Οι παράδοξες πολιτικές συνέπειες της Covid-19

Οι παράδοξες πολιτικές συνέπειες της Covid-19

Του Gideon Rachman (*)

Απ΄ ό,τι φαίνεται, τίποτα δεν μπορεί να μπει στη μέση μιας γεωπολιτικής διαμάχης. Ούτε μια πανδημία, η κατάρρευση των διεθνών μεταφορών ή μια παγκόσμια ύφεση. Η Κίνα, οι ΗΠΑ και η ΕΕ χρησιμοποίησαν την Covid-19 ως ένα τεστ των αντίστοιχων προσεγγίσεών τους για τη διακυβέρνηση και των αντίστοιχων προσπαθειών τους για ενίσχυση του κύρους και της επιρροής τους.

Το προφανές πρώτο συμπέρασμα είναι ότι η πανδημία οδηγεί σε γεωπολιτικά κέρδη για την Κίνα. Η επιτυχία της χώρας αυτής στην καταπολέμηση της πανδημίας έρχεται σε αντίθεση με τον τεράστιο απολογισμό σε κρούσματα και θανάτους στη Δύση.

Η πολιτική κινείται όμως με απρόβλεπτους τρόπους. Παραδόξως, είναι πιθανό να ενισχυθούν πολιτικά από την Covid-19 τόσο οι ΗΠΑ όσο και η ΕΕ.

Στην Αμερική, η χρονιά ξεκίνησε με τον Ντόναλντ Τραμπ σε πολύ ισχυρή θέση για να επανεκλεγεί. Η ανικανότητά του όμως απέναντι στη διαχείριση της πανδημίας έδωσε τέλος στις ελπίδες του. Κατά συνέπεια, η Covid-19 μπορεί να έσωσε την αμερικανική δημοκρατία. Και να έδωσε στις ΗΠΑ μια πολύ καλύτερη ευκαιρία να διατηρήσουν το κύρος τους ως της ισχυρότερης χώρας του κόσμου.

Από πολιτική άποψη, η ΕΕ ακολούθησε κι αυτή ένα παρόμοιο τόξο με εκείνο των ΗΠΑ – με την καταστροφή να δίνει τη θέση της σε μια απροσδόκητη ανάκαμψη.

Όταν η πανδημία έπληξε την ευρωπαϊκή ήπειρο, πολλοί φοβήθηκαν ότι η ευρωπαϊκή ενότητα θα κατέρρεε. Αυτό έγινε στη διάρκεια του πολέμου του Ιράκ, αλλά και της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Το καλοκαίρι όμως, το αφήγημα άλλαξε. Η ΕΕ συμφώνησε να δημιουργηθεί ένα ταμείο αλληλεγγύης ύψους 750 δισεκατομμυρίων ευρώ για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Αντίθετα με αυτά που υποστήριζε μέχρι τότε, η κυβέρνηση Μέρκελ συμφώνησε τα χρήματα αυτά να συγκεντρωθούν από την έκδοση ενός κοινού ευρωπαϊκού χρέους. Αυτή ήταν μια ιστορική εξέλιξη για την ευρωπαϊκή ενοποίηση, ίσως η μεγαλύτερη από τότε που δημιουργήθηκε το ευρώ. Και είναι αποτέλεσμα της Covid-19.

Θα χρειαστεί καιρός για να αξιολογηθούν όλες οι πολιτικές συνέπειες της Covid-19 στις ΗΠΑ και την ΕΕ. Όταν γυρίσει ο χρόνος, η κυρίαρχη άποψη θα είναι ότι ο μεγάλος κερδισμένος ήταν η Κίνα. Ούτε αυτό μπορούσε να προβλεφθεί στις αρχές του 2020. Η πανδημία ξεκίνησε στην Κίνα και έμοιαζε αρχικά με καταστροφή για τον πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ. Αλλά ο Σι και το επιτελείο του αντέστρεψαν αυτή την εικόνα. Σημειώθηκαν επισήμως 4.770 θάνατοι στην Κίνα, έναντι 330.000 στις ΗΠΑ. Η κινεζική οικονομία θα αναπτυχθεί φέτος, ενώ οι δυτικές οικονομίες γνωρίζουν σοβαρή ύφεση. Η Κίνα μοιάζει πιο προχωρημένη, πιο οργανωμένη και πιο ικανή να φροντίζει τους πολίτες της.

Υπάρχει όμως μια λεπτομέρεια. Το αυξημένο κύρος που θεωρεί η Κίνα ότι έχει αποκτήσει δεν αποτυπώνεται στις διεθνείς δημοσκοπήσεις. Πρόσφατη έρευνα του Pew Research Center σε 14 χώρες έδειξε ότι σε 9 από αυτές – περιλαμβανομένων των ΗΠΑ, της Γερμανίας και της Νότιας Κορέας – οι αρνητικές απόψεις για την Κίνα έχουν φτάσει στο υψηλότερο επίπεδο εδώ και πάνω από μια δεκαετία.

Αυτή η πτώση της ήπιας ισχύος της Κίνας δείχνει ότι στις χώρες αυτές οι άνθρωποι εντυπωσιάστηκαν περισσότερο από το ότι ο ιός ξεκίνησε στην Κίνα παρά από τον τρόπο που χειρίστηκε η χώρα την πανδημία. Η επιθετική απάντηση της χώρας αυτής σε οποιαδήποτε ένδειξη κριτικής αποδεικνύεται αντιπαραγωγική.

Αν λοιπόν οι ΗΠΑ και η ΕΕ οργανώσουν τώρα τα εμβολιαστικά τους προγράμματα με ταχύτητα και αποτελεσματικότητα, θα αρχίσουν να διορθώνουν ένα μέρος της ζημιάς που έχει προκαλέσει η διαχείριση της πανδημίας.

Αν ο νεοεκλεγείς πρόεδρος Τζο Μπάιντεν αποδειχθεί τυχερός και ικανός, θα μπορέσει να αποκομίσει κέρδη από τη μεταπανδημική ανάκαμψη και να επιρρίπτει στον προκάτοχό του τις ευθύνες για τα λάθη που έχουν γίνει ως τώρα. Οι σύμμαχοι των ΗΠΑ με χαρά θα υιοθετήσουν αυτό το αφήγημα και θα δώσουν στις ΗΠΑ μια δεύτερη ευκαιρία. Το διεθνές κύρος της χώρας επλήγη βάναυσα τόσο από την προεδρία Τραμπ όσο και από την Covid-19. Με έναν νέο πρόεδρο όμως στον Λευκό Οίκο, η Αμερική θα επιστρέψει στο γεωπολιτικό παιχνίδι.

(*) Ο Gideon Rachman είναι αρθρογράφος των Financial Times

(Πηγή: Financial Times  /ΑΠΕ-ΜΠΕ)

Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους

Share this post