Ποιος τοποθέτησε το κιοσκ του Ερντογάν στο Βαρώσι;

Ποιος τοποθέτησε το κιοσκ του Ερντογάν στο Βαρώσι;

Του Νίκου Στέλγια*

 

Ξεκινώ με μια απλή παραδοχή. Λίγες ώρες μετά τις εικόνες που εκτυλίχθηκαν μπροστά στα μάτια μας στην άλλη πλευρά της Πράσινης Γραμμής και στο Βαρώσι δυσκολεύομαι να συγκεντρώσω την σκέψη μου. Για πρώτη φορά ύστερα από μεγάλο χρονικό διάστημα το πληκτρολόγιο «μπλοκάρει». Οι λέξεις δεν κυλούν και μοιάζουν να μην έχουν νόημα. Από την μια είναι η κούραση της χθεσινής ημέρας, και από την άλλη η θλίψη, η πικρία, η απογοήτευση για τα όσα συμβαίνουν.

Παρά το συναισθηματικό «shut down» που θα έλεγαν οι ψυχολόγοι φίλοι μου στην Αθήνα, επιλέγω παρακάτω να εστιάσω συνολικά στα μεγάλα κενά-αδυναμίες που έχουν το μερίδιο του λέοντος στα όσα βιώνουμε σε Κυπριακό και Βαρώσι το τελευταίο διάστημα. Το βασικό μου ερώτημα είναι απλό. Άραγε, για το αδιέξοδο στο Κυπριακό, την απειλή της τελικής διχοτόμησης σε θάλασσα και γη και την κορύφωση της έντασης ευθύνεται αποκλειστικά η «άλλη πλευρά», δηλαδή η Τουρκία, ο κ. Τατάρ, και η εθνικιστική άρχουσα συμμαχία σε Τουρκία και τ/κ κοινότητα. Κατά την ταπεινή μου άποψη, για το αδιέξοδο ευθύνη φέρει και η ε/κ πλευρά. Και με τον όρο «η ευθύνη της ε/κ πλευράς» δεν αναφέρομαι αποκλειστικά στην περίπτωση της ηγεσίας του Νίκου Αναστασιάδη. Χωρίς να παραγνωρίζω-παραγράφω τα λάθη του κ. Αναστασιάδη και των συνοδοιπόρων του, αναφέρομαι στην συλλογική ευθύνη της κοινωνίας και συγκεκριμένα όλων των παραγόντων -κοινωνικών και πολιτικών- της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Ξεκινώ λοιπόν, με την κορυφή της πολιτικής πυραμίδας. Περιορίζω την αναφορά μου στην συνολική αποτυχία της προηγούμενης επταετίας, δηλαδή της περιόδου της διακυβέρνησης Αναστασιάδη. Αν αφήσουμε στην άκρη τα δυο πρώτα έτη της περιόδου της ηγεσίας του αδιάλλακτου Ντερβίς Έρογλου, έχουμε μπροστά μας μια πενταετία (2015-2020) κατά την οποία τα κενά, οι αδυναμίες και τα λάθη τα οποία μας οδήγησαν με μαθηματική ακρίβεια στα όσα βιώνουμε σήμερα ήταν ομολογουμένως πολύ μεγάλα.

Από τα μέσα του 2015 έως και τα μέσα του 2017 είχαμε μια περίοδο περίπου 24 μηνών, στην οποία πραγματοποιήθηκαν εντατικές επαφές σε επίπεδο ηγεσιών και οι οποίες, πλαισιώθηκαν από σειρά διασκέψεων. Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι πολλά: Για ποιο λόγο δεν γεφυρώθηκε το χάσμα ανάμεσα στις δυο ηγεσίες κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου; Γιατί οδηγηθήκαμε σε διασκέψεις δίχως να έχουν κλείσει ουσιώδη κεφάλαια του Κυπριακού; Γιατί πήγαμε στο Κραν Μοντάνα εφόσον δεν συμφωνούσαμε επί της αρχής της πολιτικής ισότητας; Γιατί βιαστήκαμε να αποχωρήσουμε από αυτήν την τελική διάσκεψη; Και τι πράξαμε τα επόμενα τρία έτη που ακολούθησαν; Γιατί βυθιστήκαμε στην απραξία (με εξαίρεση την συμφωνία του Βερολίνου του 2019);

Ανάλογα αναπάντητα ερωτήματα υπάρχουν και για την στάση των ελληνικών κυβερνήσεων. Το σημαντικότερο δε ερώτημα, αφορά το γιατί καθ΄ όλη την διάρκεια της εν λόγω επταετίας η Αθήνα απέτυχε να κατανοήσει ότι το status quo σε Κυπριακό, Ανατολική Μεσόγειο και Αιγαίο δεν είναι βιώσιμο.

Πέραν λοιπόν των προφανών ερωτημάτων για την πολιτική των κυπριακών και ελληνικών κυβερνήσεων, χρειάζεται να εστιάσουμε επίσης στον ρόλο των υπόλοιπων πολιτικών πρωταγωνιστών της περιόδου. Των πολιτικών κομμάτων στο σύνολο τους και των υποστηρικτών της διζωνικής, δικοινοτικής λύσης (ΔΔΟ), των παραγόντων της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ως προς τα κόμματα της Δεξιάς και του υποτιθέμενου κεντρώου χώρου, έχω την εντύπωση ότι δεν χρειάζονται να ειπωθούν πολλά. Τα εν λόγω κόμματα, όπως και το σύνολο του πολιτικού συστήματος, έχουν εδώ και χρόνια αποτύχει στο να παρουσιάσουν εναλλακτικές, πειστικές και βιώσιμες προτάσεις για την πορεία του Κυπριακού.

Εξίσου προβληματική στάση κατά την εν λόγω περίοδο παρουσίασαν τόσο η αξιωματική αντιπολίτευση, όσο και οι πολιτικές δυνάμεις που υποστηρίζουν την ΔΔΟ. Από την μια υποβαθμίστηκαν οι σχέσεις με όλες τις προοδευτικές δυνάμεις της τ/κ κοινότητας (τ/κ Αριστερά, τ/κ που υποστηρίζουν την λύση -έποικοι και τ/κ πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας- κ.ο.κ.), με εξαίρεση ορισμένων «ευκαιριακού τύπου» εξάρσεων σε κρίσιμες συγκυρίες και εθιμοτυπικού επαφές με τους τ/κ. Από την άλλη, όπως όλα τα κόμματα, έτσι και οι υποστηρικτές της ΔΔΟ δεν κατάφεραν να πείσουν το σύνολο της κοινωνίας για την ανάγκη της άμεσης διευθέτησης του Κυπριακού.

Αν δεχθούμε ότι η κυβέρνηση και τα κόμματα αποτελούν πολιτικούς παράγοντες οι οποίοι έχουν τους δικούς τους πολιτικούς στόχους-σκοπιμότητες-συμφέροντα, τότε το σίγουρο είναι ότι το μερίδιο ευθύνης της ακαδημίας και της διανόησης του τόπου για το σημερινό αδιέξοδο είναι πολύ μεγαλύτερο. Και αυτό διότι, ακαδημία και διανόηση έχουν την ευθύνη να προσεγγίζουν τις εξελίξεις και τα προβλήματα πολυδιάστατα, σχεδόν πάντα ένα ή περισσότερα βήματα πιο μπροστά από την κοινωνία και τους πολιτικούς.

Όλα αυτά τα χρόνια λοιπόν που η Κύπρος όδευε προς την διχοτόμηση, το Πανεπιστήμιο, οι καθηγητές, οι αναλυτές, οι δημοσιογράφοι, οι καλλιτέχνες, με εξαίρεση ορισμένες λαμπρές ωστόσο λιγοστές περιπτώσεις, επέλεξαν την «σιωπή». Όχι την απλή σιωπή αλλά κάτι χειρότερο, την σιωπή της σκέψης. Η διανόηση του τόπου σε γενικές γραμμές επέλεξε την θέση του θεατή απέναντι στην διχοτόμηση…

Ολοκληρώνουμε και καταλήγουμε στο σύνολο της κοινωνίας. Όταν ύστερα από χρόνια, ο ιστορικός του μέλλοντος θα κληθεί να γράψει το κεφάλαιο της τελικής διχοτόμησης της Κύπρου, το σίγουρο είναι ότι θα έχει να γράψει πολλά για τις επιλογές των πολιτών. Ο κάθε πολίτης, ο οποίος ηθελημένα ή άθελα συντηρεί το πελατειακό σύστημα της μοιρασμένης Κύπρου είναι συνυπεύθυνος για όλα που συμβαίνουν σήμερα στο Κυπριακό και στο Βαρώσι.

Με απλά λόγια λοιπόν, εκείνο το κακόγουστο κιοσκ, στο οποίο δείπνησαν οι κ. Ερντογάν και κ. Μπαχτσελί δεν το τοποθέτησαν στην αμμουδιά του Βαρωσιού από μόνα τους τα τουρκικά συνεργεία. Όλοι βάλαμε πλάτες, όλοι βάλαμε χέρια στην τοποθέτησή του.

*Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους/ ΠΗΓΗ: “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ” Κύπρου

Share this post