Πριν από 105 χρόνια
*Εκατόν πέντε χρόνια από την έναρξη από τους Οθωμανούς της ομαδικής σφαγής του αρμενικού λαού στην Ανατολική Μικρά Ασία
*Τουρκικές πηγές αναφέρουν ότι ο αριθμός των νεκρών Αρμενίων ήταν από 600.000 ως 800.000, ενώ Δυτικές και Αρμενικές πηγές ανεβάζουν τον αριθμό των σφαγιασθέντων στο 1.500.000
Συμπληρώνονται σήμερα 105 χρόνια από την έναρξη της Γενοκτονίας των Αρμενίων.
Από το 1915 έως το 1923, περισσότεροι από ένα εκατομμύριο-πεντακόσιες χιλιάδες αθώοι Αρμένιοι, σφαγιάστηκαν από την, πάλαι ποτέ, Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ως αποτέλεσμα των τουρκικών διωγμών, οκτακόσιες χιλιάδες Αρμένιοι διασκορπίστηκαν σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ακόμη και σήμερα, η Τουρκία αρνείται να αναγνωρίσει τη Γενοκτονία των Αρμενίων και επιχειρεί να φιμώσει κάθε προσπάθεια αποκάλυψης της αλήθειας.
Η Γενοκτονία των Αρμενίων ήταν ο προάγγελος του Εβραϊκού Ολοκαυτώματος, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, οι Αρμένιοι, ένας πανάρχαιος χριστιανικός λαός της Εγγύς Ανατολής, μοιράζονταν μεταξύ της Ρωσίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στην τσαρική Ρωσία ζούσαν κάτω από ένα σχετικά ανεκτικό καθεστώς (αν και δεν έλειπαν μαζικοί εκρωσισμοί), αλλά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία υφίσταντο παντός είδους διωγμούς, όπως και οι άλλοι χριστιανικοί λαοί της αυτοκρατορίας (Έλληνες, Ασσύριοι κλπ).
Στο δεύτερο έτος του Α’ Παγκοσμίου η Οθωμανική Αυτοκρατορία έπνεε τα λοίσθια και σε μια ύστατη προσπάθεια να βρεθεί στο κέντρο των εξελίξεων συμμαχεί με τις Κεντρικές Δυνάμεις, τις οποίες αποτελούσαν τότε η Γερμανία, η Αυστροουγγαρία και η Ιταλία.
Η πάλαι ποτέ κραταιά Αυτοκρατορία των Σουλτάνων είναι σκιά του εαυτού της. Η επανάσταση των Νεοτούρκων του 1908 προσπαθεί να δώσει ένα αέρα ανανέωσης προβάλλοντας τον εκτουρκισμό της Αυτοκρατορίας σαν απάντηση στις εθνικές επαναστάσεις που από τη δεκαετία του 1820 και μετά συνεχώς της στερούν εδάφη τόσο στα Βαλκάνια όσο και στην Εγγύς Ανατολή.
Τα ηνία της διακυβέρνησης είχε αναλάβει η τριανδρία των Ταλαάτ Πασά, Εμβέρ Πασά και Τζεμάλ Πασά. Οι δύο τελευταίοι θεώρησαν πως η παρουσία των Αρμενίων και εν γένει των χριστιανικών πληθυσμών δημιουργούσε πρόβλημα στην τουρκοποίηση της Μικράς Ασίας και στα σχέδια του παντουρανισμού, δηλαδή της δημιουργίας ενός υπερκράτους, στο οποίο θα ανήκαν όλες οι τουρκικές φυλές.
Λίγες μέρες πριν τον εκτοπισμό των Αρμενίων της Πόλης, ο Τζεβτέτ Μπέης, ζήτησε από την πόλη Βαν 4.000 άνδρες προκειμένου να αποσταλούν στο μέτωπο. Οι Αρμένιοι καταλαβαίνουν ότι η κίνηση αυτή έχει σκοπό την απομάκρυνση των ανδρών, εκείνων που μπορούν να φέρουν όπλα, αφήνοντας έτσι απροστάτευτους τους αμάχους. Έτσι, προσφέρουν 500 άτομα και χρήματα για να κερδίσουν χρόνο, όμως ο Τζεβτέτ τους κατηγορεί ως επαναστάτες και προειδοποιεί πως, αν πέσει έστω και μια σφαίρα, θα αφανίσει κάθε χριστιανό της περιοχής.
Η καχυποψία των δύο πλευρών ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής. Από την έναρξη του Πολέμου, οι Τούρκοι κατηγορούσαν τους Αρμένιους ως συνεργάτες των Ρώσων, ενώ από τον Φεβρουάριο του 1915 με εντολή του Ενβέρ Πασά οι χριστιανικοί πληθυσμοί αποστρατεύονται και οδηγούνται για καταναγκαστικά έργα στα διαβόητα «τάγματα εργασίας» (amele taburlari). Ωστόσο, όσοι κλήθηκαν να «υπηρετήσουν» σε αυτά ήταν γνωστό ότι δεν θα έβλεπαν τους δικούς τους ξανά, αφού υπήρχαν διάχυτες φήμες ότι τα τάγματα αυτά δεν είχαν προορισμό άλλο από την εξόντωση.
Στις 20 Απριλίου 1915, μια Αρμένια παρενοχλείται από Οθωμανούς στρατιώτες. Στην προσπάθεια να την προστατέψουν, δύο Αρμένιοι σκοτώνονται από τις αρχές. Σύντομα αρχίζει η πολιορκία της πόλης από τις δυνάμεις του Τζεβτέτ. Οι Αρμένιοι αντιστέκονται σθεναρά και χάρη στη σωτήρια παρέμβαση του Ρώσου στρατηγού Γιουντένιτς σώζονται. Αυτό ήταν και το πρελούδιο της εξόντωσης, αφού πλέον η τριανδρία των Νεοτούρκων ήταν πεπεισμένη πως οι Αρμένιοι έπρεπε να εκδιωχθούν από την Ανατολία και να οδηγηθούν στην έρημο της Συρίας.
Το σχέδιο ενορχηστρώνεται με ακρίβεια στην Κωνσταντινούπολη. Διαδίδεται πως οι Αρμένιοι έχουν συμμαχήσει με τον εχθρό και σκοπεύουν να εξεγερθούν προκειμένου να ανοίξουν τα Δαρδανέλλια. Τελικώς η σύλληψη αποφασίζεται για τις 24 Απριλίου, μια ημέρα πριν οι Σύμμαχοι αποβιβαστούν στην Καλλίπολη.
Οι δρόμοι του θανάτου προς τη Συρία δεν έμειναν απαρατήρητοι από τη Δύση. Οι New York Times σε καθημερινή βάση μετέδιδαν πληροφορίες για «σχεδιασμένη επιχείρηση εξόντωσης των Αρμενίων» και περιέγραφαν εκατόμβες θυμάτων στους δρόμους προς τη Συρία και τον ποταμό Ευφράτη.
Στις 24 Μαίου οι Σύμμαχοι με κοινή διακοίνωση προειδοποιούν την Πύλη ότι έχουν γνώση για τις δολοφονίες και τα εγκλήματα που διαπράττονται εναντίον των Αρμενίων και πως η οθωμανική ηγεσία θα θεωρηθεί ως μόνη υπεύθυνη για τα εγκλήματα αυτά.
«Είναι φυσικό οι θάνατοι να προέρχονται από την πείνα και τις ασθένειες σε συνδυασμό με την σκληρή μεταχείριση από τις αρχές που τους αναγκάζουν σε πορείες στην έρημο σαν τα σκλαβοπάζαρα. Καταλύματα υπάρχουν μόνο για όσους μπορούν να δωροδοκήσουν τους αξιωματικούς» αναφέρει το δημοσίευμα των New York Times στις 8 Αυγούστου 1916.
Ακόμη και οι Γερμανοί σύμμαχοι των Οθωμανών, που βρίσκονταν στην περιοχή για την κατασκευή του σιδηροδρόμου Κωνσταντινούπολης-Βαγδάτης δεν έκρυβαν τον αποτροπιασμό τους για το έγκλημα που λάμβανε χώρα.
Ενδιαφέρουσα είναι η αναφορά του Ουίνστον Τσώρτσιλ, ο οποίος έκανελόγο για «διοικητικό ολοκαύτωμα», , περιγράφοντας το οργανωμένο σχέδιο εξόντωσης των χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας.
Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης βρίσκονταν κοντά στα σημερινά σύνορα της Τουρκίας με τη Συρία και το Ιράκ και υπολογίζονται σε 25, υπό τη διοίκηση του Σουκρού Καγιά. Αυτά ήταν ο ένας τρόπος αφανισμού των Αρμενίων. Στον Πόντο, οι Τούρκοι τους στοίβαζαν σε βάρκες και τους έπνιγαν στα ανοικτά της Σαμψούντας και της Τραπεζούντας, ενώ πιο «αποδοτικός μέθοδος» σύμφωνα με τον Χασάν Μαρούφ, που ήταν τότε αξιωματικός του οθωμανικού στρατού ήταν οι μαζικοί εμπρησμοί.
Στις δίκες της Τραπεζούντας το 1918, οπότε και οι Νεότουρκοι δικάστηκαν για τη συμμετοχή της Αυτοκρατορίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Μαρούφ αναφέρει στη 12σέλιδη κατάθεσή του ότι Τούρκοι αιχμάλωτοι τρελάθηκαν στη θέα των συγκεντρωμένων Αρμενίων που καίγονταν ζωντανοί, ενώ είπαν στους Ρώσους πως η οσμή της καμμένης ανθρώπινης σάρκας ήταν στον αέρα για πολλές μέρες. Μόνο ο Εϊτάν Μπελκίντ, που ήταν επίσης αξιωματικός παραδέχθηκε πως είδε 5.000 Αρμένιους να καίγονται ζωντανοί.
Ωστόσο, η πιο αποτρόπαιη από όλες τις μεθόδους που εφάρμοσαν οι οθωμανικές Αρχές για να αφανίσουν τους Αρμένιους ήταν τα τοξικά αέρια και τα φάρμακα.
Έναν αιώνα αργότερα, ο συνολικός αριθμός των θυμάτων της τουρκικής θηριωδίας δεν είναι ακόμη σαφής, ωστόσο υπάρχει γενική συμφωνία των επιστημόνων ότι τα θύματα της Γενοκτονίας των Αρμενίων ήταν τουλάχιστον 500.000 για την περίοδο 1914-1918, με τις δυτικές παραπομπές και πηγές να κάνουν λόγο για αριθμό θυμάτων που βρίσκεται μεταξύ 600.000 και 1,5 εκατομμυρίου.
Μαζί με τους ανθρώπους, θύμα της τουρκικής μανίας ήταν και ο πολιτισμός των Αρμενίων. Το 1974 η UNESCO υπολόγισε πως από τα 913 ιστορικά κτίρια των Αρμενίων στην Τουρκία, τα 464 είχαν καταστραφεί ολοσχερώς, 252 βρίσκονταν σε ερειπώδη κατάσταση ενώ 197 χρειάζονταν άμεσα επισκευές.
*Το 1922 ήρθε η Μικρασιατική καταστροφή με σφαγές και την βίαιη απομάκρυνση του Ελληνισμού από τις πατρογονικές του εστίες.
Η Αρμενική Γενοκτονία ήταν εν γνώσει των Γερμανών, συμμάχων των Οθωμανών , οι οποίοι όμως επέβαλαν καθεστώς λογοκρισίας στην πατρίδα τους. Ο μόνος πολιτικός που προσπάθησε μάταια να καταγγείλει την εξόντωση των Αρμενίων ήταν ο σοσιαλδημοκράτης Καρλ Λίμπκνεχτ, μετέπειτα ιδρυτής του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας, στις 11 Ιανουαρίου 1916. Η ιστορική έρευνα έχει φέρει στο φως ντοκουμέντα ότι οι Γερμανοί ενθάρρυναν τους Οθωμανούς στην εξόντωση των Αρμενίων, επειδή τους θεωρούσαν προσκείμενους στους Ρώσους.
Μόλις το 2015 η Γερμανία υπαναχώρησε από τη σταθερή μέχρι τώρα άρνησή της να χρησιμοποιήσει τον όρο «γενοκτονία» για την εξόντωση των Αρμενίων από τους Οθωμανούς Τούρκους, υποκύπτοντας στις πιέσεις βουλευτών. «Η σφαγή των Αρμενίων πριν από 100 χρόνια υπήρξε γενοκτονία, το κλασικό παράδειγμα εθνοκάθαρσης, μαζικής καταστροφής και απέλασης», δήλωσε ο πρόεδρος της Γερμανίας Γιοακίμ Γκάουκ, κατά την διάρκεια επιμνημόσυνης δέησης που έγινε σε ναό του Βερολίνου στις 23 Απριλίου.
Αμήχανη τη Τουρκία
Η αμηχανία, με την οποία η Τουρκία αντιμετωπίζει το ζήτημα της Γενοκτονίας των Αρμενίων, υποδηλώνει έμμεση παραδοχή της ενοχής της. Είναι παράλογο να αρνείται τη χρήση του όρου «γενοκτονία» τη στιγμή που από τα αρχεία της εποχής και τις καταθέσεις των πρωταγωνιστών, προκύπτει ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία σχεδίασε και εκτέλεσε ένα οργανωμένο πρόγραμμα εξόντωσης των χριστιανικών πληθυσμών (Αρμένιοι, Έλληνες, Χαλδαίοι, Ασσύριοι) στο πλαίσιο τόσο του εκτουρκισμού της Ανατολίας, όσο και των στρατηγικών αναγκών της χώρας κατά τον Μεγάλο Πόλεμο.
Η Τουρκία, ως διάδοχο κράτος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ποτέ δεν παραδέχτηκε τη Γενοκτονία των Αρμενίων. Υποστηρίζει ότι επρόκειτο για μία επιχείρηση καταστολής κατά εκείνων των Αρμενίων, που είχαν συνεργαστεί με τις ρωσικές δυνάμεις εισβολής στην ανατολική Τουρκία και ότι οι νεκροί δεν ξεπερνούσαν τις 300.000. Η δήλωση συγγνώμης του Τούρκου πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογκάν προς τα εγγόνια των θυμάτων στις 23 Απριλίου του 2014, δεν οδήγησε σε επίσημη αναγνώριση της Γενοκτονίας. Αυτό φαίνεται και από την έντονη αντίδραση της Άγκυρας στην αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων από την Αμερικανική Γερουσία.
Το 1965 η Ουραγουάη ήταν η πρώτη χώρα παγκοσμίως που αναγνώρισε την Γενοκτονία.
Ένα χρόνο μετά την τουρκική εισβολή, το 1975, η Κύπρος ήταν η πρώτη χώρα στον κόσμο που έθιξε το θέμα στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών. Την ίδια χρονιά υιοθετήθηκε σχετικό ψήφισμα από τη Βουλή. Το 2015 το κυπριακό κοινοβούλιο προχώρησε σε άλλο ένα βήμα ποινικοποιώντας την άρνηση ότι οι Οθωμανοί Τούρκοι διέπραξαν γενοκτονία σε βάρος των Αρμενίων.
Η Ελλάδα αναγνώρισε τη γενοκτονία το 1996 ενώ το 2014 ποινικοποίησε την άρνηση της.
Η Γαλλία Γαλλία αναγνώρισε τη γενοκτονία των Αρμενίων το 1998, το 2016 ποινικοποίησε την άρνηση της Γενοκτονίας. Το 2019 ο Εμανουέλ Μακρόν ανακήρυξε την 24η Απριλίου ως ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας.
Επίσης αναγνώριση ( τα στοιχεία είναι μέχρι τον Οκτώβριο του 2019) έχει γίνει από : Γερμανία, Αργεντινή Αυστρία Βέλγιο, Βολιβία Βραζιλία, Βουλγαρία, Καναδάς, Χιλή, Τσεχία, Αρμενία, Ιταλία, Λιβύη, Λιθουανία, Λίβανος, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Παραγουάη, Πολωνία, Πορτογαλία, Ρωσία, Σλοβακία, Ελβετία, Σουηδία, Συρία, Βατικανό, Βενεζουέλα, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο , Συμβούλιο της Ευρώπης, Κοινή Αγορά του Νότου (Mercosur), Σκωτία, Ουαλία και Βόρειο Ιρλανδία από τη Μεγάλη Βρετανία και δύο περιοχές της Αυστραλίας (Νέα Νότιος Ουαλία και Νότια Αυστραλία) .
Σήμερα, θλιβερή επέτειο της Γενοκτονίας θυμίζουμε το σύνθημα, που φώναζαν οι ίδιοι οι Τούρκοι, όταν δολοφονήθηκε από ακροδεξιούς, ο αρμενικής καταγωγής δημοσιογράφος Χραντ Ντικ: «Σήμερα, είμαστε όλοι Αρμένιοι».
Η Αρμενική Γενοκτονία ήταν εν γνώσει των Γερμανών, συμμάχων των Οθωμανών στον Μεγάλο Πόλεμο, οι οποίοι όμως επέβαλαν καθεστώς λογοκρισίας στην πατρίδα τους. Ο μόνος πολιτικός που προσπάθησε μάταια να καταγγείλει την εξόντωση των Αρμενίων ήταν ο σοσιαλδημοκράτης Καρλ Λίμπκνεχτ, μετέπειτα ιδρυτής του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας, στις 11 Ιανουαρίου 1916. Η ιστορική έρευνα έχει φέρει στο φως ντοκουμέντα ότι οι Γερμανοί ενθάρρυναν τους Οθωμανούς στην εξόντωση των Αρμενίων, επειδή τους θεωρούσαν προσκείμενους στους Ρώσους.
Ο Αρμένιος Γιώργος Μενενσιάν στην ιστοσελίδα Liberal γράφει για την σημερινή επέτειο :
” Ως άτομο αρμενικής καταγωγής θα ήθελα να μοιραστώ τις σκέψεις, αλλά και κάποιους προβληματισμούς μου.
Πριν από 105 χρόνια (1915), το κράτος των Νεότουρκων αποφάσισε την συνέχιση της εξόντωσης των Αρμενίων που κατοικούσαν στα εδάφη της Ανατολίας. Το σχέδιο αυτό είχε αρχικά ξεκινήσει είκοσι χρόνια νωρίτερα από τον Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β΄, ο οποίος διέταξε την σφαγή των Αρμενίων, με αποτέλεσμα, στην πρώτη αυτή φάση των δολοφονιών, να σκοτωθούν περίπου 300.000 άνθρωποι. Οι δολοφονίες συνεχίστηκαν το 1909 και τότε θανατώθηκαν ακόμα 20.000 Αρμένιοι στην Επαρχία των Αδάνων, μετά την επιστροφή του Σουλτάνου στην εξουσία.
Στις 24 Απριλίου 1915 λοιπόν, το καθεστώς των Νεότουρκων συνέλαβε εκατοντάδες σημαίνουσες προσωπικότητες της αρμενικής κοινότητας στην Κωνσταντινούπολη, πολιτικούς, κληρικούς και διανοουμένους, με σκοπό να αφήσουν «ακέφαλους» τους Αρμένιους της Αυτοκρατορίας. Η συνέχεια είναι λίγο-πολύ γνωστή σε όλους: μέσα στους επόμενους μήνες εκατοντάδες χιλιάδες Αρμένιοι σφαγιάστηκαν, εκτοπίστηκαν, βασανίστηκαν ή πέθαναν από τις φοβερές κακουχίες. Σύμφωνα με υπολογισμούς ειδικών τα θύματα της γενοκτονίας ξεπερνούν το 1,5 εκατομμύριο. Αυτός είναι και ο παγκοσμίως γενικά αποδεκτός αριθμός.
Πολλοί επιστήμονες, ακαδημαϊκοί και πολιτικοί διαφωνούν ως προς τον αριθμό αυτόν. Άλλοι κάνουν λόγο για 600.000, άλλοι για 800.000, ενώ άλλοι μιλούν για 1,8 εκατομμύρια θύματα. Όποιος και να ήταν ο αριθμός είτε 600.000, είτε 1,8 εκατομμύρια, πρόκειται για αριθμούς φρίκης. Στην σφαγή της Σρεμπένιτσα σκοτώθηκαν κάτω από 10.000 άνθρωποι, όμως αυτή αναγνωρίζεται ως γενοκτονία. Άρα, αυτό που έχει σημασία είναι ότι υπήρξε ένα καλά οργανωμένο σχέδιο εξόντωσης των Αρμενίων. Μια γενοκτονία που ο Αδόλφος Χίτλερ θαύμαζε και από την οποία εμπνεύστηκε τις γενοκτονίες που οργάνωσε το ναζιστικό καθεστώς.
Το βασικό ζήτημα για όλους μας, επομένως, Αρμένιους ή μη, είναι η δικαίωση των ψυχών που χάθηκαν, η επίσημη αναγνώριση της γενοκτονίας. Δεν νοείται να μην έχει αναγνωριστεί η γενοκτονία αυτή από το σύνολο της διεθνούς κοινότητας και μάλιστα χάριν (μικρο)πολιτικών σκοπιμοτήτων. Είναι αδιανόητο λαοί που υπέστησαν γενοκτονίες οι ίδιοι να μην έχουν αναγνωρίσει εκείνες των χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας. Αυτό είναι αντικειμενικά άκρως υποκριτικό έως πολιτικά ανήθικο.
Κάθε χρόνο, σας εξομολογούμαι, όταν πλησιάζει η μαύρη αυτή επέτειος, το αίσθημα της αδικίας και της απογοήτευσης μεγαλώνει μέσα μου. Ταυτόχρονα, όμως, μου έρχεται στο μυαλό κάτι το οποίο κάθε χρόνο γίνεται ολοένα και πιο έντονο. Ο «θεσμός» της μνήμης. Το να μην λησμονούμε το παρελθόν και να αγωνιζόμαστε για την αποκατάσταση της δικαιοσύνης αποτελούν βασικά καθήκοντα όλων όσων θέλουν να αποκαλούνται άνθρωποι, ιδίως δε όσων είμαστε απόγονοι εκείνων που επέζησαν.
105 χρόνια μετά την έναρξη της γενοκτονίας, κάθε 24 Απριλίου, ο περισσότερος κόσμος θυμάται ότι το ζήτημα της γενοκτονίας υφίσταται. 105 χρόνια μετά, το ζήτημα αυτό συνεχίζει να επηρεάζει τις πολιτικές αποφάσεις πολλών κρατών.
Με το να θυμόμαστε, πετυχαίνουμε πολλά: καταρχάς, τιμάμε αυτούς που χάθηκαν. Επίσης, υπενθυμίζουμε στην διεθνή κοινότητα την υποχρέωσή της για την αποτελεσματική πρόληψη και καταδίκη των γενοκτονιών και των λοιπών εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας. Τέλος, η διατήρηση της μνήμης αποτελεί από μόνη της την δύναμη εκείνη που αποτρέπει την διάπραξη νέων γενοκτονιών. Αυτό αποδεικνύεται με το εξής ιστορικό γεγονός: Όταν ο Χίτλερ παρουσίαζε το σχέδιό του για την εξόντωση των Πολωνών, ώστε να αποκτήσουν οι Γερμανοί τον ζωτικό χώρο που επιθυμούσαν, ανέφερε: «Ποιος άλλωστε θυμάται σήμερα την εξόντωση των Αρμενίων;».
Σε λιγότερο από έναν μήνα είναι και η επέτειος της γενοκτονίας των Ποντίων. Θεωρώ ότι πρέπει να υπάρξει πολύ μεγαλύτερη συνεργασία μεταξύ Αρμενίων, Ελλήνων και Ασσυρίων για την αναγνώριση των γενοκτονιών τους. Θα τολμήσω να πω, μάλιστα, ότι ουσιαστικά πρόκειται για μία γενοκτονία, όχι για τρεις. Οι Νεότουρκοι, στηριζόμενοι στον παντουρκισμό, στόχευαν στην δημιουργία ενός έθνους – κράτους στο οποίο δεν θα υπάρχουν χριστιανικές μειονότητες. Με λίγα λόγια, ήθελαν να εξοντώσουν τους χριστιανούς εν γένει. Κατά την ταπεινή μου άποψη, στις αρχές του 20ου αιώνα έγινε μία γενοκτονία: αυτή κατά των γηγενών χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας, δηλαδή των Αρμενίων, των Ελλήνων και των Ασσυρίων. Ένας ακόμα λόγος για τον οποίο είναι επιτακτική η περαιτέρω συνεργασία μεταξύ των τριών λαών.
Κλείνοντας, θα ήθελα να επισημάνω και πάλι την σημασία της μνήμης. Χωρίς αυτήν η γενοκτονία των Αρμενίων θα είχε ξεχαστεί. Προσωπικά είμαι υπέρ του να κοιτάμε μπροστά και να προχωράμε. Αυτό ωστόσο απαιτεί και την γνώση της ιστορίας μας, διότι μόνον αυτή θα μας δώσει τα εφόδια για να προχωρήσουμε, όσο κοινότοπο κι αν ακούγεται αυτό. Εξάλλου, πώς θα αγωνιστούμε για το μέλλον μας αν δεν αγωνιζόμαστε για την αναγνώριση των αδικιών που έγιναν εις βάρος μας στο παρελθόν;”.