Περί των Εγκωμίων και του Επιτάφιου της Παναγίας. Ποιά η προσέγγιση του αοιδήμου Αυστραλίας Στυλιανού

Περί των Εγκωμίων και του Επιτάφιου της Παναγίας. Ποιά η προσέγγιση του αοιδήμου Αυστραλίας Στυλιανού

Επιμέλεια: Α Χ. Βικέτος

Αν και στις Τυπικές Διατάξεις της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας ( Οικουμενικό Πατριαρχείο), του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας , των Εκκλησιών Κύπρου και Ελλάδος, αλλά και άλλων, ουδεμία αναφορά γίνεται σε Εγκώμια και Επιτάφιο της Θεοτόκου, διαπιστώνουμε ότι αυτά γίνονται όλο και περισσότερο μέρος της λατρευτικής ζωής της Εκκλησίας. (ΦΩΤΟ ΕΠΑΝΩ: Η Κοίμηση της Θεοτόκου, ψηφιδωτό. Μονή της Χώρας Κωνστντινούπολη-wikimedia.org) 

Τα Εγκώμια της Παναγίας επικράτησε να ψάλλονται την παραμονή της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ή την προτεραία, όπως συνέβη χθες (13.8.2024) στον Ι. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου  Παναγιώτισσας, στον Πρωταρά. Στην Ακολουθία προεξήρχε ο Μητροπολίτης Κωνσταντίας & Αμμοχώστου Βασίλειος και παρέστη ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Ν. Χριστοδουλίδης. Προφανώς, την ιδέα είχε ο πρωτοσύγκελος  της Μητρόπολης, ο οποίος διακονεί στον συγκεκριμένο Ναό, Αρχιμ. Αυγουστίνος Κκαράς.

ΦΩΤΟ Ι.Ν. Παναγίας Παναγιώτισσας

Ωστόσο , τα Εγκώμια της Παναγίας δεν είναι μέρος των επισήμων ύμνων της Εκκλησίας για την Ορθόδοξη εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, αλλά  ούτε και των μεθεορτίων.

Τι συμβαίνει; Υπάρχει άγνοια, υπερβολικός συναισθηματισμός, ή φολκλόρ, όπως και σε άλλες πτυχές της εκκλησιαστικής ζωής, ή όλα μαζί;

Τα Εγκώμια αυτά είναι οι ύμνοι που ψάλλονταν και συνεχίζουν να ψάλλονται πάνω από τον Τάφο της Παναγίας στα Ιεροσόλυμα ανήμερα της Κοιμήσεως και εμφανίστηκαν στα τέλη του περασμένου αιώνα στις Κυκλάδες( ίσως και στα Επτάνησα), ενώ σύντομα εξαπλώθηκαν ακόμα και σε Ελληνορθόδοξες Ενορίες της Διασποράς και Μοναστήρια, εκτός από τα Αγιορείτικα.

Το  ζήτημα έχει μακρά ιστορία, αφού απασχόλησε την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας Ελλάδος (Απρίλιος 1865), η οποία υπό την Προεδρία του τότε Μητροπολίτη Αθηνών Θεοφίλου αποφάσισε ότι «δεν περιέχονται στο τυπικό της δικής μας θρησκείας», και παρ’ ότι εξυμνούν τη Μητέρα του Χριστού δεν είναι ανεκτή η «εισαγωγή» τους στη λατρεία».

Με το σκεπτικό ότι τιμούμε δεόντως την Παρθένο, όταν σεβόμαστε την τάξη της Εκκλησίας και όχι όταν την καταφρονούμε, εξέδωσε την υπ’ αριθμ 135, αριθμ. πρωτ. 4319, 21/4/1865 Εγκύκλιο προς τους κατά το Κράτος Σεβασμιωτάτους Ιεράρχας «περί απαγορεύσεως Επιταφίου ύμνου εις την εορτήν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου», επισημαίνοντας: «…η τοιαύτη ακολουθία είναι ασυνήθης και παντή  ξένη εις την καθ’ όλου ορθόδοξον Ανατολικήν του Χριστού Εκκλησίαν».

Το επίσημο τυπικό της ελληνορθόδοξης Εκκλησίας συντάχτηκε από τον επιφανή πρωτοψάλτη Γεώργιο Βιολάκη και εκδόθηκε από το Πατριαρχικό Τυπογραφείο στην Κωνσταντινούπολη το 1888, και μέχρι σήμερα είναι σε ισχύ.

Σε αυτό για τα Εγκώμια αναφέρονται τα εξής: «Στον όρθρο της εορτής της Κοιμήσεως, ανήμερα στις 15 Αυγούστου, ευθύς μετά την καταβασίαν της θ´ (ωδής) συνηθίζεται ενιαχού, όπου πανηγυρίζεται η εορτή αύτη μεγαλοπρεπώς, προς πλείονα τάχα δόξα και τιμήν της Θεοτόκου, ίνα ψάλλωνται τα λεγόμενα “εγκώμια της Παναγίας”, κατά μίμησιν των του Κυρίου ημών, των ψαλλομένων εν τω όρθρω του Μ. Σαββάτου. Η Μεγάλη Εκκλησία κατακρίνουσα παν ό,τι καινοφανές και κακόζηλον, έστω και γινόμενον προς τιμήν της Θεοτόκου, αποδοκιμάζει ταύτα επισήμως και απαγορεύει μάλιστα αυστηρώς».  Ωστόσο, τα εγκώμια  παρέμειναν ως τοπικό έθιμο προφανώς στα Ιεροσόλυμα και σε κάποιες άλλες περιοχές .

Το γεγονός ότι τα «Εγκώμια της Παναγίας» δεν ανήκουν στους επίσημους ύμνους της Εκκλησίας, αλλά και το ότι δεν έχουν σταθερό ή επίσημο κείμενο, έχει οδηγήσει στο φαινόμενο κάθε μοναστήρι ή εκκλησία, που τα συμπεριέλαβε στους εορτασμούς του Δεκαπενταύγουστου να έχει τα δικά του «εγκώμια», χωρίς πλέον αυτά να έχουν καμία σχέση με τα πραγματικά Ιεροσολυμίτικα Εγκώμια, από τα οποία προήλθαν.

Ο Επιτάφιος της Παναγίας

Ακόμα ένα σημαντικό θέμα έχει ανακύψει από την επικράτηση της πρακτικής της λιτάνευσης του Επιταφίου της Παναγίας, που παρ’ ότι δεν καταγράφεται επισήμως στο Τυπικό της ελληνορθόδοξης Εκκλησίας, έφτασε σε κάποιες περιοχές της Ελλάδος και της Κύπρου να θεωρείται και να πραγματώνεται ως τυπική λατρεία του Δεκαπενταύγουστου.

Η τελετουργία της «Ταφής της Θεοτόκου» ξεκίνησε και αυτή στην Ιερουσαλήμ και από εκεί μεταφέρθηκε στη Ρωσία, όπου λάβαινε αρχικώς χώρα μόνο στον Καθεδρικό Ναό Ουσπένσκυ της Μόσχας.

Η τέλεσή του εξαπλώθηκε αργά ανάμεσα στους Ρωσοορθόδοξους, χωρίς να υιοθετηθεί από την πλειονότητα των ναών ή των μοναστηριών, αποκτώντας και εκεί τοπικό χαρακτήρα, καθώς αλλού πραγματοποιείται κατά την Αγρύπνια της Κοιμήσεως και αλλού την τρίτη ημέρα μετά την Κοίμηση.

Εγκώμια προς τιμήν της Παναγίας λέγονταν και λέγονται ανελλιπώς στην Εκκλησία , γραμμένα μάλιστα από κορυφαίους αγίους υμνογράφους, Ιωάννη τον Δαμασκηνό, Κοσμά τον Μελωδό, Ιωσήφ τον υμνογράφο.

Ιδού μερικά από αυτά : «την Τιμιωτέραν …», «Άξιον  εστί…», «Θεοτόκε Παρθένε  », «Την ωραιότητα της Παρθενίας  »κά. Επίσης υπάρχουν τα «Θεοτοκία» του Εσπερινού του Σαββάτου, εκάστου ήχου, που εγκωμιάζουν την Θεοτόκο.   

Κυρίως όμως  τα τροπάρια, που ψάλλονται, στον Εσπερινό και στον Όρθρο της Κοιμήσεως, είναι τα πιο εξαίρετα Εγκώμια προς την Παναγία: «Ω του παραδόξου θαύματος, η πηγή της ζωής εν μνημείω τίθεται», «Βαβαί των σων μυστηρίων αγνή». Και επίσης , τα Καθίσματα, οι Κανόνες, οι Καταβασίες κ. λ. π.

Στοχασμοί του Δεκαπενταύγουστου

Ο Επιτάφιος και τα εγκώμια της Παναγίας*

Του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανού(+)

Όταν οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί μιλούμε για «Επιτάφιο» και «Εγκώμια», αμέσως ο νους μας πηγαίνει συνήθως στη Μεγάλη Παρασκευή, όπου το πλήθος των πιστών έρχεται να προσκυνήσει μέσα στο ανθοστόλιστο κουβούκλιο το εικονιζόμενο Σώμα του Χριστού. Υπάρχει όμως σε πολλά μέρη του Ορθοδόξου κόσμου η ευλαβής συνήθεια να στολίζουν ανάλογο κουβούκλιο με άνθη την ημέρα του Δεκαπενταύγουστου, και μέσα εκεί να αποθέτουν εικόνα Κοιμήσεως της Παρθένου, και να της ψάλλουν επίσης Εγκώμια με συντριβή και κατάνυξη που θυμίζει τις πένθιμες ώρες της Μεγάλης Παρασκευής. Έτσι κάνουν συνήθως σε πολλά Ορθόδοξα Μοναστήρια, αφού είναι γνωστή η ιδιαίτερη ευλάβεια των Ορθοδόξων Μοναχών προς το πάνσεπτο πρόσωπο της Αειπαρθένου, στην οποία άλλωστε έχουν αφιερώσει κι ολόκληρο το Άγιον Όρος ως αποκλειστικά δικό Της περιβόλι.

Επειδή όμως αυτό το ευλαβικό έθιμο δεν είναι ευρύτερα γνωστό ανάμεσα στα πλήθη των πιστών μας, είναι πολύ φυσικό ορισμένοι να παραξενεύονται, κι ίσως ακόμη και να σκανδαλίζονται, βλέποντας τον Επιτάφιο της Παναγίας. Από τότε μάλιστα που αυτό το έθιμο άρχισε να παρουσιάζεται, έστω και σποραδικά, και εδώ στην Αυστραλία, όπως π.χ. στο Μοναστήρι της Μεταμορφώσεως (Earlwood N.S.W), η ανάγκη να εξηγήσουμε μερικά  βασικά πράγματα γύρω απ’ αυτό το θέμα, γίνεται ακόμη πιο επιτακτική.

Η πρώτη εντύπωση του πιστού, που θα μπει στο Ναό και θα δει για πρώτη φορά σε εικόνα το σώμα της Θεοτόκου να βρίσκεται τοποθετημένο σε προσκύνηση μέσα σε μεγαλόπρεπο ανθοστόλιστο κουβούκλιο, δε χωρεί αμφιβολία πως θα είναι η έκπληξη και η απορία. Γιατί, δικαιολογημένα, θα διερωτηθεί: Καλά, ο Χριστός είναι Θεός, και ο Επιτάφιος Θρήνος έρχεται με κάθε θεολογική νομιμότητα να πλαισιώσει όχι μονάχα την οφειλετική προσκύνηση προς το πανάχραντο Σώμα του Κυρίου, αλλά και να εκφράσει λατρευτικά το φρικτό δέος γης και ουρανού μπροστά στο ανήκουστο θέαμα ενός Θεού σαβανωμένου. Φυσικό λοιπόν είναι η Εκκλησία έναν τέτοιο καινοφανή και ανήκουστο «ενταφιασμό» να τον υμνεί ως την άκρα του Θεού συγκατάβαση:

Η Ζωή εν τάφω κατετέθης, Χριστέ,

 Και Αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο,

 συγκατάβασιν δοξάζουσαι την Σην.

Φορητή εικόνα της Κοιμήσεως στην Σύρο. Έργο Δομίνικου Θεοτοκόπουλου (Ελ Γκρέκο)

Ερωτάται όμως ύστερ’ απ’ όλα αυτά: Δικαιολογείται ανάλογη έκπληξη μπροστά στην Κοίμηση της Παναγίας, για να στολίζουμε και γι’ αυτήν Επιτάφιο και να ψάλλουμε Εγκώμια; Δεν ήταν Αυτή άνθρωπος σαν εμάς; Δεν ήταν φυσικό να πεθάνει και να ενταφιασθεί όπως όλα τα άλλα δημιουργήματα, αφού κι η ίδια δεν είχε συλληφθεί ασπόρως; Γιατί να δώσουμε τέτοια έμφαση στην Κοίμησή Της; Γιατί να προσκυνήσουμε λατρευτικά το νεκρό  σώμα Της, τοποθετώντας το έτσι σχεδόν στην ίδια βαθμίδα με το πανάχραντο Σώμα του Θεανθρώπου;

Τα ερωτήματα αυτά εκ πρώτης όψεως είναι και εύλογα και φυσικά, γι’ αυτό και φαίνονται τελείως δικαιολογημένα. Έτσι όμως σκέφτεται κανείς μόνο όταν δεν εμβαθύνει στο μυστήριο του Χριστού και της Παναγίας. Γιατί τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά, όταν θυμηθούμε τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας σχετικά με την ενανθρώπηση του Θεού. Το θεμελιωδέστερο λοιπόν στοιχείο αυτής της διδασκαλίας είναι ότι η Παναγία συνέλαβε τον Υιόν του Θεού ασπόρως, δηλαδή άνευ σποράς ανδρός, υπερφυώς. Το Σύμβολον της Πίστεως λέει επιγραμματικά ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος «εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου».

Έχοντας αυτή τη θεμελιώδη αλήθεια στο νου μας, θα πρέπει τώρα να ρωτήσουμε με πολλή ευλάβεια και προσοχή και με κάθε φόβο Θεού: Στον Επιτάφιο του Χριστού τι σώμα κλαίμε, υμνολογούμε και προσκυνούμε; Ασφαλώς όχι ένα σώμα αμαρτωλό και φθαρτό σαν τα δικά μας σώματα, γιατί αυτό θα ήταν ειδωλολατρία και αρειανισμός. Ούτε όμως πάλι και το τεθεωμένο Σώμα του Χριστού, που ενωμένο αχώριστα με τον Θεόν-Λόγον ανελήφθη εις τους ουρανούς και εκάθησεν εκ δεξιών του Πατρός. Κατά το Πάθος και τον θάνατό Του ο Χριστός έμεινεν ο απαθής τη θεότητι, και εν τάφω ευρέθη μόνον σωματικώς. Το σώμα λοιπόν που ενταφιάζουμε και προσκυνούμε στον Επιτάφιο του Χριστού, είναι αυτό το ίδιο το σώμα της Αειπαρθένου Μαρίας, η σάρκα που Του εδάνεισε εκ των αχράντων αιμάτων Της.

Απ’ όλους τους πιο πάνω ευλαβείς συλλογισμούς, που δεν αποτελούν βέβαια φιλοσοφικές θεωρίες ή εικασίες προσωπικές, αλλά απλά και ανεπιτήδευτα συμπεράσματα από θεμελιώδεις αλήθειες της Εκκλησίας μας, δύο βασικά πράγματα προκύπτουν, ως πρακτικά διδάγματα για την Ορθόδοξη ευσέβεια και λατρεία:

α) Ότι αφού το Σώμα του Χριστού που προσκυνούμε και υμνολογούμε στον Επιτάφιο δεν είναι άλλο απ’ αυτό το ίδιο το σώμα της Αειπαρθένου Μητρός Του, τότε κανείς θεολογικός ή δογματικός λόγος δεν μας εμποδίζει να τιμήσουμε με Επιτάφιο και Εγκώμια και το πανάχραντο σώμα της Παναγίας κατά την ένδοξο Κοίμησή Της.

β) Ότι αφού το σώμα της Παναγίας αφθαρτοποιήθηκε, λόγω της υπερφυούς κυοφορίας από μέρους Της του Λόγου του Θεού, επόμενο ήταν να μη μείνει στη γη και να λιώσει όπως τα δικά μας κοινά και αμαρτωλά σώματα, αλλά να τύχει ιδιαιτέρας τιμής εκ μέρους του Υιού και Θεού Της. Οπότε πολύ δικαιολογημένα η Εκκλησία πίστεψε πάντοτε στη «μετάσταση» της Θεοτόκου, ασχέτως αν δεν χρειάσθηκε να δογματίσει επίσημα και τυπικά αυτή την αλήθεια σε Όρο Συνοδικό. Όλο αυτό το άρρητο μυστήριο που εκτείνεται όχι μονάχα στη ζωή, αλλά και στην Κοίμηση της Θεοτόκου, η Εκκλησία το συμπύκνωσε υμνολογικά στο απαράμιλλο σε θεολογική πυκνότητα και ακριβολογία απολυτίκιο της Κοιμήσεως:

Εν τη Γεννήσει την παρθενίαν εφύλαξας·

εν τη Κοιμήσει, τον κόσμον ου κατέλιπες, Θεοτόκε

Μετέστης προς την ζωήν, μήτηρ υπάρχουσα της ζωής,

και ταις πρεσβείαις ταις Σαις λυτρουμένη,

εκ θανάτου τας ψυχάς ημών.

(Από το έργο Ενσαρκώσεις του Δόγματος, Εκδόσεις Δόμος)

Η Κοίμησις της Θεοτόκου

Τού Ιωάννου Φουντούλη (†),
Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου


Η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που εορτάζει στις 15 Αυγούστου ο χριστιανικός κόσμος, είναι η μεγαλυτέρα από τις εορτές που καθιέρωσε η Εκκλησία προς τιμήν της Μητρός του Κυρίου, τις θεομητορικές εορτές. Ίσως είναι και η παλαιοτέρα από όλες. Τις πρώτες μαρτυρίες έχουμε γι αυτήν κατά τον E΄αιώνα, γύρω στην εποχή που συνεκλήθη η Γ΄Οικουμενική Σύνοδος της Εφέσου (451), που καθώρισε το θεομητορικό δόγμα και έγινε αιτία να αναπτυχθή η τιμή στο πρόσωπο της Θεοτόκου.
Για πρώτη φορά φαίνεται ότι συνεστήθη στα Ιεροσόλυμα την 13 Αυγούστου και λίγο αργότερα μετετέθη στις 15 του ιδίου μηνός. Είχε δε γενικώτερο θεομητορικό χαρακτήρα, χωρίς ειδική αναφορά στο γεγονός της Κοιμήσεως. Ωνομάζετο ημέρα της Θεοτόκου Μαρίας. Κέντρο του πανηγυρισμού αναφέρεται στην αρχή ένα Κάθισμα, ναός επ΄ ονόματί της, που ευρίσκετο έξω από τα Ιεροσόλυμα στο τρίτο μίλιο της οδού που οδηγούσε στην Βηθλεέμ. Η σύνδεση της εορτής αυτής προς την Κοίμηση της Θεοτόκου έγινε στον περίφημο ναό της Παναγίας, που βρισκόταν στην Γεθσημανή, το ευκτήριο του Μαυρικίου, όπου υπήρχε και ο τάφος της. Αυτός ο ναός πολύ σύντομα πήρε τον χαρακτήρα του μεγαλύτερου θεομητορικού προσκυνήματος και η ακτινοβολία του έγινε αιτία η πανήγυρίς του κατά την 15η Αυγούστου γρήγορα να διαδοθή σ ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο σε ανατολή και δύση σαν εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Αργότερα εξήρθη η εορτή με την προπαρασκευαστική νηστεία και την παράτασι του εορτασμού μέχρι της 23ης η και μέχρι του τέλους του Αυγούστου και έγινε όχι μόνο η μεγαλυτέρα θεομητορική εορτή αλλά και μία από τις σπουδαιότερες εορτές του εκκλησιαστικού έτους. Αυτό βέβαια ήταν φυσικό να γίνη, γιατί η Θεοτόκος είναι το προσφιλέστερο και ιερώτερο πρόσωπο μετά τον Κύριο και γι αυτό συνεκέντρωσε την τιμή και την ευλάβεια όλων των χριστιανικών γενεών. Αναρίθμητοι ναοί και μονές έχουν κτισθεί προς τιμήν της Κοιμήσεώς της, θαυμάσιες τοιχογραφίες παριστάνουν σε κάθε ναό πίσω από την κεντρική είσοδο σε εκπληκτικές συνθέσεις την ιερά της κηδεία, ύμνοι εκλεκτοί έχουν διακοσμήσει την ακολουθία της και λόγοι λαμπροί και εγκώμια εξεφωνήθησαν από τους Πατέρες και νεωτέρους εκκλησιαστικούς άνδρες κατά την ημέρα της μνήμης της. Όλες οι ανθρώπινες γενεές συναγωνίσθησαν στην προσφορά ο, τι εκλεκτοτέρου είχαν να παρουσιάσουν, για να μακαρίσουν έργω και λόγω την Παρθένο Μαρία.
Το ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ
Για την κατανόηση του εορτολογικού περιεχομένου της εορτής της Κοιμήσεως, όπως και των άλλων θεομητορικών εορτών, της Συλλήψεως, της Γεννήσεως και των Εισοδίων, πρέπει να κάμωμε μία μικρά αναδρομή στις πηγές, από τις οποίες αντλήθηκαν τα θεομητορικά αυτά θέματα. Διαφορετικά είναι αδύνατον να ερμηνεύση κανείς ο, τι συνδέεται με τον εορτασμόν αυτόν, τα συναξάρια, την υμνογραφία και την εικονογραφία τους. οι αυθεντικές ιστορικές πηγές, τα Ευαγγέλια και τα άλλα βιβλία της Καινής Διαθήκης, δεν μας διέσωσαν πληροφορίες για τον προ του Ευαγγελισμού και για τον μετά την Ανάληψι του Κυρίου βίο της Θεοτόκου. Πρόθεσις των ιερών συγγραφέων ήταν να αφηγηθούν τον βίο και το σωτηριώδες έργο του Χριστού και ο, τι άμεσα συνεδέετο με Αυτόν και όχι να ικανοποιήσουν την ευλαβή περιέργεια η τα ιστορικά ενδιαφέροντα των αναγνωστών τους. η παράδοσις όμως της Εκκλησίας διέσωσε από στόματος εις στόμα διάφορες πληροφορίες που αφορούσαν στον βίο της Θεοτόκου προ της συλλήψεως του Κυρίου και μετά την Ανάστασί του.
