίας, Γλώσσας και Λογοτεχνίας». 

Αφορμή για την παρούσα συνέντευξη ήταν η κυκλοφορία στα ελληνικά του τελευταίου βιβλίου του «Έλληνες – Μια παγκόσμια ιστορία» (εκδ. Πατάκης), ένα θαυμαστό ταξίδι που ξεκινά από την Εποχή του Χαλκού, οπότε έχουμε τα πρώτα γραπτά μνημεία μιας πρώιμης μορφής της ελληνικής γλώσσας, και καταλήγει στις μέρες μας, συνοδευόμενο από πλούσια βιβλιογραφία και εικονογράφηση.

«Δεν μπορείς να καταλάβεις τη σύγχρονη Ελλάδα αν δεν γνωρίζεις την ιστορία της, και δεν εννοώ μόνο την κλασική», επισημαίνει. Οι Μινωίτες, οι Μυκηναίοι, ο Όμηρος, η επινόηση της πολιτικής (και της δημοκρατίας), η κλασική Αθήνα, οι ελληνιστικοί χρόνοι, η «ελληνική αυτοκρατορία» της Ρώμης, ο εκχριστιανισμός, το Βυζάντιο, η Τουρκοκρατία, το διαρκές «μετέωρο βήμα» ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, παράδοση και νεωτερικότητα, η Παλιγγενεσία, το νεοελληνικό έθνος από τον καιρό του Καποδίστρια μέχρι το σύγχρονο προσφυγικό κύμα και την πανδημία του Covid, είναι όλα εδώ.

Το πόνημα κλείνει με ένα γραμμένο στα ελληνικά ποίημα της Ιρανής συγγραφέως και πολιτικής πρόσφυγα Χίβα Παναχί που ζει στην Αθήνα από το 2000, ένα ακόμα δείγμα ότι ως «κληρονόμοι» αυτού που λέμε ελληνισμός δεν νοούνται κάποιοι απευθείας απόγονοι του Περικλή και του Λεωνίδα, αλλά, όπως έγραφε και ο Ισοκράτης είκοσι τέσσερις αιώνες πριν, «οι μετέχοντες της ημετέρας παιδείας», ανεξάρτητα από καταγωγή, καθώς υπογραμμίζει ο συνομιλητής μου, που τοποθετεί κιόλας στην εισαγωγή της έκδοσης αυτό το παράθεμα. «Γι’ αυτό άλλωστε δεν επιχείρησα να συγγράψω μια “εθνική ιστορία” αλλά μια ιστορία της ελληνικής γλώσσας και των ομιλητών της καταρχήν», διευκρινίζει. 

Tο εντυπωσιακότερο για μένα είναι ότι η βαθιά αυτή κρίση εν τέλει ξεπεράστηκε, παρότι ταλαιπώρησε άσχημα τη χώρα και τους ανθρώπους της για πάνω από μια δεκαετία, ένα χρονικό διάστημα αδιανόητο. Δεν ξέρω, αν η επιτυχία αυτή πιστώνεται περισσότερο στον Αλέξη Τσίπρα ή στον Κυριάκο Μητσοτάκη, πάντως συνέβη.

Συναντηθήκαμε στη Βρετανική Σχολή Αθηνών (BSA), που αποτελεί «δεύτερο σπίτι του» δεκαετίες τώρα, και της οποίας εκλέχθηκε πέρσι πρόεδρος. Καθισμένοι στο φιλόξενο finley με μια κούπα –τι άλλο;– τσάι ανά χείρας και με το λαμπρό, ακόμα και μέσα στο καταχείμωνο, αττικό φως να ελαφραίνει το «βαρύ» νεοκλασικό φόντο με τις βικτοριανές πινελιές, μιλήσαμε για τους «Έλληνές» του, για την ελληνική γλώσσα, τις απαρχές, την εξέλιξη, την απήχηση και τις πολλές της περιπέτειες ανά τους αιώνες, αναφερθήκαμε στην έννοια του έθνους, της ταυτότητας, της Ιστορίας και της ιστορικής συνέχειας καθώς επίσης στις άλλες δύο μεγάλες, πέραν της γλώσσας, αρχαιοελληνικές «εφευρέσεις», την άμεση δημοκρατία και την ισονομία, την οποία θεωρεί ακόμα σπουδαιότερη.

Επειδή όμως η Ιστορία, όπως και η γλώσσα, είναι ζωντανοί οργανισμοί που εξελίσσονται διαρκώς, δεν μείναμε στο παρελθόν, ξεκινήσαμε από το σήμερα: τις ομοιότητες και τις διαφορές του παρ’ ολίγον Grexit με το πρόσφατο Brexit, τα παραλειπόμενα της βαθιάς οικονομικής, πολιτικής και αξιακής κρίσης που συγκλόνισε την Ελλάδα όλη την προηγούμενη δεκαετία και που σήμερα δείχνει να έχει ξεπεραστεί, με τη Βρετανία να βρίσκεται σήμερα, τηρουμένων των αναλογιών, στο «μάτι του κυκλώνα», όπως εκτιμά. 

Α, ναι, δεν το έχω ξεχάσει! Αφήστε που έχει πλέον δυσκολέψει και η παραμονή στο εξωτερικό ημών των Βρετανών. Ως πολίτες όχι της Ε.Ε. πια αλλά τρίτων χωρών παίρνουμε βίζα μόνο για ενενήντα ημέρες, την οποία μετά οφείλουμε να ανανεώσουμε. 

Αυτό, βέβαια, ταλαιπωρεί ένα σωρό ανθρώπους σαν κι εμένα που και λόγω αντικειμένου χρειάζεται να ταξιδεύουμε πολύ, μας χωρίζει από φίλους, συναδέλφους, ασχολίες…

— Πώς σας φαίνεται, αλήθεια, αυτή η νέα πραγματικότητα; Πριν από λίγα χρόνια όλοι μιλούσαν για το Grexit, που εν τέλει αποφεύχθηκε, στην πορεία όμως συνέβη το Brexit, που αρχικά ακουγόταν ως ανέκδοτο.
Αποδειχθήκατε πράγματι εξυπνότεροι από μας! Διέφεραν, βέβαια, οι αιτίες της «σύγκρουσης» των δύο χωρών με την Ε.Ε. Εσείς είχατε όντως υποφέρει από τη συμπεριφορά δανειστών και ευρωπαϊκών θεσμών που υπήρξε συχνά εξευτελιστική, η Βρετανία δεν πέρασε τίποτα τέτοιο, μετρούσε μόνο οφέλη από την ένταξή της. Την όλη κατάσταση πυροδότησε ένα ισχυρό οπισθοδρομικό, απομονωτικό ρεύμα που εκδηλώθηκε στα ΜΜΕ, στον συντηρητικό πολιτικό χώρο και στο κομμάτι εκείνο της άρχουσας τάξης που είχε αντιευρωπαϊκό προσανατολισμό.

Στο όνομα, λοιπόν, του λαϊκισμού, οι απομονωτιστές εξαπέλυσαν μια εκστρατεία για το δημοψήφισμα που ουσιαστικά στόχευε στο να επικρατήσει η «εθνικιστική» ελίτ έναντι της άλλης, της φιλοευρωπαϊκής. Επρόκειτο δηλαδή κατά βάση για ένα πολιτικό παιχνίδι, δεν νομίζω ότι ο απλός κόσμος στη μεγάλη πλειοψηφία του τρέφει αντιευρωπαϊκά αισθήματα, ουσιαστικά έπεσε θύμα παραπληροφόρησης και εκμετάλλευσης.

Κάτι άλλο που έφταιξε είναι ότι ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε κάποια σοβαρή ενημερωτική καμπάνια πάνω στο τι ακριβώς είναι η Ε.Ε., πώς λειτουργεί, γιατί αξίζει να συμμετέχουμε. Είχαμε πάντα στο νησί την αίσθηση ότι ξεχωρίζουμε από την υπόλοιπη Ευρώπη, ότι είμαστε ανώτεροι, δεν πήγαινε άλλο λοιπόν να μας κουμαντάρουν οι «ξένοι». Που ούτε αυτό έστεκε, καθώς πολλοί από τους νόμους και κανονισμούς που υποτίθεται ότι μας καταδυνάστευαν θεσπίστηκαν στο Λονδίνο και όχι στις Βρυξέλλες! 

— Νομίζω, πάντως, ότι τα φιλοευρωπαϊκά αισθήματα των Βρετανών έχουν αναθερμανθεί.
Ισχύει. Αν γινόταν τώρα το δημοψήφισμα, η παραμονή στην Ε.Ε. θα επικρατούσε. Πρόσφατη δημοσκόπηση έδειχνε ότι το 54% των Βρετανών βρίσκει εσφαλμένη την αποχώρηση, όταν στο δημοψήφισμα του ’16 το 51,9% είχε ψηφίσει υπέρ.

Βεβαίως, κανένα από τα κοινοβουλευτικά τουλάχιστον κόμματα δεν μιλά ακόμα επίσημα για επανένταξη, ευελπιστώ όμως ότι σύντομα θα βρεθούν πολιτικοί που θα το θέσουν ως προτεραιότητα και θα καταφέρουν να μεταπείσουν όσους πολίτες από άγνοια, επιπολαιότητα ή παραπληροφόρηση ψήφισαν κατά.

Προσωπικά πιστεύω ότι ένα ολοκληρωτικό Brexit σαν αυτό που επιθυμούν οι φανατικοί είναι ανέφικτο και αυτό σίγουρα θα φανεί σε βάθος χρόνου. Ήδη, εκτός από τις δυσκολίες στις μετακινήσεις και στις εισαγωγές-εξαγωγές, έχουμε μεγάλες ελλείψεις προσωπικού ακόμα και σε ζωτικούς τομείς της παραγωγής και των υπηρεσιών. 

— Με δεδομένες τις αποσχιστικές τάσεις της Σκωτίας που ενέτεινε το Brexit, πιστεύετε ότι μπορεί ή ότι θα όφειλε να ξαναγίνει ανεξάρτητη; 
Είμαι καταρχάς αντίθετος στη διάσπαση οποιασδήποτε επικράτειας, είτε αυτή είναι η Ε.Ε. (στο σημείο που μπορεί να θεωρηθεί επικράτεια ή τείνει προς αυτή την κατεύθυνση) είτε η Μεγάλη Βρετανία. Παρότι, λοιπόν, συμμερίζομαι την αγανάκτηση της πλειοψηφίας των συμπατριωτών μου, οι οποίοι ψήφισαν το 2016 να παραμείνουν στην Ε.Ε., δεν θα ήθελα με τίποτα να φύγει η Σκωτία από το Ηνωμένο Βασίλειο. Βέβαια, ως μόνιμος κάτοικος Αγγλίας, δεν έχω ψήφο.

— Θα συμφωνείτε, φαντάζομαι, ως ιστορικός ότι η κρίση του ’08 ήταν από τις μελανότερες σελίδες της νεοελληνικής ιστορίας, αναφέρεστε άλλωστε σε αυτό και στο τελευταίο σας βιβλίο. 
Αναμφίβολα. Αλλά το εντυπωσιακότερο για μένα είναι ότι η βαθιά αυτή κρίση εν τέλει ξεπεράστηκε, παρότι ταλαιπώρησε άσχημα τη χώρα και τους ανθρώπους της για πάνω από μια δεκαετία, ένα χρονικό διάστημα αδιανόητο. Δεν ξέρω αν η επιτυχία αυτή πιστώνεται περισσότερο στον Αλέξη Τσίπρα ή στον Κυριάκο Μητσοτάκη, πάντως συνέβη.

Είχατε, βέβαια, την ατυχία να ξεσπάσει σχεδόν αμέσως μετά η υγειονομική κρίση με όλες τις οικονομικές της παραμέτρους, αυτό όμως ήταν μια παγκόσμια συνθήκη. Η κρισιμότερη στιγμή της χαμένης εκείνης δεκαετίας ήταν σίγουρα η πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το α’ εξάμηνο του ’15, όταν δέσποζε η μορφή του τότε υπουργού Οικονομικών, Γιάνη Βαρουφάκη, η πολιτική του οποίου ήταν τολμηρή μεν, αλλά κάπως αφελής – δεν γίνονται έτσι τέτοιου είδους διαπραγματεύσεις.

Τουναντίον, ο Τσίπρας φέρθηκε σοφά, έστω με καθυστέρηση – το δημοψήφισμα που ζήτησε τον Ιούλιο του ’15 δεν αφορούσε την παραμονή ή την αποχώρηση από την Ε.Ε., όπως πολλοί τον κατηγόρησαν, αλλά το αν θα αποδέχονταν οι πολίτες τους απαράδεκτους όρους των δανειστών. Λογικό ήταν λοιπόν το «Όχι» να λάβει πάνω από 60%! Την επόμενη εβδομάδα βέβαια το «Όχι» έγινε «Ναι», όμως ο Τσίπρας πέρασε το μήνυμα που ήθελε, ενώ με την ευκαιρία «ξεφορτώθηκε» τα πιο ακραία στοιχεία της παράταξής του και οι εκλογές του Σεπτεμβρίου τον δικαίωσαν.

Πλέον η κατάσταση στην Ελλάδα έχει σταθεροποιηθεί, παρά τα επιμέρους προβλήματα, ενώ στη δίνη της πολιτικο-οικονομικής αστάθειας βρίσκονται τώρα οι Βρετανοί, οι οποίοι πάντοτε αντιμετώπιζαν περιφρονητικά τους «περιθωριακούς» εκείνους λαούς που δεν έχουν τους δικούς τους, ακλόνητους, υποτίθεται, θεσμούς.

— Το ζήτημα της οικονομικής και όχι μόνο εξάρτησης από τους ξένους αλλά και της ταυτότητας του υπό σύσταση έθνους χρονολογείται, πάντως, από την ίδρυση του ελληνικού κράτους.
Βέβαια, έχουμε τα επαναστατικά δάνεια, τις εκκλήσεις κορυφαίων αγωνιστών να τεθεί το νεοσύστατο κράτος υπό την προστασία κάποιας Μεγάλης Δύναμης προκειμένου να επιβιώσει, τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου που επισφραγίζει την ανεξαρτησία.

Κατά την Επανάσταση του ’21 διαμορφώνονται δύο τάσεις που θα προκαλέσουν μάλιστα και δύο εμφύλιους: η μία πρεσβεύει την αυτάρκεια και τον απομονωτισμό, λέγοντας ότι είμαστε ένας σπουδαίος και υπερήφανος λαός που μπορεί να καταφέρει τα πάντα μόνος του, για τις δε κακοδαιμονίες μας φταίνε οι ξένοι, η δεύτερη ότι ο καλύτερος δρόμος για να πετύχουμε τους στόχους μας είναι η εξωστρέφεια, η διαπραγμάτευση και η συναλλαγή – οι Έλληνες άλλωστε πάντοτε διακρίνονταν ως έμποροι και μεσίτες. Επικράτησαν αυτοί που σήμερα θα ονομάζαμε εκσυγχρονιστές, όπως κατ’ αναλογία συνέβη και την προηγούμενη δεκαετία, όταν τέθηκε το δίλημμα μέσα ή έξω από την Ε.Ε.!

Αυτό, παρότι η επιφυλακτικότητα πολλών νεοελλήνων απέναντι στον «ξένο παράγοντα» κρατά από πολύ παλιά και δεν είναι εντελώς αδικαιολόγητη, αν αναλογιστούμε τις συχνές παρεμβάσεις των εκάστοτε Μεγάλων Δυνάμεων στα εσωτερικά της χώρας.

Όπως έχω ξαναπεί, παρόλο τον ηρωισμό και την αυτοθυσία των αγωνιστών, η τύχη της Ελληνικής Επανάστασης κρίθηκε τελικά στο ευρύτερο πεδίο της ευρωπαϊκής γεωπολιτικής, ακριβώς όπως πίστευε ο Μαυροκορδάτος και οι συν αυτώ.

— Δεν αποδέχεστε τον όρο «φιλέλληνας» ως αναχρονιστικό, η στενή σας σχέση ωστόσο με την Ελλάδα κρατά από πολύ παλιά. 
Στη χώρα σας πρωτοήρθα ως έφηβος και την ερωτεύτηκα ακαριαία, το κλίμα, τα τοπία, τα βουνά, τις θάλασσες, τους ανθρώπους της, όλα! Έπεσα κανονικά θύμα της μαγείας της πρώτης εντύπωσης μιας νοητής Ελλάδας και έχοντας μεγαλώσει σε μια χώρα κατά βάση βροχερή, ομιχλώδη, με γκρίζο ουρανό, γκρίζα κτίρια και βλοσυρούς ανθρώπους, η αντίθεση ήταν έντονη.

Σπούδασα Αγγλική Φιλολογία και ακολούθως αρχαία καθώς και νέα ελληνικά στο Κέμπριτζ και τη Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή της Αθήνας, μελέτησα το δημοτικό τραγούδι, εντρύφησα στη νεοελληνική λογοτεχνία και ποίηση και, επιστρέφοντας στο Εδιμβούργο, μεταλαμπάδευσα τις γνώσεις μου σε φοιτητές στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ αρχικά, στο King’s College του Λονδίνου στη συνέχεια, όπου μάλιστα ξεκίνησα να διδάσκω ανήμερα της ένταξης της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ!

Το 1988 ανέλαβα την έδρα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών «Αδαμάντιος Κοραής», θέση που διατήρησα μέχρι τη συνταξιοδότησή μου το 2018. Ο όρος «φιλέλληνας», τώρα, συνδέεται με μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, δεν νομίζω ότι νοείται πέραν αυτής.    

— Ισχύει ότι οι κλασικές σπουδές έχουν υποβαθμιστεί στη Βρετανία αλλά και διεθνώς;
Στη Βρετανία υπήρξε πράγματι κάποια συρρίκνωση, όμως δεν αφορούσε τόσο τις κλασικές σπουδές΄, που σήμερα διατηρούν 36 πανεπιστημιακά τμήματα (παλιότερα ήταν πάνω από 40), όσο τις νεότερες γλώσσες και κουλτούρες, κάτι που δεν είναι άσχετο με τις πολιτικές του Brexit. Όσο το ενδιαφέρον των φοιτητών για την κλασική παιδεία παραμένει ζωντανό, θα υπάρχει ανταπόκριση και στο ακαδημαϊκό πεδίο.    

— Τι σας ώθησε όμως να γράψετε τους «Έλληνες»; Δεν είναι βέβαια το πρώτο σας βιβλίο πάνω στην ελληνική ιστορία.
Καταρχάς το γεγονός ότι μέχρι πρόσφατα δεν υπήρχε στα αγγλικά κανένα βιβλίο που να περιλαμβάνει συνολικά την ελληνική ιστορία από τη μακρινή αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Το μόνο ανάλογο εγχείρημα ήταν το «The Shortest History of Greece» του Τζέιμς Χένεϊτζ, που εκδόθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με το δικό μου βιβλίο. Πολύ αξιόλογο είναι και το «Athens, City of Wisdom» του Μπρους Κλαρκ, αλλά εστιάζει προφανώς στην ιστορία της Αθήνας.

Οι «Έλληνες» δεν είναι ένα αυστηρά επιστημονικό πόνημα, καθώς δεν είμαι ειδικός για κάθε ιστορική περίοδο στην οποία αναφέρομαι, γεγονός είναι ωστόσο –και σε αυτή την ανάγκη προσπάθησα να ανταποκριθώ όσο πιο συνοπτικά μπορούσα– ότι δεν μπορείς να καταλάβεις τη σύγχρονη Ελλάδα αν δεν γνωρίζεις την ιστορία της, και δεν εννοώ μόνο την κλασική. Αυτό φυσικά ισχύει για κάθε χώρα, όμως η ελληνική ιστορία είναι τόσο πλούσια, «βαριά» και διαρκώς παρούσα, ώστε σφραγίζει κάθε πτυχή όχι μόνο του παρελθόντος αλλά και του παρόντος της, έχει επιπλέον μια παγκόσμια διάσταση.

Έπειτα, όπως λέω και στην εισαγωγή, δεν γράφω κάποια εθνική ιστορία, άλλωστε η έννοια του έθνους είναι νεωτερική και αρκετά σχετική, επικεντρώνομαι στην ελληνική γλώσσα και τους ομιλητές της γιατί εκεί εδράζεται η ιστορική συνέχεια. Προσπάθησα να πιάσω τον μίτο από την Εποχή του Χαλκού, από τα πρώτα αποδεδειγμένα δείγματα μιας πρώιμης μορφής της ελληνικής γλώσσας τον 12ο αι. π.Χ., που είναι αυτά της Γραμμικής Β’ σε πήλινες μυκηναϊκές πινακίδες.

— Η Γραμμική Α’ δεν εντάσσεται σε αυτή την κατηγορία; Ο δίσκος της Φαιστού ας πούμε;
Όχι, ανήκουν μεν στη μινωική περίοδο, όμως η γραφή αυτή είναι παλιότερη και διαφέρει από την Β’, όπως άλλωστε και ο δίσκος της Φαιστού, που είναι ένα μοναδικό εύρημα.

Εξάλλου, πριν από τους Μινωίτες και τους Μυκηναίους υπήρχαν στον ελλαδικό χώρο οι Πελασγοί, τη γλώσσα των οποίων αγνοούμε. Όπως έγραφε και ο Ηρόδοτος, ήδη τον 4ο αιώνα π.Χ. οι γηγενείς Αθηναίοι που καμαρώνουν για την καταγωγή τους έχουν προγόνους Πελασγούς που «εξελληνίστηκαν».

Μετά την κατάρρευση του μινωικού και του μυκηναϊκού πολιτισμού ακολουθούν οι λεγόμενοι «Σκοτεινοί Αιώνες», για τους οποίους ελάχιστα γνωρίζουμε, όμως κατά τον 8ο αιώνα π.Χ. εμφανίζεται ένα νέο σύστημα ελληνικής γραφής, το οποίο προκύπτει από τη συστηματική τροποποίηση της γραφής των Φοινίκων και του αλφαβήτου τους.

Η διαφορά είναι ότι τώρα πια γράφονται και τα φωνήεντα και το εφεύρημα αυτό περνά και σε άλλες γλώσσες, όπως αυτές των Ετρούσκων και των Ρωμαίων. 

— Στο νέο αυτό σύστημα δεν είναι που καταγράφονται τα ομηρικά έπη;
Ακριβώς, και από την εποχή εκείνη και ύστερα η ελληνική γλώσσα αρχίζει πλέον να μοιάζει με αυτήν που εξακολουθεί να γράφεται και να μιλιέται μέχρι σήμερα – η παιδεία και η γλώσσα είναι άλλωστε οι κατεξοχήν παράγοντες που καταδεικνύουν την ιστορική συνέχεια, καθώς η βιολογική συγγένεια των αρχαίων Ελλήνων με τους σύγχρονους παραμένει ατεκμηρίωτη, κάτι που ισχύει για όλους σχεδόν τους λαούς, αν υπολογίσουμε τις κατακτήσεις, τις μεταναστεύσεις, τις προσμείξεις κ.λπ.

Αλλά ήδη από την αρχαιότητα μικρή σημασία είχε η καταγωγή, σε αυτό που λέμε ελληνισμό μπορούσε να μπει όποιος ήθελε εφόσον μετείχε «της ημετέρας παιδείας», όπως έλεγε και ο Ισοκράτης. Είτε εθελοντικά, όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ, όπου Αμερικανός μπορεί, τυπικά τουλάχιστον, να πολιτογραφηθεί όποιος επιθυμεί, ανεξαρτήτως καταγωγής, είτε βίαια, όπως τον καιρό του Αλέξανδρου. 

— Στην εισαγωγή παραθέτετε τόσο το εν λόγω απόσπασμα από τον «Πανηγυρικό» του Ισοκράτη όσο και το απόσπασμα της ομιλίας του Γιώργου Σεφέρη, όταν παρέλαβε το Νόμπελ Λογοτεχνίας, όπου αναφέρει χαρακτηριστικά «δεν θα πω ότι είμαστε από το ίδιο αίμα, γιατί αποστρέφομαι τις φυλετικές θεωρίες – αλλά κατοικούμε πάντα στην ίδια χώρα και κοιτάμε τα ίδια βουνά που τελειώνουν στην ίδια θάλασσα». Ανάλογο πνεύμα διέπει τα άλλα δύο παραθέματα, της Άννας Κομνηνής και του Οδυσσέα Ελύτη.
Μα περί αυτού πρόκειται. Αυτό είναι που καθιστά τους σημερινούς μετανάστες β’ και γ’ γενιάς που μιλούν ελληνικά από τη γέννησή τους εξίσου Έλληνες με τους γηγενείς.

Έπειτα, η έννοια του ελληνισμού ήταν πάντοτε ρευστή και ευέλικτη. Αν πάμε στο Βυζάντιο, θα δούμε ότι μεταξύ 11ου-13ου αιώνα μ.Χ. σε όλο σχεδόν τον ελλαδικό χώρο και γενικότερα στα Βαλκάνια μιλούσαν σλαβικά, ενώ στη Μικρά Ασία πολλοί γηγενείς πρώην χριστιανικοί πληθυσμοί, όσοι δεν έφυγαν δηλαδή εξαιτίας των τουρκικών επιδρομών, εξισλαμίστηκαν. Οι σύγχρονοι Τούρκοι της δυτικής Μικράς Ασίας ιδίως είναι εν πολλοίς απόγονοι των Βυζαντινών, όπως σωστά έγραφε και ο αείμνηστος Σπύρος Βρυώνης.

Όσο για την ελληνική γλώσσα, μπορεί να περιορίστηκε γεωγραφικά επί Τουρκοκρατίας, συνέχισε όμως να μιλιέται όπου υπήρχαν ελληνόφωνοι πληθυσμοί, είτε στην ίδια την Οθωμανική Αυτοκρατορία είτε στις ακμάζουσες ελληνικές παροικίες ανά την Ευρώπη – ήταν άλλωστε η γλώσσα της Ορθόδοξης Εκκλησίας. 

— Η ελληνική γλώσσα επιβίωσε από ένα σωρό περιπέτειες ανά τους αιώνες, σήμερα όμως ακούμε συχνά ότι φτώχυνε, ότι αλλοιώνεται, ότι οι νέοι δεν ξέρουν να μιλάνε ούτε να γράφουν καλά κ.λπ.
Α, αυτό λέγεται και για άλλες γλώσσες, συμβαίνει, ξέρετε, διεθνώς να μέμφονται οι παλαιότερες γενιές τις νεότερες για τη γλωσσική τους ανεπάρκεια, είτε ισχύει αυτό είτε όχι. Δεν είναι καν κάτι καινούργιο, φόβοι για την ελληνική γλώσσα που «απειλείται» είχαν διατυπωθεί ήδη από την εποχή του Χριστού!

Η λεγόμενη Δεύτερη Σοφιστική ήταν μια απόπειρα «επιστροφής» στην αττική διάλεκτο, τη γλώσσα του Ηροδότου και του Θουκυδίδη που λογίζονταν ως η πλέον καθαρή μορφή ελληνικών, κάτι ανάλογο δηλαδή με την απόπειρα επιβολής της καθαρεύουσας από τα τέλη του 18ου αιώνα.

Στα ρωμαϊκά χρόνια η λεγόμενη κοινή ελληνική, η δημοτική της εποχής δηλαδή, δεν ήταν μόνο η γλώσσα των γραμμάτων, ήταν η δεύτερη ευρύτερα ομιλούμενη, στο δε ανατολικό κομμάτι της αυτοκρατορίας ήταν η πρώτη ήδη από την εποχή του Αδριανού. Οι ίδιες οι ρωμαϊκές ελίτ ήταν δίγλωσσες, τα δε ελληνικά θεωρούνταν πιο μεστά και εκλεπτυσμένα από τα λατινικά.  

— Η ίδια η δημοκρατία, ένα πολίτευμα άρρηκτα συνδεδεμένο με την πόλη, το «άστυ», σύμφωνα με διανοητές όπως ο Καστοριάδης, θεωρείται «εφεύρεση» των αρχαίων Ελλήνων, έστω κι αν αφορούσε μόνο τους ελεύθερους άρρενες πολίτες.
Η δημοκρατία με την έννοια της αυτοδιάθεσης και της συμμετοχικής διακυβέρνησης δεν είναι μια ελληνική αποκλειστικότητα. Όπως γράφει και ο Ντέιβιντ Γκρέιμπερ στο «The dawn of everything – Α new history of humanity» (Penguin 2021), τέτοιες μορφές κοινωνικής οργάνωσης ήταν αρκετά συνηθισμένες στο περιθώριο των μεγάλων αυτοκρατοριών που σφράγισαν την Ιστορία.

Πουθενά αλλού, εντούτοις, το δημοκρατικό πολίτευμα δεν οργανώθηκε όπως στην αρχαία Ελλάδα, ακόμα μεγαλύτερη σημασία, δε, έχει η έννοια της ισονομίας – αυτή ακριβώς είναι η βάση της αρχαίας ελληνικής πόλης-κράτους.

Όλα όμως τα πολιτεύματα δοκιμάστηκαν τότε στον ελλαδικό χώρο, είτε μιλάμε για τη δημοκρατία, που έφτασε στο απόγειό της στην κλασική Αθήνα, είτε για την τυραννία, που δεν ήταν παρά η ενός ισχυρού ανδρός αρχή, όπως συμβαίνει σήμερα στη Ρωσία του Πούτιν και στην Τουρκία του Ερντογάν, είτε για την ολιγαρχία που αργότερα υιοθέτησε και η Ρώμη.

Η δημοκρατία αυτή ήταν αρκετά χαώδης στην εφαρμογή της, υπήρξε όμως το κατεξοχήν πολίτευμα των ελληνικών πόλεων-κρατών ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ. και διατηρήθηκε εν μέρει μέχρι και τον 2ο μ.Χ. αιώνα, ακόμα και όταν είχαν απολέσει την ανεξαρτησία τους. 

— Η εθνική ιστορία, σε όποιο έθνος κι αν ανήκουμε, δεν είναι παρά η ιστορία που λέμε στους εαυτούς μας, γράφετε στον πρόλογο.
Ναι, διότι λέει ελάχιστα πράγματα για το πώς μας βλέπουν οι άλλοι, κάτι που μας δυσκολεύει πολύ να κατανοήσουμε τη θέση μας στον σύγχρονο κόσμο. Κάθε έθνος, βεβαίως, αφηγείται την ιστορία του με τον δικό του τρόπο, όμως σήμερα κάθε σοβαρός ιστορικός πρέπει να βλέπει πέρα από εθνικά σύνορα.

Η θεωρία περί τριμερούς συνέχειας του ελληνισμού, για παράδειγμα, αντιμετωπίζεται συνήθως από τους ξένους σχολιαστές είτε επιφυλακτικά είτε για να πικάρουν τους σύγχρονους Έλληνες ως ανάξιους των ένδοξων προγόνων τους. Λίγοι άνθρωποι γνωρίζουν είτε τα ιστορικά γεγονότα είτε τις ιδεολογικές παραδοχές στις οποίες βασίζεται αυτή η αφήγηση περί συνέχειας. Γι’ αυτό και η ελληνική ιστορία, μια ιστορία πραγματικά παγκόσμια, οφείλει να γίνει πολύ περισσότερο γνωστή και κατανοητή.   

— Πέρσι εκλεγήκατε πρόεδρος της Βρετανικής Σχολής Αθηνών, ένα ονομαστό ίδρυμα, με το οποίο έχετε ιδιαίτερη σχέση.
Αν και στην παρούσα συνέντευξη δεν ομιλώ με αυτή την ιδιότητα, υπάρχει πράγματι μια στενή σχέση και η εκλογή μου ήταν αναμφίβολα μια μεγάλη τιμή. Στην BSA πρωτοβρέθηκα το 1972 ως ανειδίκευτος προπτυχιακός βοηθός στην ανασκαφή του ανεξερεύνητου αρχοντικού στην Κνωσσό.

Το καλοκαίρι του ίδιου έτους είχα την ευκαιρία να ολοκληρώσω στη Βιβλιοθήκη της Σχολής την έρευνα της προπτυχιακής μου διατριβής για τον Γιώργο Σεφέρη. Επέστρεψα στην Αθήνα ως τακτικός φοιτητής της BSA το φθινόπωρο του ’73, αρκετά έγκαιρα ώστε να προλάβω την εξέγερση του Πολυτεχνείου και τα υπόλοιπα ταραχώδη γεγονότα των τελευταίων μηνών της διαβόητης δικτατορίας των συνταγματαρχών καθώς επίσης την αποκατάσταση της δημοκρατίας έναν χρόνο αργότερα. Το διδακτορικό μου στο Κέμπριτζ το 1977 πάνω στη «Λαϊκή ποίηση της νεότερης Ελλάδας» βασίστηκε ακριβώς στη δουλειά που έκανα όντας φοιτητής εδώ.

Αλλά και στην ακαδημαϊκή μου καριέρα ήμουν τακτικός επισκέπτης του Ξενώνα, της Βιβλιοθήκης και των Αρχείων, ενώ για μια δεκαετία υπηρέτησα στην Επιτροπή Κοινωνίας, Τεχνών και Γραμμάτων (τελευταία ως πρόεδρος της). Επομένως, βρίσκω υπέροχο το ότι «επέστρεψα» με έναν νέο ρόλο, και μάλιστα σε μια εποχή που η Σχολή αντιμετωπίζει νέες προκλήσεις!

Πηγή: lifo.gr/  ΦΩΤΟ: Πάρις Ταβιτιάν

Share this post