Παράθυρο ευκαιρίας για να επιστραφούν στην Ελλάδα τα Γλυπτά του Παρθενώνα

Παράθυρο ευκαιρίας για να επιστραφούν στην Ελλάδα τα Γλυπτά του Παρθενώνα

Από μια συζήτηση των «Τάιμς» του Λονδίνου με τη διάσημη βρετανή ιστορικό Μέρι Μπίαρντ αναδύθηκε η πιθανότητα να σταλούν τα Γλυπτά στην Ελλάδα, όταν, το 2023, το Βρετανικό Μουσείο θα αρχίσει ένα τεράστιο και ακριβό πρόγραμμα ανακαίνισης.  «(Αν δανειστούν) θα τα έδιναν πίσω οι Έλληνες; Η απάντηση ίσως κρύβεται σε εκείνο το 10% της συμφωνίας που δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη…», σχολιαζει η εφημερίδα. 

Εδώ και σχεδόν μισό αιώνα οι κανόνες του παιχνιδιού των Γλυπτών του Παρθενώνα είναι ίδιοι και απαράλλαχτοι. Κάθε φορά που ο εκάστοτε έλληνας πρωθυπουργός ή υπουργός Εξωτερικών ή υπουργός Πολιτισμού επισκέπτεται τη Βρετανία, υπάρχουν πολλά άρθρα για το θέμα της επιστροφής των Ελγίνειων Μαρμάρων (όπως τα αποκαλούν συνήθως οι Βρετανοί) και πώς θα μπορούσε να κινηθεί προς ένα (από την ελληνική άποψη) ικανοποιητικό συμπέρασμα, γράφει στους The Times ο Ντέιβιντ Ααρόνοβιτς. Κατόπιν το Βρετανικό Μουσείο λέει ότι είναι ανοιχτό σε διάλογο, αλλά δεν θέλει να χάσει σημαντικά μέρη της συλλογής του. Και πάμε πάλι από την αρχή… Αυτό ακριβώς συνέβη και πάλι λίγο μετά την πρόσφατη επίσκεψη του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στο Λονδίνο, κατά την οποία μεταξύ άλλων συνάντησε και τον πρόεδρο του μουσείου, Τζορτζ Οσμπορν (για δεύτερη φορά, η πρώτη ήταν τον Νοέμβριο του 2021). Ωστόσο, το πλαίσιο αυτών των επαναλαμβανόμενων αιτημάτων και των ευγενικών αποκρούσεων φαίνεται ότι αλλάζει, επισημαίνει ο Ντέιβιντ Ααρόνοβιτς. Και μάλλον η πιο σημαντική αλλαγή προέρχεται από τη δήλωση της Μέρι Μπίαρντ (Mary Beard), καθηγήτριας του Cambridge, και μέλους του διοικητικού συμβουλίου του Βρετανικού Μουσείου, η οποία άνοιξε ένα παράθυρο για μια ευκαιρία επιστροφής των Γλυπτών. Στη συνέντευξή της στο podcast του Ααρόνοβιτς, «Stories of our times» (ακούστε το εδώ), το οποίο ηχογραφήθηκε στο μέσο της επίσκεψης του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Βρετανία, η κυρία Μπίαρντ αποκάλυψε ότι το επόμενο έτος το μουσείο, το οποίο στεγάζεται σε ένα γερασμένο και υγρό κτίριο με εκθέσεις, που χρειάζονται απεγνωσμένα εκσυγχρονισμό, θα ανακοινώσει ένα τεράστιο και ακριβό πρόγραμμα αναζωογόνησης, για το οποίο θα χρειαστεί δημόσια στήριξη. Ο Ααρόνοβιτς υποψιάζεται, λοιπόν, ότι οι διαχειριστές του μουσείου σκοπεύουν να δανείσουν τα Γλυπτά του Παρθενώνα στην Ελλάδα, όσο αυτή η διαδικασία θα βρίσκεται σε εξέλιξη.

Ας σημειωθεί ότι λίγο μετά τη συνάντηση Μητσοτάκη – Οσμπορν εμφανίστηκε στο διαδίκτυο ένα άρθρο του BBC με τίτλο «Συμφωνία για την επιστροφή των Ελγίνειων Μαρμάρων στην Ελλάδα σε προχωρημένο στάδιο – ρεπορτάζ», στο οποίο αναφέρθηκαν πολλά media στη συνέχεια. Το ρεπορτάζ αφορούσε δηλώσεις σε ελληνική εφημερίδα (στα ΝΕΑ Αθηνών) για μια συμφωνία που είχε ολοκληρωθεί κατά «90%». Το Βρετανικό Μουσείο εξέδωσε τότε μια δήλωση επαναλαμβάνοντας την επιθυμία του να δημιουργήσει μεν «νέες θετικές μακροπρόθεσμες συνεργασίες σε όλο τον κόσμο», αλλά ότι οι διαχειριστές «δεν σκοπεύουν να διαλύσουν τη μεγάλη συλλογή μας καθώς αφηγείται μια μοναδική ιστορία της κοινής μας ανθρωπότητας».

Ωστόσο, στη Βρετανία  όλο και περισσότεροι εκφράζουν την πεποίθηση ότι τα «μάρμαρα» του Λονδίνου πρέπει να «επανενωθούν» με αυτά που υπάρχουν στο νέο Μουσείο της Ακρόπολης στην Αθήνα. Στο ζήτημα αυτό, η Μέρι Μπίαρντ, η πιο διάσημη καθηγήτρια Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Βρετανίας, της οποίας το βιβλίο για τον Παρθενώνα και τα Γλυπτά του κυκλοφόρησε το 2002, κρατάει, θα λέγαμε, ίσες αποστάσεις στο φλέγον ζήτημα: «Είναι εξαιρετικά έργα τέχνης», είπε στην ραδιοφωνική εκπομπή του BBC «Desert Island Discs». «Οι άνθρωποι εκπλήσσονται συνεχώς με τον τρόπο που γλυπτά πάχους μόνο λίγων εκατοστών στις ζωφόρους μπορούν να δείχνουν άλογα να παρατάσσονται και άντρες να κάθονται πάνω τους. Μοιάζουν σαν να έχουν πολύ μεγάλο βάθος, έχεις έξι ή επτά οπλές στη σειρά, και όλες μόλις σε λίγα εκατοστά. Είναι εκπληκτικό! Είναι μια υπέροχη έκφραση του τι μπορούσε να κάνει ένας έλληνας γλύπτης του 5ου αιώνα π.Χ.» Οι κύριες ζωφόροι, που εκτίθενται στο Βρετανικό Μουσείο, βρίσκονταν στο εσωτερικό του ναού, ψηλά. Τα γλυπτά από το αέτωμα ήταν αρχικά σε κάθε άκρο του, αν και πολλά καταστράφηκαν από μια τεράστια έκρηξη το 1687 όταν μια βενετική οβίδα όλμου πυροδότησε την πυρίτιδα, που είχε αποθηκεύσει μέσα στον Παρθενώνα η οθωμανική φρουρά. 

Το κεφάλι ενός αλόγου από το άρμα της Σελήνης, το οποίο εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο (EPA/FACUNDO ARRIZABALAGA)

Αλλά ακόμη και πριν καταλάβουν οι Τούρκοι την Αθήνα, το 1458, μεγάλο μέρος των Γλυπτών του Παρθενώνα είχε καταστραφεί από χριστιανούς, ενώ για αιώνες Τούρκοι και Ελληνες χρησιμοποιούσαν τα μάρμαρα σε για νέα κτίρια. Το 1801, όταν ο Λόρδος Έλγιν, βρετανός πρόξενος στην Υψηλή Πύλη, ζήτησε και έλαβε άδεια από τις οθωμανικές αρχές να αφαιρέσει γλυπτά, που δεν ήταν προσαρτημένα στο κτίριο, λέει η Μπίαρντ στο podcast, στην Ακρόπολη επικρατεί «πραγματικό χάος. Ο μερικώς κατεστραμμένος Παρθενώνας βρίσκεται στη μέση. Και γύρω του υπάρχει ένα είδος χωριού – στρατώνα». Και έχει σημασία αυτό σήμερα διότι το επιχείρημα για το πού πρέπει να εκτίθενται τα μάρμαρα έχει χρωματιστεί πολύ από τους ισχυρισμούς ότι ο Ελγιν είχε λεηλατήσει τον Παρθενώνα αφαιρώντας τις ζωφόρους και τα αγάλματα, πράγμα που  ισοδυναμούσε με αυτοκρατορικό βανδαλισμό. Οταν άνοιξε το νέο Μουσείο της Ακρόπολης το 2009, ο Αντώνης Σαμαράς, τότε υπουργός Πολιτισμού, κατηγόρησε τον Ελγιν ότι «βανδάλισε» τον Παρθενώνα, ότι «απλά πήρε το μπροστινό μέρος ενός ολόκληρου έργου τέχνης και το έβαλε σε ξένο μουσείο». Είναι αλήθεια ότι, σύμφωνα με τις βάναυσες πρακτικές της εποχής, είχαν πριονιστεί πλάκες στο πίσω μέρος των γλυπτών για να διευκολυνθεί η μεταφορά τους. Ο Ααρόνοβιτς θέτει στην Μέρι Μπίαρντ το κρίσιμο (αλλά όχι καθοριστικό κατά τη γνώμη του) ερώτημα, τι θα είχε συμβεί αν τα Γλυπτά είχαν μείνει εκεί που ήταν; «Αν υπάρχει σημαντική πιθανότητα να είχε καταστραφεί ή χαθεί μεγάλο μέρος του Παρθενώνα; Νομίζω ότι η απάντηση είναι ναι. Αυτό δεν έχει καμία επίδραση στα κίνητρα του Ελγιν. Αλλά ναι, [τα μάρμαρα] καταστρέφονταν, το κτίριο καταστρεφόταν. Και ο Ελγιν έρχεται», απαντάει η βρετανή καθηγήτρια. Αρχικά, ο Ελγιν τοποθέτησε τα Γλυπτά στον κήπο του. Στη συνέχεια, όμως, καταστράφηκε οικονομικά και προσφέρθηκε να τα πουλήσει στη βρετανική κυβέρνηση, η οποία στην αρχή δίσταζε να τα αγοράσει γιατί είχε συνηθίσει να βλέπει άθικτα ρωμαϊκά αγάλματα και αυτά τα μάρμαρα ήταν «μάλλον χτυπημένα», λέει η Μπίαρντ. Ωστόσο, η αγορά προχώρησε και το 1816 τα μάρμαρα μεταφέρθηκαν στο Βρετανικό Μουσείο.

Η Μέρι Μπίαρντ κάθεται ανάμεσα στα Γλυπτά του Παρθενώνα, στο Βρετανικό Μουσείο, τον Αύγουστο του 2020 (Chris J Ratcliffe/Getty Images)

Δεν είναι ασυνήθιστο το επιχείρημα όσων υποστηρίζουν την επιστροφή τους να λένε ότι οι Ελληνες χρειάζονται τα Γλυπτά πίσω περισσότερο από όσο τα χρειάζεται το Βρετανικό Μουσείο. Πόσο σημαντικό είναι λοιπόν για το μουσείο να τα κρατήσει; «Εξαιρετικά σημαντικό» απαντάει η καθηγήτρια του Cambridge. «Αλλά νομίζω ότι σημαίνουν διαφορετικά πράγματα όπου κι αν βρίσκονται. Αλλο σημαίνουν στην Αθήνα, και άλλο στο Λονδίνο. Στο Βρετανικό Μουσείο βρίσκονται δίπλα στην περσική τέχνη και αυτό αποκαλύπτει κάτι τόσο για την περσική όσο και για την ελληνική τέχνη. Υπάρχει επίσης ένας τρόπος με τον οποίο τα Γλυπτά του Παρθενώνα τα τελευταία 200 χρόνια έχουν ενσωματωθεί και διαμορφώνουν την ευρωπαϊκή τέχνη και τον πολιτισμό εκτός Ελλάδας», προσθέτει. Πρέπει, λοιπόν, να μείνουν στο Λονδίνο; Η Μπίαρντ δηλώνει αγνωστικίστρια: «Βλέπω καλά και κακά επιχειρήματα και στις δύο πλευρές αυτής της ερώτησης. Και όσο περισσότερο το δούλευα, τόσο περισσότερο ουδέτερη έμενα. Νομίζω ότι αντιπροσωπεύει ένα από τα μεγάλα προβλήματα της πολιτιστικής κληρονομιάς: Ποιος είναι ο ιδιοκτήτης των πραγμάτων; Πού ανήκουν; Ποιος έχει δικαίωμα να τα βλέπει; Πολλοί φίλοι μου βρίσκονται σε εντελώς διαφορετικές πλευρές αυτού του ζητήματος. Αλλά δεν σταματάμε να είμαστε φίλοι», απαντάει. Γεγονός είναι ότι το 2019 περίπου 1,8 εκατ. επισκέπτες επισκέφτηκαν το Μουσείο της Ακρόπολης, πληρώνοντας εισιτήριο 10 ευρώ έκαστος το καλοκαίρι και 5 ευρώ τον χειμώνα. Ωστόσο, την ίδια χρονιά 6,2 εκατ. άνθρωποι επισκέφτηκαν δωρεάν το Βρετανικό Μουσείο, αν και το πιθανότερο είναι ότι δεν έχουν δει όλοι τα Γλυπτά. Παρόλα αυτά, είναι εύκολο να διαπιστωθεί ότι στην Ελλάδα υπάρχει σημαντικά μεγαλύτερη λαϊκή ζήτηση για την επιστροφή τους από ό,τι υπάρχει στη Βρετανία για να κρατηθούν, γράφει στους Times ο Ντέιβιντ Ααρόνοβιτς. Και κλείνει το άρθρο του με ένα ερώτημα: (Αν δανειστούν) θα τα έδιναν πίσω οι Ελληνες; Η απάντηση ίσως κρύβεται σε εκείνο το 10% της συμφωνίας, που δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη…

Η Ντάουνινγκ Στριτ αποκλείει νομοθετική ρύθμιση για τα Γλυπτά του Παρθενώνα

Στο μεταξύ, ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Ρίσι Σούνακ απέκλεισε το ενδεχόμενο αλλαγής του νόμου ο οποίος θα μπορούσε να εμποδίσει την παράδοση των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα, λίγες ημέρες αφότου έγινε γνωστό ότι η διεύθυνση του Βρετανικού Μουσείου είχε κατ’ιδίαν συζητήσεις με τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη για το θέμα αυτό, όπως έγραψε σε δικό του δημοσίευμα τη Δευτέρα ο Guardian. Σύμφωνα με την εφημερίδα, ο εκπρόσωπος του βρετανού πρωθυπουργού ανέφερε, συγκεκριμένα, ότι δε σχεδιάζεται τροποποίηση της νομοθεσίας βάσει της οποίας οι συλλογές των μουσείων απαγορεύεται να απομακρύνονται από αυτά με την εξαίρεση ορισμένων ιδιαίτερων περιπτώσεων. Ωστόσο, το Βρετανικό Μουσείο θα μπορούσε να αποφασίσει να δανείσει μέρος των Γλυπτών στην Ελλάδα Οπως έχει δηλώσει το Βρετανικό Μουσείο, επιθυμεί μεν μια «νέα συνεργασία με την Ελλάδα για τον Παρθενώνα», ωστόσο ο φορέας υποστήριξε επίσης πως λειτουργεί εντός των πλαισίων που ορίζει η νομοθεσία και πως δεν πρόκειται να διαλύσει τη μεγάλη συλλογή του η οποία «αφηγείται ένα μοναδικό κεφάλαιο της Ιστορίας της ανθρωπότητας». Στη συνέχεια του ρεπορτάζ της η βρετανική εφημερίδα επικαλείται δημοσίευμα των «Νέων» σύμφωνα με το οποίο ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο πρώην υπουργός Οικονομικών του Ηνωμένου Βασιλείου και πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου Τζορτζ Οσμπορν συνομιλούν για το ζήτημα των Γλυπτών του Παρθενώνα από τον Νοέμβριο του 2021. Ομως, ο εκπρόσωπος της Ντάουνινγκ Στριτ ήταν σαφής: «Δεν έχουμε σχέδια να αλλάξουμε τη νομοθεσία, η οποία εμποδίζει την αφαίρεση αντικειμένων από τις συλλογές του Βρετανικού Μουσείου, εκτός από ορισμένες περιπτώσεις. Η θέση μας σε αυτό δεν έχει αλλάξει». Ο ίδιος σημείωσε, ακόμη, ότι «δουλειά του μουσείου», στο οποίο τα μνημεία ανήκουν νόμιμα, όπως είπε, «και των διαχειριστών του είναι οι αποφάσεις σχετικά με τη φροντίδα και τη διαχείριση των συλλογών». 

Πηγή: Protagon.gr

Share this post