Πανιερώτατε, δεν σας ξεγέλασαν, έτσι τα αποφασίσατε το 2010
Του Άριστου Μιχαηλίδη*
Άγνωστο πού το βρήκαν όσοι πριν και μετά τις εκλογές αξιώνουν «να σεβαστεί η Ιερά Σύνοδος την απόφαση του λαού» και να χρήσει Αρχιεπίσκοπο αυτόν που ήρθε πρώτος την Κυριακή. Και καλά, οι πολίτες που το λένε αυτό, έτσι νιώθουν και λένε απλώς τη γνώμη τους. Αλλά, να το λέει ξανά και ξανά ένας μητροπολίτης, μέλος της Ιεράς Συνόδου, που ήταν και μέλος όταν εγκρίθηκε το νέο καταστατικό, είναι αν μη τι άλλο, προβληματικό. Δημιουργεί ένταση και φανατισμό. Ειδικά όταν αυτός ο μητροπολίτης είναι ο Λεμεσού Αθανάσιος, που κατά τα άλλα δίνει την εικόνα ότι ασπάζεται τον ήπιο, συναινετικό λόγο «σε πνεύμα αγάπης και ενότητας και ευλαβείας», όπως έλεγε και τη νύχτα των εκλογών.
«Πρέπει να γίνει σεβαστή η απόφαση του λαού μας (…). Από τη στιγμή που τον βάλαμε να ψηφίσει, πρέπει να σεβαστούμε την απόφαση του», έλεγε την Κυριακή μετά τα αποτελέσματα που τον ανέδειξαν πρώτο. Και φυσικά, οι πολίτες που τον ακολουθούν, οι οπαδοί ή, απλώς όσοι πίστεψαν στην ικανότητα του να ηγηθεί της Εκκλησίας, χειροκροτούν και φανατίζονται. Διότι (αφού το λέει κι ο δεσπότης!) νιώθουν ότι πάνε να τους ξεγελάσουν.
Αλλά, ο Λεμεσού Αθανάσιος ήταν μέλος της Ιεράς Συνόδου όταν αποφασίστηκε η τροποποίηση του καταστατικού το 2006 και όταν εγκρίθηκε η τροποποίηση το 2010, μετά από τέσσερα χρόνια μελέτης και συζητήσεων. Γνώριζε τι προνοεί, γνώριζε προτού θέσει υποψηφιότητα ποια είναι η προβλεπόμενη διαδικασία. Ουδείς και ουδέποτε είπε ότι ο λαός καλείται να ψηφίσει τον Αρχιεπίσκοπο. Αυτό, που ψήφισε ο λαός την Κυριακή, είναι τους τρεις ιεράρχες που εγκρίνει για να τεθούν ενώπιον της Ιεράς Συνόδου η οποία οφείλει να επιλέξει για Αρχιεπίσκοπο έναν από αυτούς τους τρεις και όχι άλλον. Ήταν εξ αρχής δεδομένο ότι η αρμοδιότητα της τελικής επιλογής ανήκει στην Ιερά Σύνοδο. Κι αυτό, ειδικά για τους υποψήφιους, δεν επιτρέπεται να αλλάζει αναλόγως των ποσοστών που λαμβάνουν. Κυρίως, δεν επιτρέπεται να δημιουργούν αμφιβολίες και ένταση ανάμεσα στον λαό.
Όταν αποφασίστηκε η τροποποίηση -ήταν μια από τις προτεραιότητες του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Β- διορίστηκε από τη Σύνοδο επί τούτου επιτροπή, υπό την προεδρία του Μητροπολίτη Μόρφου και με τη συμμετοχή νομικών και κανονολόγων, η οποία ανέλαβε το έργο της ριζικής αναθεώρησης του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας. Όταν παρουσιάστηκαν οι αλλαγές, οι ιεράρχες συζήτησαν επί μακρόν όλες τις επιλογές που είχαν. Ανάμεσά τους και το ενδεχόμενο να εκλέγεται ο Αρχιεπίσκοπος απευθείας από το λαό. Συζητήθηκε και απορρίφθηκε για κάποιους λόγους. Για το ότι θα εκμηδενιζόταν ο ρόλος της ιεραρχίας, που έχει την ευθύνη για τη διοίκηση της Εκκλησίας, θα δημιουργούνταν συνθήκες για κομματικοποίηση της εκλογής, θα προκαλείτο φανατισμός και διαμάχη ανάμεσα στην ιεραρχία και στον λαό.
Αυτοί και άλλοι λόγοι, που σκέφτηκαν και συζήτησαν τα μέλη της Συνόδου, επέβαλαν την τελική απόφαση. Να δώσουν την ευχέρεια στον λαό να συμβουλεύει την Ιερά Σύνοδο, να θέτει δηλαδή ενώπιον της Συνόδου τρεις προτεινόμενους. Αλλά, η Σύνοδος διατήρησε το δικαίωμα και την ευθύνη να επιλέξει αυτόν από τους τρεις που θεωρεί καταλληλότερο, με βάση και δικά της κριτήρια. Λαμβάνει υπόψη την έγκριση του λαού, αλλά έχει κι άλλα να κρίνει εκτός από τη δημοφιλία, που μπορεί ένας ιεράρχης να απολαμβάνει.
Μπορεί να μην είναι η σοφότερη αυτή η απόφαση που πήραν τότε, δεν είμαι σε θέση να κρίνω, αλλά αυτή είναι. Και με αυτήν έγινε η ψηφοφορία την Κυριακή. Οι ψηφοφόροι γνώριζαν τη διαδικασία, όπως και οι υποψήφιοι. Τι θα γίνει τώρα; Θα κηρύξει τον πόλεμο ο ιεράρχης που κέρδισε στη ψηφοφορία της Κυριακής, διότι εκ των υστέρων δεν αναγνωρίζει τη διαδικασία που συμφωνήθηκε και έγινε νόμος της Εκκλησίας πριν από 12 χρόνια; Και, μάλιστα, εγκρίθηκε ομόφωνα, δηλαδή και από το ίδιο. Ακόμα κι αν αυτή ήταν η γνώμη του και τότε, ότι δηλαδή ο Αρχιεπίσκοπος πρέπει να εκλέγεται απευθείας από το λαό, και δεν έπεισε τους υπόλοιπους να το δεχθούν, οφείλει να σεβαστεί αυτό που τελικά εγκρίθηκε (ομόφωνα, ξαναλέω), και να μην κουρδίζει τους οπαδούς. Σε πνεύμα αγάπης και ενότητας και ευλαβείας.
*Ο Άριστος Μιχαηλίδης είναι διευθυντής σύνταξης στην εφημερίδα “Ο Φιλελεύθερος”, στην οποία δημοσιεύτηκε το άρθρο./ Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους.