Πρωτομηνιά με Αγιασμό και… Απελάσεις*
Το κινητό κουδουνίζει, η Βαπτιστικιά μου Άννα άφησε μήνυμα, TEXT που λέμε εδώ. Πρωτομηνιά και εύχεται ΚΑΛΟ ΜΗΝΑ. Λιακάδα αλλά μερικά σύννεφα τρέχουν στον ουρανό. Κυνηγά το ένα το άλλο. Γιατί τρέχουν; Κοντεύει έντεκα. Τι καιρό κάνει ο Θεός στα Θεραπειά σήμερα; Θα πάει ο Παπάς να Αγιάσει;
Έτσι σαν τότε που με το μπακράτσι στο χέρι ο καντηλανάφτης που τον ονόμαζαν και ζανκότση (λέξη δανεισμένη από τα Αρμένικα, όπως έμαθα, το λεει και το Ιντερνέτ) περπατούσε με τον Πατέρα Αχιλλέα, μαζί του, δίπλα του, πίσω του, ποτέ μπροστά, βήμα-βήμα. Μάλλον θα αντάμωναν στην Εκκλησία που θα έκανε τον Αγιασμό. Κάθε φορά άρχιζε από αλλού, ας πούμε από τον Ντερέ μέχρι επάνω, μιά δεξιά, μιά αριστερά, βέβαια πρώτα θα πήγαινε σ’ αυτούς που έμεναν κοντά στην Εκκλησία, πρωί-πρωί. Από εκεί στο τσαρσί και στον πίσω δρόμο, άντε και στην ανηφόρα προς το Σχολείο, στην συνέχεια στην Αλέα, στον Φραγκομαχαλά, Τσερκέζικα, από σπίτι σε σπίτι, παντού. Να μην μείνει κανείς παραπονεμένος, ακόμα και στο Γερμανικό πήγαινε, δεν είμαι σίγουρη αν πήγαινε και στο Καλεντέρι, ίσως αυτό να ανήκε στην δικαιοδοσία του Νειχωριού (η θεία Μαργίτσα κατοικούσε εκεί, αλλά εκκλησιαζόταν σε μας), χτυπώντας κουδούνια, ρόπτρα και καμπανάκια και αν δεν είχε τίποτα από αυτά, τακ-τακ-τακ, έκαναν δουλειά τα δάκτυλα και καμιά γροθιά στη χάση και στη φέξη, το τακ γινόταν “τουκ”, τι να γίνει, υπήρχαν και άνθρωποι που ήταν περήφανοι στην ακοή… “Ου γαρ έρχεται μόνο” που λένε.
Τακ και τακ, τουκ και τουκ και ντριν-ντριν, στα δικά μας τα σπίτια ερχόταν, οι νοικοκυρές περίμεναν. “Θα ρθει ο παπάς να Αγιάσει αύριο” έλεγε η μιά στην άλλη, την ώρα του εντεκάρη, του καφέ δηλαδή, στο σοχμπέτι , στον μπακάλη και στον μανάβη και στον Μήτσο τον κασάπη που εκεί είχε το στέκι του και ο κυρ Αποστόλης ο τζιερτζής [1], στο τσαρσί. Τα ίδια και στου κυρ Σπύρου, τον μπαμπά του Αντώνη, τον άλλο κασάπη σ’ άλλη γειτονιά, που μετά τα σπασίματα (τα Σεπτεμβριανά γεγονότα του 55, ονομαστά πλέον) μεταφέρθηκε εκείνος και το κασάπικο του. Ερχόταν το αύριο, φρόντιζαν οι μαμάδες να γυρίσουν όσο γινόταν νωρίτερα, αν πήγαιναν τα παιδιά τους στο σχολείο, “ναρθεί ο παπάς και να λείπει η οικοδέσποινα από το σπίτι; Που ακούστηκε αυτό; Να το διώ και να μην το πιστέψω! Κύριε Ελέησον!” Τέτοιες κουβέντες…
Το σπίτι να είναι καθαρό και περιποιημένο από νωρίς το πρωί, “μαμά, θα έρθει ο Παπάς” έλεγε η μαμά μου στην γιαγιά και μας έπιανε ανησυχία αν περνούσε 12 μεσημέρι και ο Πάτερ δεν είχε κάνει την εμφάνισή του ακόμα. “Δεν ήρθε ακόμα” έλεγε η μια θεία στην άλλη και στην νουνά, ακόμα και τηλεφωνιόντουσαν με τις εξαδέλφες και φιληνάδες. “Ήρθε σε σας; Τι, τώρα μόλις; Εε, μακριά είναι ακόμα”,” άντε ας πιούμε ένα καφεδάκι ώσπου νάρθει” και τέτοια. Βέβαια υπήρχαν και μερικές γυναίκες που ξενοδούλευαν. Άλλες από ανάγκη, άλλες από μόδα/χειραφέτηση, ράφτρες που πήγαιναν μεροκάματο, άλλες που ήξεραν δυό-τρία γράμματα εργαζόταν στις μπάνκες, τι να πάνε χαμένες οι σπουδές; Στην κάσα, αν έκοβε το μυαλό τους και αν ήταν οικογενειακή επιχείρηση, αν ήξεραν και κάποια ξένη γλώσσα, ακόμη καλύτερα. Ήταν και οι Vandeuses, oι πωλήτριες, στα παρφουμερί, συνήθως νεαρές καλοβαλμένες κοπέλες, αλλά μέχρι εκεί, όλα και όλα.
Μέσα στο μπακιρένιο σκεύος, που λέγαμε παραπάνω, πάντα καλογυαλισμένο, είχε μερικά κλαδάκια Βασιλικού και αν δεν ήταν η εποχή του, δεντρολίβανου, δεμένα με σπαγκάκι για να Αγιάζει τις εστίες μας, μικρές/μεγάλες, μεγάλα σπίτια, αρχοντόσπιτα με ταράτσες και μπαξέδες, μικρόσπιτα, χαμηλόσπιτα, διαμερίσματα και παρταμεντάκια, της μιας κάμαρης και κρεβατοκάμαρης, με κουζίνα μικρή ή μεγάλη, κάποτε δίχως κουζίνα (υπήρχαν και οι φουφούδες), χειμώνα – καλοκαίρι, με ζέστη, λιοπύρια και κρύο, βροχές και καταιγίδες, χιόνια και λάσπες, ο πάντα καλός μας, ο πάντα καλόκαρδος και καλλίφωνος παπάς μας, συντροφιά με τον ζανκότση του, ακούραστα δεν ξεχνούσε την αποστολή του. Με το “Καλό Μήνα” λοιπόν έμπαινε ο Πάτερ Αχιλλέας στα νοικοκυριά μας.
Δεν θυμούμαι να έπαιρνε ποτέ του άδεια, να κάνει διακοπές που λένε. Και παιδιά είχε και παπαδιά είχε, αλλά το καθήκον ήταν έργο, το έργο ήταν καθήκον και τα δυό μαζί ήταν λειτούργημα, εκτός τα της Θείας Λειτουργίας, τις Παρακλήσεις, τους Εσπερινούς, τις κατ’ οίκον επισκέψεις κτλ. Μαζί με την φιλογένεια και το φιλότιμο, είχε και καλή φωνή. Νομίζω πως ήταν ψάλτης κάπου, κάποτε. Συγκινειόταν εύκολα, δεν ξεχνιέται η Μεγάλη Πέμπτη με το “Σήμερον Κρεμάται.., ” του, ακόμα και στον Πολυχρονισμό του Δεσπότη μας, τον έπιαναν τα συγκινητικά του…. Και τα δικά μας. Ας αφήσω τις κηδείες καλύτερα…
Με το ένα και το άλλο, το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον, ήρθαν και έφυγαν τα Σεπτεμβριανά τα οποία πάγωσαν τις καρδιές μας, ο κόσμος φοβήθηκε και μερικοί έστρεφαν προς φυγήν. “Ό,τι ο κόσμος κι ο Κοσμάς” και “όλο γνωμικά είσαι” θα μ έλεγε η μαμά μου, όπως έλεγε η θεία μου στην γιαγιά μου.
Ήρθαν οι απελάσεις, κόσμος διωγμένος έφυγε με την βαλίτσα μερικών κιλών και τα κάποια δολάρια, αν τα είχε. Και στα ξαφνικά να βρεθούν οι απαραίτητες λίρες για τα ναύλα, δεν ξέρω, αλήθεια γιατί ποτέ δεν ρώτησα; Τι γινόταν αν δεν τις είχε ο Χριστιανός; Τις λίρες για τα ναύλα; Κόσμος αναγκαστικά ακολούθησε, σύζυγοι/παιδιά, μικρά, μεγάλα και βρέφη. Λαός φοβισμένος, με το “τι θα γίνει άραγες” .Τρομαγμένος ο κοσμάκης, “έχουμε και παιδιά, έχουμε και κόρες, το στρατιωτικό, και όπου φύγει-φύγει. “Όσα-όσα να το δώσουμε”, το σπίτι εννοούσαν. Κληρονομιά από τον παππού και τον προπαππού, “από δεκάξι χρονού παιδί δούλευα για να τ’ αποκτήσω” έλεγε κάποιος, “πετραδάκι-πετραδάκι, το έχτισα” ο άλλος. Ρεύμα και μόδα της εποχής ,” θα σε πάρω να φύγουμε, σ άλληγη σ’ άλλα μέρη”, σαν το παλιό τραγούδι προηγούμενης δεκαετίας και ένας έπαιρνε τον άλλο τραβώντας για το άγνωστο.
“Μας έβαλαν και ουρές” έλεγε η γιαγιά μιάς φιληνάδας μου, από το uyruklu- υπηκοότητα στα Τουρκικά, που λανθασμένα η γιαγιά παρομοίαζε την λέξη με την λέξη -kuyruklu- με ουρά. Και να ήταν μόνο αυτά; Έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί την μάνα, “τι έκανες παιδί μου και σε διώχνουν” και “που θα πας γιόκα μου” ρωτούσε η γιαγιά μου τον θείο μου που μόνο από FAΑLIYETια[2] δεν ήξερε όσο για ZARARLI[3], χαμπάρι δεν έπαιρνε αλλά ήταν και αυτός στις πρώτες λίστες. “Στον Δημητρό” απαντούσε ο γιόκας της. Ο Δημητρός, εγκατεστημένος στην Αθήνα από την εποχή του Σαράντα, που έπαθε και κρυοπαγήματα στον πόλεμο τότε, ήταν ο ανεψιός της, ο γιός του αδελφού της του Νικολάκη. “Το ξέρει; Έχει μέρος να σε βάλει;” Αγωνιούσε η μάνα. Θα του τηλεφωνούσε η μαμά μου να πάει να τον πάρει, δεν θα τον άφηνε στον δρόμο, η γυναίκα του η θεία Χρυσούλα, είχε χρυσή καρδιά, θα τον βόλευε σε κανένα ντιβανάκι, θα ξεβόλευε τα παιδιά της, μέχρι να βρει δουλειά ο θείος Στυλιανός, να έρθει η οικογένειά του με τα μικρά αγόρια, τεσσάρων και εννιά χρόνων, κάτι θα έκανε.
Δεν είχαν όμως όλοι Δημητρό, ντιβανάκια και συζύγους με χρυσή καρδιά και πόσο να έφταναν τα είκοσι δολάρια για ένα ψευτοδωμάτιο σε κανένα ξενοδοχειάκι στην Ομόνοια;
Εκείνης, δηλαδή της γιαγιάς μου, ο βεσικάς[4] είχε ακόμα τράτος. “Μα δεν μπορεί, κάτι θα έκανες” επέμενε και συνέχιζε “τι σας έπιασε όλους μαζί να κάνετε αταξίες; “διαβάζοντας στο ΕΜΠΡΟΣ τον κατάλογο με τα ονόματα των συγγενών και γνωστών που έπρεπε να εγκαταλείψουν το βιός τους. Δεν μπορούσε να καταλάβει την αιτία του ομαδικού ξεριζωμού στα καλά καθούμενα. Όποιος δεν τα έζησε…
Αεροπλάνα και βαπόρια, τραίνα και πούλμαν – τα τελευταία έκαναν χρυσές δουλειές- και ο θείος ο Μόρφης, απελαθείς και αυτός από τους πρώτους, βρήκε ένα στέκι κάπου κοντά στην Πλατεία Βάθης έβλεπε, και ας πούμε καλωσόριζε, τον λαουτζίκο να καταφθάνει… με τα είκοσι δολάρια στην τσέπη και τα είκοσι κιλά στην βαλίτσα.
Δύσκολες ώρες, δύσκολες στιγμές και απόγνωση, “να φύγουμε, να μη φύγουμε;” Πίσω από τους απελαθέντες, οι εξαναγκασθέντες. Ο Πατριάρχης αγωνιούσε, “Μην φεύγετε” παρακαλούσε, νουθετούσε, κήρυττε, μάλωνε, συμβούλευε. Τίποτα, “Φωνή βοώντος εν τη ερήμω” και γινόταν έρημος η Πόλη μας και η φυγή προς την ξένη γη και τον ξένο ουρανό έπαιρνε διαστάσεις. Για τους πιό πολλούς.
Έφευγαν οι μεν, αναχωρούσαν οι δε, άλλοι ρίχνοντας μαύρη πέτρα, άλλοι κουβαλώντας ελπίδες για γυρισμό, αφήνοντας όμως όλοι τον διακαμό τους πίσω να τριγυρνά στους δρόμους και στα σοκάκια, στην αύρα του πρωινού, στο σούρουπο, στις βάρκες του λιμανιού, στα πλεμάτια στην ακρογιαλιά και στα κύματα…
Κάποτε η οικογένεια του Παπα-Αχιλλέα δεν άντεξε, πήρε και αυτή την άγουσα. Μιά μέρα ακολούθησε και αυτός, Τι να έκανε;
Καλό μήνα
Μιά πρωτομηνιά,
Πούλια – Beales Buckingham, Αγγλία
* * *
[1] συκωτατζής / πωλητής συκωταριάς
[2] δραστηριότητες
[3] επιβλαβείς
[4] άδεια παραμονής
Πηγή: Εφημερίδα “ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ” Κωνσταντινούπολης