Οι χειρότερες συμφωνίες που έγιναν ποτέ

Οι χειρότερες συμφωνίες που έγιναν ποτέ

Πού κάνει λάθος ο Τραμπ σχετικά με το θέμα της τέχνης των διαπραγματεύσεων στην εξωτερική πολιτική.

Του Philip H. Gordon*

Το μυστικό της επιτυχημένης εξωτερικής πολιτικής του προέδρου των ΗΠΑ, Donald Trump, όπως συχνά υποστηρίζει, είναι η ικανότητά του να συνάπτει καταπληκτικές συμφωνίες [1]. Μεγιστάνας των ακινήτων και συγγραφέας πολλών βιβλίων για την τέχνη των διαπραγματεύσεων, ο Trump έκανε την επίτευξη συμφωνιών (dealmaking) ένα κεντρικό θέμα της καμπάνιας του το 2016. Κατηγόρησε τις διεθνείς συμφωνίες που διαπραγματεύθηκαν οι προκάτοχοί του ως τις “χειρότερες συμφωνίες” και ισχυρίστηκε ότι θα μπορούσε να κάνει πολύ καλύτερη δουλειά εκ μέρους του αμερικανικού λαού. Μετά από δεκαετίες «απωλειών» στο εμπόριο και εξαπάτησης από τζαμπατζήδες συμμάχους, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα είχαν επιτέλους έναν ηγέτη πρόθυμο να «βάλει πρώτα την Αμερική». Ο Trump δεν θα δίσταζε να διατυπώσει πιο φιλόδοξες απαιτήσεις και να αντιμετωπίσει αντίπαλους και συμμάχους με τον ίδιο τρόπο. Και αντί να πληρώνει τους λογαριασμούς για κάποια πλασματική φιλελεύθερη διεθνή τάξη, θα εκμεταλλευόταν την τεράστια οικονομική και στρατιωτική ισχύ των Ηνωμένων Πολιτειών, στο όνομα της διεξαγωγής πιο σκληρών διαπραγματεύσεων που θα εξυπηρετούσαν το εθνικό συμφέρον.

 

Πολλοί υποστηρικτές του Trump [2] εξακολουθούν να στηρίζουν αυτή τη νέα προσέγγιση. Επικροτούν το συγκρουσιακό στυλ του Trump και φαίνεται να πιστεύουν στον επαναλαμβανόμενο ισχυρισμό του [3] ότι “άλλες χώρες που μας εκμεταλλεύτηκαν δεν μας εκμεταλλεύονται πλέον”.

Αυτό που οι υποστηρικτές αυτοί παραλείπουν, ωστόσο, είναι ότι όταν πρόκειται για πραγματικά επιτεύγματα, ο Trump δεν έχει σχεδόν τίποτα να δείξει για τις προσπάθειές του. Μέχρι στιγμής, καμία από τις προσπάθειές του για επαναδιαπραγμάτευση παλαιών συμφωνιών ή για την σύναψη νέων δεν έχει πετύχει, και οι περισσότερες έχουν αποτύχει άσχημα. Στην πραγματικότητα, ο Trump είναι ένας αναποτελεσματικός διαπραγματευτής, όχι μόνο επειδή είναι ελάχιστα εξοικειωμένος με βασικά γεγονότα, ασυνεπής στις κατώτατες γραμμές του και ευαίσθητος στην κολακεία, αλλά και επειδή ολόκληρη η προσέγγισή του βασίζεται σε μια θεμελιώδη παρεξήγηση της επίτευξης συμφωνιών. Θεωρεί εσφαλμένα τις διεθνείς σχέσεις ως παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος και συγχέει την τιμωρία των άλλων με την ενίσχυση της μακροπρόθεσμης ευημερίας, της ασφάλειας και της ευημερίας της δικής του χώρας.

Μερικοί υπερασπιστές του παραδέχονται ότι η προσέγγιση του Trump έχει κόστος αλλά ισχυρίζονται ότι η ενδεχόμενη ανταπόδοση θα το αντισταθμίσει. Για παράδειγμα, σε ένα πρόσφατο άρθρο του στο Foreign Affairs (“Three Cheers for Foreign Policy” [4], Σεπτέμβριος/Οκτώβριος 2018), ο πολιτικός επιστήμονας Randall Schweller υποστηρίζει ότι “οι απειλές του Τραμπ περί επιβολής δασμών και άλλων προστατευτικών μέτρων είναι καλύτερο να θεωρηθούν ως διαπραγματευτικά χαρτιά σχεδιασμένα να ανοίξουν τις αγορές άλλων χωρών” και είναι χρήσιμα εργαλεία για να “πιέσουν τα κράτη να κάνουν πράγματα που θέλει η Ουάσινγκτον, αλλά που διαφορετικά δεν θα έκαναν». Ακόμη και με αυτό το πρότυπο, όμως, ο Trump αποτυγχάνει άθλια. Σχεδόν δύο χρόνια αφότου ανέλαβε την προεδρία, οι αγορές των άλλων χωρών δεν είναι πιο ανοικτές αλλά πιο κλειστές. Και οι ξένοι ηγέτες δεν κάμπτονται στην βούληση της Ουάσιγκτον περισσότερο από ό, τι πριν. Από το εμπόριο μέχρι τον έλεγχο των όπλων και μέχρι την διπλωματία, οι μέχρι στιγμής επιδόσεις του Trump στην επίτευξη συμφωνιών είναι όλο πόνος και κανένα κέρδος.

ΜΙΑ ΚΑΚΗ ΣΥΝΑΛΛΑΓΗ

Πάρτε την εμπορική πολιτική, δήθεν το κορυφαίο παράδειγμα για την διαπραγμάτευση του Trump. Ο Trump φαίνεται να πιστεύει ότι τα εμπορικά ελλείμματα των Ηνωμένων Πολιτειών σημαίνουν ότι η χώρα “χάνει” [5]” προς όφελος άλλων χωρών που “κλέβουν τον πλούτο μας” [6]. Αυτή η λανθασμένη άποψη παραβλέπει το γεγονός ότι όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ένα διμερές εμπορικό έλλειμμα, οι καταναλωτές και οι παραγωγοί τους δεν στέλνουν μόνο χρήματα στο εξωτερικό˙ λαμβάνουν τα αγαθά και τις υπηρεσίες που επιθυμούν στις καλύτερες διαθέσιμες τιμές. Οι δασμοί και άλλα προστατευτικά μέτρα θα μπορούσαν θεωρητικά να μειώσουν το εμπορικό έλλειμμα με μια συγκεκριμένη χώρα, όπως η Κίνα. Αλλά αυτό θα οδηγήσει απλώς σε εμπορικό έλλειμμα με μια διαφορετική χώρα εφόσον οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμείνουν κοντά στην πλήρη απασχόληση και διατηρούν δημοσιονομικά ελλείμματα που χρηματοδοτούνται από το εξωτερικό, τα οποία αυξάνουν την αξία του δολαρίου και καθιστούν τα αγαθά των ΗΠΑ λιγότερο ανταγωνιστικά.

Αγνοώντας αυτές τις πραγματικότητες, ο Trump ανακοίνωσε πολλαπλές αυξήσεις των δασμών τόσο σε συμμάχους όσο και σε αντιπάλους. Τον Μάρτιο, ανακοίνωσε γενικούς δασμούς ύψους 25% και 10% στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου, αντίστοιχα. (Αργότερα απέσυρε μια αρχική απόφαση για απαλλαγή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Μεξικού, του Καναδά και άλλων συμμάχων). Ο Trump συνέχισε με το να αυξήσει τους δασμούς για εισαγωγές από την Κίνα αξίας 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Όταν το Πεκίνο προέβη σε αντίποινα με δικούς του δασμούς, η Ουάσιγκτον απείλησε να πλήξει επιπλέον κινεζικές εισαγωγές αξίας 200 δισεκατομμυρίων δολαρίων, και άλλα 200 δισεκατομμύρια δολάρια -αρκετά για να καλύψουν όλες τις κινεζικές εξαγωγές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες- εάν το Πεκίνο δεν αναλάμβανε δράση για να κλείσει το εμπορικό έλλειμμα με τις Ηνωμένες Πολιτείες και δεν χαλιναγωγούσε την κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας. Ο Trump απείλησε επίσης να θέσει νέους εμπορικούς φραγμούς στο Μεξικό και τον Καναδά αν δεν συμφωνήσουν στην επαναδιαπραγμάτευση της Συμφωνίας Βορειοαμερικανικού Ελεύθερου Εμπορίου (North American Free Trade Agreement, NAFTA), μια συμφωνία που δημιούργησε εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας και μείωσε το κόστος των αγαθών για τους Αμερικανούς παραγωγούς και καταναλωτές για πάνω από δύο δεκαετίες.

Ο Τραμπ διαβοήτως δήλωσε ότι οι εμπορικοί πόλεμοι «είναι εύκολο να κερδηθούν», αλλά μέχρι στιγμής οι Ηνωμένες Πολιτείες χάνουν. Ήδη, οι δασμοί των ΗΠΑ -ένας φόρος που καταβάλλεται από τους εισαγωγείς των ΗΠΑ- εφαρμόζονται σε κινεζικής κατασκευής πλυντήρια ρούχων, ηλιακούς συλλέκτες, αυτοκίνητα, κονσερβοποιημένα προϊόντα, οικιακές συσκευές, παιχνίδια, ημιαγωγούς και ένα ευρύ φάσμα απαραίτητων ανταλλακτικών. Επειδή οι εισαγωγείς των ΗΠΑ συχνά μεταβιβάζουν το κόστος αυτού του φόρου στους καταναλωτές και τους μεταποιητές, πολλά από αυτά τα προϊόντα είναι πιθανό να γίνουν πιο ακριβά για τους Αμερικανούς -μια αλλαγή που ήδη συμβαίνει [7] σε τομείς που εξαρτώνται από το φθηνό αλουμίνιο και χάλυβα.

Προφανώς, η απάντηση της Κίνας στην πίεση των ΗΠΑ δεν ήταν να περιορίσει την κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας ή να δώσει εντολή στους πολίτες της να αγοράσουν περισσότερα αμερικανικά αγαθά. Αντ’ αυτού, το Πεκίνο προχώρησε σε αντίποινα με υψηλότερους δικούς του δασμούς, ιδιαίτερα στις εξαγωγές γεωργικών προϊόντων των ΗΠΑ, όπως το καλαμπόκι, η σόγια και το σιτάρι. Η ζημιά στον τομέα της γεωργίας των ΗΠΑ ήταν σημαντική. Ο Ιούλιος κατέγραψε τη μεγαλύτερη πτώση στις τιμές των εξαγωγών της αμερικανικής γεωργικής αγοράς για περισσότερα από έξι χρόνια, και οι τιμές ενδέχεται να μειωθούν πολύ περισσότερο αν συνεχιστεί η κατάσταση και οι Κινέζοι εισαγωγείς στραφούν σε άλλες χώρες, όπως η Βραζιλία, για νέους και πιο αξιόπιστους προμηθευτές. Ήδη η κατάσταση είναι αρκετά δύσκολη ώστε ο Trump έπρεπε να προσφέρει 12 δισεκατομμύρια δολάρια σε επιδοτήσεις έκτακτης ανάγκης στους αγρότες των ΗΠΑ για να τους αποζημιώσει για τις συνέπειες της δικής του εμπορικής πολιτικής -με έξοδα των φορολογουμένων.

Τον Μάρτιο, ο Trump υποστήριξε ότι είχε επιτυχία αφότου η διοίκησή του πέτυχε μια μικρή τροποποίηση μιας υπάρχουσας συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου με τη Νότια Κορέα, που θα έκανε κάπως πιο εύκολο για τις Ηνωμένες Πολιτείες να πουλήσουν αυτοκίνητα εκεί. Αλλά πέντε μήνες αργότερα, η νέα συμφωνία δεν έχει ακόμη επικυρωθεί, εν μέρει εξαιτίας των φόβων της Νότιας Κορέας ότι ακόμα και αυτή η συμφωνία ενδέχεται να μην την προστατεύσει από περισσότερους αμερικανικούς δασμούς στο μέλλον. Όπως και άλλοι βασικοί εμπορικοί εταίροι, η Νότια Κορέα κατέθεσε επίσης μια καταγγελία για τους τρέχοντες δασμούς των ΗΠΑ στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου.

Η Ευρώπη αντεπιτέθηκε επίσης σκληρά, στοχεύοντας σε αμερικανικά εμπορεύματα αξίας περίπου 3,3 δισεκατομμυρίων δολαρίων με δασμούς ως αντίποινα, συμπεριλαμβανομένων των προϊόντων που παράγονται σε πολιτείες-κλειδιά όπως η Φλόριντα (χυμός πορτοκαλιού), το Kentucky (bourbon) και το Wisconsin (μοτοσικλέτες). Τον Ιούλιο, ο Τραμπ υποχώρησε από τις απειλές του για περαιτέρω κλιμάκωση κατά της ΕΕ, αφού ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ έκανε μια αόριστη δέσμευση να «συνεργαστούν προς τους μηδενικούς δασμούς» και δεσμεύθηκε να αγοράσει περισσότερα αμερικανικά γεωργικά προϊόντα και υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG). Στην πραγματικότητα, όμως, αυτές οι αγοραπωλησίες αποφασίζονται κυρίως από τις δυνάμεις της αγοράς και όχι από τους γραφειοκράτες της ΕΕ. Οι δασμοί της ΕΕ για την σόγια, για παράδειγμα, δεν μπορούν να μειωθούν περαιτέρω -είναι ήδη μηδενικοί. Ομοίως, παρόλο που ο Juncker υποσχέθηκε ότι η ΕΕ θα κατασκευάσει περισσότερους τερματικούς σταθμούς LNG, οι υφιστάμενοι τερματικοί σταθμοί της δεν χρησιμοποιούνται καθόλου, οπότε η κατασκευή περισσότερων δεν θα οδηγήσει σε μεγαλύτερες εξαγωγές από τις ΗΠΑ σύντομα. Εν τω μεταξύ, οι αμερικανικοί δασμοί χάλυβα και αλουμινίου παραμένουν σε ισχύ και μια προηγούμενη απειλή της διοίκησης Trump να θέσει δασμούς στα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα δεν βρίσκεται εκτός του τραπεζιού. Μέχρι στιγμής, η στρατηγική του Trump έχει μειώσει τις εξαγωγές των ΗΠΑ, έκανε τις εισαγωγές από την Ευρώπη πιο ακριβές και διακινδύνευε τη μεγαλύτερη εμπορική και επενδυτική σχέση στον κόσμο. Το καθαρό αποτέλεσμα δεν ήταν καλύτερες συναλλαγές αλλά διαταραγμένες αλυσίδες εφοδιασμού, αμερικανικές εταιρείες να μετακομίζουν την παραγωγή τους στο εξωτερικό, νέες συμφωνίες που τίθενται σε αναμονή, και μια επιβάρυνση στην χρηματιστηριακή αγορά και τη μελλοντική ανάπτυξη. Και παρά τον ισχυρισμό του Trump [6] ότι οι δασμοί “μας οδηγούν σε υπέροχες νέες εμπορικές συμφωνίες”, δεν έχει ακόμη διαπραγματευτεί ούτε μια.

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΑ ΑΔΙΕΞΟΔΑ

Το διπλωματικό ιστορικό του Trump λέει μια παρόμοια ιστορία. Εξετάστε την πυρηνική συμφωνία του 2015 με το Ιράν, το διπλωματικό επίτευγμα του προέδρου των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα. Αφού επέκρινε σφοδρά την συμφωνία με το Ιράν εδώ και χρόνια, ο Trump ανακοίνωσε την αποχώρηση των Ηνωμένων Πολιτειών από αυτήν, τον Μάιο. Οι ανανεωμένες κυρώσεις των ΗΠΑ κατά του Ιράν, η πρώτη από τις οποίες τέθηκε σε ισχύ στις αρχές Αυγούστου, έχουν σαφώς αντίκτυπο: Παρά τις προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Κίνας και της Ρωσίας να διατηρήσουν την συμφωνία ζωντανή, οι περισσότερες χώρες περικόπτουν τις αγορές ιρανικού πετρελαίου και οι εταιρείες υποχωρούν από τις επενδύσεις και το εμπόριό τους με την χώρα. Αλλά η χρήση των αμερικανικών κυρώσεων για την πρόκληση πόνου και διαταραχής είναι το εύκολο κομμάτι. Το ερώτημα είναι εάν αυτή η διαταραχή θα επιφέρει τον δεδηλωμένο στόχο του Trump: Μια νέα συμφωνία με το Ιράν που θα απαγορεύει για πάντα τον εμπλουτισμό του ουρανίου, θα επιτρέπει στους επιθεωρητές να έχουν απρόσκοπτη πρόσβαση σε στρατιωτικούς χώρους, θα περιορίζει την ανάπτυξη βαλλιστικών πυραύλων και θα τερματίζει την εμπλοκή του Ιράν στη Μέση Ανατολή. Αυτοί είναι αξιόλογοι στόχοι, αλλά μέχρι στιγμής δεν υπάρχει κανένας λόγος να σκεφτούμε ότι θα επιτευχθεί κάποιος από αυτούς ή να αναμένεται ότι το Ιράν θα συμφωνήσει ακόμη και να μιλήσει γι’ αυτούς.

Αντ’ αυτού, οι νέες κυρώσεις έχουν βλάψει την φήμη των Ηνωμένων Πολιτειών ως αξιόπιστο διαπραγματευτικό εταίρο και εξόργισαν σημαντικούς συμμάχους στην Ευρώπη και αλλού. Επίσης δημιουργούν σοβαρές πιέσεις στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, [χώρες] οι οποίες εξαρτώνται από το εμπόριο με το Ιράν, και των οποίων η σταθερότητα είναι προς το συμφέρον της Ουάσινγκτον. Τέλος, συμβάλλουν στην αύξηση των παγκόσμιων τιμών του πετρελαίου, κάτι που υπονομεύει τον αντίκτυπο των ξεχωριστών κυρώσεων των ΗΠΑ κατά της Ρωσίας και της Βενεζουέλας, αυξάνουν το κόστος για τους καταναλωτές των ΗΠΑ και καθιστούν τα πράγματα χειρότερα για τις αναδυόμενες αγορές που ήδη αγωνίζονται.

Εν τω μεταξύ, η απόσυρση των ΗΠΑ από την συμφωνία δεν εμπόδισε την Τεχεράνη να υποστηρίζει τρομοκρατικές ομάδες και να παρεμβαίνει σε εμφύλιους πολέμους στην Συρία και την Υεμένη. Μέχρι στιγμής, το Ιράν εξακολουθεί να συμμορφώνεται με την συμφωνία, αλλά εάν η συμφωνία καταρρεύσει εξ ολοκλήρου, το Ιράν θα είναι ελεύθερο να επεκτείνει το πυρηνικό του πρόγραμμα ανεμπόδιστα, αφήνοντας ενδεχομένως την Ουάσινγκτον να επιλέξει μεταξύ ενός πυρηνικά οπλισμένου Ιράν και ενός ακόμα πολέμου στη Μέση Ανατολή.

Φυσικά, η Τεχεράνη θα μπορούσε τελικά να επανέλθει στο τραπέζι και να δεχθεί μια πιο ολοκληρωμένη συμφωνία ή το σημερινό καθεστώς θα μπορούσε να καταρρεύσει υπό το βάρος των κυρώσεων, για να αντικατασταθεί από νέους ηγέτες χωρίς πυρηνικές φιλοδοξίες. Αν αυτό το απίθανο βέλτιστο σενάριο πραγματοποιηθεί, ο Trump θα αξίζει τα εύσημα. Εν τω μεταξύ, έχει απορρίψει μια λειτουργική συμφωνία χωρίς τίποτα σε αντάλλαγμα.

Τα πράγματα δεν φαίνονται διαφορετικά στο βορειοκορεατικό μέτωπο. Όπως και με το Ιράν, ο Trump έχει ασκήσει πιέσεις στο καθεστώς της Πιονγκγιάνγκ με πυρετώδεις απειλές προληπτικής στρατιωτικής δράσης και αυξημένες κυρώσεις, καθώς και προσωπικές επιθέσεις εναντίον του ηγέτη της Βόρειας Κορέας, Kim Jong Un, τον οποίο κατονόμασε ως “μικρό πυραυλάνθρωπο” (Little Rocket Man). Ο Trump και οι υποστηρικτές του ισχυρίζονται ότι η στρατηγική αυτή έχει αποδώσει με το να εξαναγκάσει τον Κιμ [να προσέλθει] στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Μετά από μια σύνοδο κορυφής με τον Kim τον Ιούνιο, ο Trump ανέφερε [8] ότι «δεν υπάρχει πια πυρηνική απειλή από την Βόρεια Κορέα». Ωστόσο, ο Kim ίσως απλά συμφώνησε να συνομιλήσει για να διερευνήσει τι θα μπορούσε να πάρει από έναν πρόεδρο των ΗΠΑ που ήταν ξεκάθαρα ανυπόμονος να ανακοινώσει μια συμφωνία. Ανταμείφθηκε με διαχυτικούς επαίνους και εκδηλώσεις εμπιστοσύνης από τον Trump, κερδίζοντας πρωτοφανή νομιμοποίηση και μειώνοντας την πίεση που ο ίδιος ο Τραμπ είχε συμβάλει στο να δημιουργηθεί. Σε αντάλλαγμα, ο Kim ανέστειλε τις πυραυλικές και πυρηνικές δοκιμές -μόλις έφτασε σε ένα επιθυμητό τεχνικό κατώτατο όριο- και άρχισε να συνεργάζεται με τις Ηνωμένες Πολιτείες για να επιστρέψει λείψανα των Αμερικανών στρατιωτών από τον πόλεμο της Κορέας, προσφέροντας στον Trump κάποια “πρόοδο” για να επιδεικνύει. Ωστόσο, στο κεντρικό ζήτημα, την αυξανόμενη πυρηνική απειλή της Βόρειας Κορέας, η Πιονγκγιάνγκ δεν έχει κάνει παρά μια ασαφή υπόσχεση να “εργαστεί προς” την αποπυρηνικοποίηση, όμοια με πολλές προηγούμενες δεσμεύσεις που δεν εκπλήρωσε ποτέ. Η Βόρεια Κορέα συνεχίζει [9] να εμπλουτίζει ουράνιο και να κατασκευάζει νέους πυραύλους και δεν έχει αποσυναρμολογήσει ούτε μια πυρηνική κεφαλή. Ακόμη και υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι των ΗΠΑ, όπως ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας John Bolton, παραδέχονται τώρα [10] ότι η Βόρεια Κορέα δεν έχει κάνει σοβαρά βήματα προς την αποπυρηνικοποίηση.

 

Σχετικά με την πορεία της εκστρατείας πριν από τις ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ αυτό το φθινόπωρο, ο Trump υποστήριξε ότι η θέλησή του να μιλήσει σκληρά και να αντιμετωπίσει συμμάχους ώθησε τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ να δαπανήσουν τελικά περισσότερα για την υπεράσπισή τους. Στην πραγματικότητα, η εικόνα είναι πιο περίπλοκη και το κόστος των δράσεων του Trump ήταν υψηλό. Ενώ η αμείλικτη εστίαση του Trump στην κατανομή των βαρών μπορεί να έχει βοηθήσει τους Ευρωπαίους ηγέτες του ΝΑΤΟ να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες, ο ισχυρισμός του ότι τους απείλησε να δαπανήσουν «εκατοντάδες δισεκατομμύρια [πρόσθετα] δολάρια» -κοντά στο συνολικό ποσό που τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ ξοδεύουν σε ένα ολόκληρο έτος- είναι παράλογος. Στην πραγματικότητα, οι ευρωπαϊκές αμυντικές δαπάνες αυξάνονται σταθερά από πολύ πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του Trump, κυρίως λόγω της αυξανόμενης απειλής από την Ρωσία, η οποία εισέβαλε στην Ουκρανία το 2014. Κατά ειρωνικό τρόπο, οι πρόσφατες αυξήσεις των δαπανών ενδέχεται να αντανακλούν την αυξανόμενη συνειδητοποίηση των Ευρωπαίων ηγετών ότι δεν μπορούν πλέον να εξαρτώνται από τις Ηνωμένες Πολιτείες για την υπεράσπισή τους, δεδομένης της επανειλημμένης αμφισβήτησης του Trump σχετικά με την δέσμευση των ΗΠΑ για την εγγύηση άμυνας του άρθρου 5 του ΝΑΤΟ. Με αυτή την έννοια, η προσέγγιση του Trump δύσκολα οδήγησε σε μια νέα και καλύτερη συμφωνία για τις Ηνωμένες Πολιτείες στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, αλλά στην πραγματικότητα [οδήγησε] σε μια σοβαρή αποδυνάμωση της ίδιας της συμμαχίας.

Στην συνέχεια, υπάρχει και η Τουρκία, όπου ο Trump προσπάθησε επίσης να χρησιμοποιήσει δασμούς, απειλές και κομπασμούς για να επιτύχει οικονομικούς και πολιτικούς στόχους χωρίς να καταφέρει τίποτε από τα δύο. Έχοντας δώσει στον πρόεδρο της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, περιθώριο όταν συνέλαβε δεκάδες χιλιάδες ύποπτων ως πολιτικών εχθρών, όταν αγόρασε ένα ρωσικό σύστημα αεροπορικής άμυνας καθ’ παράβαση των αμερικανικών κυρώσεων και όταν παρενέβη ενάντια στις δυνάμεις που υποστήριζαν οι ΗΠΑ στην Συρία, ο Trump αποφάσισε ξαφνικά να εξαναγκάσει μια αναμέτρηση για το θέμα του Andrew Brunson, ενός ευαγγελικού πάστορα και Αμερικανού πολίτη που κρατείται στην Τουρκία από το 2016. Αφότου μια φαινομενική συμφωνία για την απελευθέρωση του Brunson χάλασε στις αρχές Αυγούστου, ο Trump διπλασίασε τους δασμούς για τον τουρκικό χάλυβα και το αλουμίνιο ενώ προειδοποίησε για μεγαλύτερες κυρώσεις στο μέλλον.

Ο Ερντογάν αντέδρασε προκλητικά, κάνοντας έκκληση για μποϋκοτάζ στα αμερικανικά ηλεκτρονικά προϊόντα, επιβάλλοντας αντισταθμιστικούς δασμούς για τις εξαγωγές επιβατικών αυτοκινήτων, καπνού και οινοπνευματωδών ποτών από τις ΗΠΑ, και απειλώντας να διαγράψει δεκαετίες στρατηγικής συνεργασίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες υπέρ της Ρωσίας και της Κίνας. Καθώς το τουρκικό νόμισμα έχει κάνει βουτιά τις τελευταίες εβδομάδες, ο Ερντογάν κατηγόρησε τις Ηνωμένες Πολιτείες για τα αποτελέσματα της δικής του οικονομικής κακοδιαχείρισης, χαρακτηρίζοντας τις αμερικανικές κυρώσεις ως μια «μαχαιριά στην πλάτη» και απευθύνοντας έκκληση στους πατριώτες Τούρκους να υπερασπιστούν το νόμισμά τους. Κατά ειρωνικό τρόπο, η κατάρρευση του τουρκικού νομίσματος ενδέχεται να ενθαρρύνει ένα κύμα υπέρ περιουσιακών στοιχείων σε δολάρια ΗΠΑ, αυξάνοντας την αξία του δολαρίου και καθιστώντας πιο δύσκολο για τις Ηνωμένες Πολιτείες να εξάγουν τα προϊόντα που ο Trump ισχυρίζεται ότι οι δασμοί του έχουν σχεδιαστεί να διασώσουν.

Τέλος, μελετήστε την προσέγγιση της Ουάσινγκτον στην σύγκρουση Ισραήλ-Παλαιστίνης, το σκηνικό για να διαπραγματευτεί ο Trump αυτό που έχει ονομάσει ως “απόλυτη συμφωνία”. Για περισσότερο από έναν χρόνο, η ομάδα του Trump για τη Μέση Ανατολή συνέθεσε ένα λεπτομερές σχέδιο που ήλπιζαν ότι θα μπορούσε να διαμορφώσει την βάση για σοβαρές συνομιλίες. Ωστόσο, πριν ξεκινήσει αυτές τις συνομιλίες, ο Trump αποφάσισε να αναγνωρίσει μονομερώς την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ και να μετακινήσει εκεί την αμερικανική πρεσβεία από την πρώην έδρα της στο Τελ Αβίβ, παίρνοντας έτσι το μέρος των Ισραηλινών έναντι των Παλαιστινίων σε ένα από τα σοβαρότερα ζητήματα σε οποιεσδήποτε μελλοντικές διαπραγματεύσεις. Όταν οι Παλαιστίνιοι διαμαρτυρήθηκαν με το να διακόψουν τις συνομιλίες τους με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Trump ξέσπασε εναντίον τους, περικόπτοντας βοήθεια περίπου 300 εκατομμυρίων δολαρίων, απειλώντας να αποσύρει τις εισφορές των ΗΠΑ στην υπηρεσία του ΟΗΕ που υποστηρίζει τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες, και να κλείσει τα γραφεία της Παλαιστινιακής Αρχής στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η κίνηση του Τραμπ για την Ιερουσαλήμ κατέστησε αδύνατο ακόμη και για τους φίλους του μεταξύ των αραβικών κρατών στην περιοχή να υποστηρίξουν το ειρηνευτικό του σχέδιο. Ως αποτέλεσμα, οι προοπτικές ακόμη και για να αρχίσουν συνομιλίες -πόσω μάλλον να ολοκληρωθούν με επιτυχία- είναι σχεδόν μηδενικές.

ΣΤΟΧΕΥΕ ΨΗΛΑ ΚΑΙ ΠΙΕΖΕ;

Για να είμαστε δίκαιοι, ο Trump ασκεί τα καθήκοντά του για λιγότερο από δύο χρόνια και ίσως τα μεγάλα οφέλη της στρατηγικής του να μην έχουν έρθει ακόμα. Οποιαδήποτε επιτυχής διαπραγμάτευση απαιτεί την θέληση να διατηρήσει κάποιος δύσκολες θέσεις, να παραμείνει σταθερός και να αποδείξει ότι είναι πρόθυμος να φύγει [από τις διαπραγματεύσεις] εάν οι στόχοι του δεν επιτυγχάνονται. Ίσως οι καλύτερες συμφωνίες που έχει υποσχεθεί ο Trump να είναι θέμα χρόνου.

Αλλά αυτό φαίνεται απίθανο. Αυτό που δείχνει μέχρι στιγμής το ιστορικό είναι ότι η προσέγγιση του Trump για την επίτευξη συμφωνιών είναι λανθασμένη. Σε αντίθεση με το ένστικτο του Trump να επιτίθεται σε όλους δια μιας, η επιτυχημένη διπλωματία απαιτεί να διαλέγεις τις μάχες σου, να διατηρείς συμμαχίες και να συνθέτεις συνασπισμούς για να επιτυγχάνεις προσεκτικά καθορισμένες προτεραιότητες. Είναι δύσκολο να κερδίσεις υποστήριξη από την Κίνα και την Ευρώπη στο Ιράν, για παράδειγμα, όταν τους επιτίθεσαι αδιάκοπα στο εμπόριο. Η υγιής διπλωματία αναγνωρίζει ότι και άλλοι ηγέτες έχουν εθνικιστικούς πληθυσμούς και εγχώριους περιορισμούς επίσης, και ότι το να τους επιτίθεσαι προσωπικά και δημοσίως μπορεί να καταστήσει πιο δύσκολο για αυτούς να υποχωρήσουν.

Ο Trump έχει επίσης μια επικίνδυνη τάση να υπερπροβάλλει εμφανώς τις κυρίως κούφιες συμφωνίες και τις μικρές νίκες, όπως η «αποπυρηνικοποίηση» της Βόρειας Κορέας, οι δεσμεύσεις της ΕΕ να αγοράζει εξαγωγές αμερικανικών τροφίμων ή η προθυμία της Νότιας Κορέας να αγοράσει αυτοκίνητα. Αυτό οδηγεί άλλους ηγέτες να πιστεύουν ότι και εκείνοι επίσης μπορούν να τον εξαγοράσουν με συμβολικές χειρονομίες, κενές διαβεβαιώσεις ή πομπώδεις δηλώσεις συνόδων κορυφής, ενώ θα αντιστέκονται σε πραγματικές παραχωρήσεις.

Τέλος, ο Trump ανακαλύπτει την σκληρή πραγματικότητα ότι, σε έναν περίπλοκο κόσμο, όλες οι διεθνείς συμφωνίες απαιτούν κάποιο βαθμό συμβιβασμού. Παρ’ όλα τα ελαττώματά τους, οι ατελείς συμφωνίες -όπως η πυρηνική συμφωνία με το Ιράν, οι εμπορικές σχέσεις με την Ευρώπη ή η NAFTA- είναι συχνά πολύ καλύτερες από ό, τι [να μην υπάρχει] καμία συμφωνία.

Στο βιβλίο του “Η τέχνη της διαπραγμάτευσης” (The Art of the Deal), ο Trump περιέγραψε το δικό του στυλ σύναψης συμφωνιών ως “πολύ απλό και ευθύ. Στοχεύω πολύ ψηλά και στην συνέχεια συνεχίζω να πιέζω και να πιέζω και να πιέζω, για να πάρω αυτό που κυνηγώ”. Σίγουρα έχει στοχεύσει πολύ ψηλά, και συνεχίζει να πιέζει και να πιέζει και να πιέζει. Το αν θα πάρει ποτέ αυτό που κυνηγά -ειδικά μετά από όλες τις ζημιές που έχει προκαλέσει- είναι μακράν πιο αμφίβολο.

[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/2017-01-31/trump-wont-get-best-d… [3]
[2] https://www.washingtonpost.com/opinions/trump-may-end-up-being-one-of-th… [4]
[3] https://twitter.com/realDonaldTrump/status/1030803123676348416 [5]
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/world/2018-08-13/three-cheers-tr… [6]
[5] https://twitter.com/realDonaldTrump/status/1016616792926703616 [7]
[6] https://twitter.com/realDonaldTrump/status/1029745594540150784 [8]
[7] https://www.businessinsider.com/trump-tariffs-make-coca-cola-gm-more-exp… [9]
[8] https://twitter.com/realDonaldTrump/status/1006837823469735936 [10]
[9] https://www.washingtonpost.com/world/national-security/us-spy-agencies-n… [11]
[10] https://www.washingtonpost.com/politics/north-korea-has-not-taken-steps-… [12

PHILIP H. GORDON είναι ανώτερος υπότροφος Mary και David Boies για την Εξωτερική Πολιτική των ΗΠΑ στο Council on Foreign Relations. Διετέλεσε Συντονιστής του Λευκού Οίκου για τη Μέση Ανατολή και Βοηθός Υπουργός Εξωτερικών για θέματα Ευρωπαϊκής και Ευρασιατικής Πολιτικής στην διοίκηση Ομπάμα.

-ΠΗΓΗ: Foreign Affairs, The Hellenic Edition

Share this post