“Στρατηγικός ειρμός”
*Διαμόρφωση σχήματος υπό την εγγύηση της ΕΕ για τη συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων στα μελλοντικά κέρδη από την κυπριακή ΑΟΖ με πλήρη διαφύλαξη της διεθνούς νομικής προσωπικότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
*Επανέναρξη με την Τουρκία διερευνητικών επαφών μόνο για την οριοθέτηση, με παύση προφανώς των μονομερών ενεργειών και αποχή από αυτές.
Του Ευάγγελου Βενιζέλου*
Την ανάγκη για έναν «στρατηγικό ειρμό» της ελληνικής διπλωματίας στις σχέσεις της με την Τουρκία, υπογραμμίζει σε άρθρο του στο «Βήμα των Αθηνών της Κυριακής», που κυκλοφόρησε εκτάκτως, λόγω Δεκαπενταυγούστου, χθες ο Ευάγγελος Βενιζέλος.
Ο κ. Βενιζέλος, ο οποίος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου, διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών και Άμυνας της Ελλάδος, αλλά και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ.
«Αν αφήνουμε την πρωτοβουλία των κινήσεων στην τουρκική προκλητικότητα, περιμένοντας να αντιδράσουμε στις διαδοχικές τουρκικές NAVTEX για εξόδους ερευνητικών σκαφών συνοδεία τουρκικών πολεμικών πλοίων, τότε βεβαίως θα επιδεικνύουμε την ισχύ του ελληνικού στόλου, θα κινητοποιούμαστε διπλωματικά, θα ζητούμε τη συμπαράσταση των εταίρων και συμμάχων μας και θα τη λαμβάνουμε φτάνοντας μέχρι τις κοινές στρατιωτικές ασκήσεις μαζί τους ή την επιβολή ευρωπαϊκών κυρώσεων. Όμως οι θαλάσσιες ζώνες μας με την Τουρκία δεν θα οριοθετούνται, δεν θα κατοχυρώνονται και δεν θα αξιοποιούνται. Η οριοθέτηση με τις άλλες γειτονικές χώρες δεν αρκεί», σημειώνει στο άρθρο του ο κ. Βενιζέλος. Επίσης, διατυπώνει τρεις προτάσεις και θέτει το ζήτημα των δικαιωμάτων των Τουρκοκυπρίων στα μελλοντικά κέρδη της κυπριακής ΑΟΖ.
*Ακολουθεί αυτούσιο το άρθρο του κ. Βενιζέλου, υπό τον τίτλο «Στρατηγικός ειρμός»:
«Σε περιόδους κρίσης στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής η κυβέρνηση εκφράζει την επίσημη θέση της Ελληνικής Δημοκρατίας και έχει τη στήριξη όλων μας. Είναι επίσης προφανές ότι ο κάθε επιμέρους χειρισμός – για παράδειγμα η πρόσφατη συμφωνία Ελλάδας και Αιγύπτου για την οριοθέτηση της ΑΟΖ – αποκτά νόημα μέσα στα συμφραζόμενα και την αλληλουχία του. Χωρίς στρατηγικό ειρμό δημιουργούνται εσφαλμένες εντυπώσεις, σε σχέση με τις επιπτώσεις διαφόρων κινήσεων. Ο τρόπος μάλιστα με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα στο πεδίο αυτό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ακρίβεια των διατυπώσεών μας. Πολλοί νομίζουν ότι η εξωτερική πολιτική και η διπλωματία είναι συνώνυμες της αμφισημίας και της υπεκφυγής. Οταν όμως περιγράφεις κρίσιμα πραγματικά δεδομένα με βάση τα οποία καλείσαι να λάβεις καθοριστικές αποφάσεις, οφείλεις να είσαι απολύτως ακριβής: Η υφαλοκρηπίδα και η ΑΟΖ δεν είναι χωρικά ύδατα και δεν αποτελούν τμήμα της επικράτειας. Είναι περιοχή στην οποία το παράκτιο κράτος δεν ασκεί κυριαρχία αλλά πολύ συγκεκριμένα κυριαρχικά δικαιώματα. Για να συμβεί δε αυτό, πρέπει οι θαλάσσιες αυτές ζώνες να οριοθετηθούν, όπως προβλέπει η Διεθνής Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (ΔΣΔΘ), με συμφωνία μεταξύ των γειτονικών κρατών ή με συνδιαλλαγή, διαιτησία ή δικαιοδοτική διαδικασία. Χωρίς οριοθέτηση τα συγκεκριμένα κυριαρχικά δικαιώματα δεν μπορούν να ασκηθούν πλήρως, ενώ έως ότου συντελεστεί η οριοθέτηση, τα γειτονικά κράτη οφείλουν να προβαίνουν με καλή πίστη σε πρακτικές διευθετήσεις που δεν παρεμποδίζουν την τελική οριοθέτηση. Τέτοια καλόπιστη πρακτική διευθέτηση συνιστά εκ μέρους μας η χωροθέτηση, το 2014, των «οικοπέδων» Νότια της Κρήτης κατά το μέρος που εκτείνονται πέραν των χωρικών υδάτων, ακόμη και πέραν της δυνητικής επέκτασης στα 12 ν.μ., και φτάνουν περίπου στα 200 ν.μ. με την αντίληψη ότι η Κρήτη θα έχει πλήρη επήρεια σε μια μελλοντική οριοθέτηση. Τότε δεν υπήρξε αντίδραση ούτε της Λιβύης ούτε της Τουρκίας. Είναι επίσης άλλο πράγμα τα «απώτερα όρια» της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ που ορίζει ένα κράτος με εθνικό του νόμο, όπως κάναμε με τον ν. 4001/2012, εφαρμόζοντας χωρίς καμία έκπτωση τις αρχές της ίσης απόστασης / μέσης γραμμής και της πλήρους επήρειας όλων των νησιών, και άλλο η τελική οριοθέτηση με διεθνή σύμβαση που περιέχει συμβιβασμούς και διευθετήσεις, όπως έκανε η Ελλάδα με την Ιταλία και την Αίγυπτο, ή με διεθνή δικαιοδοτική κρίση, όπως έκανε παλιότερα η Λιβύη με την Τυνησία ή τη Μάλτα. Το ίδιο ισχύει με άλλες ακόμη πιο κρίσιμες έννοιες του διεθνούς δικαίου, όπως αυτή της «επίθεσης» και των «αντιμέτρων» που μπορεί να ληφθούν από το κράτος που βλάπτεται. Η Ελλάδα γνωρίζει πολύ καλά πόσο αυστηρά ρυθμίζεται από το διεθνές δίκαιο το ζήτημα της χρήσης ή της απειλής χρήσης βίας. Εχει προμετωπίδα της πολιτικής της τον σεβασμό του διεθνούς δικαίου και καταγγέλλει διεθνώς, από το 1994, το τουρκικό casus belli σε περίπτωση επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων στο Αιγαίο (όπου και η Τουρκία έχει χωρικά ύδατα έξι ν.μ., όπως και στην Αν. Μεσόγειο).
Για να υπάρχει στρατηγικός ειρμός απαιτείται τώρα να εναρμονισθεί η πρόσφατη επιλογή να συναφθεί συμφωνία μερικής οριοθέτησης της ΑΟΖ με την Αίγυπτο δυτικά του 28ου μεσημβρινού, αφήνοντας δηλαδή εκτός οριοθέτησης το νησιωτικό συγκρότημα Καστελλόριζου, με την επιλογή της σθεναρής υπεράσπισης των καθορισμένων με εθνικό νόμο «απώτερων ορίων» τής μη οριοθετημένης κατά το διεθνές δίκαιο υφαλοκρηπίδας που αντιστοιχεί στην πλήρη επήρεια του νησιωτικού συγκροτήματος Καστελλόριζου. Στη συμφωνία με την Αίγυπτο δυτικά του 28ου μεσημβρινού η Ελλάδα κινήθηκε συμβιβαστικά προκειμένου η οριοθέτηση Ελλάδας – Αιγύπτου να «διασταυρωθεί» με την «οριοθέτηση» του μνημονίου Τουρκίας – Λιβύης και να δημιουργηθεί πολυμερής διεθνής διαφορά. Αποδέχθηκε για τον λόγο αυτόν εκπτώσεις από τις αρχές της ίσης απόστασης / μέσης γραμμής και της πλήρους επήρειας όλων των νησιών. Αυτή η αποδοχή διαμόρφωσε ένα προηγούμενο που θα επηρεάσει προφανώς τις εξελίξεις και ανατολικά του 28ου μεσημβρινού. Πρόκειται άλλωστε για ένα ζήτημα που σύμφωνα με την πάγια θέση μας θα κριθεί τελικά από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Στη συμφωνία με την Αίγυπτο οριοθετείται η ΑΟΖ δυτικά του 28ου μεσημβρινού, πριν αυτή ανακηρυχθεί, όπως έχει συμβεί και σε άλλες περιπτώσεις, χωρίς όμως καμία αναφορά στην υφαλοκρηπίδα που υφίσταται εξ υπαρχής και αφ’ εαυτού της χωρίς να απαιτείται ανακήρυξη, προφανώς γιατί αυτό προτιμούσε η αιγυπτιακή πλευρά. Τώρα όμως, με τις δικές μας NAVTEX, επικαλούμαστε έναντι της τουρκικής προκλητικότητας τα «απώτερα» ή μάλλον τα «απώτατα» όρια όχι της ΑΟΖ, αλλά της υφαλοκρηπίδας. Το ερώτημα είναι λοιπόν πώς μπορεί να διασφαλισθεί ο στρατηγικός ειρμός υπό συνθήκες παρατεταμένης έντασης που τροφοδοτείται με αλλεπάλληλες τουρκικές προκλήσεις. Μια ένταση που ενώ κάποιες στιγμές φαίνεται να εκτονώνεται, όπως συνέβη με την τηλεφωνική συνομιλία Μητσοτάκη – Ερντογάν στις 26.6 ή με την αρχικά μυστική συνάντηση του Βερολίνου στις 13.7 για την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών για την οριοθέτηση και των συναντήσεων για τα στρατιωτικά μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, κάποιες άλλες στιγμές αναζωπυρώνεται φτάνοντας στην αντιπαράταξη των στόλων. Αν αφήνουμε την πρωτοβουλία των κινήσεων στην τουρκική προκλητικότητα περιμένοντας να αντιδράσουμε στις διαδοχικές τουρκικές NAVTEX για εξόδους ερευνητικών σκαφών συνοδεία τουρκικών πολεμικών πλοίων, τότε βεβαίως θα επιδεικνύουμε την ισχύ του ελληνικού στόλου, θα κινητοποιούμαστε διπλωματικά, θα ζητούμε τη συμπαράσταση των εταίρων και συμμάχων μας και θα τη λαμβάνουμε φτάνοντας μέχρι τις κοινές στρατιωτικές ασκήσεις μαζί τους ή την επιβολή ευρωπαϊκών κυρώσεων. Ομως οι θαλάσσιες ζώνες μας με την Τουρκία δεν θα οριοθετούνται, δεν θα κατοχυρώνονται και δεν θα αξιοποιούνται. Η οριοθέτηση με τις άλλες γειτονικές χώρες δεν αρκεί. Παραλλήλως η Τουρκία, ενώ προκαλεί και παράγει ένταση, θα επαναλαμβάνει διαρκώς τη ρητορική πρόταση για διμερή και πολυμερή διάλογο με αντικείμενο την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών στη Μεσόγειο που διατύπωσε και επισήμως στον ΟΗΕ στις 19.11.2019. Οι δε σύμμαχοι και εταίροι μας θα ζητούν από την Τουρκία να απέχει από μονομερείς ενέργειες, θεωρώντας αυτονόητο ότι και η Ελλάδα θα απέχει από μονομερείς ενέργειες, θα ζητούν δηλαδή moratorium, άρα αποχή από ενέργειες έρευνας και εκμετάλλευσης, και θα πιέζουν για την έναρξη διαλόγου. Η ανακύκλωση αυτού του σκηνικού μπορεί να ενδιαφέρει τον κ. Ερντογάν για εσωτερικούς λόγους αλλά δεν θεωρώ ότι προσφέρει κάτι στα δικά μας εθνικά συμφέροντα. Υπάρχει βεβαίως η λογική ότι η ένταση είναι ο πρόλογος του διαλόγου. Λογική που είδαμε το 1976, το 1987, το 1996 με μη ικανοποιητικά αποτελέσματα. Ποτέ όμως δεν έγινε τα προηγούμενα χρόνια, με εξαίρεση την περίοδο 2013-2015, στοχευμένος και ουσιαστικός διάλογος Ελλάδας – Τουρκίας για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο με στόχο την επίτευξη συμφωνίας ή την από κοινού προσφυγή σε διεθνή δικαιοδοτική κρίση. Η Ελλάδα έχει δείξει τη στρατιωτική της ετοιμότητα και αποφασιστικότητα. Εχει συμβιβαστεί με την Αίγυπτο δυτικά του 28ου μεσημβρινού, μετριάζοντας τις βασικές της αρχές, που είναι καθοριστικές Νότια της Κρήτης και ανατολικά του 28ου μεσημβρινού. Δεν μπορεί να περιμένει την επόμενη τουρκική πρόκληση. Πρέπει τώρα να ανατρέψει το σκηνικό που συντηρεί η Τουρκία αναλαμβάνοντας την πολιτική πρωτοβουλία να προτείνει: Πρώτον, την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών μόνο για την οριοθέτηση, με παύση προφανώς των μονομερών ενεργειών και αποχή από αυτές. Δεύτερον, την επανάληψη των συναντήσεων για τα ΜΟΕ. Και, τρίτον, τη διαμόρφωση σχήματος υπό την εγγύηση της ΕΕ για τη συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων στα μελλοντικά κέρδη από την κυπριακή ΑΟΖ με πλήρη διαφύλαξη της διεθνούς νομικής προσωπικότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας».
*Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους