Ποιοι είναι σήμερα οι εχθροί της γραφής;
Του Μπρετ Στίβενς*
Τον περασμένο Ιανουάριο, σε μια εποχή που μοιάζει σήμερα πολύ μακρινή, ο συγγραφέας Τζορτζ Πάκερ που είχε τιμηθεί με το βραβείο Χίτσενς εκφώνησε μια αξιομνημόνευτη ομιλία με τίτλο «Οι εχθροί της γραφής». «Γιατί μια καριέρα όπως εκείνη του Κρίστοφερ Χίτσενς είναι σήμερα όχι μόνο απίθανη, αλλά σχεδόν αδιανόητη;» αναρωτήθηκε. «Γιατί η σημερινή ατμόσφαιρα είναι εχθρική; Ποιοι είναι οι εχθροί της γραφής;»
Για να καταλάβουμε τι εννοεί ο Πάκερ, αρκεί να θυμηθούμε ένα άρθρο που είχε γράψει ο Χίτσενς το 2007 στο Vanity Fair με τίτλο «Γιατί οι γυναίκες δεν είναι αστείες». Ηταν ένα άρθρο εξωφρενικό, λόγιο και όχι εντελώς σοβαρό. Σκεφτείτε να δημοσιευόταν σήμερα! Η πάρτε ένα άλλο άρθρο που είχε γράψει ο Χίτσενς εκείνο τον χρόνο, όπου χαρακτήριζε το ισλάμ «ταυτοχρόνως την ιδεολογία της βίας και ορισμένων δικτατοριών». Προσπαθήστε να βρείτε κάτι παρόμοιο σήμερα στο Slate, όπου είχε δημοσιευτεί εκείνο το άρθρο.
Αυτό που δείχνουν αυτά τα παραδείγματα, και αποτύπωσε ο Πάκερ στην ομιλία του, είναι μια σαφής υποχώρηση στην ελευθερία του λόγου. Και στη σύγχρονη μορφή της ξεκίνησε με τον φετφά του Αγιατολάχ Χομεϊνί το 1980 εναντίον του Σαλμάν Ρούσντι για τους «Σατανικούς Στίχους», που κρίθηκαν βλάσφημοι.
Μετά το επεισόδιο εκείνο – που ανάγκασε τον Ρούσντι να κρυφτεί για μια δεκαετία και οδήγησε στον φόνο του ιάπωνα μεταφραστή του βιβλίου του και τον πυροβολισμό του νορβηγού εκδότη του – ακολούθησαν κι άλλα παρόμοια γεγονότα: ο φόνος του ολλανδού σκηνοθέτη Τέο Βαν Γκογκ το 2004, η υπόθεση των δανικών σκίτσων το 2005-06, η σφαγή στο Charlie Hebdo το 2015 και ο αποκεφαλισμός του γάλλου καθηγητή Σαμουέλ Πατί από έναν τσετσένο εξτρεμιστή.
Όπως και σε άλλες περιπτώσεις, η πρώτη αντίδραση ήταν οργή και αλληλεγγύη, για να ακολουθήσει μια σιωπηρή ηθική παραχώρηση. Το έγκλημα καταδικάζεται, αλλά αντιμετωπίζεται και ως απάντηση σε μια πρόκληση.
Μετά την υπόθεση Ρούσντι, ο πρώην πρόεδρος Τζίμι Κάρτερ έγραφε ένα άρθρο στους New York Τimes όπου χαρακτήριζε τη θανατική απειλή του Χομεϊνί «απεχθή», πρόσθετε όμως ότι το βιβλίο του Ρούσντι αποτελεί μια «ευθεία απειλή για εκατομμύρια μουσουλμάνους που παραβιάστηκαν οι ιερές τους πεποιθήσεις». Όταν το PEN American Center επέλεξε να τιμήσει το Charlie Hebdo με το Βραβείο της Ελευθερίας της Εκφρασης, ορισμένα μέλη του διαμαρτυρήθηκαν ότι με τον τρόπο αυτό χλευάζονταν οι πεποιθήσεις μιας περιθωριοποιημένης μειοψηφίας.
Το αποτέλεσμα αυτής της αντιπαράθεσης ήταν μια μεσαία θέση που μπορεί να περιγραφεί ως εξής: οι φανατικοί δεν πρέπει να σκοτώνουν ανθρώπους και οι συγγραφείς και καλλιτέχνες δεν πρέπει να προσβάλλουν αναιτίως τους φανατικούς. Ο συμβιβασμός αυτός σκοτώνει τον φιλελευθερισμό, καθώς εντάσσει την έννοια της βλασφημίας στη φιλελεύθερη κοινωνική τάξη και παρέχει στους δυνάμει προσβαλλόμενους βέτο στο τι μπορεί να πει ο καθένας. Εξοικειώνει έτσι την κοινή γνώμη με ένα ολοένα συρρικνούμενο εύρος της επιτρεπτής έκφρασης και της αποδεκτής σκέψης.
Δεν είναι σαφές κατά πόσον υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στον τρόπο με τον οποίο τόσοι δυτικοί φιλελεύθεροι προσπαθούν να χορέψουν γύρω από το θέμα του θρησκευτικού φανατισμού και άλλους περιορισμούς στην κοινωνικά αποδεκτή έκφραση. Αυτά τα δύο όμως πηγαίνουν μαζί και έχουν εξίσου καταστροφικά αποτελέσματα. Ο συμβιβασμένος φιλελευθερισμός μας έχει αναγκάσει μια γενιά συγγραφέων να μετράνε κάθε λέξη τους φοβούμενοι ότι μια λάθος λέξη μπορεί να καταστρέψει την καριέρα τους. Το αποτέλεσμα είναι ασφαλέστερο, αλλά λιγότερο ενδιαφέρον. Είναι κακό γι’αυτούς που γράφουν και βαρετό γι’αυτούς που διαβάζουν.
Στην ομιλία του, ο Πάκερ υποστήριξε ότι η καλή γραφή είναι αποφασιστικής σημασίας για τη δημοκρατία και ότι η μία πεθαίνει μαζί με την άλλη. Οσο περισσότερο δεν μπορεί να συζητηθούν ορισμένες ιδέες, τόσο πιο δύσκολο είναι να γράψεις καλά. Η κουλτούρα μας, που κάποτε πίστευε στις αξίες της καθαρής έκφρασης και του γενναίου επιχειρήματος, χάνει τη ζωτικότητά της εδώ και 30 χρόνια. Και το ίδιο συμβαίνει με τη δημοκρατία.
(*) Ο Μπρετ Στίβενς είναι αρθρογράφος των New York Times
(Πηγή: New York Times ΑΠΕ-ΜΠΕ)