Πως να ξανασκεφτούμε το Κυπριακό : Αρχίζοντας από το τέλος
Του Νίκου Περιστιάνη*
Σε ένα πρόσφατο σχόλιο του για τους λόγους που ανέσυρε ξαφνικά το Σύνταγμα του ‘60, ο πρόεδρος Αναστασιάδης διερωτήθηκε τι θα συμβεί αν προχωρήσουμε σε κάποια λύση και μελλοντικά καταρρεύσει. Υπονοούσε το προφανές: πως θα επιβιώσουν οι ΕΚ χωρίς ένα αναγνωρισμένο κράτος να τους παρέχει ασφάλεια; Το ίδιο αγωνιώδες ρητορικό ερώτημα που έθεσε ο Τάσος Παπαδόπουλος όταν καλούσε τους ΕΚ να καταψηφίσουν το Σχέδιο Ανάν, το 2004. Ανησυχίες για το “τέλος”. Να μην βρεθούμε χωρίς πολιτική στέγη, ένα αναγνωρισμένο κράτος, απολύτως αναγκαίο για την πολιτική επιβίωση μιας συλλογικής οντότητας στην εποχή των εθνικών κρατών.
Είναι φανερό πως οι ανησυχίες αυτές καθορίζουν και την στάση της πλειοψηφίας των ΕΚ και αποτελούν τον κύριο λόγο διστακτικότητας για την αποδοχή μιας λύσης. Ας εξετάσουμε λοιπόν το πιθανό τέλος κάθε σεναρίου, για να διευκολύνουμε τις αποφάσεις της αρχής.
Είναι πιο σταθερά τα ενιαία κράτη από τις ομοσπονδίες;
Στο πλαίσιο των πιο πάνω σχολίων του, ο πρόεδρος Αναστασιάδης σχολίασε την περίπτωση της Μεγάλης Βρετανίας, μιας χώρας που θεωρείται υπόδειγμα “ενιαίου“ κράτους. Με αφορμή τις πρόσφατες “ύποπτες“ νέες ιδέες-παρεμβάσεις των Βρετανών για το κυπριακό, διερωτήθηκε πως θα άρεσε σε εκείνους αν αύριο οι Σκωτσέζοι αποφάσιζαν, μετά από ένα σχετικό δημοψήφισμα, να αποχωρήσουν από το κοινό τους κράτος. Αλλά, συμπλήρωσε, στη δική τους περίπτωση η Μεγάλη Βρετανία θα παρέμενε (επιβίωνε), προφανώς επειδή έχει βαθιές ιστορικές ρίζες και εμπεδωμένη διεθνή αναγνώριση. Ενώ στην περίπτωση της Κυπριακής Δημοκρατίας τι θα γινότανε αν κατέρρεε;
Μπαίνει, όμως, ένα πρώτο ερώτημα: είναι εύκολο να καταρρεύσει ένα ενιαίο κράτος; Δεν είναι οι ομοσπονδίες, που είναι από τη φύση τους πιο εύθραυστες (π.χ. Γιουγκοσλαβία, τέως Σοβιετική Ένωση, Τσεχοσλοβακία), επειδή ακριβώς αποτελούνται από αυτόνομες οντότητες / κρατίδια, οι οποίες έχουν τάσεις απόσχισης από το σύνολο; Ενώ τα ενιαία κράτη έχουν συνήθως πιο μεγάλη συνοχή;
Η περίπτωση, ακριβώς, της Μεγάλης Βρετανίας δείχνει πως δεν είναι το είδος του πολιτικού συστήματος, αλλά το είδος της κοινωνίας την οποία εκφράζει, που αποτελεί το πρόβλημα. Με άλλα λόγια, αν ένα κράτος, όπως η Μεγάλη Βρετανία, αποτελείται από συστατικά μέρη (π.χ. Σκωτία, Ουαλία, Ιρλανδία) τα οποία είχαν ήδη έντονα αναπτυγμένη συλλογική ταυτότητα, πριν την συνένωση τους σε ένα ευρύτερο σύνολο, τότε είναι πιθανό αυτές οι ιστορικές βαθιές διαφορές να παραμένουν και να εμφανίζονται στο προσκήνιο ως αιτήματα αυτονόμησης σε περιόδους κρίσεων (όπως τώρα, με το Brexit). Η προηγούμενη βαθειά διαίρεση μιας κοινωνίας είναι το πρόβλημα και όχι ο τύπος του πολιτικού συστήματος – ενιαίου, ή ομοσπονδιακού.
Μια άλλη ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι εκείνη του Βελγίου, το οποίο ήταν ενιαίο κράτος από το 1831 και άρχισε να μετατρέπεται σε ομοσπονδιακό μεταξύ του 1970 – 1993, από τους ίδιους τους Βέλγους, χωρίς κανένα εξωτερικό καταναγκασμό. Ο λόγος ήταν πως οι δύο κύριες εθνότητες ήθελαν αρκετά πράγματα να τα αποφασίζουν ξεχωριστά και όχι από κοινού – πράγμα που δεν ήταν εύκολο σε ένα ενιαίο κράτος. Όπως και στη δική μας περίπτωση.
Δεν θα ήταν πιο σταθερό ένα ενιαίο κυπριακό κράτος;
Πολλοί ΕΚ θεωρούν πως ένα “καθαρό” ΕΚ κράτος ή έστω ένα μικτό κράτος που θα έλεγχαν καθαρά οι ΕΚ, θα ήταν πιο σταθερό και ασφαλές, από μια ομοσπονδία. Και επειδή το ομοσπονδιακό μοντέλο, που συζητούμε (η ΔΔΟ), θα εμπεριέχει στοιχεία αστάθειας, θα ήταν προτιμότερο να παραμείνουμε όπως είμαστε τώρα, σαν Κυπριακή Δημοκρατία (ΚΔ) : μια ομοιογενής ΕΚ κοινωνία, που έχουμε χάσει κάποια εδάφη μας, αλλά που διατηρήσαμε τη διεθνή αναγνώριση και έχουμε ένα καλό επίπεδο ζωής, σταθερότητα και ασφάλεια.
Κατ’αρχήν πρέπει πάντοτε να θυμόμαστε πως η Κυπριακή Δημοκρατία δεν ήταν εξ αρχής ενα ομοιογενές ΕΚ κράτος. Ήταν ένα δικοινοτικό ενιαίο κράτος, βασισμένο στον “συναινετισμό”, δηλαδή τον διαμερισμό της πολιτικής εξουσίας μεταξύ των δύο μεγάλων ιστορικών κοινοτήτων και τις συναινετικές αποφάσεις. Στη συνέχεια προσπαθήσαμε να πιέσουμε για τη μετατροπή του σε πλειοψηφική δημοκρατία, οπότε και κατάρρευσε. Και το “κατέχουμε” καταχρηστικά και προσωρινά με την ανοχή της διεθνούς κοινωνίας, μέχρι να καταλήξουμε σε μια νέα λύση, για τις προδιαγραφές της οποίας έχουμε ήδη συμφωνήσει.
Είναι σταθερή και ασφαλής η σημερινή Κυπριακή Δημοκρατία ως κράτος; Ο βασικός ορισμός του τι είναι ένα κράτος εκκινεί από το ότι διαθέτει την ισχύ για να ελέγχει την εδαφική έκταση της χώρας. Η Κυπριακή Δημοκρατία, όμως, δεν ελέγχει το βόρειο μέρος των εδαφών της και για την επιτήρηση της διαχωριστικής γραμμής χρειάζεται τη βοήθεια της ΟΥΝΦΙΚΥΠ, από το 1964. Εδώ έχει τις ρίζες του το γεγονός ότι δεν αποτελεί ένα “κανονικό” κράτος. Στο κατεχόμενο μέρος καταφθάνουν συνεχώς νέοι έποικοι οι οποίοι στη συνέχεια εύκολα αποκτούν ΤΚ ιθαγένεια. Μια ξένη δύναμη επιβάλει τη θέληση της όσον αφορά στην πολιτική ζωή (π.χ. ποιός θα γίνει πρόεδρος), την οικονομική ανάπτυξη, τις κοινωνικές εξελίξεις και της πολιτιστικές πραγματικότητες (τι διδάσκεται στα σχολεία, πόσα τζαμιά θα κτιστούν και ποιος θα επιβλέπει τα θρησκευτικά ζητήματα, κ.α.). Φτιάχνει στρατιωτικής φύσης αεροδρόμια και λιμάνια, αλλά και προχωρά με εξορύξεις στην ΑΟΖ της ΚΔ, χωρίς εμείς να μπορούμε να αντιδράσουμε. Που βλέπουμε την σταθερότητα και την ασφάλεια;
Το πιο τραγικό επακόλουθο του “μακροχρόνιου αγώνα” είναι το ότι επιτρέπει την εμπέδωση των δομών ενός άλλου κράτους, έστω και μη-αναγνωρισμένου. Το “κράτος” των ΤΚ ενισχύει ολοένα και περισσότερο τους δικούς του θεσμούς και οι πολίτες του ταυτίζονται και αφοσιώνονται σε αυτό. Και ακόμα πιο ανησυχητικά, όσο εμείς παρεμποδίζουμε τη λειτουργία και επιβίωση του λεγόμενου κράτους, τόσο το σπρώχνουμε σε πιο στενές σχέσεις και εξάρτηση από την Τουρκία. Κάθε μας επιτυχία στη μη-αναγνώριση του, βάζει ένα ακόμα καρφί στην ασφάλεια του μέλλοντος μας. Είναι αυτό που θέλουμε με το ενιαίο κράτος, ή τα δύο ενιαία κράτη – που όλοι καταδικάζουν δημόσια, αλλά που πολλοί αποδέχονται ιδιωτικά;
Δεν θα ήταν πολύ χειρότερη η επιλογή της ΔΔΟ;
Το κεντρικό χαρακτηριστικό των ομοσπονδιακών συστημάτων είναι πως προσπαθούν να επιτύχουν τον συνδυασμό της αυτοκυβέρνησης των συστατικών μερών σε κάποια ζητήματα, και την συγκυβέρνηση όλων των μερών σε κάποια άλλα ζητήματα. Δύσκολος στόχος, που δημιουργεί και μια εγγενή ένταση. Πότε τα μέρη αποφασίζουν από κοινού και πότε ξεχωριστά; Ποιά θέματα αποφασίζονται ξεχωριστά και ποιά από κοινού; Δεν υπάρχουν μαγικές συνταγές, αφού κάθε περίπτωση έχει τις δικές της ιδιομορφίες. Χρειάζεται σοφία, υπομονή και ετοιμότητα να μαθαίνει κανείς από τις δικές του εμπειρίες και από τα παραδείγματα άλλων. Αυτή, ακριβώς, είναι και η τέχνη της πολιτικής.
Οι ομοσπονδίες συχνά καλούνται να λύσουν τα προβλήματα εκεί που έχει ήδη αποτύχει το ενιαίο κράτος. Όπως στη δική μας περίπτωση, όπου κατέρρευσε το ιδιόμορφο ενιαίο κράτος του ‘60 και καλείται να εμποδίσει τον τελικό, μόνιμο διαχωρισμό, ένα ομοσπονδιακού τύπου πολίτευμα. Αν τελικά καταφέρουμε να συμφωνήσουμε σε ένα τέτοιο πολίτευμα, γνωρίζουμε εκ των προτέρων πως θα είναι δύσκολη η λειτουργία του, ακριβώς επειδή θα επιδιώκουμε και εμείς, όπως όλες οι ομοσπονδίες, τον συνεχή συγκερασμό διαφορετικών τάσεων. Όπως η δημοκρατία γενικότερα, μόνο που στην περίπτωση της ομοσπονδίας υπάρχουν κάποιες επιπρόσθετες δυσκολίες, λόγω της ύπαρξης μόνιμα συμπαγών εδαφικών ομάδων, με ιδιαίτερα συμφέροντα. Μάλιστα στη δική μας περίπτωση η διευθέτηση θα είναι ακόμη πιο δύσκολη γιατί θα είμαστε δύο μόνο εταίροι και όταν υπάρχουν έντονες διαφωνίες θα είναι δύσκολος ο συμβιβασμός. Όμως μπορούμε να προσπαθήσουμε να βελτιώσουμε τα πράγματα με τις κατάλληλες πρόνοιες για την πρόληψη ή την επίλυση συγκρούσεων. Και με την ωριμότητα, ανεκτικότητα, σοφία και ευελιξία που θα πρέπει να καλλιεργήσουμε (το λεγόμενο “ομοσπονδιακό πνεύμα”). Δύσκολοι, αλλά όχι ανέφικτοι, συλλογικοί στόχοι.
Επιλέγοντας μεταξύ ενιαίου και ομοσπονδίας
Αντί να πελαγοδρομούμε για ακόμη πενήντα χρόνια, συζητώντας πιο απο τα δύο πολιτικά συστήματα είναι το καλύτερο για εμάς, θα μπορούσαμε να υιοθετήσουμε μια πολύ πιο απλή, συνδυαστική προσέγγιση : (1) να προχωρήσουμε με την ΔΔΟ, με όσο πιο “σωστές” πρόνοιες είναι δυνατό να επιτύχουμε, (2) να προσπαθήσουμε έντιμα να την κάνουμε να δουλέψει – και, αν δεν τα καταφέρουμε, (3) να προνοήσουμε για ένα βελούδινο διαζύγιο.
Το πλεονέκτημα αυτής της προσέγγισης είναι πως αποδεχόμενοι την ΔΔΟ, η πλευρά μας παίρνει κάποια σοβαρά ανταλλάγματα – π.χ. επιστροφή εδαφών, αποχώρηση στρατευμάτων (έστω και με σταδιακό τρόπο), κ.ο.κ. Η άλλη πλευρά παίρνει πολιτική αποδοχή και συμμετοχή στη νόμιμη πολιτική εξουσία, με όσα θετικά αυτό συνεπάγεται (π.χ. οικονομική ανάπτυξη και ευημερία), συν ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το τελευταίο είναι στην ουσία και δικό μας κέρδος, αφού σε περίπτωση κατάρρευσης του κράτους θα είναι όλη η Κύπρος ενταγμένη στην ΕΕ. Εμείς, όμως, θα έχουμε κατοχυρώσει τα ανταλλάγματα που θα έχουμε πάρει. Ενώ οι ΤΚ θα έχουν κατοχυρώσει την πολιτική νομιμοποίηση τους και τη συμμετοχή τους στην ΕΕ.
Αν θα έχουμε όλα αυτά τα οφέλη, γιατί να σκεφτόμαστε κάν την επιλογή των δύο κρατών – χωρίς ανταλλάγματα, και με τους ΤΚ εκτός Ε.Ε.;
Η πιο πάνω προτεινόμενη προσέγγιση είναι στην ουσία η μόνη ρεαλιστική επιλογή που έχουμε. Με τις εκατοντάδες ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών είναι εξωπραγματικό να σκεφτόμαστε άλλες λύσεις. Τα ίδια κάναμε το ‘60 και οδηγηθήκαμε στην καταστροφή του ‘74. Δεν μπορείς να αποδέχεσαι κάποια λύση, να την δέχεται και όλος ο υπόλοιπος κόσμος και στη συνέχεια να την αμφισβητείς εσύ ο ίδιος – το ‘64 με την επιστροφή στην Ενωσιολογία και τώρα με την ανεπίσημη ενθάρρυνση των δύο κρατών από τον ίδιο τον πρόεδρο μας ή την επιστροφή στο Σύνταγμα του ‘60. Πρέπει να εμμένουμε σταθερά σε αυτό που εμείς προκρίναμε και που έχει τη στήριξη της διεθνούς κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Να δεχτούμε λοιπόν την “όποια λύση” και να είναι; Όχι βέβαια. Θα πρέπει να προσπαθήσουμε το νέο πολίτευμα να είναι όσο πιο λειτουργικό γίνεται. Κυρίως θα πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας στα σημαντικά, δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στις πρόνοιες που θα αφορούν σε ένα απαισιόδοξο “τέλος” – την πιθανή κατάρρευση του κράτους. Και αυτό μπορεί να γίνει μέσω της θέσπισης μηχανισμών που θα απομακρύνουν αυτή την πιθανότητα όσο πιο πολύ γίνεται. Όπως, για παράδειγμα, ισχύει στην περίπτωση του Βελγίου, με τη λεγόμενη διαδικασία “κώδωνος κινδύνου”. Ακόμα και όταν τα πράγματα φτάσουν στο απροχώρητο, όπου οι δύο πλευρές θα σκέφτονται το βελούδινο διαζύγιο, θα πρέπει να θεσπιστούν πρόνοιες που να πιέζουν για δεύτερες σκέψεις, όπως στην περίπτωση της Μεγάλης Βρετανίας και του Καναδά, όπου υπάρχουν πρόνοιες για δημοψηφίσματα αυτονόμησης μετά από κάποια παρέλευση χρόνου, για να δωθεί χρόνος να ηρεμήσουν τα πράγματα. Ή με τον καθορισμό ενισχυμένου ποσοστού ψήφων σε δημοψήφισμα για διαζύγιο. Ή με άλλους παρόμοιους μηχανισμούς.
Ούτως ή άλλως, το γεγονός ότι θα είμαστε και οι δύο κοινότητες ενταγμένες στην Ε.Ε. δίνει το πλεονέκτημα πως η ίδια η Ε.Ε. θα προσπαθήσει με κάθε τρόπο να αποθαρρύνει την απόσχιση και την δημιουργία δύο κρατών (βλέπε πρόσφατη περίπτωση Καταλονίας). Ακόμα και στην απίθανη περίπτωση αποδοχής του διαζυγίου, είναι πολύ πιθανό πως η Ε.Ε. θα πιέζει για συναινέσεις : για παράδειγμα, δεν θα επιτρέψει να έχουμε δύο ψήφους στην Ε.Ε. (ενώ πιθανότατα θα επιτρέψει την συμμετοχή και των δύο πλευρών στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων). Θα επιμένει να συμφωνούμε μεταξύ μας στα διάφορα θέματα, οπότε και θα ισχύει η μια ψήφος. Και όπου δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε απλά δεν θα έχουμε ψήφο. Επίσης πολύ σημαντικό είναι πως η Ε.Ε. δεν θα επιτρέψει τις επεμβάσεις απο μια τρίτη χώρα στα εσωτερικά μας ζητήματα.
Τα πιο πάνω απαντούν και στο αγωνιώδες ερώτημα του προέδρου Αναστασιάδη, τι θα γίνει με το θέμα της αναγνώρισης στην περίπτωση κατάρρευσης του κοινού κράτους; Αν προνοήσουμε τους σωστούς μηχανισμούς και αν δείξουμε πως είμαστε σοβαροί και ειλικρινείς στις προσπάθειες μας, δεν θα πρέπει να ανησυχούμε υπέρμετρα. Πιο πολύ θα πρέπει να ανησυχούμε αν δεν καταλήξουμε σύντομα σε μια λύση, στο πλαίσιο των όσων έχουμε ήδη δεσμευτεί προ πολλού και που έχουν ήδη αποδεχθεί όλα τα κράτη του πλανήτη.
*Ο Νίκος Περιστιάνης είναι Κοινωνιολόγος Πρόεδρος Ιδρύματος Universitas και Συμπρόεδρος CAD
*Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους