Περί της Ελληνικότητας της Μακεδονίας

Περί της Ελληνικότητας της Μακεδονίας

Επιστολή του Ιερομάρτυρα Χρυσόστομου*

 

Με αφορμή τη διοργάνωση του μεγάλου συλλαλητηρίου της Αθήνας για τη Μακεδονία, στις 4 Φεβρουαρίου 2018, θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε ένα απόσπασμα από επιστολή του μαρτυρικού Μητροπολίτη Δράμας, και μετέπειτα Σμύρνης, Χρυσοστόμου Καλαφάτη, ο οποίος πήρε ενεργό μέρος στον Μακεδονικό αγώνα. «Υπολαμβάνομεν», γράφει ο Δράμας Χρυσόστομος, το Σεπτέμβριο του 1903, στον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ «ότι επί τέλους δικαιούμεθα και ημείς αμυνόμενοι υπέρ βωμών και εστιών και ρηγνύοντες βαθείας οδύνης κραυγήν, να ερωτήσωμεν: μέχρι τίνος Παναγιώτατε Δέσποτα, εσμέν υπόχρεοι υβριζόμενοι ν’ ανεχώμεθα, βλασφημούμενοι να υπομένωμεν, σφαζόμενοι, καιόμενοι, δηούμενοι, απαγόμενοι εις τα όρη και τα σπήλαια και μυρίους καθ’ εκάστην υπομένοντες παρά των ανθρωπομόρφων τεράτων του Βουλγαρικού κομιτάτου, να ευλογώμεν τους δημίους και τους φονευτάς ημών;»*.
Και σε άλλο σημείο της επιστολής του τονίζει, πως «η κυρίως Μακεδονία ην και έστι και έσται χώρα καθαρώς ελληνική, ήτις, ίνα καταστή βουλγαρική, απαιτείται, ουδέν ολιγώτερον και ουδέν περισσότερον, ή αφ’ ενός μεν να στραγγαλισθή η ιστορία και η εθνογραφία, αφ΄ετέρου δε να εξολοθρευθώσιν ούτε περισσότερα ή ολιγώτερα ή τα 3/4 του […] πληθυσμού αυτής και να κατασκαφώσιν όλα τα σχολεία και αι εκκλησίαι σύμπασαι, μηδεμιάς εξαιρουμένης, αι κεντρικαί πόλεις της Μακεδονίας, ούσαι αποκλειστικώς ελληνικαί, και επί τέλους να παραδοθώσιν εις το πυρ και τας φλόγας όλα τα μνημεία, αρχαία, βυζαντινά, νεώτερα, μηδ’ ενός εξαιρουμένου, χωρίς να φεισθή τις μητ’ αυτών των εν τοις σπλάγχνοις της γης κρατουμένων, άτινα η σκαπάνη των αρχαιολόγων πολυάριθμα καθ’ εκάστην ανασύρει εκ των εγκάτων της γης και άτινα πάντα είνε ελληνικά∙ και τότε, αλλά μόνον τότε, όταν σβεσθώσιν όλα τα φώτα της ιστορίας και της στατιστικής, της γεωγραφίας και της επιστήμης, τότε, όταν η Μακεδονία καταστή απ’ άκρου εις άκρον ένα μέγα κοιμητήριον νεκρών, μία αγρία έρημος, μία χώρα ερέβους άνευ ιστορίας, άνευ παρελθόντος, άνευ παρόντος, άνευ μέλλοντος, θα καταστή και χώρα βουλγαρική…”

Νικόλαος Χ. Βικέτος

* Χρυσοστόμου Καλαφάτη, Εκθέσεις περί του Μακεδονικού Αγώνος 1903 – 1907. Θεσσαλονίκη 1960, σ. 3.

** Χρυσοστόμου Καλαφάτη, Εκθέσεις …, ό.π., σσ. 8 – 9


Ο Χρυσόστομος (Καλαφάτης), ο τελευταίος Μητροπολίτης Σμύρνης, γεννήθηκε την 6η Ιανουαρίου του 1868 στην Τριγλία της Βιθυνίας, στην Προποντίδα. Ήταν γιος του Νικολάου Καλαφάτη και της Καλλιόπης Λεμωνίδου. Ο πατέρας του ήταν νομομαθής και υπερασπιζόταν συμπολίτες του ενώπιον των τουρκικών δικαστηρίων.
Ο ιεράρχης φοίτησε οικότροφος στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Μετά την αποφοίτησή του χειροτονήθηκε διάκονος και υπηρέτησε ως αρχιδιάκονος αρχικά στη Μητρόπολη Μυτιλήνης και κατόπιν στη Μητρόπολη Εφέσου. Το Μάιο του 1897 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και χειροθετήθηκε Μέγας Πρωτοσύγκελος του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Το 1902 εκλέχτηκε παμψηφεί Μητροπολίτης Δράμας. Ήταν η εποχή όπου οι Βούλγαροι κομιτατζήδες είχαν εξαπολύσει διωγμό εναντίον των ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας. Επιχειρούσαν με την απειλή των όπλων και με κάθε μορφή βίας να εξαναγκάσουν τους Έλληνες να προσχωρήσουν στη βουλγαρική Εξαρχία. Και τούτο γιατί η εκκλησιαστική ενσωμάτωση των κατοίκων μιας περιοχής ήταν το προοίμιο εδαφικής προσάρτησής της, όταν πλέον θα διαλυόταν η Οθωμανική αυτοκρατορία. Ο Χρυσόστομος προσπάθησε να στηρίξει το ποίμνιό του όχι μόνο με λόγους αλλά και με έργα. Έχτισε μεγαλοπρεπή ναό στη Δράμα, μητροπολιτικό μέγαρο, σχολές αρρένων και θηλέων, νοσοκομείο και γυμναστήριο. Επίσης φρόντισε για την ανέγερση κατοικιών για τους καπνεργάτες της περιοχής και ίδρυσε ορφανοτροφείο, γηροκομείο και άλλα κοινωφελή ιδρύματα. Η δράση του θορύβησε την τουρκική διοίκηση, η οποία ζήτησε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο την απομάκρυνση του Χρυσόστομου από τον μητροπολιτικό θρόνο της Δράμας το 1907. Επί ένα χρόνο αποσύρθηκε στη γενέτειρα του την Τριγλία. Το 1908 επέστρεψε στη Μητρόπολή του για να συνεχίσει το έργο του, αλλά αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει οριστικά λόγω των τουρκικών αντιδράσεων.
Το 1910 εξελέγη Μητροπολίτης Σμύρνης. Από τη στιγμή που έφτασε στην πρωτεύουσα της Ιωνίας ο Χρυσόστομος ανέπτυξε δραστηριότητα σε όλους τους τομείς. Τέσσερα χρόνια αργότερα έγινε ο πρώτος μεγάλος διωγμός εναντίον των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης και της Μικράς Ασίας.

Ο μαρτυρικός του θάνατος από τον τουρκικό όχλο είναι άρρηκτα δεμένος με τις τελευταίες στιγμές της ελληνικής Σμύρνης και του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Αν και του προσφέρθηκαν πολλές ευκαιρίες να εγκαταλείψει τη Σμύρνη αυτός προτίμησε να μείνει και να συμμεριστεί την τύχη του ποιμνίου.
Το 1992 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος προχώρησε στην αναγραφή στο εορτολόγιο του Χρυσοστόμου και των ιεραρχών Γρηγορίου Κυδωνιών, Αμβροσίου Μοσχονησίων, Προκοπίου Ικονίου, Ευθυμίου Ζήλων και των κληρικών και λαϊκών, που σφαγιάσθηκαν κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Φορητή εικόνα του Αγίου Ιερομάρτυρος Χρυσοστόμου Σμύρνης

Επίσης, όρισε να τιμάται η μνήμη του Χρυσοστόμου Σμύρνης και των «συν αυτώ Ιεραρχών» την Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού.
Ο γνωστός Έλληνας λογοτέχνης και ακαδημαϊκός Ηλίας Βενέζης, ο οποίος έζησε τη λαίλαπα της Μικρασιατικής Καταστροφής, στο βιβλίο του «Μικρασία Χαίρε» γράφει για τον Σμύρνης Χρυσόστομο: «Η δράση του στον καιρό του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, στον καιρό των διωγμών των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, και στη διετία 1920-22 , τον είχε αναδείξει πρώτο στόχο. Αυτός ήταν ο ηγέτης, ο εθνάρχης, η ψυχή της Ελληνικής Μικρασίας». Ο Βενέζης τονίζει ότι ο Χρυσόστομος με το βίο και το μαρτυρικό του τέλος «υπηρέτησε το Γένος και την Εκκλησία γράφοντας μια σελίδα χρυσή».
Στις 9 Σεπτεμβρίου του 1922 (με το νέο ημερολόγιο, 27 Αυγούστου με το παλιό) ο Νουρεντίν Πασάς του απήγγειλε την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και τον παρέδωσε στο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί έξω από το διοικητήριο της Σμύρνης.
Ιδιαίτερα αποκαλυπτική είναι η εξιστόρηση των γεγονότων από τον Τούρκο καθηγητή Βilge Umar που στηρίζεται σε μαρτυρίες ανθρώπων, οι οποίοι διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη δολοφονία του Χρυσόστομου όπως αυτή του δήμιου Αli Αge , στον οποίο τον παρέδωσε ο Νουρεντίν. Σύμφωνα με τον Ουμάρ, ο Νουρεντίν επέλεξε να απαλλαγεί το συντομότερο από τον Χρυσόστομο, επειδή ήθελε να αποφύγει τη διαδικασία μιας δίκης που θα έδινε τη δυνατότητα σε ευρωπαϊκές χώρες να παρέμβουν για να αποτραπεί η καταδίκη του ιεράρχη.
Ο Γάλλος δημοσιογράφος και ιστορικός Rene Ρuaux, απεσταλμένος στη Σμύρνη της εφημερίδας «Le Τemps», στο βιβλίο του «Ο θάνατος της Σμύρνης» επιρρίπτει ευθύνη για το μαρτύριο του Χρυσόστομου στην τουρκική στρατιωτική και πολιτική ηγεσία. Γράφει μεταξύ άλλων: «Ο στρατηγός Νουρεντίν πασάς, όταν τον έφεραν μπροστά του, τον εξύβρισε με αισχρό τρόπο και τον κατηγόρησε για τη φιλελληνική του στάση και πρόσθεσε ότι η επόμενη ενέργειά του ήταν να τον παραδώσει στη λαϊκή κρίση. Ο Χρυσόστομος, λοιπόν, παραδόθηκε στο μανιασμένο μουσουλμανικό όχλο. Του ξερίζωσαν τη γενειάδα, τον μαχαίρωσαν, διαμέλισαν και έσυραν το σώμα του μέχρι την τουρκική συνοικία, όπου και τον πέταξαν στα σκυλιά…». Ο Ρuaux καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εκτέλεση του Χρυσοστόμου ήταν προαποφασισμένη.
Ο τότε Αμερικανός πρόξενος στη Σμύρνη G. Ηorton στο βιβλίο του «Η κατάρα της Ασίας» γράφει για τον Χρυσόστομο: «Πέθανε ως μάρτυρας και αξίζει να του απονεμηθούν ύψιστες τιμές από την Ελληνική Εκκλησία και την Ελληνική Κυβέρνηση…»

«Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος εκρεουργήθη», έγραφε στις 2 Σεπτεμβρίου 1922 η εφημερίδα ¨Ελεύθερον Βήμα».

Συγκλονιστική περιγραφή της δολοφονίας από τον Τούρκο εκτελεστή

ΣΤΙΣ 14 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ1982, με την ευκαιρία της συμπληρώσεως 60 χρόνων από την καταστροφή, σε έκτακτη συνεδρίαση της Ακαδημίας Αθηνών, ο διαπρεπής ακαδημαϊκός Γ. Μυλωνάς, τελείωσε την ομιλία του με μία συγκλονιστική περιγραφή του μαρτυρίου και της θανατώσεως του Χρυσοστόμου. «Κατά τις τελευταίες ημέρες του Σεπτεμβρίου 1922 μια ομάδα φοιτητών του Ιnternational College της Σμύρνης και εγώ βρεθήκαμε φυλακισμένοι σε απαίσιο υπόγειο, σ’ ένα από τα μπουντρούμια του Διοικητηρίου της Σμύρνης.

Ανδριάντας του Σμύρνης Χρυσόστομου στην είσοδο της Νέας Σμύρνης, έργο του Σμυρνιού γλύπτη Θανάση Απάρτη.

Σ’ αυτό ήταν ασφυκτικά στριμωγμένοι Έλληνες Χριστιανοί αιχμάλωτοι, μάλλον άνθρωποι προωρισμένοι για θάνατο. Στις 5 το απόγευμα της τελευταίας ημέρας του θλιβερού Σεπτεμβρίου, ένας τουρκοκρής με διέταξε να τον ακολουθήσω στην αυλή. “Είσαι δάσκαλος;”, με ρωτά. “Αυτήν την τιμή είχα” του απαντώ. “Και οι άλλοι που ήσαν μαζί σου είναι φοιτητές;”. ”Ναι”, του λέγω. “Γρήγορα μάζεψέ τους και φέρε τους εδώ”. “Ελάτε μαζί μου έξω”, λέγω στους συντρόφους μου. “Φαίνεται ότι ήρθε η ώρα μας. Εμπρός με θάρρος”. Ποια ήταν η έκπληξή μας όταν ακούσαμε τον Τουρκο-κρητικό να λέει: “Θα σας σώσω σήμερα, γιατί ελπίζω αυτό να με βοηθήσει να λησμονήσω μια τρομερή σκηνή που αντίκρυσαν τα μάτια μου, σκηνή στην οποία έλαβα μέρος”.
Και συνέχισε: “Παρακολούθησα το χάλασμα του Δεσπότη σας. Ήμουν μ’ εκείνους που τον τύφλωσαν, που του βγάζαν τα μάτια και αιμόφυρτο, τον έσυραν από τα γένια και τα μαλλιά στα σοκάκια του Τουρκομαχαλά, τον ξυλοκοπούσαν, τον έβριζαν και τον πετσόκοβαν. Από καιρού σε καιρό, όταν μπορούσε, ύψωνε κάπως το δεξί του χέρι και ευλογούσε τους διώκτες του. Κάποιος πατριώτης μου αναγνωρίζει τη χειρονομία της ευλογίας, μανιάζει, μανιάζει και με το τρομερό μαχαίρι του κόβει και τα δυο χέρια του Δεσπότη. Εκείνος σωριάστηκε στη ματωμένη γη με στεναγμό που φαινόταν ότι ήταν μάλλον στεναγμός ανακουφίσεως παρά πόνου. Τόσο τον λυπήθηκα τότε, που με δύο σφαίρες στο κεφάλι τον αποτελείωσα. Αυτή είναι η ιστορία μου. Τώρα που σας την είπα ελπίζω πως θα ησυχάσω. Γι’ αυτό σας χάρισα τη ζωή”. “Και πού τον έθαψαν;” ρώτησα με αγωνία. “Κανείς δεν ξέρει πού έριξαν το κομματιασμένο του κορμί”»

Share this post