Η Κοίμησης, νωπογραφία στον Ι.Ν. Αγίας Φυλάξεως Λεμεσού. Έργο του  μαθητή του μ. Κόντογλου Γεώργιου Γεωργίου του Κυπρίου.
Αργότερα διάφοροι ευλαβείς, κατά το πλείστον, συγγραφείς περιέλαβαν τις πληροφορίες αυτές και τις ανέπτυξαν με την φαντασία τους και για να έχουν περισσότερο κύρος έθεσαν στους τίτλους των έργων τους μεγάλα αποστολικά ονόματα. η Εκκλησία απέρριψε και κατεδίκασε τα βιβλία αυτά και τα ωνόμασε Αποκρυφα και Ψευδεπίγραφα. σε μεταγενεστέρα εποχή πολλές από τις διηγήσεις αυτές, τουλάχιστον στις βασικές τους γραμμές, έδωσαν θέματα στην διαμόρφωσι εορτών, στην σύνταξι συναξαρίων, στην ποίηση ύμνων και στην εικονογραφία. εξ άλλου, καθώς προείπαμε, ο πυρήν των διηγήσεων αυτών είχε ως βάσι του παμπάλαιες ιστορικές παραδόσεις γύρω από το πρόσωπο της Θεοτόκου.
ΑΦΗΓΗΣΙΣ του ΓΕΓΟΝΟΤΟΣ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ
 Ειδικά το γεγονός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου αφηγείται, εκτός των άλλων, και μία απόκρυφος διήγησις, που φέρεται υπό το όνομα του ηγαπημένου μαθητού του Κυρίου, του Ιωάννου. Μία περίληψι του εκτενούς αυτού κειμένου θα παρουσιάσωμε εδώ. σε κάθε του σημείο ο αναγνώστης του θυμάται αντίστοιχες φράσεις από τους ύμνους και το συναξάριο της εορτής και λεπτομέρειες από την εικόνα της Κοιμήσεως που εφιλοτέχνησαν βυζαντινοί ζωγράφοι.
Η Παναγία μετά την Ανάληψι του Χριστού καθημερινώς πηγαίνει στο ζωοδόχο μνήμα και προσεύχεται. Μία Παρασκευή ο Αρχάγγελος Γαβριήλ παρουσιάζεται μπροστά της και την χαιρετά : Χαίρε, η γεννήσασα Χριστόν τον Θεόν ημών. ο Κύριος άκουσε την προσευχή σου και θα αφήσης τον κόσμο και θα πορευθής εις την ζωήν την αληθινήν και αδιάδοχον. η Θεοτόκος επιστρέφει στον οίκο της, θυμιά και προσεύχεται στον Χριστό να της στείλη τον Ιωάννη και τους λοιπούς Αποστόλους, για να παρασταθούν στον θάνατό της. η προσευχή της εισακούεται και πρώτος φθάνει, αρπαγείς από νεφέλη, ο Ιωάννης και σε λίγο επί νεφελών και οι λοιποί Απόστολοι οι διεσπαρμένοι στα πέρατα του κόσμου. την Κυριακή έρχεται με την απαστράπτουσα δόξα του και με χιλιάδες αγγέλους ο Κύριος να παραλάβη την ψυχή της Μητρός του. Εκείνη ευλογεί τους Αποστόλους και τον κόσμο, δέεται για την σωτηρία όλων και αφού λαμβάνει την υπόσχεσι ότι πάσα ψυχή επικαλουμένη το όνομά της ου μη καταισχυνθή, αλλ εύρη έλεος και παράκλησιν και αντίληψιν και παρρησίαν και εν τω νυν αιώνι και εν τω μέλλοντι, παραδίδει την αγία της ψυχή στα χέρια του Υιού της. οι Απόστολοι περιπτύσσονται το σκήνος και ψάλλοντες μεταφέρουν την κλίνη με το σώμα για ταφή. Ένας εβραίος ονόματι Ιεφωνίας ορμά και επιχειρεί κατά της κλίνης, αλλ άγγελος Κυρίου με ξίφος πυρός αποκόπτει τα χέρια του από των ώμων, που μένουν κρεμασμένα στην κλίνη. Αυτός μετανοεί και κολλώνται πάλι τα χέρια του, ενώ οι Απόστολοι ανενόχλητοι συνεχίζουν την εκφορά. το σκήνος θάπτεται σε καινό μνημείο στην Γεθσημανή, την Τρίτη όμως ημέρα μετετέθηεν Παραδείσω.
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΙΣ
Η εκκλησιαστική ποίησις εξωραΐζει την απλή αυτή διήγηση. στα τρία στιχηρά του Εσπερινού του α΄ ήχου, το πρώτο αυτόμελο και τα άλλα δύο προσόμοια, του πρώτου, με ένα θαυμάσιο τρόπο εγκωμιάζεται η Θεοτόκος και η Κοίμησί της. ως υπόβαθρο όμως αναγνωρίζεται εύκολα η διήγησι του αποκρύφου : η Γεθσημανή, οι λόγοι του Γαβριήλ, η παρουσία των αγγελικών δυνάμεων, η μετάστασι από τον τάφο στον ουρανό.
Το ίδιο θέμα έχουν και τα τρία στιχηρά των Αίνων του δ΄ ήχου. Στο πρώτο, όλος ο κόσμος, ουράνιος και επίγειος, χαίρεται προπέμποντας την μητέρα του Χριστού και ψάλλοντας σ αυτήν την εξόδιον ωδήν. Στα άλλα δύο περιγράφεται η έλευσις των Αποστόλων και η επικήδεια ψαλμωδία τους, καθώς και η παρουσία των αγγελικών δυνάμεων και η υποδοχή της αμωμήτου ψυχής της από τον Χριστό.
 Τέλος θα σταθούμε στο πιο ιδιόρρυθμο τροπάριο της εορτής αυτής, αλλά και όλων των τροπαρίων μας. Πρόκειται για το δοξαστικό του Εσπερινού. το περιεχόμενό του αντλεί από την σχετική απόκρυφο διήγηση. η ιδιορρυθμία του τροπαρίου αυτού είναι ότι δεν ψάλλεται, όπως όλοι οι άλλοι εκκλησιαστικοί ύμνοι, σε ένα μόνο ήχο, αλλά και στους οκτώ.
Ήχος α΄
Θεαρχίω νεύματι πάντοθεν οι θεοφόροι απόστολοι υπό νεφών μεταρσίως αιρόμενοι,
Ήχος πλ. α΄
καταλαβόντες το πανάχραντον και ζωαρχικόν σου σκήνος εξόχως ησπάζοντο.
Ήχος β΄
αι δε υπέρτατοι των ουρανών δυνάμεις συν τω οικείω δεσπότη παραγενόμεναι,
Ήχος πλ. β΄
το θεοδόχον και ακραιφνέστατον σώμα προπέμπουσι, τω δέει κρατούμεναι, υπερκοσμίως δε προώχοντο και αοράτως εβόων ταις ανωτέραις ταξιαρχίαις, ιδού η παντάνασσα θεόπαις παραγέγονεν.
Ήχος γ΄
Άρατε πύλας και ταύτην υπερκοσμίως υποδέξασθε, την του αεννάου φωτός μητέρα,
Ήχος βαρύς
δια ταύτης γαρ η παγγενής των βροτών σωτηρία γέγονεν, η ατενίζειν ουκ ισχύομεν και ταύτη άξιον γέρας απονέμειν αδύνατον,
Ήχος δ΄
ταύτης γαρ το υπερβάλλον υπερέχει πάσαν έννοιαν.
Ήχος πλ. δ΄
διο, άχραντε Θεοτόκε, αεί συν ζωηφόρω βασιλεί και τόκω ζώσα, πρέσβευε διηνεκώς περιφρουρήσαι και σώσαι από πάσης προσβολής εναντίας την νεολαίαν* σου, την γαρ σην προστασίαν κεκτήμεθα,
Ήχος α΄
εις τους αιώνας αγλαοφανώς μακαρίζοντες.
ΠΗΓΗ : «Αποστολική Διακονία» Εκκλησίας Ελλάδος

Σημ: «Νεολαία» σημαίνει Νέος Λαός του Θεού, δηλ. όλοι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Αν το «κατανοήσουμε» επί τη βάσει της σημερινής εννοίας της «νεολαίας», δηλ. των νέων, τότε η προσευχή προς την Παναγία είναι ακατατανόητη : της ζητάμε ανήμερα στην μεγαλειώδη Εορτή της να περιφρουρεί και να σώζει από πάσης εχθρικής προσβολής ΜΟΝΟΝ τους ΝΕΟΥΣ. Τους άλλους, δηλ. τα βρέφη, τα παιδιά, τους ενήλικες και τους ηλικιωμένους τους εξαιρούμε από την προσευχή. 
* Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους

Share this post