Οι «Λευκοί Ρώσοι» στην Κωνσταντινούπολη
Του δρ Συμεών Σολταρίδη
Με τον παραπάνω τίτλο θα γίνει προσπάθεια ανάλυσης της παρουσίας στην Πόλη των «Λευκών Ρώσων» , ενός θέματος όχι και τόσο γνωστού, που όμως θα έπρεπε να απασχολήσει τον ερευνητή, εφόσον σχετίζονται με τα αγιορείτικα μετόχια στον οικισμό Γαλατά της Κωνσταντινούπολης, με την εμφάνιση των «Κελιωτών» μοναχών του Αγίου Όρους και μέσω αυτών την διείσδυση από το 1860 της Ρωσικής πολιτικής στην περιοχή της Πόλης. Ένα αρκετά δύσκολο θέμα που δεν υπάρχει πληθώρα βιβλιογραφίας, ιδιαίτερα Ελληνική.
Από το 1915 ο αντίκτυπος του Α΄Παγκόσμιου πολέμου ήταν αρνητικός. Υπήρχαν ελλείψεις τροφίμων, καυσίμων, απεργίες στα εργοστάσια, αύξηση πληθωρισμού και οι εργάτες γης ζητούσαν μεταρρυθμίσεις. Ο Τσάρος ανέλαβε την διοίκηση του στρατού, αναχώρησε για το μέτωπο αφήνοντας στην θέση του την γυναίκα του Αυτοκράτειρα Αλεξάνδρα.
Όπως γράφουν ιστορικές πηγές ο τσάρος ανατράπηκε με την επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1917, όταν κλήθηκαν οι εργαζόμενοι να αποδεχθούν «την διακήρυξη των μπολσεβίκων για καμία αποζημίωση και τερματισμό του πολέμου». Η διακήρυξη τους όπως λέγεται προήλθε από την προπολεμική πολιτική και οικονομική αστάθεια, τον κοινωνικό διχασμό με απεργίες και οδομαχίες.
Κορυφώθηκε δε η διάσταση τον Οκτώβριο του 1917 με σύγκρουση των Μπολσεβίκων και των οπαδών του Τσάρου, των Λευκών Ρώσων.
Όπως γίνεται αναφορά στο λήμμα «Ρωσική Επανάσταση» στη Βικιπαίδεια , «Αμέσως μετά, ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των «Κόκκινων» (μπολσεβίκων), των «Λευκών» (αντεπαναστατών), των κινημάτων ανεξαρτησίας και άλλων σοσιαλιστικών φατριών που αντιτίθενται στους μπολσεβίκους. Συνεχίστηκε για αρκετά χρόνια, κατά τα οποία οι Μπολσεβίκοι νίκησαν τόσο τους Λευκούς, όσο και όλους τους αντίπαλους σοσιαλιστές».
Εμφύλιος
Ο Κώστας Σηφάκης στην μεταπτυχιακή του εργασία το 2015 με τίτλο «Οι Ρώσοι Εμιγκρέδες. Η φυγή από την Ρωσία της επανάστασης και η εγκατάσταση στην Ευρώπη (Γαλλία, Τσεχοσλοβακία) κατά τον μεσοπόλεμο» σημειώνει «Μετά τη νίκη των Μπολσεβίκων, την επικράτηση τους κυρίως μετά τις δύο επαναστάσεις Φεβρουαρινή και Οκτωβριανή του 1917 άρχισε μία πολιτική σε βάρος της οικονομικής και κοινωνικής αριστοκρατίας των οπαδών του Τσάρου και του συνόλου των αντιπάλων της νέας τάξης, των αριστοκρατών, γαιοκτημόνων, κρατικών αξιωματούχων και μελών της διανόησης».
Η πολιτική όμως αυτή συσπείρωσε όλες τις παραπάνω ομάδες και δημιούργησε στρατιές ολόκληρες. Ξεκίνησαν συγκρούσεις και απεργίες ενώ υπήρξαν μετατροπές στο σύστημα, στην διοίκηση και καταργήθηκαν μέτρα της εποχής του Τσάρου. Τότε ήταν που παραιτήθηκε στις 15 Μαρτίου 1917 ο Τσάρος Νικόλαος ο Β΄.
Ήδη είχε ξεκινήσει όπως σημειώνει ο Κώστας Σηφάκης «η φυσική εξόντωση της αστικής τάξης» με αποτέλεσμα να υπάρξουν «απεργίες δημοσίων υπαλλήλων, τραπεζικών, συνδικάτο σιδηροδρόμων και δασκάλων». Έτσι ξεκίνησε πλέον δυναμικά ο εμφύλιος με την δημιουργία στρατιωτικών σωμάτων που έφερναν το όνομα «Λευκοφρουροί». Η σύρραξη τέλειωσε με την νίκη των Μπολσεβικών οπότε και ξεκίνησε η «φυγή» και «αναγκαστική μετακίνηση» όλων όσων ζούσαν στις πατρογονικές τους εστίες μέχρι το 1917. Από δε την πληθώρα βιβλιογραφικών πηγών που παραθέτει, οπαδοί του Τσάρου έφεραν πλέον την ονομασία «εμιγκρέδες» δηλαδή «αυτοεξόριστοι» εφόσον αναχωρούσαν στην αρχή οικειοθελώς και αργότερα αναγκαστικά.
Έφυγαν προς Πολωνία, Ουκρανία, Γαλλία, Σερβία, Τσεχία, Αθήνα, ενώ στις αρχές του 1920 ο υπόλοιπος κατατεμαχισμένος στρατός της στρατιάς του Νότου έφυγε για Κωνσταντινούπολη.
Το 1921 έφθασαν και δύο ατμόπλοια που ξεκίνησαν από Πετρούπολη και Οδησσό και ήταν τα καράβια των «φιλοσόφων». Με αυτά έφθασαν στην Πόλη γιατροί, φαρμακοποιοί, άνθρωποι του πνεύματος με αποτέλεσμα το μετόχι του Αγίου Ανδρέα να μετατραπεί σε πολυκλινική.
Πώς έφτασαν στην Πόλη
Η επανάσταση των Μπολσεβίκων και ο εμφύλιος οδήγησαν τους οπαδούς του Τσάρου να εγκαταλείψουν την χώρα τους βίαια. Υπήρξαν τρία κύματα. Από το έτος 1919-1921 που ξεκινούσαν από τα λιμάνια Νοβοροσίσκ, Οδησσό και Κριμαία και κατέληγαν στην Πόλη.
Το πρώτο το 1919 για κοινωνικό – οικονομικούς λόγους , όπως γράφει η καθηγήτρια Τουρκιάν Ολτζάϊ (Turkan Olcay) στην μελέτη της «Ρωσικά σχολεία προσφύγων στην Κωνσταντινούπολη 1920-1925» Έκδοση 2018.Πανεπιστήμιο Κωνσταντινούπολης.
Το δεύτερο, μεταξύ των μηνών Φεβρουάριος και Απρίλιος 1920 από τη Οδησσό και περιελάμβανε την μεσαία τάξη.
Το τρίτο και μεγαλύτερο στις 16 Νοεμβρίου 1920 μετά την ήττα της στρατιάς του Νότου στην Κριμαία με περίπου 100.000 ανθρώπους και θα έμεναν στην Κωνσταντινούπολη. (πρβλ. Macar O.D ve Macar E “ Beyaz Rus Ordusu Turkiye de” Ist. 2010) (Σ.Μ Ο στρατός των Λευκών Ρώσων στην Τουρκία).
Διέμειναν στον Γαλατά, στο Πέρα ( πρβλ .Deleon J “Beyoglunda Beyaz Ruslar” Ist. Remzi kitapevi. 2003) ( ΣΜ «Λευκοί Ρώσοι στο Πέρα) και σε κοντινές με αυτή την περιοχές. Σε μοναστήρια, νοσοκομεία, σχολικά κτίρια. Άνοιξαν μεγάλα καμπ για να φιλοξενηθούν.
Τα μετόχια, ως χώροι φιλοξενίας
Τα μετόχια όπως είναι γνωστό ιδρύθηκαν από μονές του Αγίου Όρους με σκοπό να φιλοξενούνται οι διερχόμενοι προσκυνητές για τα Ιεροσόλυμα και να στηρίζουν οικονομικά τα μοναστήρια τους.
Όπως αναφέρει ο Νίκος Τσούκας σε σημείωμα του, ο οποίος παραθέτει το βιβλίο του Γεράσιμου Σμυρνάκη με τίτλο «’Άγιον Όρος» που εκδόθηκε το 1903 «φαίνεται πως το μεγάλο προσκυνηματικό ρεύμα από Ρωσία στα τέλη του 19ου αι. έδωσε αφορμή να χτιστούν τα τρία γνωστά σήμερα εκκλησάκια», που έφερναν έσοδα στα μοναστήρια και ήταν συνδεδεμένα τα μετόχια.
Ιδρύθηκαν μετά το Τανζιμάτ και Ισλαχάτ το 1850. Συγκεκριμένα το 1871 αγοράστηκε το οικόπεδο και το 1887 κτίστηκε το οίκημα του Αγίου Ανδρέα.
Σε τιμολόγιο της εποχής που εκδόθηκε εν ονόματι «του οικονόμου της Μονής του Αγίου Ανδρέα π. Προκόπιου» του έτους 1889, επιβεβαιώνεται η ύπαρξη του ακινήτου και των Ρωσικών καταστημάτων στο ισόγειο, ονόματι «Ιβάν Βογιαντέζε». Ήδη οι πρώτες αναφορές για την ύπαρξη των μετοχιών γίνονται την περίοδο αυτή.
Μετά την διακοπή της προσκυνηματικής ροής με την επικράτηση της Οκτωβριανής επανάστασης και τον ερχομό στην Πόλη των πρώτων μεταναστών μετά τη νίκη των μπολσεβίκων στις αρχές του 20ου αιώνα, τα μετόχια από «προσκυνηματικοί ξενώνες και θρησκευτικά ιδρύματα» μετατράπηκαν σε ξενώνες υποδοχής Ρώσων προσφύγων. Εκεί εγκαταστάθηκαν οι οπαδοί του Τσάρου οι λεγόμενοι «Λευκοί Ρωσοι», οι αντίθετοι στην Οκτωβριανή επανάσταση του 1917 ή στην επανάσταση των Μπολσεβίκων ή αντικομμουνιστές. Λέγεται ότι μόνο στο μετόχι του Αγίου Ανδρέα φιλοξενούνταν 200 οικογένειες αφού όλο το κτίριο είχε μετατραπεί σε «οίκο φιλοξενίας προσφύγων».
Ξεκίνησαν λοιπόν να καταφθάνουν στην Πόλη μετά την ήττα τους στον Ρωσικό εμφύλιο και συγκεκριμένα από το 1919 και μετά. Όπως αναφέρει σε σημείωμα του ο Μητροπολίτης Ευλόγιος του Γεωργίου διέμεινε στο ακίνητο αυτό, από όπου αναχώρησε στην συνέχεια για την Ευρώπη και αναμίχθηκε με τους Ρώσους της Διασποράς. Αυτό συνέβη όταν εναντιώθηκε μαζί με άλλους ιερωμένους στην πολιτική της Ρωσικής Εκκλησίας και υπήχθη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Στήριξη
Το σύστημα που βασίζονταν σύσσωμη η κοινότητα ήταν το «σύστημα της αλληλοβοηθείας». Ο κόσμος βοήθησε τους αυτοεξόριστους, ιδίως τα παιδιά που είχαν πολλές τραυματικές εμπειρίες.
Στήριξαν όλους αυτούς ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός και διεθνείς οργανισμοί, ενώ άρχισαν να λειτουργούν συσσίτια κυρίως για τα παιδιά. Όπως σημειώνει η κ. Ολτζάϊ ο Τύπος άρχισε να εκδίδει λαχεία για την οικονομική τους στήριξη. Επίσης άρχισαν να λειτουργούν σχολεία και από εκθέσεις που δημοσιεύονταν την εποχή εκείνη φαίνεται ότι μεταξύ των ετών 1920-1922 στην Πόλη και στα περίχωρα της λειτούργησαν 3 λύκεια, 3 γυμνάσια, 10 δημοτικά, 2 ορφανοτροφεία, 10 νηπιαγωγεία, παιδικοί σταθμοί, 6 μαθητικά συσσίτια.
Όπως σημειώνει η κ. Ολτζάϊ σπούδασαν 900 μαθητές ενώ στους προσφυγικούς καταυλισμούς ιδρύθηκαν 35 σχολεία. Παιδιά όμως σπούδασαν και διέμειναν στα Αμερικανικά κολλέγια Μεγάλου Ρεύματος, Μπεμπεκίου και Σκουτάρεως καθώς και στο Γαλλικό Notre Dame de Sion και στο Ρωσικό Λύκειο Κωνσταντινούπολης. Δημοτικά ιδρύθηκαν στο Δυπλοκιόνιο, Φιντικλί, Ταταύλα. Όλα αυτά τα σχολεία έκλεισαν το 1928 και τερματίστηκε οι οικονομική στήριξη τους λόγω των αντιξοοτήτων που αντιμετώπιζε η νέα Τουρκία.
Στον επίλογο του πονήματος της η καθηγήτρια κ. Τουρκιάν Ολτζάϊ γράφει «η Κωνσταντινούπολη για όλους τους πρόσφυγες ήταν ένα είδος παροδικoύ καταφυγίου».
Στην Πόλη διέμεναν την εποχή εκείνη πολλές χιλιάδες που έφθαναν τις 200-210, στα μετόχια και στις γύρω περιοχές. Το 1928 οι Τουρκικές αρχές απαγόρευσαν την λειτουργία των μετοχιών για λόγους αμοιβαιότητας εξ αιτίας κάποιων πολιτικών γεγονότων που δημιούργησαν στην Κριμαία οι Ρώσοι. Επαναλειτούργησαν και πάλι το 1931.
Πάντως θα πρέπει να τονισθεί ότι οι «Λευκοί Ρώσοι» που κατέφυγαν εκτός Ρωσίας, στην Κωνσταντινούπολη και αλλού, χωρίστηκαν μεταξύ των ετών 1930-1940 σε δύο ιδεολογικά στρατόπεδα. Αφενός μεν στους αγωνιστές που διατήρησαν την Ρωσική τους καταγωγή και αφετέρου σε αυτούς που πλέον ασπάσθηκαν άλλες εθνοτικές καταγωγές καθώς έφυγαν λόγω βίας και «αυτοεξορίστηκαν».
Το 1954 οι διαμένοντες στα τρία μετόχια, του Αγίου Ανδρέα, του Αγίου Παντελεήμονα και του Προφήτη Ηλία συνεργάσθηκαν και δημιούργησαν «την Φιλόπτωχο Ρωσική αδελφότητα της Πόλης» ή «τον Φιλανθρωπικό Σύλλογο» ή «την Φιλανθρωπική Ένωση» με σκοπό την φιλανθρωπία, στήριξη, σίτιση των οικονομικά ανίσχυρων. Όπως σημειώνει ο Νίκος Τσούκας στο σχετικό σημείωμα του, την ονομασία της η Αδελφότητα την έλαβε από τα αρχικά των ονομασιών των μετοχιών PAE (Panteleymon, Andrea, Elias).
Σήμερα στην Πόλη πλέον υπάρχουν λίγοι, παιδιά και εγγόνια των αυτοεξόριστων εμιγκρέδων. Συγκεντρώνονται στην κοινή τράπεζα στο μετόχι, κυρίως του Αγίου Ανδρέα, διατηρώντας ήθη και έθιμα ενώ υπάρχουν απόγονοι οι οποίοι γνωρίζουν την καταγωγή τους αλλά δε συμμετέχουν στις συγκεντρώσεις στο μετόχι.
ΤΑ ΕΝ ΓΑΛΑΤΑ ΜΕΤΟΧΙΑ
Ιστορία και έργο
Οι Λευκοί Ρώσοι είχαν εγκατασταθεί στις περιοχές του Γαλατά και του Πέρα, ιδιαίτερα όμως φιλοξενήθηκαν στα Μετόχια, που είχαν ιδρύσει Αγιορείτες Μοναχοί καθώς και στα κελιά που είχαν ιδρυθεί κατά παράβαση από τους κελιώτες του Όρους. Αυτά αν και αποστολή είχαν την εξυπηρέτηση των διερχόμενων Ρώσσων προσκυνητών, την αποστολή αγαθών στα μοναστήρια και κελιά τους, ταυτόχρονα είχαν και την εφαρμογή της διεισδυτικής ρωσικής πολιτικής στην Πόλη.
Ίδρυση μετοχίων
«Στην ποιμαντική δράση του Αγίου Όρους στη σύγχρονη εποχή, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα αγιορείτικα μετόχια, τα οποία αποτελούν ιδιοκτησίες κυρίαρχων μονών” γράφει ο Παναγιώτης Αναγνώστης στην «Πεμπτουσία» 30 Μαρτίου 2022.
Τα μετόχια, ιδιοκτησίες μονών και σκητών και κατά παράβαση κελιών βρίσκονταν μακριά από τα μοναστήρια και τις σκήτες τους και αποτέλεσαν τον θεσμό που στήριζε οικονομικά κυρίως τα μοναστήρια, αλλά και τη διάδοση της Αγιορείτικης Ορθόδοξης Φιλοσοφίας. Μέσω αυτών όμως προωθούνταν και η ιδέα του Πανσλαβισμού.
Γράφει ο κ. Αναγνώστης «Εκτός όμως των μετοχίων που συνέβαλαν στην αυτάρκεια σε αγροτικά αγαθά, εμφανίσθηκαν σταδιακά και λειτούργησαν και αστικά μετόχια στην Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη αλλά και σε άλλες πόλεις της βυζαντινής αυτοκρατορίας, με σκοπό να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες των κυρίαρχων μονών σε σταθερούς πόρους για τον εξοπλισμό και τη συντήρηση των μονών, αλλά και τη διαβίωση των πολυάριθμων μοναχών». Έτσι τα κυρίαρχα μοναστήρια και σκήτες δημιούργησαν με τον τρόπο αυτό μια «οικονομική ενδοχώρα» ταυτόχρονα όμως και κοιτίδες Πανσλαβικών σκέψεων και οραματισμών.
Τα μετόχια που ιδρύονταν στήριζαν οικονομικά τα μοναστήρια και τις σκήτες τους στέλνοντας αγαθά από επιχειρήσεις που ίδρυαν, από τους κοιτώνες που έκτιζαν ή τους χώρους φιλοξενίας που διαμόρφωναν για να επωφεληθούν οικονομικά από το προσκυνηματικό ρεύμα Ρώσων πιστών προς Ιεροσόλυμα και Κωνσταντινούπολη. Σε έγγραφο της Υψηλής Πύλης του έτους Εγείρας 1310 της 19ης Απριλίου, δηλαδή 1 Μαίου 1894 γίνεται λόγος για τα μετόχια ότι «ιδρύονται (στον Γαλατά) για την φιλοξενία Ρώσων υπηκόων που πήγαιναν στο Άγιον Όρος».
Στην «Εκκλησιαστική Αλήθεια» έτος ΚΕ αριθμός 23/10 Ιουνίου 1905, με υπότιτλο «Ρώσοι προσκυνηταί» αναφέρεται ότι «επισκέφθηκαν και υπέβαλλαν σέβη στον Πατριάρχη και εκ μέρους του την επομένη επισκέφθηκε ο δευτερεύων Ιερόθεος το μετόχι του Αγ. Παντελεήμονα στον Γαλατά διαβιβάσας τας Πατριαρχικάς ευλογίας».
Όπως αναφέρει ο Νίκος Τσούκας σε σημείωμα του, ο οποίος παραθέτει το βιβλίο του Γεράσιμου Σμυρνάκη με τίτλο « ‘Άγιον Όρος» που εκδόθηκε το 1903 «φαίνεται πως το μεγάλο προσκυνηματικό ρεύμα από Ρωσία στα τέλη του 19ου αι. έδωσε αφορμή να χτιστούν τα τρία γνωστά σήμερα εκκλησάκια», τα οποία έφερναν έσοδα στα μοναστήρια στα οποία ήταν συνδεδεμένα τα μετόχια.
Στα μέσα του 19ου αιώνα (1850) άρχισαν να κτίζονται τα μετόχια, ιδιαίτερα μετά το Τανζιμάτ και Ισλαχάτ που έδιναν πολιτικές και θρησκευτικές ελευθερίες στους μη μουσουλμάνους υπηκόους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό έδωσε μία διέξοδο στο ενδιαφέρον του Τσάρου και της Ρωσικής εκκλησίας στα θρησκευτικά δρώμενα εκτός Ρωσίας, με ιδιαίτερο στόχο την Κωνσταντινούπολη, με την πεποίθηση πως θα εκμεταλλευτούν το Ορθόδοξο φρόνημα των Ρώσων πιστών για διείσδυση στο Φανάρι.
Άδεια από το Φανάρι για ιερουργία
Ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Yildiz Teknik της Πόλης, του τμήματος Διεθνών σχέσεων Ελτσίν Ματζάρ, αναφερόμενος στην εργασία του με τίτλο « Η Ρωσική Ορθόδοξος Εκκλησία εκτός Ρωσίας (Roscor) και τα χρόνια (που βρίσκονταν) στην Κωνσταντινούπολη» γράφει « Μετά την ήττα του στρατού των Λευκών Ρώσων , ήρθαν στην Πόλη 150.000 από την Κριμαία το 1920» ( ΣΜ. Ήταν τα υπολείμματα του κατακερματισμένου τσαρικού στρατού της Νότιας Κριμαίας). Μεταξύ τους ανώτεροι στρατιωτικοί και κληρικοί, όπως ο Μητροπολίτης Ευλόγιος, οι οποίοι απευθύνθηκαν στο Φανάρι ώστε να μπορούν να ιερουργούν στα μετόχια.
Η απάντηση ήταν θετική, με την ρητή εντολή ότι δεν θα τελούν μυστήρια εκτός της Θείας Ευχαριστίας. Και δεν θα αναμιγνύονται σε πολιτικές συζητήσεις. Κάτι το οποίο δεν τήρησαν, ιδιαίτερα όταν άρχισαν να παίρνουν ανοικτά πολιτική θέση υπέρ του Τσάρου. Αυτή η πολιτική τους ταυτόχρονα είχε καταδικαστεί και από την Υψηλή Πύλη οπότε και υποχρεώθηκαν να αναχωρήσουν για Καρλοβίκιο (Karlovic) της Σερβίας και αφού ίδρυσαν την «Σύνοδο του Καρλοβικίου (Karlovic) » όπως σημειώνει ο Ελτσίν Ματζάρ, μετατράπηκαν εκεί σε κέντρο της Διασποράς των Λευκών Ρώσων. Παρέμειναν στην περιοχή του Γαλατά της Πόλης από το 1917 έως το 1921 που αναχώρησαν για Σερβία, καθώς το Φανάρι απαγόρευσε τον Ευλόγιο και άλλους ανώτερους κληρικούς να ιερουργούν. Επί πλέον είχαν έρθει σε πλήρη αντίθεση με τον Πατριάρχη Τύχωνα, που ανέλαβε να τακτοποιήσει το εκκλησιαστικό ζήτημα της Ρωσικής εκκλησίας μια και επί Μεγάλου Πέτρου είχε καταργηθεί ο θεσμός του Πατριάρχη και η Εκκλησία διοικούνταν από Διοικούσα Σύνοδο. Ο θεσμός επανήλθε το 1917. Συγκεκριμένα από το 1700-1917 η Εκκλησία της Ρωσίας διοικούνταν από Συνοδικό σύστημα με εντολή του Τσάρου Πέτρου του Α΄. Το Νοέμβριο του 1917 αποκαταστάθηκε η Πατριαρχική πράξη και επανήλθε το Πατριαρχείο Μόσχας.
Βέβαια πρέπει να ειπωθεί ότι γενικά από όπου είχαν καταφύγει στο πρόσφατο παρελθόν επέστρεψαν στην Ρωσία μετά την Περεστρόϊκα και κυρίως επί Πούτιν με την ελπίδα της εκ νέου ίδρυσης και ανασύστασης της Αγίας Ρωσίας. Είναι γνωστό ότι επικρατούσαν δύο εκκλησιαστικοί θεσμοί και οι πιστοί δεν αποδέχονταν την κοινωνία μεταξύ τους. Η πρώτη, που ήταν τα υπόλοιπα της Οκτωβριανής επανάστασης και η δεύτερη η rocor που διαπνέονταν από εθνικιστικές ιδεοληψίες και μετατράπηκε σε εθνική εκκλησία. Για την καλύτερη δε συνένωση χωρίς διαξιφισμούς, εντάσεις και έριδες η Ρωσική εκκλησία ανακήρυξε Άγιο τον τσάρο Ρωμανό οπότε και πολλοί ιστορικοί σημειώνουν ότι «ήταν το δόλωμα για να κατευναστούν οι αντιπαλότητες».
Έτσι το 2007 οι δύο εκκλησίες συνενώθηκαν με κρατική παρέμβαση σε μία που καλλιεργεί την από κοινού πολιτική κράτους και εκκλησίας. Οπότε μαζί με την διείσδυση της Πανσλαβικής ιδεολογίας προωθείται η κρατική και εκκλησιαστική θεώρηση. Δηλαδή η Ρωσική εκκλησία στηρίζει το Ρωσικό πολιτικό σύστημα ενώ δέχεται την στήριξη του Ρωσικού κράτους για την προώθηση της σε Ορθόδοξες περιοχές εκτός Ρωσίας.
Ως προς τα μετόχια.
Στην περιοχή του Γαλατά, κοντά στο λιμάνι του Karaköy, ιδρύθηκαν τα εξής Μετόχια:
του Αγίου Ανδρέα , της Βατοπεδινής Σκήτης του Αγίου Ανδρέα,
του Αγίου Παντελεήμονα, της Μονής Παντελεήμωνος του Αγίου Όρους,
του Προφήτη Ηλία, της Παντοκρατορινής Σκήτης.
του Αγίου Ιωάννου του Χρυσόστομου, Χελανδαρηνό
του Αγίου Νικολάου, Χελανδαρηνό
της Τιμίας Ζώνης ή Αγίας Σκέπης της Ιβήρων,
της Παναγίας του Σταυρονικητηνού και
του Τιμίου Σταυρού , Καρακαλληνού.
Τα πέντε αυτά κελιά αναφέρονται στην «Εκκλησιαστική Αλήθεια» έτος ΚΣΤ Αρ. 42/21 Οκτ.1905 , η οποία γράφει στην απόφαση που εξέδωσε η ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους στον Άθω «δια πατριαρχικής επιστολής από 31 Αυγούστου 1905: ότι δηλαδή αι υπό τινών κελλιωτών εν Γαλατά αγορασθείσαι πέντε οικείαι επί σκοπό του είναι μετόχια των εν Αγίω Όρει πέντε κελλίων….κλεισθώσι, μηδαμώς επιτρεπομένου του δήθεν μετοχιακού χαρακτήρος αυτών, οι δ΄εν αυτοίς εκνόμως διατριβόντες κελλιώται εις τα οικεία κελλεία αποπεμφθώσιν, ενεκα σπουδαίων λόγων ήκιστα συναδόντων προς την άτυρβον και ιεράν επαγγελίαν του μοναχού».
Πάντως υπάρχει διάχυτη η άποψη και αναφορά και σε ένα άλλο κελί σε αυτό της Αγίας Τριάδος, που μάλλον αποτελεί την συνένωση των τριών μονών αφού στα ρωσικά αναφέρονται ως «τριάδα». Έτσι παραμένουν τα εξαρτημένα μετόχια , νόμιμα και «παράνομα» οκτώ. Οι πηγές τονίζουν ότι «στην πραγματικότητα τα πέντε κελιά λειτουργούσαν σαν ένα, συστεγάζονταν στο ίδιο κτίριο, έπαιρναν από κοινού αποφάσεις έκτισαν κοινό ναό, που τελικά σφραγίσθηκε σαν παράνομος» μετά την διαμάχη που ξέσπασε μεταξύ των πέντε και των τριών μεγάλων, όπως προειπώθηκε παραπάνω παραβάλλοντας την «Εκκλησιαστική Αλήθεια».
Σε γραπτή επικοινωνία που είχα με τον κ. Τσούκα σχετικά με την διαμάχη σημείωσε «Η προσωπική μου άποψη είναι πως τα πέντε μικρότερα μετόχια ζηλεύοντας τις οικονομικές απολαβές των μεγαλύτερων επιχείρησαν να συνασπιστούν ώστε να ανταγωνιστούν τα τρία μεγαλύτερα και αγόρασαν δικό τους κτίριο χτίζοντας ναό κι αυτά επάνω. Ο Σμυρνάκης αναφέρεται σχετικά με τις μηχανορραφίες που χρησιμοποιήσαν Έλληνα μοναχό σαν συνέταιρο ώστε με το όνομά του να προβούν στην ανέγερση και μετά τον άδειασαν». Και συνέχισε «Πιθανώς να υπήρχε κάποια ιδιωτική συμφωνία με τα τρία μεγάλα που να απαγόρευε την ανέγερση ναού και οδήγησε στο να τα κυνηγήσουν και να αποκηρύξουν τη νομιμότητα του ναού προβαίνοντας και σε έξωση των μοναχών από το κτίριο οι οποίοι μετά οδηγήθηκαν σε άλλο γειτονικό. Γι’ αυτό μένει τώρα το τέταρτο εκκλησάκι άδειο και κανείς δε φαίνεται να γνωρίζει σχετικά με αυτό».
Πάντως φαίνεται ότι υπήρχαν μεγάλες έριδες τόσο μεταξύ των Ρώσσων κελιωτών με την κοινότητα και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με τις μητρικές Μονές, τις Σκήτες και τα Κελιά όσο «και με τα ίδια τα δικά τους μεγάλα ρωσικά σκηνώματα τις Μονές και τις Σκήτες» Τα 5 κελιά ή μετόχια στην Πόλη έκαναν προσπάθειες απεξαρτητοποίησης τους και μερικώς το πέτυχαν.
Φαίνεται ότι τα πέντε διατηρούσαν δύο κτίρια στον Γαλατά, το ένα ίσως το ενοικίαζαν αρχικά και μετέπειτα αγόρασαν δικό τους όπου έχτισαν το ναό. Όταν τους έκαναν έξωση και σφράγισαν το ναό, επανήλθαν στο προηγούμενο. Το ένα στο τετράγωνο ανατολικά της Καφατιανής και το άλλο όπου και ο ναός, σε αυτό δυτικά της. Διατηρούσαν επίσης ρωσικό σχολείο με διευθυντή σχολής τον διευθυντή του Ρωσικού αρχαιολογικού ινστιτούτου καθώς και οικοτροφείο για τους μαθητές του. Επίσης σε οκτώ μετόχια αναφέρεται και ο Ρώσος προσκυνητής Παβλόβσκι το 1907 σε τουριστικό οδηγό, όπως αναφέρει ο Νίκος Τσούκας. Παραθέτουμε την σχετική παραπομπή, αφού σημειώσουμε ότι αποτελεί «προπαγανδιστικό» υλικό. Κάτι που φαίνεται και από τον υπότιτλο του πονήματος αφού τα αγιορείτικα μετόχια τα χαρακτηρίζει Ρωσικά.
Γράφει λοιπόν για την εποχή εκείνη:
«”Ρωσικά Μετόχια στην Κωνσταντινούπολη. Μετόχι Παντελεήμονος: Ιδρύθηκε πριν πάνω από σαράντα έτη, (περίπου 1867). Διαθέτει εκκλησία και μπορεί να φιλοξενήσει πάνω από πεντακόσια άτομα και έως και οκτακόσια το καλοκαίρι. Στο μετόχι υπάρχει βιβλιοπωλείο. Στον τελευταίο όροφο βρίσκεται διάδρομος γύρω από τον ναό από όπου ανοίγεται μια υπέροχη θέα. Οικονόμος του μετοχίου είναι ο ιερομόναχος Μισαήλ.
Σήμερα το μετόχι και γενικά τα 3 μεγάλα λειτουργούν τελείως διαφορετικά. Δεν είναι τόσο μεγάλο ενώ οικονόμος είναι ο ιερομόναχος Αλέξιος, ο δε Ναός είναι αρκετά μικρός.
Μετόχι Σκήτης Αγίου Ανδρέα .Βρίσκεται κοντά σε αυτό του Παντελεήμονος στην απέναντι γωνία. Στην οροφή υπάρχει θέα προς τρεις πλευρές. Τακτοποιημένο με τον ίδιο τρόπο όπως τα άλλα μετόχια και τα κτίρια της Πόλης με μια πόρτα, ντυμένη με σίδερο. Στην οροφή υπάρχει ναός στο όνομα του Αγίου Ανδρέα του Πρωτοκλήτου. Διευθύνεται από τον π. Ιερώνυμο που γνωρίζει άπταιστα ελληνικά.
Μετόχι Πρ.Ηλία. Δεν βρίσκεται ούτε αυτό πολύ μακριά από το μετόχι του Αγίου Παντελεήμονα, απέναντι από το ναό του Αγ. Νικολάου (ελληνικός). Όπως και στα άλλα μετόχια, η εκκλησία βρίσκεται στην οροφή. Δεν διαθέτει αυλή. Μετόχι Ρωσικής Αδελφότητας. Βρίσκεται στο ίδιο τετράγωνο με το μετόχι του Αγ. Ανδρέα και καταλαμβάνει ένα στενό πενταόροφο κτίριο με μια εκκλησία στην κορυφή. Δεν είναι ακόμα ιδιαίτερα ευρύχωρο αλλά η αδελφότητα υπολογίζει πως σύντομα θα βρει χρήματα για να αγοράσει και το γειτονικό κτίριο κάτι που εν μέρει έχει ήδη γίνει. Το μετόχι διαχειρίζεται ο ιερομόναχος Βαρσανούφιος ως εκπρόσωπος της κελιώτικης αδελφότητας, υπό την αιγίδα του Ρώσου πρέσβη και του διευθυντή του Ρωσικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στην Κωνσταντινούπολη.
Μετόχι ‘Αγίας Ζώνης’ .Το μετόχι αυτό φέρει το όνομα του ρωσικού κελίου της Αγίας Ζώνης και χρησιμεύει περισσότερο για να εξυπηρετεί κληρικούς. Όλα τα μετόχια όπως και στην Οδησσό, προσφέρουν διαμονή, σίτιση και τσάι στους Ρώσους προσκυνητές. Επιπλέον, τις ημέρες που ορίζει ο Αθωνικός κανόνας προσφέρεται και κρασί. Επίσης τα μετόχια διαθέτουν και ξεναγούς οι οποίοι οδηγούν τους προσκυνητές στα τουριστικά αξιοθέατα της Πόλης.
«Ρωσικά κελιά» συντεταγμένα σε Αδελφότητα
Γράφει σχετικά στο σύγγραμμα του «Το Άγιον Όρος και η ρωσική πολιτική εν Ανατολή» (1913) ο Μελέτιος Μεταξάκης , στην σελίδα 105 «Ο Γαλατάς εν εκ των Ελληνικών κέντρων της Κωνσταντινουπόλεως αριθμεί συνοικίαν ολόκληρον αγειορειτικών ρωσικών εξαρτημάτων. Διότι δεν έχει μόνον Μετόχιον εκεί η Κυρίαρχος Μονή του Αγίου Παντελεήμονος ευρυχωρότατον, ουδέ αι ρωσικαί Σκήται μόνο, αλλά και τα ρωσικά Κελλία συντεταγμένα εις Αδελφότητα». Και συνεχίζει «τα τελευταία μάλιστα ανεξαρτήτως δρώντα από της Μονής και των Σκητών συντηρούσιν εν Κωνσταντινουπόλει τρεις σχολάς……και ορφανοτροφείον.»
Επί πλέον σε επιστολή του ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄ προς την Ιερά Κοινότητα το 1904 όπως παρατίθεται στην σελίδα 143 στο σύγγραμμα του Δημητρίου Πετράκου « Νέαι πηγαί των θεσμών του Αγίου Όρους (1915)» εκφράζει τις ανησυχίες του για το ρωσικό κελιώτικο ζήτημα και εφιστά την προσοχή στους κελιώτες καθώς «παρά την τάξιν και το καθεστώς προβαίνουσι εις την ίδρυσιν ενταύθα Μετοχίων και την τέλεσιν ιεροπραξιών εν αυτοίς, καθά δη υπάρχουσιν επί του παρόντος παραδείγματα, ήτοι των Χιλιανδρινών ρωσικών κελλίων, του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, του αγίου Νικολάου και της αγίας Τριάδος και του Καρακαλλινού ωσαύτως ρωσσικού κελλίου του Τιμίου Σταυρού μετά του Ιβηριτικού της Αγίας Ζώνης».
Μετά την Μπολσεβίκικη επανάσταση «είχε παύσει να υπάρχει πολιτικό ενδιαφέρον για το Άγιον Όρος, όπως υπήρχε στο τσαρικό καθεστώς» γράφει στην Μεταπτυχιακή Διπλωματική του διατριβή με τίτλο «Το πολιτικό, διπλωματικό και θρησκευτικό ενδιαφέρον της Ρωσίας για το Άγιο Όρος από το 1856 έως το 1917» ο τότε μεταπτυχιακός φοιτητής Ιωάννης Βικελίδης, Σύμβουλος Πρεσβείας Α΄το έτος 2018, οπότε χρησιμοποιήθηκαν σαν εστίες και χώροι φιλοξενίας των Λευκών Ρώσων οι οποίοι μετά την φυγή τους από τις πατρογονικές τους εστίες εγκαταστάθηκαν σε αυτά μέχρι να αναχωρήσουν σε άλλα μέρη της Ευρώπης ή να παραμείνουν στην Κωνσταντινούπολη κυρίως τα υπόλοιπα του Τσαρικού στρατού της Νότιας Κριμαίας.
Αυτή η πολιτική της θρησκευτικής αδιαφορίας του ρωσικού κράτους συνεχίστηκε μέχρι την ανάληψη της εξουσίας και αλλαγής πολιτικής της Ρωσίας κυρίως από τον Πούτιν και την χρησιμοποίηση των πιστών από μέρους της Ρωσικής Εκκλησίας η οποία συνταυτιζόμενη με το Ρωσικό καθεστώς προσπαθεί να εξουσιάσει τον Ορθόδοξο κόσμο .
Συνοψίζοντας για τα μετόχια στο Γαλατά θα πρέπει να ειπωθεί ότι σήμερα το μόνο το οποίο αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση αγάπης και προσφοράς, αλληλεγγύης και στήριξης, όλων και ιδιαίτερα των πιστών που έφυγαν από τις εμπόλεμες περιοχές είναι το μετόχι του Αγίου Ανδρέα υπό τον Μεγάλο Ιεροκήρυκα του Οικουμενικού Πατριαρχείου κ. Πανάρετου και του αιδεσιμολογιότατου π. Βίκτωρα. Εκεί γίνεται πράξη η «κοινή τράπεζα». Τα φαγητά ετοιμάζουν οι ίδιοι οι πιστοί θυμίζοντας τις «τράπεζες αγάπης». Ενώ «αναδεικνύεται η διορθόδοξη και οικουμενική διάσταση της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας» αφού σε σε αυτό το μετόχι εκπέμπεται η Οικουμενικότητα του Φαναρίου. Χωρίς διακρίσεις και έριδες συνυπάρχουν Ρώσοι, Ουκρανοί, Μολδαβοί, Γεωργιανοί και άλλοι.
Σχετικά με την ζωή της κοινότητας του Αγίου Ανδρέα Γαλατά ο Μέγας Ιεροκήρυκας π. Πανάρετος μας είπε «Μέσα στο πλαίσιο της ενοριακής ζωής πραγματοποιούνται τακτικές εκδρομές μέσα στην Πόλη για να γνωρίσουν οι άνθρωποι ναούς και μοναστήρια της Πόλεως.
Η ρωσόφωνη ενορία πρέπει να έχει άμεσες σχέσεις με την Μητέρα Εκκλησία και για τον λόγο αυτό κρίνονται απαραίτητες επισκέψεις στον Πατέρα και Πατριάρχη μας. Στα ονομαστήρια Του, τα Χριστούγεννα, το Πάσχα. Ο Παναγιώτατος πάντα μας δέχεται με περισσή αγάπη και χαρά τονίζοντας και ανακαινίζοντας την σχέση αγάπης αλλά και της μεγάλης του αγκαλιάς που χωράει τους πάντες, αλλά και με την Υψηλή Του παρουσία στην πανήγυρη του ναού.
Πραγματοποιούνται επισκέψεις σε νοσοκομεία που γνωρίζουμε ασθενείς από την Ρωσία και Ουκρανία, κυρίως ογκολογικά τμήματα ώστε να δώσουμε λίγο θάρρος, δύναμη, υπομονή και ότι άλλο μπορούμε στους ανθρώπους ώστε να μην αισθάνονται μόνοι και ξεχασμένοι.
Πραγματοποιούνται προσκυνηματικές εκδρομές εντός και εκτός της Τουρκίας (Έφεσο, Μύρα Λυκίας, Ίμβρο, Μυτιλήνη, Κύπρο, Άγιον Όρος, Μετέωρα) με σκοπό την σύσφιξη του ποιμνίου και την γνωριμία μεταξύ τους.
Επίσης μετά το τέλος κάθε Θείας Λειτουργίας , ακολουθεί τράπεζα αγάπης, όπου η εκκλησία προσφέρει τσάι και κάθε πιστός φέρνει διάφορα τοπικά εδέσματα κατά τον τρόπο που τα φτιάχνουν στον τόπο τους».
Τέλος δήλωσε ότι «Έπειτα από πολυετή προσπάθεια διαβουλεύσεων και δικαστικών αγώνων, έχει εξασφαλιστεί από την 28η Ιουλίου ε.ε., ο τίτλος ιδιοκτησίας του ιστορικού κτιρίου ως Μετόχι του Αγίου Ανδρέα στο όνομα της Ιεράς Σκήτης, στην οποία και ιστορικά ανήκε.»