“Ενθύμιον Κιουτάχειας”, έκθεση κεραμικής τέχνης στο Μουσείο Μπενάκη

“Ενθύμιον Κιουτάχειας”, έκθεση κεραμικής τέχνης στο Μουσείο Μπενάκη

*Η έκθεση παρουσιάζει την κεραμεική της Κιουτάχειας  (αγγεία και πλακίδια με πολύχρωμα μοτίβα επηρεασμένα από τα κεραμικά Ιζνίκ -Νίκαια)  από τα τέλη του 19ου έως τις αρχές του 20ού αιώνα.  

*Η επιρροή της Μ. Ασίας στην αγγειοπλαστική της Λαπήθου

Κεραμικά Κιουτάχειας (Μικρά Ασία) ,  με ελληνικές επιγραφές,   παρουσιάζει  η έκθεση «Eνθύμιον Κιουτάχειας» στο Μουσείο Μπενάκη Ισλαμικής Τέχνης , στην Αθήνα, η οποία ανοίγει αύριο ,  17 Ιουνίου , και θα διαρκέσει  έως τις 16 Ιανουαρίου 2022.

Αντικείμενο της έκθεσης η  κεραμεική της Κιουτάχειας από τα τέλη του 19ου έως τις αρχές του 20ού αιώνα και σε αυτή θα εκτίθενται  αγγεία και πλακίδια με πολύχρωμα μοτίβα επηρεασμένα από τα κεραμικά Ιζνίκ ( Νίκαια) . Ιδιαίτερη σημασία δίδεται  στην περίοδο της Ελληνικής κατοχής της πόλης και στην παραγωγή ενεπίγραφων αγγείων με την φράση «Ενθύμιον Κιουτάχειας» για Έλληνες παραγγελιοδότες.

Το τελευταίο τμήμα της έκθεσης παρουσιάζει έργα Ελλήνων και Αρμενίων κεραμέων, τη συνέχεια της κεραμεικής της Κιουτάχειας μετά το 1922, που δημιουργήθηκαν στην Αθήνα και την Ιερουσαλήμ.

Η έκθεση, που  οργανώνεται  με  την ευκαιρία της συμπλήρωσης 100 ετών από την κατάληψη της Κιουτάχειας, τον Ιούλιο του 1921, από τον ελληνικό στρατό (η ελληνική κατοχή διήρκησε 13 μήνες) , προσεγγίζει με ιστορικά τεκμήρια μια άγνωστη και αφανή πτυχή της μικρασιατικής εκστρατείας, δίνοντας το κλίμα της εποχής.

Ο πόλεμος, ο ενθουσιασμός της νίκης, η εξατομίκευση μιας μικρής πολυτέλειας, η μελλοντική γαμήλια ευτυχία, αλλά και η επιφυλακτικότητα για την τελική έκβαση της εκστρατείας, αποτυπώνονται, άλλοτε με εμφανή και άλλοτε με αδιόρατο τρόπο, πάνω στα κεραμικά που βγαίνουν από τα καμίνια της Κιουτάχειας, λίγα μόλις χιλιόμετρα από την πρώτη γραμμή του μετώπου.

Χρηστικά αντικείμενα όπως δίσκοι, φλυτζάνια, τσαγιέρες, πιάτα, βάζα, ανθοδοχεία, μποτίλιες νερού κλπ, στα οποία οι τεχνίτες προσέδιδαν αναμνηστικό χαρακτήρα με τις λέξεις «ΕΝΘΥΜΙΟΝ ΚΙΟΥΤΑΧΕΙΑΣ» ή «ΚΙΟΥΤΑΧΕΙΑ», καθώς και τα αρχικά ή και ολόκληρο το όνομα του ιδιοκτήτη τους μετά από παραγγελία.

