Ποιος θα είναι ο επόμενος καγκελάριος;
Στις κάλπες αύριο οι Γερμανοί.-Ο σχηματισμός κυβέρνησης ως τα τέλη Δεκεμβρίου φαντάζει εξαιρετικά δύσκολος.
Του Τάσου Τέλλογλου*
Οι Γερμανοί εκλέγουν αύριο Κυριακή, 26 Σεπτεμβρίου. τον 9ο καγκελάριό τους μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε το ρολόι της ιστορίας μηδένισε τον χρόνο της χώρας. Αντενάουερ, Έρχαρντ, Κίζινγκερ, Μπραντ, Σμιτ, Κολ, Σρέντερ, Μέρκελ. Από τα πρόσωπα αυτά, οι άνθρωποι έξω από τη Γερμανία (αλλά και μέσα σε αυτήν) αγνοούν τον Κουρτ Γκέοργκ ΚίζινγκερΚουρτ Γκέοργκ Κίζινγκερ, που κυβέρνησε από το 1966 έως το 1969. Ο Χριστιανοδημοκράτης Κίζινγκερ ήταν ο επικεφαλής του πρώτου μεγάλου συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών (CDU)Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (Γερμανία)–Σοσιαλδημοκρατών (SPDΣοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας), όταν η οικονομία είχε πάψει πλέον να μεγεθύνεται μετά το γερμανικό οικονομικό θαύμα και το εκλογικό αποτέλεσμα έκανε αναγκαία την κυβέρνηση από τα δύο μεγάλα κόμματα
Τις δύο τελευταίες τετραετίες, η Γερμανία κυβερνήθηκε από έναν τέτοιο συνασπισμό. Το 2017 οι δύο εταίροι –κυρίως οι Σοσιαλδημοκράτες– επιχείρησαν να τον αποφύγουν. Η Μέρκελ στην τελευταία της θητεία προέκρινε τη συνεργασία με τους ΦιλελεύθερουςΕλεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (Γερμανία) (FDP) και τους ΠράσινουςΣυμμαχία ’90/Οι Πράσινοι. Οι Φιλελεύθεροι έβλεπαν ότι οι περισσότερες από τις προεκλογικές τους εξαγγελίες δεν επρόκειτο να υλοποιηθούν σε αυτόν τον συνασπισμό (τον είχαν ονομάσει ΤζαμάικαΓερμανικές εκλογές ή σαν βγεις στον πηγαιμό για την Τζαμάικα από τα χρώματα των τριών κομμάτων: μαύρο για τους Χριστιανοδημοκράτες, πράσινο για τους Πράσινους και κίτρινο για τους Φιλελεύθερους). Προέκυψε έτσι και πάλι ένας μεγάλος συνασπισμός Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών, στον οποίον οι δεύτεροι «σύρθηκαν», καθώς θεωρούσαν ότι ο μικρότερος παίκτης έβγαινε χαμένος – το 2017 το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα με 20,5% είχε πετύχει το χειρότερο εκλογικό του αποτέλεσμα από το 1949. Παρά το γεγονός ότι η συμμετοχή ήταν ιδιαίτερα υψηλή στις εκλογές, 5% ψηλότερη από το 2013, και οι Χριστιανοδημοκράτες έπεσαν στα τάρταρα, συγκεντρώνοντας το 26,8%των ψήφων (έναντι 34, 1% το 2013). Αυτός ο συνασπισμός είχε το πλεονέκτημα της σταθερότητας· παρά τη σχετική τους μείωση, τα δύο κόμματα που τον συναποτελούν είναι ακόμα τα μεγαλύτερα, αντιπροσωπεύοντας τώρα το 45-50% του εκλογικού σώματος. Όμως το σχήμα αυτό είναι τόσο βαρύ που συμβολίζει την κοινωνική, πολιτική και οικονομική ακινησία.
Το 1969 έγιναν πρόωρες εκλογές στη Γερμανία. Είχε περάσει ο Μάης του 1968, το κίνημα ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ βρισκόταν στο απόγειό του και η πρώτη πετρελαϊκή κρίση αχνοφαίνονταν στον ορίζοντα. O Βίλλυ ΜπραντΒίλλυ Μπραντ με τους Σοσιαλδημοκράτες πήραν 42,7% των ψήφων, ερχόμενοι δεύτεροι μετά τους Χριστιανοδημοκράτες, έλαβαν όμως τελικά την εντολή και ανέλαβαν το βάρος του σχηματισμού της γερμανικής κυβέρνησης, επικεφαλής της οποίας ήταν από το 1949 Χριστιανοδημοκράτης πολιτικός (46 από τα από τα 72 χρόνια της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας έχουν κυβερνήσει τρεις Χριστιανοδημοκράτες καγκελάριοι: 14 χρόνια ο Κόνραντ ΑντενάουερΚόνραντ Αντενάουερ, 16 χρόνια ο Χέλμουτ ΚολΧέλμουτ Κολ και 16 η Άγκελα Μέρκελ).
Το 1969 πιθανότατα θα επαναληφθεί και την επόμενη Κυριακή. Το 2017 οι τσακισμένοι Σοσιαλδημοκράτες μπήκαν στην κυβέρνηση και ο πρώην δήμαρχος Όλαφ Σολτς ανέλαβε τη θέση του υπουργού Οικονομικών. Ο Σολτς κατά τα φαινόμενα θα κερδίσει με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα τις εκλογές της Κυριακής, καθώς προηγείται σε όλες τις δημοσκοπήσεις του υποψηφίου του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος Άρμιν Λάσετ, που είναι πρωθυπουργός του πολυπληθέστερου κράτους της χώρας, της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Από τις 8 Σεπτεμβρίου 2021 σε συνολικά οκτώ δημοσκοπήσεις ο Σολτς με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα συγκεντρώνουν από 27% (ΆλλενσμπαχZweitstimmen-Wahlabsicht | IfD Allensbach 8-9-2021) εως 26% (Der Spiegel, 22-9-2021).
H διαφορά βέβαια είναι τόσο μικρή, που ο Σολτς από βέβαιος νικητής μπορεί να βρεθεί δεύτερος, κυρίως εξ αιτίας του γεγονότος ότι το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα έχει καταβάλει μια αγωνιώδη προσπάθεια να προσελκύσει την τελευταία στιγμή τις δεύτερες ψήφους των εκατομμυρίων ψηφοφόρων που προτιμούν το Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (FDP). Το δίλημμα αυτό τίθεται ως εξής: Καθώς το Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα φαίνεται να διασφαλίζει, σε αντίθεση με άλλες αναμετρήσεις, μια άνετη είσοδο στη Βουλή –από 9,5% εως 13% των ψήφων, ανάλογα με τη δημοσκόπηση– υπερπηδώντας άνετα το φράγμα του 5%, οι Χριστιανοδημοκράτες καλούν τους ψηφοφόρους τους, αφού είναι βέβαια η είσοδος του κόμματός τους στη Βουλή, να δώσουν τη δεύτερη ψήφο στους ίδιους.
Κάθε Γερμανός ψηφοφόρος έχει δύο ψήφους: μία στον υποψήφιο και μία στην κομματική λίστα, δηλαδή στο κόμμα που προτιμά. Ένας ψηφοφόρος μπορεί να ψηφίσει τη λίστα διαφορετικού κόμματος από αυτό στο οποίο ανήκει ο υποψήφιος που προτιμά για τη στενή εκλογική του περιφέρεια (όπου εφαρμόζεται το πλειοψηφικό, δηλαδή εκλέγεται εκείνος που συγκεντρώνει τις περισσότερες ψήφους). Έτσι λοιπόν ένας παραδοσιακός ψηφοφόρος (όσοι έχουν μείνει ακόμα) π.χ. των Χριστιανοδημοκρατών, μπορεί να ψηφίσει έναν Σοσιαλδημοκράτη ως τοπικό του αντιπρόσωπο και το ανάποδο. Οι Χριστιανοδημοκράτες το εκμεταλλεύονται και καλούν τους ψηφοφόρους των Ελευθέρων Δημοκρατών να ψηφίσουν τον τοπικό υποψήφιο των Ελευθέρων Δημοκρατών για την Βουλή και τη λίστα των Χριστιανοδημοκρατών για την κυβέρνηση. Είναι μια πονηριά που «έπιανε» όσα χρόνια υπήρχε ο κόκκινος «μπαμπούλας», με την κατάργηση ωστόσο των διαχωριστικών γραμμών και τον βιολογικό θάνατο των παραδοσιακών ψηφοφόρων, δεν φαίνεται πλέον να λειτουργεί.
Εδώ ακριβώς οφείλει την επιτυχία του ο Σολτς. Ο Γερμανός υπουργός των Οικονομικών δεν κομίζει προγραμματικά κάτι καινούργιο. Έχει όμως το καλύτερο «γκελ» στους λεγόμενους Wechselwaehler, τους ψηφοφόρους που μετακινούνται από το ένα κόμμα στο άλλο. Το 2005, μετά την ήττα του Γκέρχαρντ ΣρέντερΓκέρχαρντ Σρέντερ, ένα ικανό τμήμα πρώην ψηφοφόρων της Σοσιαλδημοκρατίας μετακινήθηκε αργά αλλά σταθερά στην Άγκελα Μέρκελ: Εκείνη ήταν στα μάτια τους η καλύτερη σοσιαλδημοκράτισσα, αν και ανήκε στο αντίπαλο κόμμα. Κανείς δεν ξέρει πόσα εκατομμύρια Γερμανοί ήταν αυτοί που άλλαξαν κόμμα. Πρόσφατα η Sueddeutsche Zeitung παρατήρησε σε μια συγκέντρωση του Σολτς στο Πότσδαμ το πλήθος: ανάμεσά τους ήταν ο ιστορικός Γερμανός σκηνοθέτης Φόλκερ ΣλέντορφVolker Schlöndorff, παραδοσιακός ψηφοφόρος της γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας που μετακινήθηκε στην Mutti (χαϊδευτικό της Μέρκελ) και τώρα γυρίζει στην πολιτική του πατρίδα. Οι ψηφοφόροι αυτοί κάνουν την διαφορά του Σολτς έναντι του Λάσετ.
Υπάρχουν όμως και άλλοι παράγοντες. Οι δύο μεγάλοι άνδρες της γερμανικής Χριστιανοδημοκρατίας, ο Φόλκερ ΜπουφιέVolker Bouffier, πρωθυπουργός της Έσσης και ο πρόεδρος της Βουλής, γνωστός μας Βόλφγκανγκ ΣόιμπλεΒόλφγκανγκ Σόιμπλε, υποστήριξαν τον Λάσετ έναντι του πρωθυπουργού της Βαυαρίας Μάρκους ZέντερMarkus Söder, που πολλοί λένε ότι θα ήταν καλύτερος υποψήφιος καγκελάριος, αν και είναι εξίσου επαρχιώτης και πολύ λιγότερο φιλοευρωπαίος από τον Λάσετ. Ο Σόιμπλε από την πλευρά του πρόσφατα επέρριψεSchäuble gibt Merkel indirekt Mitschuld an Laschet-Misere | FAZ την ευθύνη στη Μέρκελ για την πορεία του Λάσετ, λέγοντας ότι παραμένοντας στην καγκελαρία τα τελευταία χρόνια ενώ είχε αποχωρήσει από την ηγεσία του κόμματος, δεν έδινε τη δυνατότητα στον διάδοχό της να πει «θα αλλάξουμε τα πάντα, έπρεπε να λέει θα συνεχίσουμε να κάνουμε ό,τι κάναμε και αυτό ήταν ένα πρόβλημα για το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα».
Ο Λάσετ εμφανίσθηκε αυτή την εβδομάδα στην εκλογική περιφέρεια της Μέρκελ στον ανατολικογερμανικό Βορρά, για να υπενθυμίσει στους ψηφοφόρους ότι εκείνος και όχι ο Σολτς είναι ο πολιτικός διάδοχος της Μέρκελ. Το πρόβλημα είναι ότι οι ψηφοφόροι δεν τον πιστεύουν. Αυτό φαίνεται σε ορισμένα ανατολικογερμανικά κρατίδια όπως η Σαξονία. Στις τελευταίες εκλογές του κρατιδίου, που έχει πολλούς αρνητές του κορονοϊού και μέλη της ακροδεξιάς «ΕναλλακτικήςAlternative for Germany» AfD (αυτά πάνε μαζί), το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας προηγείτο των Σοσιαλδημοκρατών κατά 25 μονάδες. Τώρα και τα δύο κόμματα βρίσκονται στο 18%. Στο Μεκλεμβούργο όπου πολιτευόταν η Μέρκελ και οι Χριστιανοδημοκράτες συμμετέχουν στην κυβέρνηση, οι δημοσκοπήσεις τους δείχνουν στο 14 έως 15%.
Υπάρχει και ένας τρίτος «παίκτης». Η αύξηση της θερμοκρασίας τα τελευταία καλοκαίρια, οι πλημμύρες και το μεγάλωμα μιας νέας γενιάς ανθρώπων που ζουν στις πόλεις εκτόξευσε αρχικά, όταν ανακοινώθηκε η υποψηφιότητά της, στο 27% την υποψήφια καγκελάριο των «Πρασίνων» Αναλένα ΜπέρμποκΑναλένα Μπέρμποκ. Οι Πράσινοι διαφοροποιούνται από τα δύο μεγάλα κόμματα στο πότε ζητούν η χώρα να εγκαταλείψει τον λιγνίτη (το 2030 αντί το 2038) και τον κινητήρα εσωτερικής καύσης στα αυτοκίνητα (το 2030 αντί του 2035). Αυτό σημαίνει ότι τρομάζουν εκατομμύρια ανθρώπους που φοβούνται πιο πολύ την μείωση του εισοδήματός τους απ’ ό,τι μια πιθανή καταστροφή του πλανήτη. Οι θέσεις αυτές στοίχισαν στους «Πρασίνους» δημοσκοπικά, αλλά δεν σταμάτησαν να τις υποστηρίζουν
Όποιος και αν κερδίσει τις εκλογές θα είναι μέρος της κυβέρνησης. Το πότε θα σχηματισθεί αυτή η κυβέρνηση είναι αβέβαιο. Την προηγούμενη φορά οι διαπραγματεύσεις διάρκεσαν 4 μήνες. Και τώρα οι Γερμανοί λένε μεταξύ σοβαρού και αστείου ότι το πρωτοχρονιάτικο διάγγελμα θα γίνει και πάλι από την Μέρκελ, καθώς ο σχηματισμός κυβέρνησης ως τα τέλη Δεκεμβρίου φαντάζει εξαιρετικά δύσκολος.
ΠΗΓΗ: insidestory.gr
ΦΩΤΟ ΠΑΝΩ: Οι τρεις βασικοί υποψήφιοι για την καγκελαρία χαιρετιούνται πριν το debate της 12ης Σεπτεμβρίου. Από αριστερά Όλαφ Σολτς (SPD), Ανναλένα Μπέρμποκ (Πράσινοι) και Άρμιν Λάσετ (CDU). [Michael Kappeler/POOL/AFP]