Όταν η Ρωσική Εκκλησία ζητούσε από την Κωνσταντινούπολη να την προστατεύσει από τον πόλεμο
Του Ευάγγελου Κωστούλα*
Την 31η Αυγούστου 2018 ο Πατριάρχης Μόσχας και πάσης Ρωσίας Κύριλλος και ο τότε Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ Ιλαρίων επισκέφτηκαν την Κωνσταντινούπολη σε μια προσπάθεια να αποτρέψουν την αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ουκρανίας. Μετά την υποδοχή τους στην αίθουσα του θρόνου ενώπιον αντιπροσωπείας ιεραρχών του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ακολούθησε δίωρη συνομιλία των δύο Ρώσων ιεραρχών με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο και τον αρμόδιο για τον χειρισμό του ουκρανικού ζητήματος, τότε Μητροπολίτη Γαλλίας Εμμανουήλ.
Στην συνάντηση αυτή, ο Οικουμενικός Πατριάρχης ξεκαθάρισε ότι το ουκρανικό ζήτημα είχε ήδη τραβήξει σε διάρκεια, με αποκλειστική ευθύνη της Μόσχας, και πλέον οι συνθήκες οδηγούσαν την Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης στην ανάληψη της πρωτοβουλίας για την επίλυση του σχίσματος, κατόπιν διαδοχικών αιτημάτων μερίδας των Ουκρανών ιεραρχών, της ουκρανικής Βουλής και του Ουκρανού Προέδρου της Δημοκρατίας. Καθώς οι απειλές του δεν είχαν αποτέλεσμα, ο πατριάρχης Κύριλλος φέρεται να αναφώνησε: «Παναγιώτατε, αν δώσετε αυτοκεφαλία στην Ουκρανία, θα χυθεί αίμα», για να λάβει την απάντηση του πατριάρχη Βαρθολομαίου «Μακαριώτατε, εμείς ούτε στρατό διαθέτουμε, ούτε όπλα έχουμε. Εάν χυθεί αίμα, δεν θα χυθεί από εμάς, αλλά από εσάς»[1].
Τέσσερα χρόνια μετά, η Ουκρανία μετρά ήδη επτά μήνες ρωσικής εισβολής και πολέμου στο έδαφός της που, καθώς φαίνεται από την πρόσφατη επιστράτευση, θα συνεχιστεί για πολύ καιρό. Ήδη πριν τον πόλεμο, η Ρωσική Εκκλησία είχε επιδοθεί σε μια οργιώδη επίθεση εναντίον μιας υποτιθέμενης ενιαίας, αμερικανοκίνητης Δύσης, που επιδιώκει να διασπάσει την Ορθοδοξία μέσα από την διάσπαση του Ρωσικού κόσμου, αποδίδοντας μάλιστα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο τις απαράδεκτες κατηγορίες του χρηματισμού και του «οργάνου της Δύσης» για να επιτελέσει το έργο αυτό[2]. Οι κατηγορίες αυτές επανήλθαν φέτος στα κηρύγματα του ίδιου του πατριάρχη Κυρίλλου (που ευλόγησε τον κατακτητικό πόλεμο που διεξάγει η Ρωσία εναντίον της Ουκρανίας), καθώς από την αρχή του πολέμου, το Οικουμενικό Πατριαρχείο κατήγγειλε την ανίερη ρωσική εισβολή και την υποστήριξή της από την Εκκλησία της Ρωσίας, ως ερχόμενη σε βαθιά ρήξη με την παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, που καταδικάζει όλους ανεξαιρέτως τους επιθετικούς πολέμους[3].
Η ιστορία εν προκειμένω έρχεται με μια αδιάψευστη μαρτυρία να δείξει ότι η αγνώμων Εκκλησία της Ρωσίας ψεύδεται και δυσφημεί συνειδητά το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αφού στον 14ο αιώνα είχε επιζητήσει και ευεργετηθεί από την ίδια ακριβώς στάση της Μητέρας Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως. Την περίοδο αυτή, το ρωσικό κράτος είχε πάψει να υπάρχει ως ενιαία ανεξάρτητη οντότητα. Μετά τις μογγολικές επιδρομές της δεκαετίας του 1240, είχαν διαμορφωθεί δυο ρωσικοί πολιτικοί πυρήνες, που ακολούθησαν διαφορετική ιστορική πορεία. Στον μεν Νότο, το ανεξάρτητο Βασίλειο της Ρουσηνίας/Ρουθηνίας και Γαλικίας, με έδρα το Λβώβο, που περιλάμβανε και την ιδεολογική πρωτεύουσα των αρχαίων Ρως, το Κίεβο.
Το βασίλειο αυτό, ανέπτυξε σχέσεις επιγαμίας με την Δυτική Ευρώπη, και στα 1322-1362 διαμοιράστηκε μέσω κληρονομιάς και πολέμων μεταξύ της Πολωνίας (το Λβώβο και το Χάλιτζ) και της Λιθουανίας (το Κίεβο). Στον δε Βορρά, οι πολλές μικρές ηγεμονίες όπως του Τβερ, του Σμόλενσκ, του Νόβγκοροντ κ.α., με κορυφαία μεταξύ τους το Πριγκηπάτο του Βλαδίμηρου-Μόσχας. Όλες αυτές ήταν φόρου υποτελείς στον Μογγόλο Χάνο της Χρυσής Ορδής στο Σαράι, με τον οποίο συνεργαζόταν ο εκάστοτε Μέγας Ηγεμών της Μόσχας, δρώντας ως φοροεισπράκτορας για λογαριασμό του χάνου. Αξιοποιώντας το λειτούργημα αυτό, οι πρίγκηπες της Μόσχας επιδόθηκαν στην επιβολή της εξουσίας τους στους άλλους Ρώσους ηγεμόνες, με στόχο την ενοποίηση των ρωσικών γαιών υπό την εξουσία τους.
Στο σχέδιο τους αυτό, οι ηγεμόνες της Μόσχας βρήκαν ανταγωνιστές τους Μεγάλους Δούκες της Λιθουανίας, οι οποίοι στην διάρκεια του 14ου και του 15ου αιώνα υπέταξαν ή ενσωμάτωσαν τις περισσότερες ρωσικές ηγεμονίες, αποκτώντας με αυτόν τον τρόπο μεγάλη πλειοψηφία ορθοδόξου πληθυσμού και υιοθετώντας την παλαιοσλαβική ως επίσημη γλώσσα του κράτους, αφού η λιθουανική δεν ήταν γραπτή μέχρι τότε. Πλην όμως, οι Λιθουανοί ηγεμόνες παρέμειναν ειδωλολάτρες, μέχρι που το 1386 μεταστράφηκαν στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, όταν η Πολωνία και η Λιθουανία ενώθηκαν δι’ επιγαμίας[4].
Μόνο σημείο ενότητας απέμενε η ενιαία Μητρόπολη Κιέβου και πάσης Ρωσίας, υπαγόμενη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, με τους επισκόπους της να απλώνονται στις μεγάλες πόλεις του διασπασμένου πολιτικά ρωσικού χώρου.
Μετά την καταστροφή του Κιέβου στην μογγολική επιδρομή του 1238-1240, οι Μητροπολίτες Κιέβου μετακινούνταν διαρκώς στις διάφορες ηγεμονίες της αχανούς επικράτειάς τους, ώστε να διατηρήσουν την επαφή με το ποίμνιο τους, και σταδιακά μετέφεραν την έδρα τους πρώτα στο Βλαδίμηρο το 1299, και τελικά στην Μόσχα το 1326, μια απόφαση λογική καθώς ο Μέγας Ηγεμών της Μόσχας ήταν τότε ο σημαντικότερος ορθόδοξος ηγεμόνας στον ρωσικό χώρο, διατηρώντας παράλληλα τον τίτλο «Κιέβου και πάσης Ρωσίας».
Με αυτόν τον τρόπο όμως, η Μητρόπολη Κιέβου και πάσης Ρωσίας σταδιακά ταυτίστηκε με τα συμφέροντα της Μόσχας (μάλιστα ο Κιέβου Αλέξιος άσκησε καθήκοντα αντιβασιλέως στο διάστημα της ανηλικότητας του νεαρού ηγεμόνα Δημητρίου, μεταξύ 1359-1366). Στην κατάσταση αυτή αντέδρασαν οι ηγεμόνες της Πολωνίας και της Λιθουανίας, αλλά και οι μικρότεροι Ρώσοι ηγεμόνες που προσπαθούσαν να χειραφετηθούν από τον έλεγχο της Μόσχας, στρεφόμενοι επανειλημμένα στην Κωνσταντινούπολη και ζητώντας την σύσταση ξεχωριστών μητροπόλεων.
Η πρώτη διαίρεση της Μητροπόλεως Κιέβου είχε συμβεί ήδη στα 1305, μετά τον θάνατο του μητροπολίτη Μαξίμου, με αίτημα του ορθόδοξου Βασιλιά της Ρουθηνίας και της Γαλικίας Γεωργίου (Γιούρι) Α’ που αποδέχθηκε η Κωνσταντινούπολη, ιδρύοντας την Μητρόπολη Γαλλίτζης και Μικράς Ρωσίας. Η κίνηση αυτή συνιστούσε την πολιτική απάντηση του Γεωργίου στην μεταφορά από τον Μάξιμο της έδρας της Μητροπόλεως Κιέβου στο Βλαδίμηρο, έξι χρόνια πριν. Μετά την κατάρρευση του Βασιλείου της Ρουθηνίας, το αίτημα για ξεχωριστή μητρόπολη ικανοποιείτο κατά περίπτωση, και μόνο για τα ανεξάρτητα κράτη της Λιθουανίας και την Πολωνίας.
Όταν η πολιτική πίεση εις βάρος των ορθοδόξων πληθυσμών αύξανε επικίνδυνα, τότε δημιουργούνταν νέες μητροπόλεις, με μητροπολίτες που δρούσαν ως αντιπρόσωποι του Βυζαντινού Αυτοκράτορα και του Οικουμενικού Πατριάρχη στις χώρες της Πολωνίας και της Λιθουανίας. Η πάγια γραμμή όμως του πατριαρχείου ήταν να παραμείνει ενιαία η Μητρόπολη Κιέβου, κάτω από τον ορθόδοξο Ηγεμόνα της Μόσχας, για ποιμαντικούς λόγους και για αποφυγή άμεσης εμπλοκής στις πολιτικές διενέξεις[5].
Μια τέτοια περίπτωση διαμορφώθηκε όταν κατέφτασε στην Κωνσταντινούπολη ο Ρώσος επίσκοπος Βλαδιμήρου Αλέξιος το 1354, υποδεδειγμένος για την διαδοχή από τον αποθανόντα το 1353 στην Μόσχα (και Έλληνα στην καταγωγή) Μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ρωσίας Θεόγνωστο, με την σύμφωνη γνώμη του Ιωάννη (Ιβάν) Β’ της Μόσχας.
Η Σύνοδος του Πατριαρχείου, αφού εξέτασε τον Αλέξιο στην πίστη και τις ικανότητές του, τον εξέλεξε νέο Μητροπολίτη Κιέβου[6]. Σύντομα όμως κατέφτασε στην Κωνσταντινούπολη ένας έτερος υποψήφιος για τον μητροπολιτικό θρόνο της Ρωσίας, ο Ρωμανός, τον οποίο είχε προτείνει ο Μέγας Δούκας της Λιθουανίας Αλγκίρντας. Καθώς η (σύμφωνη με τους κανόνες) πολιτική απαίτηση για ξεχωριστή μητρόπολη στην Λιθουανία ήταν ισχυρή, το Οικουμενικό Πατριαρχείο απέσπασε τις επισκοπές Τουρόβου, Πωλοτζίκου (σημ. Λευκορωσία) και «τὰς τῆς Μικρᾶς Ρωσίας ἐπισκοπὰς» (δηλαδή τις σημερινές πόλεις Χάλιτζ, Βλαδίμηρο και Λουτσκ της Ουκρανίας, και Περεμύσλ και Χόλμ της Πολωνίας), που είχαν περιέλθει στην λιθουανική κυριαρχία,και συνέστησε την «μητρόπολη Λιτβών» (δηλ. Λιθουανίας), με έδρα το Νοβογραδοπούλιον (σημ. Ναβαχρουντάκ της Λευκορωσίας)[7].