Η Κιουτάχεια, πόλη της βορειοδυτικής ασιατικής Τουρκίας, αποτέλεσε για πολλούς αιώνες διασταύρωση σημαντικών εμπορικών δρόμων και ήδη από τον 15ο αιώνα υπήρξε γνωστό αγγειοπλαστικό κέντρο. Κατά τον 18ο αιώνα, μετά την παρακμή της αγγειοπλαστικής του Ιζνίκ (Νίκαια), τα εργαστήρια της Κιουτάχειας ακμάζουν, παράγοντας μια μεγάλη ποικιλία αγγείων και πλακιδίων.

Το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα οι τεχνίτες επιχείρησαν μία αναβίωση του απώτερου παρελθόντος αντιγράφοντας τα σχέδια του Ιζνίκ του 16ου αιώνα. Στις αρχές του 20ου αιώνα αρχίζει μία νέα περίοδος ακμής, με αφορμή τις μαζικές παραγγελίες για την επένδυση τζαμιών, μνημείων και άλλων οικοδομημάτων, στο πλαίσιο του Πρώτου Εθνικού Αρχιτεκτονικού Κινήματος ,που ενσωμάτωνε στοιχεία της οθωμανικής και σελτζουκικής αρχιτεκτονικής. Τα σπουδαιότερα εργαστήρια αυτής της περιόδου, ήταν του Hafız Mehmed Emin Efendi, των αδελφών Hadji Minassian και του David Ohannessian, που συχνά συνεργάστηκαν μεταξύ τους για την εκτέλεση μεγάλων παραγγελιών.

Στο δυτικό άκρο της πόλης λειτουργούσαν εννέα αγγειοπλαστεία Ρωμιών, με σημαντικότερο εκπρόσωπό τους τον Μηνά Αβραμίδη. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος επηρέασε αρνητικά την οικονομία της Κιουτάχειας και τα εργαστήρια βρέθηκαν στα όρια της χρεοκοπίας λόγω της μείωσης του έμψυχου δυναμικού, της έλλειψης παραγγελιών και γενικότερα της διακοπής του εμπορίου και των κρατικών αναθέσεων.

Από τις πρώτες ημέρες της κατοχής, οι Έλληνες εντυπωσιάστηκαν από την πόλη και οι «πορσελάνες» της Κιουτάχειας έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλείς. Με την επαναλειτουργία των εργαστηρίων εμφανίστηκαν τα πρώτα κεραμικά με ελληνικές επιγραφές. Με την υποχώρηση του ελληνικού στρατού στα μέσα Αυγούστου του 1922, άρχισε η έξοδος των ελληνικής και αρμενικής καταγωγής κατοίκων της Κιουτάχειας προς Προύσα και στη συνέχεια, μέσω Μουδανιών, προς Θεσσαλονίκη και Ανατολική Θράκη. Μετά την αποχώρηση των χριστιανών η Κιουτάχεια έχασε για πάντα τον πολυπολιτισμικό και πολυεθνικό της χαρακτήρα. Ο πόλεμος διέκοψε βίαια μία συνύπαρξη αιώνων των τριών μεγαλύτερων κοινοτήτων της πόλης.

Οι περισσότεροι από τους Κιουταχειώτες πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, στον Πειραιά, στη Θεσσαλονίκη και σε άλλες πόλεις της Μακεδονίας και της Θράκης. Από το 1923 ιδρύθηκαν εργαστήρια και εργοστάσια αγγειοπλαστικής όπου εργάστηκαν Έλληνες και Αρμένιοι τεχνίτες πρόσφυγες από την Κιουτάχεια, συνεχίζοντας την κεραμική παράδοση της πατρίδας τους. Ανάμεσα στους καλλιτεχνικούς ρυθμούς του εργοστασίου της «Κεραμεικός ΑΑΕ» υπήρχε και μια κατηγορία θεμάτων εμπνευσμένων από τα μοτίβα της Κιουτάχειας, που χαρακτηρίζονταν ως ρυθμός Μικράς Ασίας.

Την έκθεση«ΕΝΘΥΜΙΟΝ ΚΙΟΥΤΑΧΕΙΑΣ» συνοδεύει πλούσια εικονογραφημένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη  δίγλωσση έκδοση   (Ελληνικά/Αγγλικά). Μέσα από το πρωτότυπο και εξαιρετικά γοητευτικό υλικό, παρουσιάζονται από τον επιμελητή της έκθεσης Ντίνο Κόγια, ποικίλες και άγνωστες πτυχές της κεραμικής της Κιουτάχειας (τέλος 19ου-αρχές 20ού αιώνα). H κεραμική εντάσσεται στο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο αυτής της περιόδου, με ιδιαίτερη έμφαση στην περίοδο της κατοχής της πόλης από τον ελληνικό στρατό (Ιούλιος 1921 – Αύγουστος 1922). Η έρευνα επεκτείνεται και στην διασπορά των προσφύγων στην Ελλάδα μετά το 1922, με εκτενή παρουσίαση της αγγειοπλαστικής εταιρείας «ΚΙΟΥΤΑΧΕΙΑ ΑΑΕ» σε συνδυασμό με την προσαρμογή του οθωμανικού διακοσμητικού ρεπερτορίου στις νέες κοινωνικοοικονομικές και πολιτισμικές συνθήκες. Επίσης, γίνεται αναφορά στους Αρμένιους τεχνίτες, που εγκαταστάθηκαν στην Ιερουσαλήμ, αλλά και στην ανασύσταση της κεραμικής τέχνης στην Κιουτάχεια στα πρώτα χρόνια της Τουρκικής Δημοκρατίας.

ΦΩΤΟ: ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ

Ο επιμελητής της έκθεσης Ντίνος Θ. Κόγιας* στον πρόλογο της δίγλωσσης έκδοσης γράφει:

“Σκοπός αυτού του βιβλίου είναι να συμβάλλει στην καταγραφή και κατανόηση τη κεραμικής της Κιουτάχειας από το τέλος του19ου μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, παρουσιάζοντας μερικές άγνωστες πτυχές της ιδιαίτερα κατά την περίοδο της κατοχής της πόλης από τον ελληνικό στρατό το διάστημα Ιούλιος 1921 με Αύγουστο 1922. Κατά τους δεκαπέντε μήνες της ελληνικής κατοχής της Κιουτάχειας η παραγωγή κεραμικών, που είχε διακοπεί, λόγω του πολέμου, συνεχίστηκε και ένας μεγάλος αριθμός τους κατέληξε στην Ελλάδα, κυρίως μέσω των Ελλήνων στρατιωτών. Πολλά από τα κεραμικά αυτά φέρουν ελληνικές αναμνηστικές επιγραφές ως ενθύμια Κιουτάχειας με τα αρχικά ή ακόμη και ολόκληρα ονόματα των κατόχων τους, αποτελώντας σημαντικές ιστορικές μαρτυρίες με συγκεκριμένες κοινωνικές και πολιτισμικές αναφορές. Για τους επιζήσαντες πολεμιστές της Μικράς Ασίας αυτά τα αντικείμενα υπήρξαν οι τελευταίοι απόστολοι ενός συγκεκριμένου κόσμου συναισθημάτων, ένα δικό τους υλικό αποτύπωμα μνήμης.

Περνώντας στην κατοχή των επόμενων γενιών τα κεραμικά «ενθύμια Κιουτάχειας» επανανοηματοδοτήθηκαν, εκτός του αρχικού τους συγκείμενου, ως οικογενειακά κειμήλια είτε ως συλλεκτικά ή μουσειακά αντικείμενα, ανοικτά πλέον σε εναλλακτικές αναγνώσεις και ερμηνείες. Στην παρούσα έκδοση επιδιώχθηκε να ενταχθεί η κεραμική της Κιουτάχειας στο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο αυτής της περιόδου, ώστε ο αναγνώστης να έχει μια πληρέστερη εικόνα πέρα από την περιορισμένη οπτική μιας αισθητικής και τεχνικής προσέγγισης.

Η πολύχρονη έρευνα σε έντυπο και αρχειακό υλικό, καθώς και η μελέτη και καταγραφή ενός μεγάλου αριθμού αντικειμένων σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές, πολλά από τα οποία δημοσιεύονται για πρώτη φορά, φωτίζουν αρκετές πλευρές αυτής της ταραγμένης περιόδου. Η έρευνα επεκτάθηκε και στην διασπορά των προσφύγων τεχνιτών της Κιουτάχειας μετά το 1922, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, όπου γίνεται μια εκτενής παρου-σίαση της αγγειοπλαστικής εταιρείας «ΚΙΟΥΤΑΧΕΙΑ ΑΑΕ» σε συνδυασμό με την προσαρμογή του οθωμανικού διακοσμητικού ρεπερτορίου στις νέες κοινωνικοοικονομικές και πολιτισμικές συνθήκες.

Η έκδοση ολοκληρώνεται με μια συνοπτική αναφορά στους Κιουταχειώτες Αρμένιους τεχνίτες που εγκαταστάθηκαν στην Ιερουσαλήμ, αλλά και στην ανασύσταση της κεραμικής τέχνης στην Κιουτάχεια στα πρώτα χρόνια της Τουρκικής Δημοκρατίας.

Οφείλω θερμές ευχαριστίες στους συλλέκτες Ανδρέα Κρόκο, Παναγιώτη Σταυρίτη, Πέτρο Βέργο, Κωνσταντίνο Πασβάντη, Γιάννο Ιωαννίδη, Νίκο Λιάρο, Ντίνο Νοταρά και Μι-χάλη Σακαλή, όπως επίσης και στην Αΐντα Βαρτανιάν, για την πρόσβαση που μου έδωσαν στη μελέτη και φωτογράφιση των αντικειμένων των συλλογών τους και τις πληροφορίες που μοιράστηκαν μαζί μου. Στον Γκαρέν Τζελαλιάν για την μετάφραση των αρμενικών επιγραφών και στον Δημήτρη Λούπη για την επεξήγηση των κειμένων της καρτποστάλ της σ. 81 και της τουρά στη φωτ. 85. Στους Αγκόπ Τζελαλιάν, Πέτρο Αναγνώστου, Λεωνίδα Πανουσάκη, Χρήστο Νοταρίδη, Λίλα Παπούλα, Sato Moughalian

και Ακύλα Μήλλα για τη συνδρομή τους στην πρόοδο της έρευνας. Στο Ιστορικό Αρχείο της Ε.Τ.Ε, το Φωτογραφικό Αρχείο του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης (ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ), τη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού (ΔΙΣ) και την Εστία Νέας Σμύρνης, για την απρόσκοπτη πρόσβαση στο αρχειακό και φωτογραφικό υλικό τους. Στο Μουσείο Μπενάκη και ειδικά στην Ειρήνη Γερουλάνου (πρόεδρο της Διοικητικής Επιτροπής), τον Γιώργο Μαγγίνη (επιστημονικό διευθυντή) και τον Δημήτρη Αρβανιτάκη (υπεύθυνο του Τμήματος Εκδόσεων) για την υποστήριξη της παρούσας εργασίας και την ένταξή της στις εκδόσεις του Μουσείου, στη Μίνα Μωραΐτου(επιμελήτρια της Ισλαμικής Συλλογής) για την συνεχή συμπαράσταση και βοήθειά της, όπως και στους Αλίκη Τσίργιαλου (υπεύθυνη του Φωτογραφικού Αρχείου), Σοφία Τοσίου (Τμήμα Συντήρησης), Γκρέτα Βασιλείου και Δημήτρη Σαββάτη για την συμβολή τους στην ολοκλήρωση αυτής της προσπάθειας. Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω στο Νίκο Διονυσόπουλο για την εξαιρετική φωτογράφιση των αντικειμένων, τον σχεδιασμό και την επιμέλεια της παρούσας έκδοσης. Επίσης στην Άννα Σταματοπούλου για την επιμέλεια των ελληνικών κειμένων και στον John Davis για την αγγλική μετάφραση. Η έκδοση αυτή δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την ευγενική χορηγία της BanqueHeritage με έδρα τη Γενεύη της Ελβετίας. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό μία ιδιωτική τράπεζα να εντάσσει στις δράσεις της την υποστήριξη αντίστοιχων ερευνητικών προσπαθειών. Ευχαριστώ ολόθερμα τον Marcos Esteve, διευθύνοντα σύμβουλο, τον Nik von Guérard, υπεύθυνο Μάρκετινγκ, και ιδιαίτερα τον Χάρη Μπουρνούς διευθυντή διαχείρισης περιουσίας για την πολύτιμη συμβολή τους στην διεκπεραίωση όλων των σταδίων της χορηγίας. Τέλος, πολλά οφείλω στους Βαγγέλη Βλάχο και Νίκο Λιάρο, φίλους και συνοδοιπόρους μου στις ερευνητικές διαδρομές του Δικτύου Νεότερης Κεραμικής, για τα ουσιαστικά και πολύτιμα σχόλιά τους κατά τη διάρκεια της έρευνας, καθώς και τις χρήσιμες διορθώσεις και παρατηρήσεις τους στα κείμενα. Το βιβλίο αυτό αφιερώνεται στη σύζυγό μου Θέλξη για την συνεχή ενθάρρυνση, την αγάπη και την υπομονή της”.

*Ο Ντίνος Θ. Κόγιας γεννήθηκε το 1964 στο Καρλόβασι της Σάμου. Ζει και εργάζεται ως δικηγόρος στην Αθήνα. Ασχολείται με τη συλλογή, έρευνα και μελέτη της νεότερης ελληνικής, οθωμανικής και βαλκανικής κεραμικής, καθώς και της κεραμικής, που συναντιέται στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο. Είναι ιδρυτικό μέλος του Δικτύου Νεότερης Κεραμικής με συμμετοχή και ανακοινώσεις σε διεθνή συνέδρια. Έχει γράψει δύο βιβλία για την ιδιαίτερή του πατρίδα με τίτλους: «Σάμος 1862-1920 φωτογραφίες και καρτ-ποστάλ» και «Τροχιόδρομος Καρλοβασίων Σάμου (1905-1939)», ενώ προετοιμάζει την έκδοση της μελέτης του πάνω στα κεραμικά της Σάμου κατά τον 19ο και 20ό αιώνα.

 

Από την Μ. Ασία στην Λάπηθο

Η έκθεση , που ανοίγει αύριο, είναι αφορμή για μια αναφορά στις επιρροές , που δέχτηκε η  αγγειοπλαστική της Λαπήθου γενικότερα από την Μικρά Ασία.

Οι μεγάλες αλλαγές που υπέστη  η αγγειοπλαστική της Λαπήθου ξεκινούν περί τα τέλη  του 19ου αιώνα και χωρίζονται σε τρεις περιόδους. Σύμφωνα με  σχετική μελέτη του Γιώργου Γεωργιάδη η πρώτη περίοδος αρχίζει τις πρώτες δεκαετίες,  μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης της Κύπρου από τους Άγγλους το 1878,  η δεύτερη αρχίζει μετά την δεύτερη δεκαετία του εικοστού αιώνα με την κάθοδο των  Ελλήνων και Αρμενίων αγγειοπλαστών από την Μικρά Ασία και η τρίτη περίοδος, η  οποία αρχίζει περί τα μέσα της δεκαετίας του 1930 και σηματοδοτεί ουσιαστικά την  έναρξη της μαζικοποίησης της παραγωγής.

Η Λαπηθιώτικη αγγειοπλαστική περί τα τέλη του19ου αιώνα λόγω προφανώς έλλειψης μέσων και ανεπαρκούς ζήτησης, ευρισκόταν σε παρακμή και περιοριζόταν στην κάλυψη στοιχειωδών αναγκών των κατοίκων.  

Στην δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα σημειώνεται μια μεγάλη στροφή στην αγγειοπλαστική της Λαπήθου. Γύρω στο 1912-1913 καταφθάνουν στην Κύπρο από την Μικρά Ασία τρεις πολύ καλοί τεχνίτες της αγγειοπλαστικής, οι οποίοι δίνουν νέα πνοή στην Λαπηθιώτικη κεραμική. Άριστοι γνώστες της διακόσμησης και του υαλώματος, αλλά και επιδέξιοι τεχνίτες του τροχού εμπλούτισαν την ήδη υπάρχουσα παράδοση με  νέες φόρμες, νέα σχέδια και νέες τεχνικές διακόσμησης.   Όπως σημειώνει ο Γ. Γεωργιάδης οι τεχνίτες αυτοί ήταν οι  Έλληνες Αλέκος Πιπερίδης από το Ικόνιο ,ο Γιάννης Ηλιάδης(Ανατολίτης)από το  Κουγιού-Ματέμ και ο Αρμένιος Γιακούπ Ουζουριάν από τα Άδανα.

Ερχόμενοι στην Κύπρο εγκαταστάθηκαν στην Λάπηθο στο εργαστήρι του Κώστα Χριστοδουλάκη ενός  δραστήριου και ευρηματικού επιχειρηματία, ο οποίος με την εξυπνάδα και την προοδευτικότητα του, αν και ο ίδιος δεν ήταν αγγειοπλάστης κατάφερε να δημιουργήσει μια αξιοζήλευτη επιχείρηση παραγωγής ειδών αγγειοπλαστικής υψηλής αισθητικής. Σε  αυτό βοήθησε πάρα πολύ και η έναρξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, διότι  σταμάτησαν όλες οι εισαγωγές και η ντόπια παραγωγή έπρεπε να καλύψει τις ανάγκες της αγοράς. Κατασκεύαζαν κάθε είδους κεραμικά αντικείμενα όπως κούπες βάζα, ποτήρια ,πιάτα, δοχεία νερού και κρασιού φλυντζάνια και ότι άλλο χρειαζόταν για  κάλυψη των καθημερινών αναγκών των κατοίκων του νησιού. Λόγω της μεγάλης ζήτησης που υπήρχε εκείνη την περίοδο πολλοί νέοι εργοδοτήθηκαν στο εργαστήρι του  Χριστοδουλάκη προκειμένου να καλυφθούν όλες αυτές οι ανάγκες ,με αποτέλεσμα να  λειτουργήσει σαν φυτώριο νέων αγγειοπλαστών, οι οποίοι μυήθηκαν στα μυστικά και τις τεχνικές των Μικρασιατών μαστόρων και στη συνέχεια έκαμαν τα δικά τους εργαστήρια όχι μόνο στη Λάπηθο, αλλά σε όλη την επαρχία της Κερύνειας.

Δείγματα αυτής της τέχνης υπάρχουν στο ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΕΡΑΜΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ , στην Λευκωσία , που δημιούργησε ο Σάββας Τουφεξής.

                                              Ταμπουλέκια (τουμπερλέκια)  από το εργαστήριο Χριστοδουλάκη, αρχές 20ου αιώνα. Λάπηθος- Κύπρος

Ο Κώστας Ηλιάδης  αγγειοπλάστης και άριστος αγγειογραάος ( ίσως ο πιο σημαντικός).  Πολλά από  τα διακοσμητικά Θέματα του (μοτίβα) υιοθέτηθηκαν “κλάπηκαν” απο άλλους λαπηθιώτες και εγιναν ταυτόσημα της αγγιοπλαστικης της Λαπηθου . Στην φωτογραφία του 1950 μαζί με το πατερα του Γιάννη Ηλιάδη (Ανατολίτη), πρωτεργάτη της κεραμικής της Λαπήθου. ( ΦΩΤΟ : Αρχείο Σάββα Τουφεξή)

 

 

Share this post