ΠΕΡΙ ΝΕΟ-ΘΕΪΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

ΠΕΡΙ ΝΕΟ-ΘΕΪΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

Του Μητροπολίτη

Γέροντος Χαλκηδόνος

Αθανασίου

Γνωστὸν τὸ ὅτι εἰς τὴν καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολὴν κτίζονται μετ’ ὀργασμοῦ πολλοὶ εὐκτήριοι ἑτέρων θρησκευμάτων οἶκοι καὶ δὴ μοντέρνας τεχνοτροπίας, λίαν ἑλκυστικοί, ἑκατοντάδες οἱ μετ’ εὐλαβείας προσερχόμενοι καὶ προσευχόμενοι πιστοί, ἐνῶ εἰς τὴν Ἑσπερίαν οἱ ναοὶ πωλοῦνται, ἐνοικιάζονται, κρημνίζονται οἱ ὁποῖοι παραμένουν ὡς κενὰ ἰκριώματα ἢ καὶ μεταποιοῦνται εἰς θύραθεν χώρους, ἀποϊερώνονται, οὐδεὶς δὲ σεβασμὸς δεικνύεται καὶ πρὸς τοὺς διαπρεπεῖς ἐκτελεστὰς αὐτῶν καὶ ἐντολοδόχους. Οἱ πιστοὶ διαγράφουν τὸ θρήσκευμά των καὶ διὰ νὰ μὴν καταβάλλουν τὸν ἀντίστοιχον ἐκκλησιαστικὸν φόρον. Ἐχωρίσθη ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὸ κράτος καὶ πολεμᾶται ἀκόμη ἐνιαχοῦ λυσσαλέως δυστυχῶς καὶ σήμερον οὐχὶ σπανίως (ὅρα καὶ τὰ περὶ κορωνοϊοῦ μέτρα!), οὖσα ὅμως ἐν πολλοῖς καὶ ἀναξιόπιστος.
Πάντα δὲ ταῦτα μαρτυροῦν τὸν ἀποχριστιανισμὸν τῆς Δύσεως. Ὡσὰν δὲ νὰ μὴν ἔφθαναν αὐτά, τελευταίως ἐπανῆλθε τὸ λίαν παλαιὸν δυστυχῶς, θέμα ἐρεύνης τῆς ἐννοίας τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ σλόγκαν “τὸν Θεὸν νέως σκέπτεσθαι”. Οὕτω διοργανώνονται συνέδρια μετὰ θεολόγων, φυσικῶν ἐπιστημόνων, κοινωνιολόγων, ψυχολόγων καὶ φιλοσόφων, ἐκδίδονται συγγράματα, μελέται κλπ. Ὅλα δὲ ταῦτα βεβαίως δὲν ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸν Θεόν, ἀλλὰ τὸ ἀντίθετον.
Πολλοὶ ἄνθρωποι ἀναζητοῦν πνευματικότητα καὶ τὸν Θεόν, τὸν ὁποῖον δὲν εὑρίσκουν ὅταν ὁμιλοῦν περὶ αὐτοῦ αἱ ἐκκλησίαι. Δὲν συμμερίζονται τὴν πίστιν εἰς ἕνα προσωπικὸν Θεόν, δημιουργὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ἐν ἑαυτῷ ἐπαναπαυόμενον καὶ παντοδύναμον. Τινές δέ λέγουν, ὅτι ὁ Θεὸς εὑρίσκεται εἰς πάντα, μεταβαλλόμενος καὶ ὁ ἴδιος. Ἠμπορεῖ ὅμως νὰ μᾶς βοηθήσει; Ἀσφαλῶς ὄχι ὡς ἀπὸ μηχανῆς θεός, ὁ ὁποῖος σταματᾶ τὴν οἰκολογικὴν κρίσιν (ἐδῶ δέ, θὰ ἠμποροῦσε νὰ ἰσχύει καὶ τὸ κλασσικόν: Σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χεῖρα κίνει). Ἀσφαλῶς ὄχι, ἐὰν αὐτὴ συνιστᾶ τὴν ἐκ τῆς θείας δίκης τιμωρίαν πρὸς τὸν ἄνθρωπον, διὰ τὴν καταστροφὴν τῆς φύσεως. Ὅμως εὑρίσκεται εἰς σχέσιν μετὰ πάντων καὶ ἐπιθυμεῖ νὰ κινήσει τοὺς ἀνθρώπους πρὸς τὸ καλόν, διὰ νὰ ἀλλάξουν ριζικότερα καὶ νὰ ἐλευθερώσουν δυνατότητας.
Αἱ ἐρωτήσεις αὐταὶ εἶναι ὑπαρξιακῶς σημαντικαὶ διὰ τὰς θρησκευτικὰς πεποιθήσεις καὶ τὰς ἐλπίδας τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐὰν εἰσέτι φαίνεται ὅτι αἱ ἡγεσίαι τῶν ἐκκλησιῶν ἀπὸ διαρκεῖς διενέξεις θεολογικάς, δομῆς, διαποιμάνσεως, ἠθικῆς καὶ ἄλλων, ἐλάχιστα ἐνδιαφέρονται, ὡς θὰ ἔδει δι’ ἕναν ἁρμόδιον λόγον περὶ Θεοῦ. Ἐν πάσει περιπτώσει, φαίνεται νὰ ἀγνοοῦν τὴν μεγάλην κριτικὴν τοῦ Θεϊσμοῦ μὲ Θεὸν ἐγκόσμιον, παντοδύναμον δημιουργόν, καθοδηγητὴν τοῦ σύμπαντος καὶ κριτήν.
Ἱστορικῶς ὁ αὐστηρός, ἰουδαϊκὸς Μονοθεϊσμός, ὁ ὁποῖος ἰσχυρίζεται ἕνα ριζικὸν χωρισμὸν Θεοῦ καὶ κόσμου, ἀποτελεῖ μίαν θεολογικὴν ἀντίδρασιν τοῦ ἰουδαϊκοῦ λαοῦ κατὰ τὴν Βαβυλώνιον αἰχμαλωσίαν. Ἡ θεολογικὴ ἐναλλαγή, τοῦτ’ ἔστι ἡ κοσμοθεϊκὴ σκέψις, ἡ ὁποία εἰσηγεῖται μίαν “περιχωρητικήν” ἄποψιν Θεοῦ καὶ κόσμου, ἀπερρίπτετο ὑπὸ τῶν ἰουδαίων, χριστιανῶν καὶ ἰσλαμιστῶν θεολόγων ὡς πανθεϊστικὴ μὴ συνδυαζομένη πρὸς τὴν ἑνότητα, παντοδυναμίαν καὶ τελειότητα τοῦ Θεοῦ (Müller).
Τί λοιπὸν εἶναι ὁ Θεός; Οἱ θεολόγοι καὶ φιλόσοφοι κινοῦνται εἰς τὰ γνωστὰ συστήματα τοῦ Θεϊσμοῦ, Πανθεϊσμοῦ, Πανενθεϊσμοῦ κ.ἄ. Ἰδοὺ λοιπὸν μερικαὶ ἀπόψεις αὐτῶν, αἱ ὁποῖαι δεικνύουν τὰ θετικὰ καὶ ἀρνητικὰ αὐτῶν:
Οὕτω γράφει ὁ Lehner: “Ὁ Θεὸς εἶναι ἴσως σύντροφος (Kumpeltyp) παρ’ ἡμῖν. Τί μαρτυρικὸν δι’ ἡμᾶς! Δὲν εἶναι ἀρωγὸς εἰς δυσκόλους στιγμὰς καὶ δὲν ζητεῖ πολλὰ ἐκ τοῦ καθ’ ἑνός. Μᾶλλον εἶναι εἷς ριζικὸς καὶ μυστηριώδης Θεός, ὁ ὁποῖος, ἕκαστον ὁ ὁποῖος σοβαρῶς ἀσχολεῖται μὲ αὐτόν ἠμπορεῖ νὰ προκαλέσει καὶ διαρκῶς νὰ μεταβάλει. Μάλιστα δὲν εἶναι ἀναπαυτικὀς, καὶ διὰ τοῦτο ἐνθουσιάζει καὶ κινεῖ”!
Ἐν τούτοις τὰ προβλήματα διὰ τὸ θέμα κατὰ τὴν νεωτέραν ἐποχὴν τυγχάνουν σημαντικά: Ὁ Fichte π.χ. ἐθεώρει τὴν ἰδέαν τῆς Δημιουργίας ὡς “ἀπόλυτον πλάνην ἑκάστης ἐσφαλμένης Μεταφυσικῆς καὶ Θρησκείας”.
Ὑπεστήριζε τὴν συνάφειαν τῶν πάντων καὶ τὰς ἐναλλακτικὰς ἐνεργείας διὰ τὴν κατανόησιν τοῦ κόσμου. Καὶ τοῦτο δι’ ἕνα γόνιμον διάλογον Φυσικῆς καὶ Θεολογίας.
Κατὰ τὸν Müller ὁ Θεὸς εἶναι προσωπικὸς καὶ τὰ πάντα συγχρόνως, τοῦθ’ ὅπερ δηλοῖ καὶ ὁ Πανενθεϊσμός, ὁ ὁποῖος ἰσχυρίζεται ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι “παρ’ ἡμῖν” (Clayton) δημιουργὼν ἕνα χῶρον ὅπου ὑπάρχει ἐλευθερία, συνείδησις, ἐπιθυμία, προσωπικότης, δημιουργία, λογική, τὰ ὁποῖα δύνανται νὰ σχετίζονται.
Καὶ τὸ ὄφελος σύγκειται κατὰ τὴν ἄποψιν αὐτήν, ὅτι αἱ αἰτιολογικαὶ ἀλήθειαι τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν θεολογικῶς θὰ ἀναγνωρισθοῦν. Τοῦτο ἄλλωστε εἶναι τὸ πρόβλημα τοῦ Θεϊσμοῦ, συμφώνως πρὸς τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἐδημιούργησε τὸν κόσμον καὶ μετὰ τὸν ἐγκατέλειψεν. Ὁ Πανενθεϊσμὸς σκοπεύει εἰς τὴν ἑνότητα τῶν πάντων ἄνευ διακρίσεως πιστῶν καὶ ἀπίστων καὶ δὲν συνδέεται μὲ ὁρισμένας προσευχὰς ἢ λατρείας, μὲ μεσάζοντας ἱερεῖς, γκουροῦ, κήρυκας καὶ πρὸς μίαν θρησκευτικὴν ταυτότητα. Ἐφ’ ὅσον δὲ ὁ κόσμος θεωρεῖται ὡς στενότερον συνδεόμενος μὲ τὸν Θεόν, ὑπάρχει ἡ εὐκαιρία τῆς περισσοτέρας προσοχῆς πρὸς τὴν φύσιν ἀπὸ τὰ ὑλικὰ ἢ θεϊστικὰ συστήματα, εἰς τα ὁποῖα ὑφίστανται μόνον θύραθεν μέτρα ἢ μέσα χάριν σκοποῦ (Göcke).
Ἡ σύγχρονος πάντως θρησκευτικὴ κατάστασις εἶναι λίαν ἀπογοητευτική. Ἀφ’ ἑνὸς διαδίδεται ὁ καθαρὸς προσωπικὸς Μυστικισμὸς καθ’ ὃν ἕκαστος ἔχει ἄμεσον εἴσοδον εἰς τὸν ἐσωτερικὸν Θεόν, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν θεοποίησιν τοῦ ἐγώ. Ἀφ’ ἑτέρου τὸ Ἰσλάμ, ὁ Ἰουδαϊσμὸς καὶ ὁ Χριστιανισμὸς άλλὰ καὶ ὁ Βουδδισμὸς καὶ Ἰνδουϊσμός, ἐμφανίζουν ἐκφοβίζουσας πολιτικῶς βεβαρυμένας μορφάς, ὅπου φονταμενταλισταὶ μεσάζοντες, ἐθνικόφρονες μοναχοί, ἀπολυταρχικοὶ ἐπίσκοποι καὶ ὡς porte parole ἑνὸς ἀπροσπελάστου Θεοῦ, καταπατοῦν τὴν ἐλευθερίαν, τὴν τιμὴν τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς Δημοκρατίας. Ἐνῶ ὁ Πανενθεϊσμὸς συνιστᾶ ἕναν “ὑετὸν ἀνοίξεως” διὰ τὴν Χριστιανικὴν Θεολογίαν. Βεβαίως δὲν δίδει ἀπάντησιν εἰς τὸ πρόβλημα τῆς θεοδικίας, οὔτε διατί ὁ Θεὸς δὲν ἐπεμβαίνει διὰ τὸ καλὸν τοῦ ἀνθρώπου μετὰ μεγαλυτέρας ἰσχύος. Πάντως εἰς μίαν ἐποχὴν ταραχώδην, ὅπου ὅλα τὰ μέτωπα μεταξὺ Σουννιτισμοῦ καὶ Σιϊτισμοῦ Δύσεως καὶ Ἀνατολῆς, πτωχῶν καὶ πλουσίων, Xριστιανῶν, Μουσουλμάνων, πιστῶν καὶ ἀπίστων ἀλλάσσουν καὶ τοῦ ἀποχριστιανισμοῦ τῆς Δύσεως, θὰ ἀπητεῖτο μία ἡγετικὴ θεολογικὴ κατηγορία, διαθρησκειακὴ καὶ διανοητικῶς ἱκανὴ πρὸς διασύνδεσιν.
Βεβαίως ὁ Πανενθεϊσμὸς θεωρεῖται συχνάκις ὡς παίγνιον τοῦ Θεϊσμοῦ. Ὅμως δὲν ἀρχίζει τώρα ἐκ τοῦ μηδενός, ἀλλὰ λαμβάνει τὰς παραδόσεις διαφόρων θρησκειῶν, καὶ τῇ βοηθείᾳ τῆς Φιλοσοφίας συνδυάζεται μὲ τὰς θρησκευτικὰς, οἰκολογικὰς καὶ ἐπιστημονικὰς προκλήσεις τῆς σήμερον, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον θὰ εἶναι μία φέρελπις νέα καὶ ἰσχυρὰ ὤθησις.
Τέλος δέον νὰ ἀναφερθεῖ καὶ ἡ Θεολογία τῆς Διαδικασίας Prozesstheologie, καθ’ ἣν ὁ Θεὸς δὲν εἶναι οὔτε παντοδύναμος, οὔτε ἀμετάβλητος. Περιβάλλει μόνον μὲ ἀγάπην τὸν ἐλεύθερον καὶ αὐτόνομον ἄνθρωπον, χωρὶς νὰ τὸν ἐξαναγκάζει, διὸ καὶ ἐπιτρέπει τὸν πόνον καὶ τὸ κακὸν μὲ τρανὸν παράδειγμα τόν “συμπάσχοντα Θεόν” τῆς ἀγάπης ἐν σταυρῷ. Ἐξ οὗ καὶ ἐνεμφανίσθησαν οἱ διανθρωπισταί (Transhumanisten), τῶν ὁποίων τὸ ὄνειρον εἶναι ἡ μεῖξις τῆς ἀνθρωπίνης εὐφυΐας μετὰ τῆς τεχνολογίας, πρὸς βελτίωσιν τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων. Κατ’ ἄλλους ὅμως θὰ ἐπιφέρει τὸ τέλος τοῦ σύμπαντος. (Ὅρα καὶ κορωνοϊός!)

*****************

-M. Ludwig, Kirchen ohne Nutzung? Erfahrungen und Perspektiven für den künftigen Umgang mit Kirchengebäuden, Μαρβοῦργον 2006/7. Diss. H. Halbfas, Die Zukunft unserer Kirchen-Gebäude, Ὄστφιλντερν 2019.
– U. L. Lehner, Gott ist unbequem, Herder, Publik Forum ἀρ. 20 (2019) 3.
– –, Schafft Gott Neues?, Ἔνθ. ἀνωτ. ἀρ. 4 (2020) 50.
– H. Meesmann, Gott und Welt im Werden, Ἔνθ. ἀνωτ. ἀρ. 1 (2019) 34-35.

ΦΩΤΟ: Ὁ Θεὸς Πατήρ, Giovanni Battista Cima da Conegliano (c.1459–1517)

Share this post