Οι νέες προκλήσεις για τη σοσιαλδημοκρατία
Του Νίκου Αλιβιζάτου*
Ηπρόσφατη νίκη του SPD στη Γερμανία και οι επιτυχίες των σοσιαλδημοκρατών λίγο βορειότερα, στις σκανδιναβικές χώρες, δεν δικαιολογούν θριαμβολογίες. Τα ποσοστά τους υπολείπονται από τα ιστορικά υψηλά τους, και, σε κάθε περίπτωση, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα πουθενά –ούτε καν στην Ιβηρική Χερσόνησο, όπου κυβερνούν– δεν φαίνεται να ηγεμονεύουν.
Λόγω παλιάς αδυναμίας προς την Ιστορία, συνηθίζω να αναζητώ στο παρελθόν τα βαθύτερα αίτια των σύγχρονων πολιτικών τάσεων. Χωρίς αυτή την αναδρομή, δυσκολεύομαι να εξηγήσω φαινόμενα όπως η παρατεταμένη κρίση της σοσιαλδημοκρατίας τα τελευταία χρόνια, και μάλιστα στις ιστορικές κοιτίδες της. Πώς είναι δυνατόν, διερωτώμαι, το κόμμα που συντέλεσε περισσότερο από κάθε άλλο στο θαύμα των τριών δεκαετιών μεταπολεμικής ανάπτυξης και ευημερίας στη Δυτική Ευρώπη (των «trente glorieuses», όπως τις ονομάζουν οι Γάλλοι) και στο επίτευγμα που ονομάζεται «ευρωπαϊκό κράτος πρόνοιας» να αγωνίζεται σήμερα να επιβιώσει;
Έχουμε άραγε να κάνουμε με μια μακροπρόθεσμη εξέλιξη, όπως η συρρίκνωση των παραδοσιακών φιλελευθέρων στον Μεσοπόλεμο, ή για μιαν οπισθοχώρηση μάλλον συγκυριακού χαρακτήρα, όπως συνέβη με την κάμψη των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στα τέλη της δεκαετίας του 1970; Και τότε, μετά την εκλογή της Μάργκαρετ Θάτσερ στο Λονδίνο και του Ρόναλντ Ρίγκαν στην Ουάσιγκτον, πολλοί αμφέβαλλαν για το μέλλον τους μπροστά στην αλαζονική επέλαση του νεοφιλελευθερισμού. Οι νίκες όμως του Μιτεράν στη Γαλλία και του Ανδρέα Παπανδρέου στην Ελλάδα, το 1981, τους διέψευσαν. Και έδειξαν ότι, σε έναν κόσμο που αλλάζει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, ιστορικές νομοτέλειες δεν υπάρχουν.
Η οικονομική κρίση του 2008 δεν είχε στην Ευρώπη τις καταστροφικές συνέπειες που πολλοί περίμεναν. Και, σε κάθε περίπτωση, με εξαίρεση την Ελλάδα, ξεπεράστηκε σχετικά γρήγορα. Έτσι, στις αρχές του 2020, όταν ξέσπασε η τρέχουσα πανδημία, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες διέθεταν τα μέσα για να την αντιμετωπίσουν σθεναρά, όχι βέβαια παντού με την ίδια επιτυχία, αλλά σίγουρα αποτρέποντας το καταστροφικό σενάριο. Κοντολογίς, τα τελευταία χρόνια, η δυσαρέσκεια των Ευρωπαίων ψηφοφόρων και η άνοδος των αντισυστημικών κομμάτων δεν οφείλονται στην οικονομική κρίση, όπως στον Μεσοπόλεμο, αλλά σε άλλα αίτια. Ποια είναι αυτά; Θα σταθώ κυρίως σε δύο.
Πρώτα πρώτα, στο μεταναστευτικό. Από τον Όρμπαν έως τον Σαλβίνι, αδίστακτοι δημαγωγοί, έχτισαν καριέρες στον φόβο για τον «ξένο» –ιδίως τον έγχρωμο– ακόμη και σε χώρες ελάχιστα εκτεθειμένες στις πρόσφατες μεταναστευτικές ροές. Κάτι που οι σοσιαλδημοκράτες δεν είχαν προβλέψει εγκαίρως, ώστε, όσο τουλάχιστον ήταν ακόμη στα πράγματα, να προτείνουν ρεαλιστικές λύσεις. Διότι το άνοιγμα των συνόρων για όλους δεν αποτελεί βέβαια απάντηση στο πρόβλημα.
Το μεταναστευτικό, πάντως, δεν θα αρκούσε, κατά τη γνώμη μου, από μόνο του αν δεν συνοδευόταν και από ακόμη έναν φόβο πιο διάχυτο: την ανασφάλεια που προκαλούν στα πλατιά λαϊκά στρώματα οι νέες τεχνολογίες και η ψηφιακή επανάσταση. Είτε πρόκειται για τη δουλειά του καθενός είτε για την ψυχαγωγία και τις καθημερινές συνήθειές μας, όπως το διάβασμα της παραδοσιακής εφημερίδας, τα κοινωνικά δίκτυα μπορεί μεν να αυξάνουν σε απίθανο βαθμό τον αριθμό όσων συμμετέχουν –ή πιστεύουν πως συμμετέχουν– στο πολιτικό και το κοινωνικό γίγνεσθαι, από την άλλη ωστόσο, πέραν των ψηφιακά αναλφάβητων, αποξενώνουν από τους θεσμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας ένα διαρκώς διογκούμενο πλήθος πολιτών που στρέφονται κατά των «ελίτ», θεωρώντας τες αναξιόπιστες, αν όχι «πουλημένες». Σε συνδυασμό με την αύξηση των ανισοτήτων, η εξέλιξη αυτή οδηγεί σε κοινωνικές εντάσεις που συχνά παίρνουν εκρηκτικές διαστάσεις.
Το μεταναστευτικό, συνεπώς, καθώς και οι επιπτώσεις της ψηφιακής επανάστασης, με τους αποκλεισμούς που αυτή προκαλεί, είναι, όπως πιστεύω, τα αίτια της κρίσης της σοσιαλδημοκρατίας, μέσω μιας ακόμη βαθύτερης εξέλιξης: της μετάθεσης του κέντρου βάρους της πολιτικής αντιπαράθεσης από τον παραδοσιακό άξονα δεξιά – αριστερά στον άξονα «σύστημα» – «αντισύστημα». Το δίπολο αυτό, τα τελευταία χρόνια, κέρδισε, με τη μια ή με την άλλη μορφή, πολύ έδαφος στην Ευρώπη. Από τη μια, οι «προνομιούχοι» της νέας εποχής και, από την άλλη, οι «αδικημένοι», που συσπειρώνουν κόσμο και από το δεξιό και από το αριστερό άκρο του πολιτικού φάσματος.
Η σοσιαλδημοκρατία, ως γνήσιο τέκνο του Διαφωτισμού, ανήκει εξ ορισμού στον πρώτο από τους ανωτέρω δύο πόλους. Το μέλλον της θα εξαρτηθεί από το κατά πόσον θα πείσει ότι εκείνη είναι τελικά που υπηρετεί αποτελεσματικότερα τα συμφέροντα των κοινωνικά ασθενέστερων.
*Ο Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών./ Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους
Πηγή: https: athensvoice.gr
ΦΩΤΟ ΑΡΧΕΙΟ : Η εκλογική νίκη του SPD τον περασμένο Σεπτέμβριο στην Γερμανία