Πολυτεχνείο: Αριστοτέλης Σαρρηκώστας – Ο φωτορεπόρτερ που απαθανάτισε την εισβολή του τανκ
Ο νεαρός φωτορεπόρτερ κατεβάζει την μηχανή, έχοντας τραβήξει τρία τελευταία κλικ. Ο ίδιος έχει προχωρήσει πιο κοντά στην πύλη του Πολυτεχνείου, επί της Πατησίων, που λίγα λεπτά πριν έχει γκρεμιστεί από το τανκ.
Στο ύψος της Χαλκοκονδύλη συναντά ισχυρές δυνάμεις της αστυνομίας. Περνάει ψύχραιμα ανάμεσα από τους αξιωματικούς που δεν τον σταματάνε. Μέσα σε λίγα λεπτά έχει φτάσει στα γραφεία του Associated Press στην Ακαδημίας 27 για να τυπώσει και να στείλει τις εμβληματικές φωτογραφίες, που το επόμενο πρωί θα κοσμούσουν πολλά πρωτοσέλιδα ανά τον κόσμο.
Ο 84χρονος σήμερα Αριστοτέλης Σαρρηκώστας μας υποδέχθηκε στο δημαρχείο της Καισαριανής, στο χώρο όπου εκτίθενται φωτογραφίες του από εκείνα τα ταραγμένα χρόνια.
Είναι ένας εξαιρετικά ευγενής κύριος, αεικίνητος και με εντυπωσιακή διαύγεια στην σκέψη. Θυμάται λεπτομέρειες από εκείνη την ιστορική νύχτα και τις περιγράφει λες και ξετυλίγει ένα φιλμ αναμνήσεων. Τα λόγια του πλέκονται με τον ήχο από ένα πιάνο που παίζει στην διπλανή αίθουσα.
Το ταραγμένο κλίμα της εποχής
«Εκείνες τις ημέρες η Αθήνα ήταν ένα καζάνι που έβραζε», λέει, περιγράφοντας την εικόνα της εποχής. «Στον αττικό ουρανό είχε σχηματιστεί ένα πέπλο από δακρυγόνα, ήταν τρομερό. Από το Σύνταγμα, μέχρι την Ομόνοια, την πλατεία Καραϊσκάκη, την λεωφόρο Αλεξάνδρας, το Μοναστηράκι – ήταν ένας περίγυρος αποκλειστικά για επεισόδια».
Βρισκόμαστε στην 14η Νοεμβρίου: «Το πώς άρχισε η κατάληψη του Πολυτεχνείου, υπάρχουν πολλές εκδοχές, αυτή που γνωρίζω είναι ότι κυνηγώντας τους φοιτητές η αστυνομία, αναγκαστικά μπήκαν μέσα και κλείσανε τις πόρτες. Αμέσως μετά, την ίδια μέρα, ειδοποιήθηκαν οι φοιτητές της Νομικής, που είχαν ήδη κάνει δύο καταλήψεις στο κτίριο της Νομικής, τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο. “Τι κάθεστε εδώ, οι συμφοιτητές μας τρώνε ξύλο στο Πολυτεχνείο”. Και κατέβηκαν με πανό στο Πολυτεχνείο και πήγαν και αυτοί και κλείστηκαν».
«Έβγαιναν έξω, έκαναν επιθέσεις εναντίον των αστυνομικών. Οι αστυνομικοί τους κυνηγούσαν, παιζόταν ένα παιχνίδι άσχημο», σημειώνει, τονίζοντας ότι γυρνούσε σε όλη την περιοχή και φωτογράφιζε τα πάντα. «Στην αρχή οι αστυνομικοί πυροβολούσαν τους πάντες με σφαίρες από καουτσούκ, την ημέρα. Χτυπούσαν και τους φωτορεπόρτερς, δεν μας άφηναν να φωτογραφίζουμε αυτά που έκαναν, βιαιοπραγίες, συλλήψεις κι όλα αυτά…».
«Την πρώτη μέρα, σχηματίστηκε ένα συμβούλιο από τους συνδικαλιστές φοιτητές και αποφάσισαν να οργανωθούν. Κάλεσαν τους ξένους δημοσιογράφους και μας εξήγησαν τους λόγους που έκαναν την κατάληψη», τόνισε. «Στην press conference, κοιτάζοντάς στα μάτια τους, κατάλαβα ότι θα το πήγαιναν μέχρι τέλους».
«Την επόμενη ημέρα κατασκεύασαν τον ραδιοφωνικό σταθμό που έπαιξε μεγάλο ρόλο, ακουγόταν σε όλη την Ελλάδα και ζητούσαν να τους προσφέρουν βοήθεια, να τους συμπαρασταθούν. Και επειδή μάζευαν καθημερινά τραυματίες και τους πήγαιναν στο Πολυτεχνείο, ζητούσαν γιατρούς και φάρμακα», λέει και σημειώνει: «Είχαν ανταπόκριση, πολύς κόσμος πήγαινε κοφίνια με ψωμιά, κονσέρβες και φάρμακα».
«Ως φωτορεπόρτερ, φωτογραφίζαμε την ημέρα, παρά τον κίνδυνο να μας πυροβολήσουν. Αλλά το βράδυ όλα τα κτίρια γύρω από το Πολυτεχνείο ήταν κατειλημμένα από ακροβολιστές αστυνομικούς, που πυροβολούσαν κατά βούληση με πραγματικά πυρά. Η ίδια η χούντα είχε ανακοινώσει τότε ότι έχουν 18 νεκρούς, όχι εντός του Πολυτεχνείου, στα πέριξ».
Ο ήχος της ερπύστριας
Είναι η νύχτα της 16ης Νοεμβρίου. Στους δρόμους δεν κυκλοφορεί ψυχή. Ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας βρίσκεται στα γραφεία του AP στην Ακαδημίας. Από το μπαλκόνι ακούει το θόρυβο από τις ερπύστριες των τανκς – ο ήχος έφτανε από την πλευρά της Βασ. Σοφίας.
«Έτρεξα αμέσως στην αίθουσα των δημοσιογράφων και πήγα στον ελληνοαμερικανό διευθυντή μου και του είπα: “έλα να ακούσεις!”. Μου απαντάει: “πάρε τις μηχανές και τρέχα”, ήταν η ώρα 9 το βράδυ».
Ο Σαρρηκώστας δεν ήθελε να πάει μόνος του στο σημείο: «Ήθελα να έχω κάποιον μαζί μου, το να κυκλοφορείς μόνος στο δρόμο εκείνα τα βράδια δεν ήταν και το πιο λογικό. Δεν φοβόμουν, αλλά δεν ήθελα να πάω τζάμπα, γιατί μπορούσε να με πυροβολήσει ο οποιοσδήποτε. Όταν είναι δύο μαζί, μπορεί να σε σώσει ο άλλος αν τραυματιστείς. Αν σε πυροβολήσει κάποιος και μείνεις εκεί 2-3 ώρες, πέθανες… Ήθελα να έχω κάποιον μαζί μου, χωρίς να πω ότι φοβόμουν».
Ο διευθυντής του είχε ένα αυτοκίνητο μάρκας Jaguar με ξένες πινακίδες. Μαζί με τον Σαρρηκώστα, που έχει φορτωθεί με κάμερες και φιλμ, μπαίνουν στο όχημα και κατεβαίνουν την Ακαδημίας. Εκεί στρίβουν προς την Πανεπιστημίου: «Πέσαμε πάνω στην φάλαγγα από δέκα ή δώδεκα τανκς. Προσπαθούσαμε να βρούμε ένα χώρο να μπούμε ενδιάμεσα, να μην είμαστε μακριά από την φάλαγγα. Φανταστείτε την σκηνή – μια φάλαγγα από 10-12 τανκς και δίπλα μια Jaguar».
Η απειλή με το πιστόλι
Στους δρόμους του κέντρου της Αθήνας δεν κυκλοφορεί ψυχή. «Οι στρατιώτες μας είδαν και μας άφησαν λίγο χώρο να μπούμε μέσα, είχαμε τον φόβο να μην μας πατήσει κάποια ερπύστρια. Με αυτό τον τρόπο κατεβαίναμε προς το Πολυτεχνείο, γίναμε και εμείς μέρος της φάλαγγας».
«Στο Πανεπιστήμιο μπροστά, μας πλησιάζει ένα αστυνομικό όχημα, το μόνο που κυκλοφορούσε. Κατεβάζει ο αστυνομικός οδηγός το παράθυρο και μας περιέλουσε με επίθετα, βρισιές. Και έβγαλε το περίστροφο. Μας απείλησε να μας σκοτώσει. Ο διευθυντής μου σοκαρίστηκε. Του απαντάω, “ηρέμησε να δούμε τι θα κάνω”. Έπρεπε να σκεφτώ τι να κάνω μέσα σε δέκατα του δευτερολέπτου».
Ο Σαρρηκώστας δρα ευρηματικά, παίζει με την ψυχολογία του αστυνομικού οργάνου. Κατεβάζει το παράθυρο και χωρίς να πει κουβέντα στον οδηγό με το περίστροφο, βάζει το δάκτυλο του στο ύψος της μύτης του και κάνει ένα παρατεταμένο “ςςςςς” με άγριο ύφος. «Λέω, ή θα τραβήξει την σκανδάλη ή θα πιάσει το κόλπο. Αυτός ψάρωσε, δεν περίμενε τέτοια αντίδραση. Υποθέτω ότι βλέποντας τις αγγλικές πινακίδες, τι θα είπε: CIA, Intelligence Service, κάτι τέτοιο μας πέρασε. Ήμασταν νέα παιδιά τότε, κουρεμένοι… Μίλησε με τον διπλανό του, έκαναν δεξιά και φύγανε, μας άφησαν να συνεχίσουμε στην φάλαγγα».
Πατησίων και Στουρνάρα γωνία
Η φάλαγγα έχει φτάσει στην οδό Πατησίων, έξω από την κεντρική θύρα του Πολυτεχνείου. Ο Σαρρηκώστας μαζί με τον διευθυντή του AP στην Ελλάδα βρίσκονται εκεί. Η περιοχή είναι γεμάτη από αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις. «Σταματήσαν τα τανκς και πήραν θέση μπροστά από το Πολυτεχνείο. Το μεγαλύτερο, με τον διοικητή τους, τον Λοχία, μπροστά στην κεντρική είσοδο. Αναμμένοι οι προβολείς των τανκς, ο Λοχίας είχε στο ένα χέρι το τηλέφωνο και στο άλλο το περίστροφο».
Σταθμένουν την Jaguar εκεί όπου άλλοτε ήταν το Μινιόν, στην Πατησίων. Βγαίνουν και κρατώντας φανερά τις κάμερες, προσεγγίζουν. «Σταθήκαμε στην Πατησίων και Στουρνάρα, στην απέναντι γωνία. Δειλά δειλά τράβηξα μερικές φωτογραφίες», λέει και περιγράφει ότι το σημείο ήταν γεμάτο από αστυνομικούς, στρατιώτες και μερικούς προβοκάτορες. «Μετά από 10 λεπτά κι ενώ φωτογράφιζα, έρχεται ένας αστυνόμος με τρία σιρίτια, μου φωνάζει “τι κάνεις εσύ εδώ;”, του απαντώ: “ήρθα να βγάλω μερικές φωτογραφίες για το πρακτορείο”».
Ο Σαρρηκώστας κρατάει την ανάσα του. Ο αστυνομικός απαντάει με έντονο τρόπο: «Κάθισε εδώ, να σε βλέπω!». «Άλλο που δεν ήθελα εγώ, να έχω έναν αστυνόμο να με προσέχει. Όλοι αυτοί που ήταν δίπλα μου, άκουσαν τον διοικητή να μου λέει να μείνω εκεί και έτσι άρχισα και φωτογράφιζα πιο ελεύθερα».
Τότε είχαν 36ρια φιλμ, τα οποία δεν γέμιζε.«Τράβαγα, 8, 10, 12, το έβγαζα και το έδινα στον διευθυντή μου, γιατί ήμουν σίγουρος ότι δεν θα μείνω πολύ ώρα εκεί, θα με βουτήξουν. Η Μπουμπουλίνας ακριβώς μια γωνία πάνω από το Πολυτεχνείο, λέω θα με πάνε εκεί». Κατά τις 12 τα μεσάνυχτα, λέει στον διευθυντή του να φύγει για το γραφείο και απομένει μόνος εκεί.
