Όσα χάθηκαν στο δρόμο για την Αμμόχωστο
Του Μάριου Δημητρίου*
Είδα την Κυριακή 15 του Νοέμβρη 2020 τη ψεύτικη, φτιαχτή παράσταση στην περίκλειστη Αμμόχωστο, τα ψεύτικα λουλούδια, τα ψεύτικα λόγια, τα ψεύτικα συναισθήματα ενός ψυχρού και νάρκισσου πολιτικάντη. Θα συνέχιζα να ζω το ψεύτικο πικ νικ του Ερντογάν στην Αμμόχωστο, όχι σαν μια δημοσιογραφική, αλλά σαν μια προσωπική και συνεπώς πιο επώδυνη εμπειρία. Όλες αυτές τις μέρες κράτησα για τον εαυτό μου τις σκέψεις μου γιατί για μένα η Αμμόχωστος με την πάροδο των χρόνων έγινε μια υπόθεση πιο εσωτερική, πιο…ιδιωτική και δεν έχει να κάνει με καμιά συλλογικότητα και με καμιά σκοπιμότητα. Έχει να κάνει πιο πολύ με την παιδική μου ηλικία και με τη διαδικασία της ενηλικίωσης, της απώλειας και της αναζήτησης καθώς μεγαλώνω και ψάχνω ακόμα σε μια κατάσταση προσφυγιάς να βρω τον δικό μου τόπο. Τη δική μου πόλη. Το δικό μου σπίτι. Τη δική μου Αμμόχωστο. Στις αρχές Οκτωβρίου όταν ο κατοχικός στρατός άνοιξε μετά από 46 χρόνια το πέρασμα που καταλήγει σε ένα κομμάτι της παραλίας, εκεί που περπάτησε ο Ερντογάν, έγραψα για το τελευταίο μου ταξίδι στο Βαρώσι, έξω από τη ρημαγμένη εκκλησία της Αγίας Ζώνης, προς το οδόφραγμα της Δερύνειας και την Κάτω Δερύνεια δια μέσου του ψηλού, συρματόπλεκτου φράκτη της λεωφόρου Αμμοχώστου, έτσι όπως περνά μέσα από τις αυλές και τις βεράντες πολλών σπιτιών της κοινότητας, που γέρνουν γκρεμισμένα, λεηλατημένα, με γυμνούς τοίχους και ακατοίκητα – περιλαμβανομένου του δικού μου σπιτιού…Έγραψα γι’ αυτό το μισό ταξίδι ότι πηγαίνω στην Αμμόχωστο, αλλά δεν φτάνω ποτέ. Ότι ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού μου λείπει – αυτό που άφησα τότε πίσω μου στην πόλη και που ακόμα αναζητώ.
Αλλά στις 17 του μήνα διάβασα το άρθρο του Σενέρ Λεβέντ (στην «Αβρούπα») σε ελληνική μετάφραση στον «Πολίτη»: «Ο Ταγίπ Ερντογάν πήγε και κατέθεσε στεφάνι στο μνημείο του Ατατούρκ στην Πύλη Κερύνειας… (σ. σ. στη Λευκωσία). Το μνημείο Ατατούρκ βρίσκεται στον δρόμο που είναι απέναντί μας. Μετά από την τελετή πέρασε μπροστά από την εφημερίδα μας. Έχουμε μια τεράστια μπλε και άσπρη ταμπέλα. Σίγουρα την είδε. Θυμήθηκε άραγε τους ήρωές του, οι οποίοι πριν από δύο χρόνια έκαναν κομμάτια αυτή την ταμπέλα και προσεύχονταν πάνω σε αυτήν λέγοντας ο Αλλάχ είναι μεγάλος; Μήπως δεν ρώτησε εκείνους που βρίσκονταν δίπλα του «πού είναι που θα τους κάνατε να σιωπήσουν, ακόμα δεν το κάνατε»; Σε αυτή την επίσκεψη προσπάθησε να μην χρησιμοποιήσει επιθετικό ύφος… Έκανε βήμα πίσω και στο Βαρώσι στο οποίο πήγε να κάνει πικνίκ.
«Το Βαρώσι περιμένει την ημέρα που θα σμίξει με τους πραγματικούς του ιδιοκτήτες», είπε. Ποιοι είναι οι πραγματικοί του ιδιοκτήτες; Οι Ελληνοκύπριοι. Τους είπε ανοικτά «ελάτε να πάρετε την περιουσία σας». Δεν είπε «δεν αφήνουμε κανέναν να φάει το Βαρώσι, το Βαρώσι είναι τουρκικό έδαφος». Δεν είπε «είναι περιουσία του ΕΒΚΑΦ». Όταν δεν το είπε εκείνος, άλλαξε γνώμη και ο Τατάρ. Και εκείνος είπε ότι το Βαρώσι ανήκει στους πραγματικούς του ιδιοκτήτες. Το είπε και εκείνος, το είπε και ο άλλος, όμως δεν γίνεται να ανήκει η περιουσία στον ιδιοκτήτη και η διοίκηση στον κατακτητή! Έβρεξε στο Βαρώσι. Μπήκαν κάτω από τις ομπρέλες. Έφαγαν κεφτέδες με πλιγούρι και καττιμέρι. Μην με παρανοήσεις αγαπητέ μου ποιητή. Αγαπητέ Καβάφη. Δεν θέλω να πω ότι οι βάρβαροι συνετίστηκαν. Και δεν ελπίζω τίποτα. Ξέρω και εγώ βεβαίως ότι τα πάντα έχουν ένα τέλος. Έρχεται μια μέρα που καταρρέουν παλάτια και σουλτανάτα. Και τελειώνουν αυτές οι ξεφτιλισμένες μέρες της ντροπής».
Τα λόγια του Σενέρ Λεβέντ, ενός άντρα που έχει μητρική του γλώσσα την τουρκική, με έκαναν να νιώσω λιγότερο μόνος. Με έκαναν να νιώσω ότι συνδέθηκα. Ότι κατά κάποιο τρόπο μπορώ να συμπληρώσω το ταξίδι. Ότι μπορώ να αποκαταστήσω μέσα μου επαφή με πολλά από εκείνα που χάθηκαν στο δρόμο για την Αμμόχωστο.
*Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους