Πόσο ρεαλιστικός είναι ο Νέος Ρεαλισμός;
του Χρήστου Παναγιωτίδη*
Διάβασα με ενδιαφέρον το νέο βιβλίο του Χάρη Γεωργιάδη, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Παπαζήση, με τον τίτλο «Νέος Ρεαλισμός – Το Κυπριακό 50 χρόνια από την τουρκική εισβολή». Όλα τα κεφάλαια του βιβλίου – με εξαίρεση το τελευταίο – συνθέτουν μια σύντομη ανασκόπηση της πρόσφατης κυπριακής πολιτικής ιστορίας. Σε γενικές γραμμές τα σχόλια και οι παρατηρήσεις του προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Κυπριακής Βουλής των Αντιπροσώπων με βρίσκουν σύμφωνο. Το βιβλίο – ορθά κατά τη γνώμη μου – επιρρίπτει βαρύτατες ευθύνες, τόσο στον Μακάριο και τους επιγόνους του, όσο και στον Τάσσο Παπαδόπουλο και τον Δημήτρη Χριστόφια, για τη σημερινή κατάντια του Κυπριακού. Αντίθετα, οι επικρίσεις του συγγραφέα για τον Γλαύκο Κληρίδη είναι ήπιες και φιλικές, ενώ τον Νίκο Αναστασιάδη, του οποίου υπήρξε στενός συνεργάτης, τον απαλλάσσει σχεδόν από κάθε ευθύνη για τη μεταστροφή του από υπέρμαχο σε πολέμιο της επανένωσης της Κύπρου.
Ο τίτλος του βιβλίου προέρχεται από το ομώνυμο τελευταίο κεφάλαιο, στο οποίο διατυπώνεται η εκτίμηση του συγγραφέα ότι «μισό αιώνα μετά την τουρκική εισβολή η προοπτική μιας συμφωνημένης λύσης έχει απομακρυνθεί και η διχοτόμηση της Κύπρου έχει εδραιωθεί στην πιο σκληρή της μορφή», περιοριζόμενος στο να αναφέρει ότι «οι χειρισμοί της ελληνικής κυπριακής πλευράς δεν ήταν οι καλύτεροι». Αφού μνημονεύσει το γεγονός ότι «οι ενεργοί συνδρομητές κινητής τηλεφωνίας στα κατεχόμενα έχουν φτάσει στις 777 χιλιάδες», οδηγείται στο συμπέρασμα ότι «η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού σε συνάρτηση με την έντονη αναπτυξιακή δραστηριότητα … καθιστούν απίθανη τη σημαντική επιστροφή εδαφών ή την αποκατάσταση των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων … και δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας ότι θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή η αποχώρηση του τουρκικού στρατού και ο τερματισμός των εγγυήσεων».
Και καταλήγει: «Όλα αυτά τα δεδομένα … πρέπει να αξιολογηθούν και να αποτελέσουν τη βάση ενός νέου ρεαλισμού», χωρίς, όμως, να προσδιορίζει από ποιον πρέπει να αξιολογηθούν. Ο συγγραφέας, πάντως, καταλήγει στο τελικό συμπέρασμα ότι «αυτή η κατάσταση πιθανώς να δημιουργεί τις προϋποθέσεις μιας διαπραγμάτευσης, όχι για συνολική λύση, αλλά για κάποιες σημαντικές επιμέρους συμφωνίες που θα επέφεραν οφέλη στις εμπλεκόμενες πλευρές, θα βελτίωναν την υφιστάμενη κατάσταση και θα οικοδομούσαν σταδιακά σχέσεις εμπιστοσύνης … Η βήμα-προς-βήμα διαπραγμάτευση ίσως να αποτελεί τη μόνη διέξοδο έναντι της διαιώνισης του αδιεξόδου». Παρόμοιες απόψεις και εισηγήσεις έχουν κατατεθεί, από το 2010, και από τον γνωστό στην Κύπρο δικηγόρο Πόλυ Πολυβίου.
Αυτή είναι η άποψη της άρχουσας ελληνοκυπριακής τάξης, ύψιστος στόχος της οποίας είναι η αλώβητη διατήρηση της εξουσίας στην Κύπρο, θεωρούσα οποιαδήποτε ρύθμιση η οποία συνεπάγεται κάποιου είδους αποτελεσματική συμμετοχή της τουρκοκυπριακής πλευράς στην εξουσία, ως ανεπίτρεπτη και απαράδεκτη. Αυτή ήταν η άποψη του Τάσσου Παπαδόπουλου (παρέλαβα κράτος και δεν θα παραδώσω κοινότητα), αυτή ήταν η άποψη του Νίκου Αναστασιάδη (αγώνας για απροσδιορίστου περιεχομένου χαλαρή ομοσπονδία, πρόταση δύο κρατών δίκην ιδεοθύελλας) και αυτή φαίνεται να είναι η άποψη του Νίκου Χριστοδουλίδη και των πολιτικών κομμάτων που τον εξέλεξαν.
Για τους λόγους που παραθέτω στο βιβλίο μου «Η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και η Κυπριακή Καταστροφή του 1974 – Ένα συγκριτικό αφήγημα», θεμελιώδης προϋπόθεση οποιασδήποτε βιώσιμης λύσης του Κυπριακού είναι η αποκοπή του ομφάλιου λώρου που σήμερα συνδέει πολιτικά και οικονομικά τη βόρεια Κύπρο με την Τουρκία. Λύσεις υπάρχουν και έχουν αναπτυχθεί και επεξηγηθεί σε επαρκή λεπτομέρεια, αλλά η άρχουσα ελληνοκυπριακή τάξη αρνείται επίμονα να εγκύψει προσεκτικά στις προτάσεις αυτές και να τις συζητήσει. Και τούτο γιατί δεν θέλει με κανέναν τρόπο να μοιραστεί τα λάφυρα της εξουσίας με τους Τουρκοκύπριους συμπατριώτες μας.
Το ερώτημα που παραμένει αναπάντητο είναι το εξής: Είναι η εισήγηση του Χάρη Γεωργιάδη για μια «βήμα-προς-βήμα προσέγγιση» και θέση του Δημοκρατικού Συναγερμού; Αν ναι, ο ΔΗΣΥ οφείλει να το δηλώσει δημόσια. Αν δεν είναι, τότε θα πρέπει να ανακαλέσει τον πρόεδρο της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων και στέλεχος του κόμματος στην τάξη, γιατί ποτέ δεν θα πετύχουμε την ομοθυμία που επιζητά ο συγγραφέας του «Νέου Ρεαλισμού», αν διατυπώνουμε και προωθούμε απόψεις που δεν έχουν υιοθετηθεί από το κόμμα στο οποίο ανήκουμε.
Πολύ φοβάμαι ότι η «βήμα-προς-βήμα προσέγγιση» είναι μιας μορφής συγκαλυμμένος διαμελισμός, που έχει όλα τα βαρίδια (ανεξέλεγκτος εποικισμός, ανεξέλεγκτη ανάπτυξη, πλήρης εκτουρκισμός, απόλυτη αποξένωση), που είναι βέβαιο ότι θα μας πάνε στον πάτο της «γαλάζιας πατρίδας (μάβι βατάν)».
ΥΓ: Ο Ρώσος πρόεδρος του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών έχει δηλώσει ότι πρόσφατα διαπιστώθηκε η «σκλήρυνση» της θέσεως της ελληνοκυπριακής πλευράς. Παράκληση προς τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, κ. Νίκο Χριστοδουλίδη, να ενημερώσει άμεσα και υπεύθυνα τον ελληνικό λαό ποια ήταν η «σκλήρυνση» στην οποία αναφέρεται ο πρόεδρος του Σ.Α.
(*) Ο Χρήστος Π. Παναγιωτίδης είναι πολιτικός αρθρογράφος / σχολιαστής. Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους