Περί της αναθεωρήσεως του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου

Περί της αναθεωρήσεως του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου

Του Αναστάσιου Βαβούσκου*

Τον μήνα Σεπτέμβριο του τρέχοντος έτους συμπληρώνονται δεκατρία έτη εφαρμογής του εν ισχΰι Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου και σε γενικές γραμμές ομαλής θα έλεγα εφαρμογής.

Παρά ταύτα, έχω την αίσθηση, ότι είναι απαραίτητες κάποιες «διορθωτικές» παρεμβάσεις, όχι γιατί το διαρρεύσαν διάστημα επήλθαν σημαντικές αλλαγές (κοινωνικές, εκκλησιαστικές κ.λ.π.), που τις επιβάλλουν αλλά διότι ο ίδιος ο Καταστατικός Χάρτης πρέπει να γίνει πιο ευέλικτος ως νομοθέτημα και να ενδυναμωθεί – όπου παρατηρείται έλλειμμα -το νομοκανονικό υπόβαθρο των θεσμών που αυτός ρυθμίζει. Ειδικότερα:

Α. Η νομοκανονική κατάσταση των τριών Επισκοπών

Κατά τον Καταστατικό Χάρτη προβλέπονται και υπάρχουν τρεις Επισκοπές (Καρπασίας, Αρσινόης, Αμαθούντος).

Κατά τον εκκλησιαστικό χάρτη όμως της Εκκλησίας της Κύπρου, οι Επισκοπές αυτές ορίζονται ως Χωρεπισκοπές. 

Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία ενός «μικτού» τρόπον τινα συστήματος, όπου οι επικεφαλής των τριών Επισκοπών να μην είναι επακριβώς ούτε Επίσκοποι ούτε Χωρεπίσκοποι. Για να είμαι ειλικρινής, είναι λίγο Επίσκοποι και λίγο Χωρεπίσκοποι.

Ένα τέτοιο όμως καθεστώς δεν συνάδει με τις προβλέψεις των ιερών κανόνων, οι οποίοι μάλιστα είναι και αρκούντως σαφείς ως προς την διάκριση Επισκόπων και Χωρεπισκόπων. Θα αναφέρω ένα απλό παράδειγμα: οι Χωρεπίσκοποι δεν έχουν δική τους επαρχία. Η γεωγραφική περιφέρεια, που τους παραχωρείται για την άσκηση των περιορισμένων κανονικών εξουσιών τους, συνεχίζει να ανήκει στην κανονική δικαιοδοσία του Επισκόπου – Μητροπολίτη. Άρα, πως οι τρεις Χωρεπίσκοποι νοούνται από τον Καταστατικό Χάρτη ως επαρχιούχοι, ενώ ως Χωρεπίσκοποι δεν νοείται να έχουν επαρχία; Διότι, αν θεωρηθεί, ότι ορθώς θεωρούνται επαρχιούχοι, τότε έχουμε το οξύμωρο και ταυτοχρόνως αντικανονικό φαινόμενο δύο Επισκόπων επί της αυτής επαρχίας.

Πρόκειται, λοιπόν, για αντικανονική πρόβλεψη, άσχετη με τα εκκλησιαστικά θέσμια, που όμως έχει λύση. Λύση, η οποία θα οδηγήσει βεβαίως σε επωφελέστερη για τους τρεις Επισκόπους – Χωρεπισκόπους μεταβολή του νομοκανονικού καθεστώτος τους, σε καμία δε περίπτωση δεν θα οδηγήσει σε δυσμενέστερη, ενώ ταυτοχρόνως θα αποκαταστήσει και την νομοκανονικότητα. Η λύση αυτή είναι η αναβίβαση των Χωρεπισκόπων – και εν τοις πράγμασι Επισκόπων – σε Επισκόπους πλήρους κανονικής δικαιοδοσίας (δηλαδή σε Μητροπολίτες) και η δημιουργία νέων θέσεων πραγματικών Χωρεπισκόπων, εφόσον κριθεί αυτό αναγκαίο.

Β.  Η εκλογή Αρχιερέων

Ως προς την συμμετοχή των λαϊκών στην εκλογή των Ιεραρχών της Εκκλησίας της Κύπρου και του Αρχιεπισκόπου αυτής έχω ήδη διατυπώσει τις απόψεις μου. Δεν θα τις επαναλάβω.

Περαιτέρω, έχω την γνώμη, ότι οι λεπτομερειακού περιεχομένου διατάξεις που αφορούν στην διαδικασία εκλογής των Αρχιερέων και του Αρχιεπισκόπου, πρέπει να αποσπασθούν από το κύριο σώμα του Καταστατικού Χάρτη και να αποτελέσουν χωριστό Κανονισμό, που θα συντάξει η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου και η ίδια θα τροποποιεί, εφόσον προκύπτει ανάγκη. Και θα επιμείνω σ’ αυτό και θα το τονίσω και παρακάτω. Ο Καταστατικός Χάρτης πρέπει να είναι λιτό κείμενο, διότι εξ ορισμού δίδει το γενικό περίγραμμα της οργανώσεως μίας Ορθόδοξης Εκκλησίας και δεν πρέπει να αναλίσκεται σε εξειδικευμένες και λεπτομερειακές διατάξεις. Για τις διατάξεις αυτές προβλέπεται η παροχή από τον Καταστατικό Χάρτη εξουσιοδοτήσεως προς την Ιερά Σύνοδο συγκεφαλαιώσεως αυτών σε ειδικό Κανονισμό.

 

Γ. Οργάνωση της εκκλησιαστικής επαρχίας

Στο Κεφάλαιο αυτό θα πρέπει επίσης να αποσπασθούν οι λεπτομερειακές διατάξεις και να ενσωματωθούν – ίσως και αναλυτικότερα – σε σχετικό Κανονισμό, ενώ θα παραμείνουν μόνον οι γενικές και κατευθυντήριες διατάξεις που αφορούν στην οργάνωση των επαρχιών της Κυπριακής Εκκλησίας.

Περαιτέρω, θα πρέπει να αναπροσαρμοσθούν οι διατάξεις που αφορούν στην οικονομική διαχείριση της περιουσίας της επαρχίας, κυρίως ως προς τον καθορισμό στον τομέα αυτόν των αρμοδιοτήτων του Επισκόπου. Και τούτο, διότι δεν προσδιορίζεται βάσει των ιερών κανόνων η εξουσία του επισκόπου επί της οικονομικής διαχειρίσεως, εξουσία η οποία έχει εποπτικό και ελεγκτικό χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση διαχειριστικό. Συνεπώς, θα πρέπει να γίνεται σαφές στον Καταστατικό Χάρτη, ότι ο Επίσκοπος γνωρίζει, εποπτεύει και ελέγχει, δεν εκτελεί όμως ο ίδιος διαχειριστικές – εισπρακτικές πράξεις, προς αποφυγή – όπως σοφά ορίζουν οι ιεροί κανόνες – δυσφημήσεως του θεσμού του Επισκόπου.

Δ. Η ενοριακή οργάνωση

Και στο Κεφάλαιο αυτό του Καταστατικού Χάρτη θα πρέπει να αποσπασθούν οι λεπτομερειακού χαρακτήρα διατάξεις (π.χ η διαδικασία εκλογής Ενοριακών Επιτροπών) και να αποτελέσουν χωριστό Κανονισμό, ενώ θα πρέπει να παραμείνουν οι γενικού περιεχομένου διατάξεις, που συνθέτουν το γενικό οργανωτικό πλαίσιο της ενορίας.

Ε. Η οργάνωση του μοναστικού βίου

Η αναγκαιότητα για απόσπαση των ειδικών λεπτομερειακών διατάξεων διαπιστώνεται και στο συγκεκριμένο Κεφάλαιο. Ούτως, οι αναλυτικές διατάξεις για παράδειγμα, που αφορούν στην διοίκηση των ιερών μονών, θα πρέπει να ενσωματωθούν σε αντίστοιχο Κανονισμό, ενώ στον Καταστατικό Χάρτη θα πρέπει να παραμείνουν οι γενικές διατάξεις περί του μοναστικού βίου.

Περαιτέρω, θα πρέπει να καθορισθεί η έννοια της μοναστηριακής περιουσίας (κινητά – ακίνητα), καθώς και οι τρόποι κτήσεως αυτής (π.χ. δωρεά, αγορά κ.λ.π.) και πιθανής μεταβιβάσεως της.

ΣΤ. Τα Εκκλησιαστικά Ιδρύματα

Στο εν λόγω Κεφάλαιο είναι αναγκαία η αναδιάρθρωσή του, ώστε να καθορισθούν ορθότερα οι διακρίσεις των εκκλησιαστικών ιδρυμάτων, αναλόγως του νομικού εκκλησιαστικού προσώπου που τα ιδρύει (Ιερά Μονή, Επαρχία, Εκκλησία Κύπρου) αλλά και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις αυτών, πάντοτε κατ’ αναλογίαν του νομικού εκκλησιαστικού προσώπου, στο οποίο υπάγονται.

Επίσης παραλείπεται η περίπτωση συστάσεως ενός Ιδρύματος κατά τις διατάξεις του Κεφαλαίου αυτού από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Κύπρου, η οποία θα πρέπει να ρυθμισθεί επίσης.

Ζ. Η απονομή της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης

Στο Κεφάλαιο αυτό κρίνεται απαραίτητη η επαναδιατύπωση αρκετών διατάξεων, ούτως ώστε:

  • Να επανακαθορισθούν επί το κανονικότερον τα εκκλησιαστικά δικαστήρια και η αρμοδιότητά τους
  • Να επανακαθορισθούν επί το κανονικότερον οι προβλεπόμενες ποινές
  • Να ληφθεί υπόψιν, ότι όλα τα εκκλησιαστικά δικαστήρια επιβάλλουν όλες τις ποινές και όχι ορισμένες εξ αυτών.

Η. Οι οικογενειακοί θεσμοί

Στο Κεφάλαιο αυτό επίσης απαιτείται επαναδιατύπωση, ώστε να αποσπασθεί το μεγαλύτερο μέρος των διατάξεων, το οποίο να αποτελέσει χωριστό Κανονισμό.

                Επαναδιατύπωση και αναθεώρηση χρειάζεται και το Παράρτημα Β΄ του Καταστατικού Χάρτη, που αφορά στο εκκλησιαστικό ποινικό δίκαιο και στην εκκλησιαστική δικονομία. Εκτός από την αδιήρητη ανάγκη να συνταχθεί ιδιαίτερος Κανονισμός, που να αφορά στην λειτουργία των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων, εκείνο που πάνω από όλα απαιτείται είναι η «αποποινικοποίηση» της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης. Δυστυχώς, ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Κύπρου έχει μία πέραν των επιτρεπτών ορίων επιρροή από το Ποινικό Δίκαιο και την Ποινική Δικονομία, η οποία αλλοιώνει τον χαρακτήρα και τον ρόλο της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης.

Για την βελτίωση όμως του τρόπου απονομής της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης απαιτείται και η επιμόρφωση των κληρικών ως εκκλησιαστικών δικαστών, θεσμός ο οποίος πρέπει να προβλεφθεί στο μέλλον.

                Τέλος, το ίδιο πρόβλημα της εξαντλητικής παραθέσεως λεπτομερών διατάξεων παρουσιάζεται και στο Παράρτημα Γ΄, που αφορά στην διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Πέραν λοιπόν, της ανάγκης για σύνταξη ειδικού Κανονισμού, είναι απαραίτητο επίσης να ενοποιηθούν οι διατάξεις περί της εκκλησιαστικής περιουσίας, αφού προηγουμένως προσδιορισθεί επακριβώς τι είναι η εκκλησιαστική περιουσία (κινητά, ακίνητα, κειμήλια), οι φορείς που δικαιούνται να έχουν περιουσία ( Επίσκοποι, Ιερές Μονές, Εκκλησιαστικές περιφέρειες, Ιερά Σύνοδος), οι τρόποι κτήσεως αυτής και τέλος ο τρόπος διαχειρίσεως αυτής. Άλλωστε, οι ιεροί κανόνες παρέχουν πλήρες υπόβαθρο, το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψιν ως αφετηρία για την ορθή ρύθμιση του τομέα αυτού δραστηριότητας της Εκκλησίας.

                Οι διαπιστώσεις αυτές επιδιώκουν να δώσουν μια γενική εικόνα των αναγκαίων αλλαγών. Δεν αποτελούν συνεπώς εξαντλητική απαρίθμηση όλων των θεμάτων, επί των οποίων κρίνεται αναγκαίο να επέλθουν τροποποιήσεις.

Η αναθεώρηση του Καταστατικού Χάρτη είναι από μόνη της μία πρόκληση. Ορθός σχεδιασμός και ισχυρή βούληση είναι ο επιθυμητός συνδυασμός.

Αναστάσιος Βαβούσκος είναι διδάκτορας του Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης./  Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους. 

 

Share this post