Ποιος φοβάται ακόμη τον κυρ Φώτη;

Ποιος φοβάται ακόμη τον κυρ Φώτη;

Επειδή δεν έχουμε να κάνουμε με μία ζωγραφική του σαλονιού αλλά με χρώματα που είναι φτιαγμένα από σάρκα και αίμα.

Του Μάνου Στεφανίδη*

Το έργο τέχνης είναι η μοναξιά αλλά και το μεγαλείο μας μπροστά στον θάνατο. Θα μπορούσε ο τίτλος του άρθρου επίσης να είναι:

″Γιατί είναι ευτυχισμένος ο Κονέκ Κονέκ, ο πρωτόγονος βασιλιάς της Ισπροβάνας που επιμένει να συλλογίζεται, ξαπλωμένος σε ανάκλιντρο αρχαίου φιλοσόφου, το τι είναι ο άνθρωπος; ”

Προφανώς αναφέρομαι στη γνωστή παράσταση από την οικία του Κόντογλου στο Γαλάτσι, φτιαγμένη το 1932, δηλαδή δέκα χρόνια μετά την μικρασιατική καταστροφή. όταν πια άπαντες έχουν συνειδητοποιήσει πόσο εύκολα ανατρέπεται η ανθρώπινη ευτυχία. Αλλά και πόσο εύθραυστη είναι η ανθρώπινη συνθήκη ιδιαίτερα για εκείνες οι κοινωνίες που ζούσαν σε μία προνεωτερική αθωότητα πριν έρθουν οι εκπολιτιστές αποικιοκράτες και τα ενεργούμενα τους και τους ξεριζώσουν από τις εστίες τους.

Και ο Κόντογλου, εν προκειμένω, αναδεικνύει στη ζωγραφική του, σαν άλλος Κλωντ Λεβί Στρος – αλλά σαν Πικάσο των Demoiselles – την γενοκτονία των ιθαγενών της Βραζιλίας, της Αφρικής, της Ινδονησίας και κατ’ αναλογίαν της Μικράς Ασίας.

Ακόμη τα πάθη και της Ινδίας της οποίας ένας εκπρόσωπος, ένας φακίρης σαν τον ημίγυμνο Πρόδρομο, στέκεται συμβολικά δίπλα στον Αϊβαλιώτη Καπετάνιο. Η σχέση είναι προφανής, η καταγγελία ξεκάθαρη αλλά λίγοι αυτοί που τολμούν να την αναγνώσουν. Ακόμη και σήμερα!

Θέλω πάντως να πω εξ αρχής ότι είναι πολύ σημαντικό ότι παρουσιάζεται μια τέτοια έκθεση σ′ ένα τέτοιο χώρο αυτή την χρονική συγκυρία όπως επίσης είναι πολύ σημαντική η παρουσίαση του Παρθένη στην Εθνική Πινακοθήκη ή του Σπύρου Παπαλουκά, λίγο καιρό πριν, στο Ίδρυμα Θεοχαράκη. Υπενθυμίζω ότι η χαρά του Κόντογλου ήταν πολύ μεγάλη όταν το 1927 ο Παπαλουκάς παντρεύτηκε την Όλγα Ευαγγέλου από το Αϊβαλί. Δηλαδή τη δική του αγαπημένη πατρίδα…Όμως το έργο και των τριών αυτών δημιουργών κόβει σαν μαχαίρι, είναι βαθιά πολιτικό και για τούτο η προσέγγιση του πρέπει να γίνεται και με προσοχή αλλά και με τόλμη. Κυρίως γιατί το έντονα πολιτικό – ανατρεπτικό στοιχείο του δεν είναι συμβατό σε μία εποχή κατεξοχήν απολιτίκ. Έστω κι αν το έργο αυτό αποτελεί την πιο ελεγειακή προσέγγιση των χαμένων πατρίδων όπως επίσης και των αιτιών που προκάλεσαν την απώλεια τους. Κι αυτό είναι το κυριότερο. Ότι δηλαδή δεν έχουμε να κάνουμε με μία ζωγραφική του σαλονιού αλλά με χρώματα που είναι φτιαγμένα από σάρκα και αίμα.

Το λέω ξεκάθαρα: Ο μπάρμπα Φώτης δεν είναι ο ευσεβιστής εικονογράφος των παραεκκλησιαστικών οργανώσεων, ούτε ο χαριτωμένος διακοσμητής των σαλονιών μίας αφόρητα μικροαστικής Αθήνας. Με σημαιούλες και κεράκια. Και είναι τουλάχιστον ασέβεια να τον συγχέουν με συγκεκριμένους σύγχρονους. Επειδή και στο κοσμικό και στο θρησκευτικό του έργο καιροφυλακτούν η ανατροπή και η διακωμώδηση του ”καθωσπρέπει” γούστου. Λέει κάπου ο ίδιος για τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο. ”Δεν την καταλαβαίνουνε, ούτε τους αρέσει η ζωγραφική του, αυτοί θέλουνε Ιακωβίδηδες (sic)”. Έτσι και τώρα, νομίζω πως κυριαρχεί μία μάλλον politically correct προσέγγιση του.

Ας πούμε, στη μεγάλη, αυτοβιογραφική σύνθεση – στην Εθνική Πινακοθήκη σήμερα αποτοιχισμένη – που ζωγραφίζει το 1932 στο σαλόνι του σπιτιού του στο Γαλάτσι, με ευσχήμονες βοηθούς τους Εγγονόπουλο και Τσαρούχη, 10 χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, το κυρίαρχο στοιχείο είναι σύγκρουση ανάμεσα σε έναν πολιτισμό που έρχεται από την ευρεία ανατολή και σε μίαν αποικιοκρατική βία που έρχεται από τη δύση.

Οι Βρετανοί, οι Ιταλοί, οι Γάλλοι στην μικρά Ασία, οι Ισπανοί, οι Πορτογάλοι και πάλι οι Βρετανοί στη Νότιο Αμερική αλλά και οι ”Ολαντέζοι” στο κάστρο της Μπούκα Ρούα στο νησί Τσάτλα ακριβώς από πάνω από τον Αϊβαλιώτη καπετάνιο, αυτό δηλώνουν. Με τον πιο δραματικό τρόπο. Μόνο τυφλοί ή ”ειδικοί” της νεοελληνικής τέχνης δεν θα έβλεπαν το προφανές και δεν θα έκαναν τη διασύνδεση. Και δεν με στεναχωρεί τόσο που με αγνοούν αλλά που δεν αντιμετωπίζουν έντιμα την ερμηνεία που προτείνω.

Ο Κόντογλου καταγράφει ανάγλυφα εδώ τα αίτια που οδήγησαν την έξοδο του Ελληνισμού από την προαιώνια κοιτίδα του. Όμως οι γενικόλογες εξαπλουστεύσεις είναι όπως πάντα, από την εποχή του αείμνηστου Νίκου Ζία, ο κυρίαρχος συρμός. Αυτές που αναφέρονται στον ταπεινό, τον θεοσεβούμενο, τον χριστιανό κυρ Φώτη. Ο οποίος ήταν ασφαλώς όλα αυτά αλλά και πολλά περισσότερα. Στο μυθιστόρημα του ”Πέδρο Καζάς” για παράδειγμα, εκδοθέν δαπάναις του Στρατή Δούκα, προλαβαίνει τον σουρεαλισμό, πέντε ολόκληρα χρόνια πριν το πρώτο επίσημο του μανιφέστο το 1924. Ποιός δικαιούται να το αγνοεί;

Ο Κόντογλου, με όλους τους τρόπους, καταγγέλλει το ”ψευτορωμαίικο” (δική του έκφραση) αλλά και την κρατικοποίηση της Ορθοδοξίας. Νομίζω πως κατευθείαν απόγονοι του – οι οποίοι όμως παραδόξως λείπουν από την έκθεση του Μουσείο Γουλανδρή υπέρ εκείνων που η μόνη τους σχέση μαζί του ήταν το ότι τον ζωγράφισαν από μία φωτογραφία (!) – παραμένουν ο ασκητικός του σώματος Πάνος Φειδάκης, ο Κώστας Παπατριανταφυλλόπουλος – ο όποιος επί 30 χρόνια ζωγραφίζει την εκκλησία των Βραχναίικων Αχαΐας κατά τον πιο κοντογλικό τρόπο – και βέβαια ο Γιώργος Χατζημιχάλης με τις εικαστικές αναφορές του στον ”φτυχισμένο Κονέκ Κονέκ” και με όρους ενός μη δυτικού μοντερνισμού.

Η παράλειψη αυτού τελευταίου είναι κατά τη γνώμη μου η πιο ”πονηρή”. Γιατί η αισθητική του σαλονιού προκρίθηκε απέναντι στην έρευνα και την ουσία της αισθητικής έκφρασης. Και γιατί ακόμα υπάρχουν άνθρωποι που τους βολεύει να μην βλέπουν πόσο γλυκά δένουν μεταξύ τους ο Henri Matisse, ο Κόντογλου, ο Διαμαντόπουλος – άλλος μεγάλος αδικημένος – ο Τσαρούχης και το, διαρκώς αντιστεκόμενο στις ισοπεδωτικές ερμηνείες, Βυζάντιο.

ΥΓ. Αυτός ήταν ο λόγος, το πολιτικό, οχληρό στοιχείο, που είχε κάνει την αείμνηστη Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα να κρατάει την τοιχογραφία για περισσότερα από 10 χρόνια στις αποθήκες της Εθνικής Πινακοθήκης!

Προσέξτε, εν προκειμένω, πως σκηνογραφεί τους πουριτανούς Ολλανδούς όταν μεταφέρουν κανόνια στον Μέγα Ωκεανό. Χάρμα! Προσωπικά, τέλος, θα πρόσθετα και μία από τις εικόνες του Χριστού που είδα πρόσφατα στο Μουσείο της Ρεντίνας, φτιαγμένες από το χέρι του Διονυσίου του εκ Φουρνά. Ως γέφυρα ανάμεσα στον κυρ Μανουήλ Πανσέληνο και τον κυρ Φώτη. Όμως κάποιοι μοιάζει να φοβούνται ακόμα και τη σκιά τους. Και να μην τολμούν ούτε τα πλέον στοιχειώδη. Watson!

Σημείωση: Από το κείμενο της Καθημερινής:

«Ήθελε να έχει μπροστά του τα πρότυπά του, τις υψηλότερες κορυφές της τέχνης που θαύμαζε», σχολιάζει ο κ. Παυλόπουλος. «Σε αυτό το έργο ο Κόντογλου απεικονίζει τη μυθολογία του συναιρώντας στοιχεία της βυζαντινής και της μεταβυζαντινής παράδοσης σε μια ενιαία αφήγηση. Για εκείνον δεν υπήρξε καμιά διακοπή στο συνεχές της ελληνικής ιστορίας και εφάρμοσε εικαστικά τη συγκεκριμένη εθνοποιητική αντίληψη…”

***

Μάνος Στεφανίδης  είναι  Ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ, ιστορικός τέχνης, μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων./Φωτογραφίες: ΑΡΧΕΙΟ ΜΑΝΟΥ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗ

Πηγή:  huffingtonpost.gr

Share this post