Πισθάγκωνα δεμένος
Του Άντη Ροδίτη
Σ’ ἔφτυσε, λοιπὸν, κατάμουτρα, Ἀττίλα,
ὁ δεκαεννιάχρονος.
Κι εσύ; Ἐσύ, τί άλλο; Τὸν πυροβόλησες,
πισθάγκωνα δεμένο.
Τάχα τὸν σκότωσες.
Τάχα πόνεσε ὁ Ἐλλήσποντος, ἀπό τὸ μαστίγιο
τοῦ Ξέρξη.
Νὰ ἦταν, ἄραγε, ξανὰ, οἱ δύο κόσμοι;
Ξανὰ, τὸ «περισσότερη τιμὴ τοὺς πρέπει»,
ἐκείνους τοὺς ἐλάχιστους «πολλούς»
ποὺ κάτι «Μήδους»
ποὺ «ἐπιτέλους θὰ διαβοῦνε»
ξανά
και ξανά
κατάμουτρα τοὺς φτύνουν;
Θὰ τὸ νιώσεις ἂραγε ποτὲ, Ἀττίλα,
θὰ τὸ ψυχανεμιστεῖς, ἴσως,
πὼς ὁ πισθάγκωνα 19 χρονῶν δεμένος
φτύνοντάς σε κατάμουτρα
ποτὲ δὲν πεθαίνει;
Ποτέ.