Η στιγμή της εισβολής
«Οι στιγμές ήταν συγκλονιστικές αυτές τις πέντε ώρες που έμεινα εκεί. Οι φοιτητές άνοιγαν τα πουκάμισα τους και έλεγαν στους στρατιώτες “ελάτε μαζί μας αδέρφια, είμαστε άοπλοι”. Οι στρατιώτες, έβλεπα, δεν ήξεραν πώς να συμπεριφερθούν, εντολές εκτελούσαν».
Ο ίδιος είναι αρκετά κοντά και ακούει καθαρά τον Λοχία να μιλάει στο τηλέφωνο, να λέει «μάλιστα, διατάξτε». Στις 3 παρά πέντε, αφού ο Λοχίας λέει μερικά «μάλιστα, μάλιστα», γύρισε τον πυργίσκο ανάποδα και έκανε και όπισθεν όλο το τανκ. «Έκανα τον σταυρό μου εγώ και λέω θα πήρε εντολή να φύγει, άρα τελείωσε η ιστορία. Δεν ήθελα να φωτογραφίσω πράγματα που δεν μου άρεσαν στην πατρίδα μου μέσα».
«Αφού φουλάρισε τη μηχανή κι έβγαλε μια κάπνα τρομερή, με όση δύναμη είχε πήγε και έπεσε πάνω στην είσοδο του Πολυτεχνείου. Οι άνθρωποι που ήταν πάνω στα δύο κολονάκια, στην είσοδο- -με πανό, σημαίες- άλλοι έπεσαν έξω, άλλοι έπεσαν μέσα, δεξιά κι αριστερά. Πίσω από την σιδερένια πόρτα, οι φοιτητές είχαν τοποθετήσει ένα αυτοκίνητο, μια Μερσεντές, κάποιου πρυτάνεως υποθέτω. Το τανκ με την δύναμη που πήγε, την Μερσεντές την έλιωσε αφού έριξε την σιδερένια πόρτα και την πήγε 10-12 μέτρα μέσα στην αυλή του Πολυτεχνείου».
Αφού άνοιξε η πύλη, αστυνομικοί και λοκατζήδες εισήλθαν στο χώρο του ιδρύματος. «Εκείνη την στιγμή άκουσα εκατοντάδες πυροβολισμούς, πολλά βογγητά, φωνές». Ο ίδιος έχει υποστεί σοκ από τα όσα βλέπει. «Προσπάθησα να συνέλθω αμέσως, με την έννοια ότι δεν περίμενα αυτό που έγινε, ήταν ξαφνικό».
«Πολλοί με ρωτούν αν είδα νεκρούς την βραδιά εκείνη. Στην ζωή μου δεν έχω πει ποτέ ψέματα, δεν θα το κάνω και τώρα. Δεν είδα νεκρούς. Αλλά μετά από αυτό το σοκ, αυτά που αντίκρισα κι εγώ, προσπάθησα να συνέλθω αμέσως. Για να έχω μια καλύτερη οπτική γωνία, έφυγα από την Στουρναρά και Πατησίων και πήγα στο κέντρο της οδού Πατησίων. Για να έχω και αυτή την φωτογραφία, όπου φαίνεται το μισό τανκ έξω και το μισό μέσα. Αυτός άνοιξε την είσοδο, πέρασε ο στρατός και η αστυνομία και έμεινε για ώρα εκεί», σημειώνει.
«Τράβηξα τρια καρέ. Με είδαν αστυνομικοί που ήταν δίπλα στο τανκ. Και με ξύλα 2 μέτρα, όχι γκλομπς, με βρίζουν και τα σηκώνουν σημαδεύοντας το κεφάλι μου. Προσπάθησα με κινήσεις μποξ, δεξιά και αριστερά, να τα αποφύγω. Με χτύπησε στον ώμο το ξύλο του ενός. Κάνω μεταβολή και αρχίζω να τρέχω με ζιγκ-ζαγκ γιατί ο ένας πάει να βγάλει το περίστροφο».
Προσπαθεί με κομμένη την ανάσα να καταφέρει να διαφύγει. «Εκείνη την ώρα, στην Κάνιγγος, οι αστυνομικοί έχουν κάνει έναν κλοιό με τριάδες. Με περίσσιο θράσος προσπαθώ να περάσω ανάμεσα τους, περνάω δίπλα από έναν αξιωματικό. Με κοίταξε καλά καλά και δεν έκανε τίποτα. Έφτασα στο γραφείο κι άρχισα να εμφανίζω τα φιλμ».
Στην πρώτη σελίδα διεθνώς
«Έστελνα φωτογραφίες μέχρι τις 6 το πρωί στην έδρα του AP στην Νέα Υόρκη». Κάθε ασπρόμαυρη φωτογραφία χρειαζόταν 21 λεπτά για να σταλεί. Η σκέψη του όμως παρέμενε στο Πολυτεχνείου και στο τι απέγιναν οι άνθρωποι εκεί.
Γέμισε πάλι την τσάντα του, ρίχνει λεμόνι και βαζελίνη στα μάτια του για να μην τσούζουν από τα δακρυγόνα και πάει πάλι στο Πολυτεχνείο. «Όταν έφτασα εκείνη την ώρα, είδα αστυνομικούς και πυροσβέστες με μάνικες να καθαρίζουν το χώρο μέσα και έξω από το πεζοδρόμιο του Πολυτεχνείου. Μπήκα μέσα χωρίς να ρωτήσω κανέναν και άρχισα να φωτογραφίζω σκισμένα παντελόνια, πουκάμισα, ελβιέλες – ρούχα πεταμένα δεξιά και αριστερά και μερικές κηλίδες αίματος που δεν είχαν προλάβει να ξεπλύνουν».
Ο Σαρρηκώστας δεν ήταν ο μόνος που τράβηξε υλικό. Σε υψηλό όροφο στο κτίριο του Ακροπόλ βρισκόταν ο Ολλανδός οπερατέρ Άλμπερτ Κουράντ, ο οποίος ήταν για χρόνια ανταποκριτής στην Ελλάδα. Είχε ενοικιάσει ένα δωμάτιο εκεί καθώς είχε μυριστεί την είδηση. Σε συνάντηση του με τον Σαρρηκώστα, λίγες ημέρες μετά, του είχε πει: «Ξέρεις Τέλη πόσα δολάρια πλήρωσα σε όλους τους υπαλλήλους για να μην με καρφώσουν;». Τράβηξε το βίντεο των λίγων δευτερολέπτων που δείχνει καθαρά την εισβολή του τανκ.
Την άλλη μέρα, ο Στυλιανός Παττακός, ο οποίος ήταν υπουργός Εσωτερικών της χούντας, κάλεσε τους ξένους δημοσιογράφους. Όταν τον ρώτησαν για το Πολυτεχνείο είπε ότι «δεν έγινε απολύτως τίποτα».
«Ήμουν έτοιμος να του πω: “τι λες ρε βλάκα;”, αλλά δεν μπορούσα να μιλήσω εκείνη την ώρα», αντέδρασε έντονα ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας.
Το μεσημέρι ήρθαν οι εφημερίδες από το εξωτερικό και είχαν στην πρώτη τους σελίδα την φωτογραφία του τανκ. «Μας κάλεσε και πάλι στις 6 το απόγευμα στο υπουργείο Εσωτερικών και μας είπε: “Έπρεπε να επέμβουμε, για να τελειώσει αυτή η ιστορία με τα παλιόπαιδα”. Έτσι μας είπε επί λέξει. Καταλαβαίνεις ότι τους ξεδοντιάσαμε, ο φίλος μου ο Κουράντ και εγώ από κάτω, δείξαμε ότι έγιναν πράγματα και θαύματα στο Πολυτεχνείο».
«Είναι μια σελίδα νομίζω, άλλοι την ονομάζουν ηρωική, άλλοι αλλιώς. Εγώ δεν θέλω να χαρακτηρίσω, δεν είμαι ιστορικός. Θέλω να πω ότι πέσανε θύματα, σκοτώθηκαν άνθρωποι. Μετά από 48 χρόνια, ακόμα σκέφτομαι ζωντανά αυτές τις στιγμές. Όσο είμαι γερός και αντέχω θα προσπαθώ να κάνω φωτογραφικές εκθέσεις που δείχνουν την πραγματικότητα, αυτό που συνέβη πριν από 48 χρόνια», καταλήγει.
Βίντεο με στιγμιότυπα από εκείνη την νύχτα