Προς μια στρατηγική εθνικής ασφάλειας για την Ελλάδα
Περί Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας ή Εθνικού Συμβουλίου Ασφάλειας
Του Γιώργου Χατζηθεοφάνους*
Κοινή διαπίστωση όλων είναι η δυσλειτουργία και η αναποτελεσματικότητα του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου διαχείρισης των εθνικών ζητημάτων. Συγκεκριμένα, επισημαίνεται από όλους η αναποτελεσματικότητα του ΚΥΣΕΑ και η έλλειψη μακροχρόνιου σχεδιασμού, δηλαδή εθνικής στρατηγικής και συνέχειας, καθώς επίσης και η απουσία σχετικών επίσημων – θεσμικών κειμένων.
Για τηn θεραπεία αυτών των παθογενειών του συστήματος πολλοί προτείνουν την σύσταση Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας ή Εθνικού Συμβουλίου Ασφάλειας, χωρίς όμως όλοι να εννοούν το ίδιο πράγμα. Οι περισσότεροι, συμπεριλαμβανομένων και πολιτικών, δεν προσδιορίζουν με σαφήνεια τι ακριβώς εννοούν και, πιο συγκεκριμένα, δεν προσδιορίζουν όργανα και ρόλους καθώς επίσης και διεργασίες – διαδικασίες λήψης αποφάσεων, που είναι το ζητούμενο. Γενικά, επικρατεί μια σύγχυση γύρω από το ζήτημα αυτό, η σοβαρή προσέγγιση του οποίου αφορά στον τομέα της οργάνωσης, και απαιτεί γνώσεις από διάφορα, πέραν του ενός, επιστημονικά πεδία. Η ομάδα (project team) που θα ασχοληθεί με το ζήτημα της παρουσίασης ενός αποτελεσματικού μοντέλου διαμόρφωσης και εφαρμογής εθνικής στρατηγικής, θα πρέπει να περιλαμβάνει πολιτικούς, διπλωμάτες, διεθνολόγους, συνταγματολόγους και βέβαια ειδικούς από τον χώρο του management, καθόσον η εθνική στρατηγική δεν είναι τίποτα άλλο από αυτό που στο management ονομάζουμε «Στρατηγικό Σχεδιασμό», προσαρμοσμένο σε συγκεκριμένες απαιτήσεις, μέσα από τον οποίο προσδιορίζονται τα εθνικά συμφέροντα και στην συνέχεια εκπονείται ένας οδικός χάρτης για την προώθηση – υποστήριξή τους στο διεθνές περιβάλλον.
Μια εκ των προτάσεων που κυκλοφορούν είναι η σύσταση Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, με πρόεδρο τον πρωθυπουργό της χώρας και μέλη, πέραν των άλλων, των αρχηγών των κοινοβουλευτικών κομμάτων. Μέρος εκείνων που υποστηρίζουν την πρόταση αυτή, θεωρούν πως το όργανο τούτο θα πρέπει να έχει συμβουλευτικό – επικουρικό χαρακτήρα προς την κυβέρνηση, και κάποιοι άλλοι το προτείνουν ως όργανο λήψης αποφάσεων. Η πρόταση αυτή είναι απολιτίκ και μη εφαρμόσιμη και στις δύο εκδοχές της. Ο θεσμικός ρόλος των αρχηγών των κοινοβουλευτικών κομμάτων, στο πλαίσιο της δημοκρατίας, δεν είναι να λειτουργούν ως σύμβουλοι του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης αλλά να ασκούν αντιπολίτευση εκφράζοντας τους πολίτες εκείνους που έχουν διαφορετική αντίληψη – θέσεις από την εκάστοτε κυβέρνηση, ακόμη και στα εθνικά ζητήματα. Η δεύτερη εκδοχή, σύμφωνα με την οποία το όργανο αυτό θα λαμβάνει αποφάσεις, είναι επίσης απολιτίκ διότι θα υπάρχουν συχνά φαινόμενα λήψης αποφάσεων διαφορετικών από την θέση της εκάστοτε κυβέρνησης, κι αυτή η πρακτική κινείται έξω από τα όρια της δημοκρατίας καθόσον η εκλεγμένη από το λαό κυβέρνηση έχει την ευθύνη της εφαρμογής των προεκλογικών θέσεών της, με τις οποίες κέρδισε την ψήφο του λαού. Πέρα από κάθε αμφιβολία, η κυβέρνηση έχει την ευθύνη της διαμόρφωσης και εφαρμογής πολιτικής στο εσωτερικό αλλά και στο διεθνές περιβάλλον.
Είναι γεγονός πως η απουσία μακροχρόνιου σχεδιασμού και συνέχειας έχει ταλαιπωρήσει και ταλαιπωρεί όλους όσους εμπλέκονται και διαχειρίζονται τα ζητήματα αυτά, με αποτέλεσμα να ζητούν επίμονα εθνική συναίνεση – συνεννόηση. Όμως, το επιθυμητό δεν είναι πάντα πολιτικά εφικτό, προς τούτο η οποιαδήποτε πρόταση υποβληθεί στην κατεύθυνση αυτή θα πρέπει τελικά να λάβει πολιτικό χαρακτήρα. Όλες οι μεταρρυθμίσεις μπορεί να έχουν μια τεχνοκρατική αφετηρία, όμως η τελική τους μορφή θα πρέπει να έχει πολιτικό περιεχόμενο. Η εθνική συναίνεση – συνεννόηση, θα πρέπει να επιδιώκεται από την εκάστοτε κυβέρνηση αλλά και από όλο το πολιτικό σύστημα, δεν μπορεί όμως να είναι προαπαιτούμενο σε θεσμικό επίπεδο για την διαμόρφωση εθνικής στρατηγικής. Ένα άλλο στοιχείο που πρέπει να λάβουμε υπόψη είναι πως ο επιζητούμενος μακροχρόνιος σχεδιασμός δεν μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο από τους πολιτικούς των οποίων οι προτεραιότητες είναι εξ ορισμού βραχυπρόθεσμες.
Το μοντέλο που παρουσιάζω στο βιβλίο «Εθνική Στρατηγική – Πρόταση για ένα νέο θεσμικό πλαίσιο» (Εκδόσεις Ι.ΣΙΔΕΡΗ), αφορά στην αναβάθμιση του ΚΥΣΕΑ με την σύσταση πρωτίστως ενός μεγάλου επιτελείου (ως όργανο του ΚΥΣΕΑ) με αξιόλογους διπλωμάτες πρέσβεις ε.τ., κορυφαίους νομικούς διεθνούς δικαίου, απόστρατους αξιωματικούς των ενόπλων δυνάμεων με σχετικά qualifications, περιβαλλοντολόγους, διεθνολόγους, οικονομολόγους, ειδικούς στα ενεργειακά κ.ά., που θα μελετούν σε μόνιμη βάση το διεθνές περιβάλλον, θα προσδιορίζουν ευκαιρίες και απειλές και θα υποβάλλουν στο ΚΥΣΕΑ την εισήγησή τους για τον προσδιορισμό των εθνικών συμφερόντων και την διαμόρφωση ενός οδικού χάρτη σε στρατηγικό επίπεδο για την προώθηση και την υποστήριξή τους στο διεθνές περιβάλλον.
Υπό κανονικές συνθήκες, το επιτελείο αυτό θα ήταν της επιλογής της εκάστοτε κυβέρνησης (πρωθυπουργού), όμως οι ιδιαιτερότητες – παθογένειες του ελληνικού πολιτικού συστήματος των πελατειακών σχέσεων στο πλαίσιο δημιουργίας κομματικών στρατών είναι βέβαιο πως θα καθιστούσαν αναποτελεσματικό αυτό το όργανο και θα οδηγούσαν σύντομα στην απαξίωσή του. Ετούτος είναι ο βασικός λόγος που καθιστά αναγκαία την θεσμική προστασία αυτού του επιτελείου, το οποίο πρέπει είναι υπερκομματικό (η στελέχωσή του να μην αποτελεί αντικείμενο της εκάστοτε κυβέρνησης) και να λειτουργεί σε μόνιμη βάση, καθόσον η προσπάθεια αυτή εμπεριέχει δυναμική ειδικά στο σύγχρονο διεθνές περιβάλλον, το οποίο αλλάζει με ταχύτατους ρυθμούς και απαιτεί ευκαμψία, ήτοι ταχεία προσαρμογή στις εναλλαγές των καταστάσεων.
Οι αποφάσεις, όμως, λαμβάνονται πάντα από την εκάστοτε εκλεγμένη από τον λαό κυβέρνηση, η οποία, όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου, επιδοκιμάζεται ή αποδοκιμάζεται από τον λαό. Έτσι λειτουργεί η δημοκρατία. Οι εισηγήσεις όμως αυτού του επιτελείου, οι οποίες θα παρουσιάζονται στο ΚΥΣΕΑ και θα παραμένουν στο αρχείο, ως έχουν, χωρίς καμιά τροποποίηση – διόρθωση, θα δεσμεύουν έμμεσα τους εκάστοτε κυβερνώντες για προφανείς λόγους, θα περιορίσουν την ανικανότητα και φυσικά θα δυσκολέψουν εκείνους που σήμερα κάποιες φορές βάζουν το προσωπικό – κομματικό συμφέρον πάνω από το εθνικό. Μπορεί ο καθένας να αντιληφθεί πόσο σημαντικές είναι οι εισηγήσεις ενός ανεξάρτητου επιτελείου στην λήψη ορθών αποφάσεων αλλά και πόσο σημαντικές είναι για το ΚΥΣΕΑ και προσωπικά για τον εκάστοτε πρωθυπουργό όταν βρίσκεται προ της ευθύνης λήψης σοβαρών αποφάσεων. Η ύπαρξη μιας εισήγησης από ένα τέτοιο επιτελείο (μπορεί να ονομαστεί «Ειδική Επιστημονική Επιτροπή» ή να λάβει οποιαδήποτε άλλη ονομασία) είναι σαφές πως διευκολύνει – θωρακίζει τον εκάστοτε πρωθυπουργό να αναλάβει την ευθύνη λήψης αποφάσεων σε ιδιαίτερα σημαντικά ζητήματα.
Το επιτελείο αυτό θα πρέπει να συνεργάζεται με τους υφιστάμενους θεσμικούς φορείς της χώρας όπως το Υπουργείο Εξωτερικών, το Υπουργείο Άμυνας (ΓΕΕΘΑ) κ.α., με τους οποίους πρέπει να αποκατασταθούν μόνιμοι δίαυλοι επικοινωνίας και να εξασφαλιστεί η αρμονική συνεργασία τους. Σημαντικό είναι επίσης το επιτελείο αυτό να αξιοποιεί τους πρώην υπουργούς Εξωτερικών, Άμυνας κλπ, καθώς κι άλλες προσωπικότητες με διάφορους τρόπους (κοινές συσκέψεις με συγκεκριμένη agenda, κατ’ ιδίαν συναντήσεις, Delphi Technique κ.α.).
Πέραν της αναβάθμισης του ΚΥΣΕΑ με την σύσταση του ανωτέρω επιτελείου, θα πρέπει να επανεξεταστεί η σύνθεσή του. Σύμφωνα με την ΠΥΣ 5/2015 στο ΚΥΣΕΑ συμμετέχουν με δικαίωμα ψήφου ο θρωθυπουργός ως πρόεδρος, και οι υπουργοί Άμυνας, Εξωτερικών, Εμπορικής Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, ο αναπληρωτής υπουργός Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, αρμόδιος για θέματα Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη και ο Α/ΓΕΕΘΑ. Η υφιστάμενη σύνθεσή του είναι προφανώς προσαρμοσμένη στην αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής ενώ το όργανο αυτό αποφασίζει (και έτσι πρέπει) σύμφωνα με την ΠΥΣ 31/2000 για όλα τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας. Εκτιμάται πως σε ένα νέο αποτελεσματικό ΚΥΣΕΑ, 1) οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται από τον πρωθυπουργό όπως ουσιαστικά συμβαίνει και σήμερα, πέραν του υφιστάμενου, όπως αναφέρθηκε, καθεστώτος της λήψης αποφάσεων δια ψηφοφορίας, 2) η σύνθεσή του πρέπει να περιλαμβάνει ως τακτικά μέλη τον πρωθυπουργό ως πρόεδρο και μέλη τους Υπουργούς Εξωτερικών, Άμυνας και Οικονομικών (τα εθνικά συμφέροντα είναι διαχρονικά άμυνας και οικονομίας) και μη τακτικά μέλη άλλους υπουργούς όπως Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη, Εμπορικής Ναυτιλίας και Νησιωτικής πολιτικής κ.α. αλλά και κρατικούς λειτουργούς όπως ο Α/ΓΕΕΘΑ, ο διοικητής της ΕΥΠ κλπ, ανάλογα με την ατζέντα. (βλ. NSC στις ΗΠΑ)
Το ΚΥΣΕΑ στην ανωτέρω αναβαθμισμένη του μορφή, θα μπορούσε να μετονομαστεί σε Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας. Αυτό όμως που θα πρέπει να καταστεί σαφές είναι πως η αλλαγή της ονομασίας από μόνη της, χωρίς να συνοδεύεται από ένα νέο θεσμικό πλαίσιο (σύνθεση – ρόλοι – διεργασίες – διαδικασίες) που θα εξασφαλίζει την αποτελεσματική του λειτουργία στο πλαίσιο της δημοκρατίας -χωρίς τις σημερινές παθογένειες του ΚΥΣΕΑ που το καθιστούν αναποτελεσματικό- είναι χωρίς περιεχόμενο και ουσία. Η αλλαγή και μόνο της ονομασίας του οργάνου περί των εθνικών θεμάτων δεν προσφέρει απολύτως τίποτα πέρα της δημιουργίας εντυπώσεων. Πολλές φορές σήμερα αρκεί κάποιος να επικαλεστεί την ανάγκη σύστασης συμβουλίου εθνικής ασφαλείας και αυτόματα απαλλάσσεται από ουσιαστικές προτάσεις στο σοβαρό αυτό ζήτημα που αφορά στην ασφάλεια και ευημερία των πολιτών αλλά και την ύπαρξη της χώρας στο διεθνές περιβάλλον ως ελεύθερο και κυρίαρχο κράτος. Θα πρέπει να επισημανθεί επίσης πως η υιοθέτηση ενός θεσμικού πλαισίου διαμόρφωσης και εφαρμογής μιας εθνικής στρατηγικής (όργανα – διαδικασίες) δεν αποτελεί πανάκεια που θα επιλύσει αυτόματα όλα τα προβλήματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων, αλλά θα βάλει το πλαίσιο και θα δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες για μια αποτελεσματική εξωτερική πολιτική.
Η επιζητούμενη από πολλούς εθνική συνεννόηση μπορεί να επιτευχθεί μέσω της ακολουθούμενης σήμερα πρακτικής των συναντήσεων του πρωθυπουργού με τους πολιτικούς αρχηγούς για ενημέρωση αλλά και μέσω του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, το οποίο όμως συνέρχεται σήμερα σε συνθήκες συνταγματικού και νομικού κενού αφού δεν υπάρχει σχετική πρόβλεψη στο Σύνταγμα και ως εκ τούτου συγκαλείται κατόπιν πρωτοβουλίας του πρωθυπουργού αφού ο ΠτΔ δεν έχει τέτοια ευχέρεια. Ίσως θα πρέπει να επανέλθει το άρθρο 39 του Συντάγματος του 1975, το οποίο καταργήθηκε με την αναθεώρηση του 1986, προσαρμοσμένο όμως στο σύγχρονο περιβάλλον σε ό, τι αφορά στην σύνθεσή του και το σκοπό του, και στην συνέχεια να καθοριστεί το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας του (διεργασίες – διαδικασίες κλπ) ώστε αντί της επιδιωκόμενης εθνικής συναίνεσης να μην τροφοδοτεί περαιτέρω την πολιτική αντιπαράθεση και το διχασμό.
Σκοπός του παρόντος άρθρου, όπως άλλωστε και του βιβλίου «Εθνική Στρατηγική-Πρόταση για ένα νέο θεσμικό πλαίσιο», είναι να προβληματίσει και να ανοίξει μια ουσιαστική κουβέντα πάνω στο σοβαρό ζήτημα της αποτελεσματικής διαχείρισης των εθνικών θεμάτων (το οποίο συνδέεται άμεσα με την θέση της χώρας στο διεθνές περιβάλλον ως ελεύθερο και κυρίαρχο κράτος, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ασφάλεια και την ευημερία των πολιτών), γύρω από το οποίο επικρατεί γενικά σύγχυση.
*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΤΖΗΘΕΟΦΑΝΟΥΣ είναι υποστράτηγος ε.α., οικονομολόγος ΣΣΕ, ΣΕΘΑ, ΝΟΕ/ΑΠΘ, PMP/PMI.
ΠΗΓΗ: «Foreign Affairs, The Hellenic Edition»