Ποια Ευρωπαϊκή Εξωτερική Πολιτική

Ποια Ευρωπαϊκή Εξωτερική Πολιτική

Η ανάδυση της Κίνας, η πολιτική της Ρωσίας και η πιο επιθετική πολιτική περιφερειακών δυνάμεων κοντά στην Ένωση, όπως η Τουρκία, θέτουν αυτήν τη θεώρηση υπό αμφισβήτηση

Του Νικόλα Κατσαούνη*

Στο εξαιρετικό ντοκυμαντέρ του Errol Morris “Fog of War,” κάποια στιγμή ακούγονται μαγνητοφωνημένοι διάλογοι μεταξύ τού τότε Υπουργού Άμυνας των ΗΠΑ Robert McNamara, και του Προέδρου Lyndon Johnson. Αναφερόμενος στην κλιμάκωση στο Βιετνάμ, αλλά και στην ασαφή επιχειρησιακή εικόνα στην περιοχή, ο LBJ λέει στον McNamara με τη χαρακτηριστική τεξανή προφορά του: “What I want is somebody who can lay up some plans to trap these guys… and whoop the hell out of ’em.”

Πριν κάποιους μήνες, είχα μία συζήτηση με έναν πολύ κοντινό μου φίλο Γερμανό, ο οποίος λόγω της δουλειάς του έχει επαφές με τη γερμανική πολιτική τάξη και γενικότερα την πολιτική σκέψη στη Γερμανία. Έθιξα σειρά θεμάτων, τα οποία άπτονται των εξωτερικών σχέσεων της Ε.Ε. Συγκεκριμένα, την κίνηση του Μακρόν να προβάλει τα σκίτσα της Charlie Hebdo σε γαλλικά κτίρια (σχέσεις με το Ισλάμ), τα ελληνοτουρκικά, τη δηλητηρίαση του Ναβάλνι και την εν γένει δραστηριοποίηση των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών σε ευρωπαϊκό έδαφος. Για το πρώτο, μου απάντησε ότι καλό είναι να μην ταράζουμε τα νερά, για τα ελληνοτουρκικά μού είπε ότι δεν είμαι ψύχραιμος, γιατί εμπλέκεται η χώρα μου -ε, και εν πάση περιπτώσει ας τα βρούμε στη μέση- και για τους Ρώσους ότι γενικώς “δεν μπορούμε να κάνουμε πολλά” καθώς το μόνο που θα τους πονούσε, θα ήταν η ακύρωση του Nordstream, αλλά αυτό θα ήταν οικονομικά ασύμφορο. Σημειώνω εδώ ότι ο ίδιος μού είχε πει ότι μέρος των διαδηλώσεων των QAnon κατά των μασκών στο Βερολίνο ήταν υποκινούμενο από τη Ρωσία. Η ερώτηση φυσικά που προκύπτει συνολικά από τις απαντήσεις του, είναι πώς ακριβώς αυτό συνιστά πολιτική, γιατί το να “μην ταράζουμε τα νερά” δεν είναι πολιτική -ή τουλάχιστον δεν είναι πολιτική με όραμα, αφού η πολιτική με όραμα έχει γωνίες. 

Η Γερμανία -και μαζί της η Ευρώπη- είναι μπροστά σε ένα σταυροδρόμι. Η Γερμανία λόγω τού ότι έχει δύο φορές βρεθεί στη λάθος πλευρά της ιστορίας, θέλει να αντιλαμβάνεται τη διεθνή πολιτική ως μία αρένα που καθορίζεται από ιστορικές διαδικασίες πέρα από τον έλεγχο των δρώντων στη διεθνή σκακιέρα και γενικώς προτιμάει να μην κοιτάει πολύ πέρα από τα σύνορά της. Παράλληλα στρέφει όλη της τη δραστηριότητα στο οικονομικό πεδίο, και κάπως έτσι αντιλαμβάνεται την εξωτερική πολιτική: σαν έναν μεγάλο ισολογισμό οικονομικών συναλλαγών, το οποίο παράλληλα την κάνει να παρουσιάζεται ουδέτερη. Αν τα κράτη καλό είναι να μην “πολυμπλέκουν,” αν η Γερμανία δεν επιτρέπεται να έχει εθνικές επιδιώξεις, και αν η επιδίωξη του οικονομικού συμφέροντος είναι καλή για όλους, η πολιτική αποχή μεταμορφώνεται σε πολιτική στρατηγική. 

Η μεταπολεμική ιστορία της Ευρώπης επέτρεψε, στη Γερμανία περισσότερο, αλλά και στην Ευρώπη, να έχει μια τέτοια αντίληψη για τον κόσμο. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι ηγέτες της ηπείρου γνώριζαν ότι σε περίπτωση σύγκρουσης θα ήταν το πεδίο μάχης, αλλά όχι το κέντρο λήψεως αποφάσεων. Ακόμα περισσότερο, γνώριζαν ότι η απόφαση για το αν η υφήλιος θα γίνει πυρηνικό παρανάλωμα του πυρός λαμβανόταν σε κέντρα τα οποία επηρέαζαν μόνο στο περιθώριο -δηλαδή στην Ουάσινγκτον και τη Μόσχα. Η Ευρώπη, μέσα σε αυτή την παραδοχή, με συνείδηση της ιστορίας της, αλλά και με την ασφάλεια που της παρείχε το ΝΑΤΟ, κατάφερε να οικοδομήσει την πρώτη πολιτική ολοκλήρωση στη σύγχρονη ιστορία η οποία επιτεύχθη χωρίς πόλεμο -την Ευρωπαϊκή Ένωση, που αποτέλεσε και τον μηχανισμό επανένταξης της Γερμανίας στο διεθνές σύστημα. 

Μετά την πτώση του ανατολικού μπλοκ, η αίσθηση ασφάλειας της Δύσης αυξήθηκε και η Ευρώπη έπεισε τον εαυτό της ότι τα πράγματα “εκεί έξω” θα βαίνουν συνεχώς βελτιούμενα, αρκεί να οικοδομήσουμε τους κατάλληλους διεθνείς οργανισμούς, και στο εσωτερικό της, αν τα κράτη μέλη της τηρούσαν ορισμένους βασικούς κανόνες οικονομικής πολιτικής. Το πρόβλημα με αυτήν τη θεώρηση είναι ότι γαλουχήθηκε σε ένα μονοπολικό διεθνές περιβάλλον: χωρίς αντίπαλα κράτη οικοδομείς συστήματα όπως τα θέλεις, ή όπως φαντάζεσαι ότι θα χρειαστεί να λειτουργούν. 

Η ανάδυση της Κίνας, η πολιτική της Ρωσίας και η πιο επιθετική πολιτική περιφερειακών δυνάμεων κοντά στην Ένωση, όπως η Τουρκία, θέτουν αυτήν τη θεώρηση υπό αμφισβήτηση. Η Κίνα επενδύει σε περιοχές μέσα και γύρω από την Ευρώπη, μεταφράζοντας τις επενδύσεις της σε πολιτική επιρροή και σε ψήφους σε διεθνείς οργανισμούς. Η Ρωσία, μετά τις επιχειρήσεις στην Ουκρανία και τη Γεωργία, έχει επιδοθεί σε έναν εκτεταμένο και βρόμικο ψηφιακό πόλεμο με σκοπό να διαρρήξει την κοινωνική συνοχή της Δύσης. Η Τουρκία -η οποία επιχειρεί στρατιωτικά σε 6 χώρες αυτήν τη στιγμή- εργαλοιοποιεί τους μετανάστες, γιατί και αυτή και η Ρωσία ξέρουν αυτό που λίγοι ευρωπαίοι πολιτικοί τολμούν να ξεστομίσουν: ότι οι ανεξέλεγκτες ροές τα επόμενα χρόνια θα μετατραπούν σε σοβαρά κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισμικά προβλήματα στις χώρες υποδοχής. 

Με άλλα λόγια, οι χώρες αυτές αναπτύσσουν δυνατότητες με τις οποίες μπορούν να αμφισβητούν, και σε πολλές περιπτώσεις να πετυχαίνουν, την αναδιάταξη του διεθνούς συστήματος. Αλλιώς ειπωμένο, η αυξημένη τους ισχύς τούς καθιστά πόλους του διεθνούς συστήματος, και οι πόλοι καθορίζουν και τις εξελίξεις. Η Ευρώπη σιγά σιγά θα πρέπει να αντιληφεί ότι ο κόσμος εκεί έξω όχι μόνο δεν είναι όπως ο κόσμος “εδώ μέσα” (αυτό ενδεχομένως και να το ξέρει), αλλά ότι ο κόσμος εκεί έξω μάς χτυπάει την πόρτα, και πολλές φορές με τρόπο που απειλεί τα ζωτικά μας συμφέροντα. Και η θαλπωρή της ξεχωριστής μας ειρήνης δεν μπορεί να κρατήσει αν δεν είμαστε έτοιμοι να τα υπερασπιστούμε. 

Για να επιστρέψω στην εισαγωγική παράγραφο, ο LBJ ήταν ένας μάλλον τραχύς πολιτικός. Δεν είχε την ευγένεια του Κένεντυ ούτε τη γοητεία του. Ήταν όμως πολύ αποτελεσματικός και αυτό που εννοεί, είναι ότι από ένα σημείο και μετά, τα μηνύματα τα στέλνεις αλλιώς. Δικτάτορες σαν τον Ερντογάν δεν “κονταίνουν” με το ‘σεις και με το ‘σας. Σκοτεινοί και αδίστακτοι τύποι σαν τον Πούτιν δεν σταματούν τις δολοφονίες σε ξένο έδαφος με θερμές παρακλήσεις. Αυτό που ξέρουν, περισσότερο από εμάς, είναι ότι η ultima ratio των διεθνών σχέσεων είναι η χρήση της βίας, και ότι οι διεθνείς σχέσεις διαμορφώνονται με την υπόρρητη απειλή της χρήσης της. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι η Ευρώπη πρέπει να γίνει ξαφνικά πολεμοχαρής. Πρέπει όμως να είναι προετοιμασμένη να προασπιστεί τα ζωτικά της συμφέροντα με τρόπο που θα έχει σοβαρές συνέπειες για τους κατά τόπους αντιπάλους της. 

Αν είναι προετοιμασμένη, έμπρακτα, να το κάνει αυτό, το πιο πιθανό είναι ότι δεν θα χρειαστεί να το κάνει.

Νικόλας Κατσαούνης είναι απόφοιτος της σχολής διεθνών σχέσεων του Πανεπιστημίου Columbia της Νέας Υόρκης. Τα τελευταία 10 χρόνια, δουλεύει στον χώρο της πολιτικής ανάλυσης,  των media και της επικοινωνίας./ Tα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους

 

Πηγή:skai.gr

Share this post