Ωστόσο, η διαμάχη μεταξύ των δυο κρατών επέφερε και ανισορροπία στην Εκκλησία. Ο Μητροπολίτης Λιτβών Ρωμανός υπερέβη την δικαιοδοσία που του ανέθεσε η Σύνοδος, εγκαταστάθηκε στο Κίεβο και αυτοανακηρύχθηκε Μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ρωσίας, προβαίνοντας παράλληλα και στην αντικανονική χειροτονία του επισκόπου Μπριανίσκου (το Μπριάνσκ ανήκε στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Μόσχας, είχε όμως κατακτηθεί από τον Αλγκίρντα) και άλλων κληρικών, που υπάγονταν κανονικά στην δικαιοδοσία του μητροπολίτη Αλεξίου. Επιπλέον, ο μητροπολίτης Ρωμανός «παρεκίνησε καὶ τὸν αὐθέντην Λιτβῶν (σημ. τον Αλγκίρντα) κατὰ τῶν Χριστιανῶν κατεξαναστῆναι καὶ οὐκ ὀλίγην φθορὰν καὶ χύσεις αἱμάτων ἐργάσασθαι», δηλαδή παρότρυνε ο ίδιος τον ηγεμόνα του να επιτεθεί εναντίον του κράτους της Μοσχοβίας και των χριστιανών υπηκόων της. Ο Κιέβου Αλέξιος διαμαρτυρήθηκε στην Κωνσταντινούπολη για την αντικανονική συμπεριφορά του Ρωμανού, και με την σειρά του το Πατριαρχείο εξέδωσε συνοδική πράξη (1361), την οποία απέστειλε με πρεσβεία στις δύο χώρες. Με την πράξη αυτή ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κάλλιστος Α’ ζητούσε την αποστολή επισκόπων και λαϊκών αξιωματούχων από τις δύο χώρες ως μάρτυρες στη Σύνοδο του Πατριαρχείου που θα δίκαζε τον Ρωμανό. Παράλληλα, ο πατριάρχης Κάλλιστος απαίτησε με επιστολή του από τον Ρωμανό να απέχει από κάθε ιερουργία, πέραν αυτών που δικαιούταν από την πράξη σύστασης της μητροπόλεως Λιτβών. Σε περίπτωση μάλιστα που ο τελευταίος αρνείτο να παραστεί ή να στείλει αντιπροσώπους του στην Κωνσταντινούπολη, ο πατριάρχης εξουσιοδοτούσε τους αποκρισιάριούς του να καθαιρέσουν επί τόπου τον Ρωμανό στην Λιθουανία[8]. Ο Ρωμανός πέθανε τελικά πριν προλάβει να συνέλθει η Σύνοδος, και για να επέλθει ειρήνη στην Εκκλησία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ένωσε τις δύο μητροπόλεις στο πρόσωπο του μητροπολίτη Αλεξίου (1362)[9].
Στην σύντομη αυτή ιστορική αναδρομή, αξίζει να εστιάσουμε στο αιτιολογικό της συνοδικής πράξης του 1361. Όπως αναφέρεται στο κείμενο, ο πατριάρχης προέβαινε στην σύγκληση συνόδου για να δικάσει τον Μητροπολίτη Λιτβών Ρωμανό, «επειδή αυτή η κατάσταση είναι επικίνδυνη για όλους και για όλα και τελείως εκτός του πλαισίου των θείων και ιερών κανόνων, και ταυτόχρονα για να πάψουν να προβαίνουν (ενν. ο Αλγκίρντας και ο Ρωμανός) σε φόνους και συγκρούσεις και μάχες και ταραχές κατά του χριστιανικού της Ρωσίας γένους. Αυτά, όπως λέγεται, αρμόζουν στους βάρβαρους λαούς που δεν έχουν μέσα τους φόβο Θεού, και όχι σε αρχιερείς […]»[10]. Κοντολογίς, ο βασικός λόγος για τον οποίο το Οικουμενικό Πατριαρχείο επενέβη στην διαμάχη αυτή ήταν η συμπαράταξη της τοπικής Ορθόδοξης Εκκλησίας με μια επιθετική κρατική πολιτική, δια στόματος του μητροπολίτη της.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κάλλιστος έδρασε αφενός για να σώσει τους πιστούς της Ρωσίας από τον πόλεμο και τον θάνατο (ειδικά των αμυνομένων), αφετέρου για να επαναφέρει την ειρήνη στην Εκκλησία και να προστατέψει την Ορθοδοξία από έναν αιρετίζοντα ιεράρχη χωρίς φόβον Θεοῦ, που αλλοίωνε και μόλυνε το λόγο του Χριστού, για να τον χρησιμοποιήσει ως πολιτικό όπλο. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο πατριάρχης στην επιστολή του προς τον Ρωμανό, «[…] Δεν θα νικήσουν την Εκκλησία του Θεού οι πύλες του Άδη, κατά τον σωτήριο λόγο. Οφείλει η ιερότητα σου να έχει την πρέπουσα φροντίδα και υπακοή προς αυτήν, και να μην εξεγείρεσαι εναντίον της, ούτε να την απειλείς και να πράττεις τα αντίθετα και να εναντιώνεσαι στα δόγματά της, καθώς αυτές οι ενέργειες πόρρω απέχουν από την αρχιερατική αξία και τιμή και από τον χριστιανικό βίο»[11].
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η σημερινή στάση του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου έναντι του πολέμου της Ουκρανίας δεν είναι καινούρια, αλλά αντίθετα, αποτελεί πάγια στάση του Πατριαρχείου σύμφωνη με την παράδοση της Εκκλησίας, από την οποία μάλιστα στάση ευεργετήθηκε και η ίδια η Εκκλησία της Ρωσίας, τότε μητρόπολη του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Αντίθετα, τα παραπάνω χωρία σήμερα άνετα θα μπορούσαν να απευθύνονται προς τον Μόσχας Κύριλλο και την φιλοπόλεμη ρητορική του.
Παρά την επανένωση, το πρόβλημα της διαποίμανσης των ορθοδόξων από ένα εκκλησιαστικό κέντρο σε τρία διαφορετικά κράτη, εχθρικά μεταξύ τους και με διαφορετικές ιστορικές εμπειρίες (οι οποίες οδήγησαν στην διαμόρφωση τριών διαφορετικών λαών), παρέμεινε[12], με αποτέλεσμα να υπάρξουν και άλλες διαιρέσεις και επανενώσεις της Μητρόπολεως Κιέβου και πάσης Ρωσίας, μέχρι την οριστική διχοτόμησή της το 1448. Το έτος αυτό, η Εκκλησία της Ρωσίας στα εδάφη του Μεγάλου Ηγεμόνα της Μόσχας εξέλεξε μόνη της για πρώτη φορά τον μητροπολίτη της και αποκόπηκε μονομερώς από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, απορρίπτοντας την Ένωση με την Ρώμη που είχε αποδεχθεί η Κωνσταντινούπολη στην Φλωρεντία (1439).
Η Ένωση της Φλωρεντίας ήταν βέβαια το πρόσχημα, καθώς όταν η Κωνσταντινούπολη μετά την Άλωση την απέρριψε (1454) και την καταδίκασε συνοδικά (1484), η Μητρόπολη, πλέον, Μόσχας και Μεγάλης Ρωσίας δεν επέστρεψε στο ωμοφόριο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ως όφειλε, αλλά επέμεινε στην αμφίβολης κανονικότητας αυτονομία μέχρι το 1589, οπότε ζήτησε και έλαβε από την Κωνσταντινούπολη την αυτοκεφαλία της και την πατριαρχική αξία, χωρίς να περιλαμβάνεται στα εδάφη της το Κίεβο.
Αντίθετα, η Μητρόπολη Κιέβου και Μικράς Ρωσίας, με τις επισκοπές της στα πολωνολιθουανικά εδάφη (συμπεριλαμβανομένων των σημερινών Βαλτικών Χωρών, της Λευκορωσίας και της Ουκρανίας), μετά από μια όψιμη αποδοχή της Ένωσης, επέστρεψε και αυτή στην Ορθοδοξία, αποκαθιστώντας όμως πλήρως την υπαγωγή της στην Μητέρα Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως (1471). Τουτέστιν, η αντικανονική απόσχιση της Μόσχας από την Κωνσταντινούπολη το 1448, εμπόδισε την επανένωση της Μητροπόλεως Κιέβου και πάσης Ρωσίας, και οδήγησε αναπότρεπτα, με αποκλειστική ευθύνη της Μόσχας, στην οριστική διαίρεση των ρωσικών εδαφών σε Μητροπόλεις Μικράς και Μεγάλης Ρωσίας[13].
Η κανονική διευθέτηση του 1589 διατηρήθηκε μέχρι την σταδιακή κατάκτηση των πολωνολιθουανικών εδαφών από την Ρωσία και τις διαδοχικές εισπηδήσεις του Πατριάρχη της Μόσχας σε αυτά, με χειροτονίες νέων ιεραρχών άνευ της αδείας του Οικουμενικού Πατριάρχη, μέχρι την χειροτονία του Μητροπολίτη Κιέβου Γεδεώνος το 1685. Ο εξόφθαλμος σφετερισμός της ίδιας της Μητροπόλεως Κιέβου από την Μόσχα, το αποκορύφωμα μιας αντικανονικής πορείας διακοσίων πενήντα ετών, θα προκαλούσε τεράστια δυσφήμηση στους τέσσερις Πατριάρχες και στον λοιπό ορθόδοξο κόσμο για την Εκκλησία της Ρωσίας, αν δεν εξασφάλιζε την απαραίτητη κανονική τακτοποίηση του ζητήματος. Για αυτό ακριβώς η Μόσχα, εκμεταλλευόμενη την αδυναμία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εν μέσω του πολέμου με την Πολωνία και την Δύση (1683-1699), εξεβίασε με αθέμιτα μέσα την άδεια του Οικουμενικού Πατριάρχη Διονύσιου Δ’ να χειροτονεί τον εκάστοτε Μητροπολίτη Κιέβου, υπό τον όρο ότι αυτός θα είχε εκλεγεί από την τοπική Εκκλησία της Μητροπόλεως Κιέβου. Για μια ακόμη φορά, η Κωνσταντινούπολη είχε προτάξει την ειρήνη της Εκκλησίας από το σχίσμα και τον πόλεμο.
Βέβαια, ο όρος της σχετικής Συνοδικής Πράξης (1686) δεν τηρήθηκε ποτέ από την ρωσική πλευρά, καθιστώντας τήν άκυρη εν τῇ γενέσει της και οδηγώντας, όσες φορές η ρωσική πολιτική εξουσία κατέρρευσε (το 1917 και το 1991), στο σύγχρονο ουκρανικό σχίσμα, που λύθηκε μόλις το 2019, ξανά χάρη στις ενέργειες του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την επανένωση της εν Ουκρανία Εκκλησίας[14].
Εν κατακλείδι, η αναδρομή στην εκκλησιαστική ιστορία της Μητροπόλεως Κιέβου και πάσης Ρωσίας ήταν αρκετή για να καταδείξει ότι η αυτοδιαφημιζόμενη ως διάδοχός της, η σημερινή Εκκλησία της Ρωσίας, είναι αυτή που δρα αντιεκκλησιαστικά και αντικανονικά στην Ουκρανία, και όχι το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η Εκκλησία της Ρωσίας, που πολλαπλώς ευεργετήθηκε και προστατεύτηκε από την Κωνσταντινούπολη, όχι μόνο δεν διδάχθηκε από όσα ωφελήθηκε, αλλά αντίθετα επιδόθηκε, με μεγαλύτερο ζήλο από τους Λιθουανούς, στην αδιάκοπη υφαρπαγή της δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, από τον 15ο αιώνα μέχρι σήμερα.
Η ίδια Εκκλησία της Ρωσίας που, προκειμένου να κρατήσει την εξουσία της στην Ουκρανία, δεν δίστασε να διασπάσει την τοπική Εκκλησία το 1992, όταν αυτή ζήτησε ομόφωνα και κανονικά αυτοκεφαλία, να προκαλέσει ένα αναίτιο και άδικο σχίσμα και να «πετάξει» σε αυτό μια πολύ μεγάλη μερίδα του ουκρανικού ποιμνίου, αυτήν που υποστήριζε την αυτοκεφαλία.
Η ίδια Εκκλησία της Ρωσίας που, όταν τα πράγματα έφτασαν στο απροχώρητο και η αυτοκεφαλία δόθηκε το 2019, την δυσφήμησε, την σαμπόταρε, εμπόδισε την υπαγόμενη σε αυτήν εκκλησιαστική δομή στην Ουκρανία να συμμετάσχει και προκάλεσε σχίσμα σε όλη την Ορθόδοξη Εκκλησία, απειλώντας, εκβιάζοντας και εισβάλλοντας στα εδάφη των Εκκλησιών, οι οποίες συμπαρατάχθηκαν με την ορθόδοξη κανονική Τάξη και αποκατέστησαν πλήρη κοινωνία με την αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας.
Η ίδια Ρωσική Εκκλησία που επιζητούσε αυτόν τον πόλεμο και τώρα τον ευλογεί με τα δυο της χέρια, αλλοιώνοντας το νόημα του Ευαγγελίου και υποσχόμενη αναμαρτησία στους Ρώσους στρατιώτες που θα θυσιαστούν στο πολεμικό καθήκον. Όλη αυτή η εξουσιομανία είναι σύμπτωμα του άκρατου εθνοφυλετισμού που φωλιάζει βαθιά μέσα στα σπλάχνα της Εκκλησίας της Ρωσίας. Σε αντίθεση με την περίπτωση του μητροπολίτη Ρωμανού, η αποχώρηση από το προσκήνιο του ανίερου πατριάρχη Κυρίλλου δεν θα είναι αρκετή για να δοθεί τέλος στην ρωσική αίρεση, η οποία τα τελευταία χρόνια διακρίνεται σε ένα και μόνο έργο: να διασπά και να ματώνει την Ορθοδοξία.
[1] ΕΥ. ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ, “Πώς το Πατριαρχείο Μόσχας καταπατά τους Εκκλησιαστικούς Κανόνες και υπονομεύει την Ορθόδοξη Ενότητα στην Κορέα”, – Συνέντευξη του Μητροπολίτη Κορέας & Έξαρχου Ιαπωνίας κκ. Αμβροσίου, δημοσιευμένη στις 17 Απριλίου 2019 στον ιστότοπο της Ιεράς Μητροπόλεως Κορέας (https://www.orthodoxkorea.org/gr-interview-met-ambrosios-russian-orthodox-patriarchate-korea/).
[2] Ενδεικτικά σχετικά δημοσιεύματα: ΣΠ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ , «Πούτιν: η παρέμβαση της Ουάσιγκτον στο Ουκρανικό είναι απαράδεκτη», άρθρο δημοσιευμένο στον ιστότοπο εκκλησιαστικής ειδησεογραφίας Orthodoxia.info στις 20 Δεκεμβρίου 2018 (https://orthodoxia.info/news/%CF%80%CE%BF%CF%8D%CF%84%CE%B9%CE%BD-%CE%B7-%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%AD%CE%BC%CE%B2%CE%B1%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BF%CF%85%CE%AC%CF%83%CE%B9%CE%B3%CE%BA%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CF%83%CF%84o/), «Μύδροι Πούτιν κατά Βαρθολομαίου: Έδωσε αυτοκέφαλο στην Ουκρανία για χρήματα», συνέντευξη του Προέδρου της Ρωσίας Βλ. Πούτιν δημοσιευμένη στις 20 Δεκεμβρίου 2018, στον ειδησεογραφικό ιστότοπο iefimerida.gr (https://www.iefimerida.gr/news/466991/mydroi-poytin-kata-vartholomaioy-edose-aytokefalo-stin-oykrania-gia-hrimata), και ΑΙΜ. ΠΟΛΥΓΕΝΗΣ, «ΙΛΑΡΙΩΝ: «Η τρέχουσα κρίση στην παγκόσμια Ορθοδοξία δεν είναι μια διμερής σύγκρουση», συνέντευξη του Μητροπολίτη Βολοκολάμσκ δημοσιευμένη στις 7 Φεβρουαρίου 2019 στον ιστότοπο του Πρακτορείου Εκκλησιαστικών Ειδήσεων «Ρομφαία» (https://www.romfea.gr/patriarxeia-ts/patriarxeio-mosxas/52299-patriarxis-mosxas-prosefxitheite-gia-tin-epanenosi-tis-agias-rosias).
[3] Μ. ΚΩΣΤΙΔΗΣ, «Ο Οικουμενικός Πατριάρχης καταδικάζει την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία», άρθρο δημοσιευμένο στην εφημερίδα Καθημερινή στις 24 Φεβρουαρίου 2022 (https://www.kathimerini.gr/society/561735124/o-oikoymenikos-patriarchis-katadikazei-ti-rosiki-eisvoli-stin-oykrania/).
[4] ΑΡ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ, Η χριστιανική Ανατολή και η άνοδος του Παπισμού, Η Εκκλησία από το 1071 ως το 1453, μτφ. Στ. Ευθυμιάδης, Αθήνα 2003 (α’ αγγλική εκδοση, 1994), 494-502 (στο εξής, ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ, Χριστιανική Ανατολή), J. MEYENDORFF, Byzantium and the Rise of Russia, Cambridge 1981, 29-72 (στο εξής MEYENDORFF, Rise of Russia) και O. HALECKI, From Florence to Brest (1439-1596), Rome 1958, 16-21 (στο εξής, HALECKI, From Florence to Brest).
[5] ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ, Χριστιανική Ανατολή, 501-508 και MEYENDORFF, Byzantium and the Rise of Russia, 73-95. Η μητρόπολη Κιέβου και πάσης Ρωσίας ήταν διαιρεμένη σε δύο ή τρεις Μητροπόλεις (Γαλικίας και Λιτβών) για το μεγαλύτερο μέρος του 14ου και 15ου αιώνα (1305-1308, 1317-1347, 1352-1354, 1355-1362, 1376-1378, 1382-1391, 1415-1419, και από το 1448 και εξής).
[6] FR. MIKLOSICH – IOS. MÜLLER, Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi Sacra et Profana, Vindobonae 1860-1890 (στο εξής ΜΜ), vol. I, CLI, 336-340 και CLVIII, 351-353.
[7][7] ΜΜ Ι, CLXXXIII, 426-430. Οι επισκοπές Τουρόβου και Πωλοτζίκου αναφέρονται ξεχωριστά γιατί είχαν απαρτίσει και παλαιότερα την Μητρόπολη Λιτβών (1317-1330), χωρίς όμως τότε τις επισκοπές της Μικράς Ρωσίας.
[8] ΜΜ Ι, CLXXXV, 434-436.
[9] MEYENDORFF, Byzantium and the Rise of Russia, 166-172.
[10] ΜΜ Ι, CLXXXIII, 428: «διὰ γοῦν τὴν τοιαύτην κατάστασιν ἐπισφαλῆ παντάπασιν οὖσαν καὶ ἔξω τῆς τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων διαταγῆς καὶ ἄμα διὰ τὸ μὴ προβαίνειν κατά τοῦ χριστιανικοῦ τῆς Ῥωσίας γένους φόνους και συγχύσεις και μάχας και ταραχὰς, ὡς λέγεται, ἅπερ ἐστί τοῖς ἔθνεσι ἴδια τοῖς μὴ φόβον ἐν ἑαυτοῖς ἔχουσι του θεοῦ (sic), και οὐ τοῖς ἀρχιερεῦσι῀[…]».
[11] ΜΜ Ι, CLXXXV, 436: «[…] ἐπὶ γὰρ τῆς τοῦ θεοῦ ἐκκλησίας πύλαι ᾅδου οὐκ ἀντισχύσουσι, κατὰ τὸν σωτήριον λόγον, προσήκει ἔχειν καὶ τὴν ἱερότητά σου τὴν προσήκουσαν στοργὴν καὶ ὑποταγὴν πρὸς αὐτὴν καὶ μὴ κατεξανίστασθαι κατ’ αυτῆς, μηδὲ άπειλεὶν καὶ ἀντιπίπτειν καὶ ἐναντιοῦσθαι τοῖς δεδογμένοις αὐτῇ, ὃπερ ἐστὶ πόρρω τοῦ ἀρχιερατικοῦ σεμνώματος καὶ τῆς χριστιανικῆς πολιτείας».
[12] ΜΜ Ι, CXXXIΧ, 320-322, για τα παράπονα του ηγεμόνα του Τβερ στον πατριάρχη για τον μητροπολίτη Αλέξιο.
[13] Marie-Hélène BLANCHET, “L’ Union de Florence après la chute de Constantinople: La profession de foi de Léon le nomophylax et de Macaire de Nicomédie (vers 1464)”, Revue des Études Byzantines 67 (2009), 63-69, και Αρχιμ. Ν. ΚΑΡΣΙΩΤΗΣ, Ἡ Σύνοδος Φερράρας – Φλωρεντίας ἀπὸ τῆς ὑπογραφῆς τοῦ ὅρου ἑνώσεως ἕως καὶ τῆς καταργήσεως αὐτοῦ. Μελέτη φιλολογικὴ καὶ ἱστορική, Διδακτορική Διατριβή υποβληθείσα στο ΠΜΣ Βυζαντινής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ, Αθήνα 2019, 706-709 και 747-798, HALECKI, From Florence to Brest, 83-96 και ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ, Χριστιανική Ανατολή, 526-531. Μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι αν η Μόσχα επέστρεφε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1454, αυτό θα επανένωνε, όπως και όλες τις προηγούμενες φορές, την Μητρόπολη Κιέβου και πάσης Ρωσίας στο πρόσωπο του Μητροπολίτη Μόσχας.
[14] ΑΛ. ΜΑΣΣΑΒΕΤΑΣ, Η Τρίτη Ρώμη. Η Μόσχα και ο Θρόνος της Ορθοδοξίας, Αθήνα 2019, 97-111 και 140-163, και ΒΛ. ΦΕΙΔΑΣ, «Η Συνοδική Πράξη του 1686 και η Αυτοκεφαλία», άρθρο δημοσιευμένο στις 28 Νοεμβρίου 2018 στον ιστότοπο εκκλησιαστικής ειδησεογραφίας Orthodoxia.info
Ο Ευάγγελος Κωστούλας είναι κάτοχος Μεταπτυχιακού Τίτλου Σπουδών Βυζαντινής Ιστορίας του Τμηματος Ιστοριας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ/Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους. / Πηγή: Orthodoxia.info