ΟΧΙ «ΕΙΝΑΙ ΚΙ ΑΥΤΟ ΑΛΗΘΕΙΑ», αλλά ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ.
ΟΧΙ «Έκαμε και ο Μακάριος λάθη», αλλά Ο ΜΑΚΑΡΟΣ ΕΚΑΜΕ ΟΛΑ ΤΑ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΑ ΛΑΘΗ.
(Ένα κάπως μακρύ κείμενο, που δεν μπορεί να γράψει η «διερευνητική» δημοσιογραφία· όσο για την Ιστορία, γυναίκα έγημε, αγρόν και ζεύγη βοών πέντε ηγόρασε – αν όχι δεκαπέντε ή και εκατονκοσπέντε).
Του Άντη Ροδίτη*
Αυτή εδώ δεν είναι μια «βιβλιοκριτική», γιατί δεν αφορά ένα αληθινό βιβλίο. Η λέξη «βιβλίο» συνοδεύεται πάντοτε από μια αίσθηση γνώσης, αξίας, ενασχόλησης με πράγματα πέρα από την πεζότητα και, συχνά, την απέχθεια για την καθημερινή ζωή.
Κι όμως είναι απαραίτητο -έτσι πάει αυτός ο κόσμος- να υπάρχει πάντα και η άλλη πλευρά, π.χ. ένα «βιβλίο» να είναι μια φενάκη βιβλίου με φοινικικούς στόχους, αν τύχει να είσαι Έλληνας. Το θέτω έτσι για να γίνει κατανοητό ότι γεννιούνται και «βιβλία» που μάχονται να κρατήσουν ζωντανή μια παράδοση κυριαρχίας μιας μαφίας που κυβέρνησε έναν τόπο και για το δικό της συμφέρον (κάποιου είδους ζωτικό συμφέρον) πειθανάγκασε τους πολίτες να λεν τα γαϊδούρια «κότες». Πίστεψαν τελικά οι πολίτες (και γι’ αυτούς ζωτικό συμφέρον ήταν να λεν τα γαϊδούρια «κότες») ότι μια χαρά ήταν τα γαϊδούρια κότες! Μπήκε το θέμα μες στο αίμα τους κι εκεί που ψόφησε η μαφία, η παράδοσή της συνέχισε να υπάρχει ασθμαίνοντας, με κάποιους να τρέχουν να την αναζωογονήσουν μην τελικά ψηφήσει εντελώς και η παράδοσή της και μείνουν ξεκρέμαστοι οι φορείς της. Το συμφέρον τώρα είναι μην πιαστούν κορόιδα όσοι πέρασαν καλά φωνάζοντας «σιοοο» στις κότες και «πουρπουρπούρ» στα γαϊδούρια.
Μιλάμε για το «βιβλίο» «Η πολιτική της Ένωσης» του Άριστου Κάτση. Για να καταλάβετε, ο στόχος τού Κάτση σ’ αυτό το βιβλίο είναι να προστατεύσει την ακόμα υπάρχουσα προπαγάνδα, κυρίως στους κόλπους της αριστεράς, ότι είναι η πολιτική της Ένωσης που φταίει για όλα τα κακά που ζούμε σήμερα.
Γιατί καίει τους αριστερούς αυτό το θέμα; Η απάντηση είναι απλή. Η ίδια η κοσμοθεωρία τους δεν τους επιτρέπει να πιστεύουν στο έθνος, ούτε καν στο δικό τους. Πιστεύουν ότι όταν εφαρμοσθεί η κοσμοθεωρία τους δεν θα υπάρχουν πια έθνη, όλοι οι άνθρωποι θα είναι ίσοι και ευτυχισμένοι. Αρχίζουν, λοιπόν, ανάποδα. Αρχίζουν από την κατάργηση της ιδέας των εθνών κι αυτό τους οδηγεί στην απιστία προς το ίδιο το δικό τους έθνος με αποτέλεσμα να στρέφουν το βλέμμα προς οιονδήποτε άλλο έθνος τυχαίνει να εφαρμόζει την κοσμοθεωρία τους. Στη δική μας περίπτωση, από τον πολύ θαυμασμό για τη Ρωσία που έγινε κομμουνιστική και μπήκε σε μεγάλη τεχνολογική πρόοδο, οι δικοί μας κομμουνιστές σταμάτησαν να είναι Έλληνες κι έγιναν Ρώσοι στη συνείδηση. Αυτά τα ζήσαμε και τους ζήσαμε από κοντά κι ακόμα τους ζούμε, με την περιφρόνησή τους που εξελίχτηκε σε μίσος για την πατρίδα τους την Ελλάδα σε αντιπαράθεση με την αγάπη τους για τη Ρωσία.
Μετά την κατάρρευση της κομμουνιστικής Ρωσίας, τα ζώντα ακόμα κομμουνιστικά κόμματα (τουλάχιστο στις δικές μας χώρες) άρχισαν να χάφτουν και να σερβίρουν το παραμύθι τού «φταίξαν συγκεκριμένοι άνθρωποι που δεν πήγε καλά ο κομμουνισμός στη Ρωσία και την… επόμενη φορά, που θα αναλάβουμε εμείς εδώ αυτή τη δουλειά, το πράμα θα δουλέψει μια χαρά διότι εμείς είμαστε… καλύτεροι άνθρωποι από εκείνους κι επειδή τώρα έχουμε την εμπειρία»!!
Κι όταν εδώ στη μικρή πατρίδα μας τα κατάφεραν κι έγιναν Κυβέρνηση (άλλη ιστορία αυτή και ποιος φταίει) δεν τόλμησαν να δοκιμάσουν ευθέως να μετατρέψουν σε κομμουνιστικό το σύστημα, τα κατάφεραν, όμως, να διαλύσουν την οικονομία του τόπου για καλά.
Όλ’ αυτά σαν εισαγωγή για να φτάσουμε γρήγορα στο γεγονός ότι όχι μόνο δεν συμμετείχαν οι κομμουνιστές μας στο απελευθερωτικό από την αποικιοκρατία αγώνα του 55-59, επειδή ήταν εθνικός, αλλά τον έβρισαν κιόλας από την πρώτη στιγμή που άρχισε και τον βρίζουν μέχρι σήμερα. Μέσα σ’ αυτή την απέραντη ενοχή τους για τις λανθασμένες, καταστροφικές, επιλογές τους, και μέσα από τον «αγώνα» τους να τις δικαιώσουν και να δικαιωθούν αντί να μετανοήσουν, εντάσσεται και η συγγραφή τέτοιων «βιβλίων» προπαγάνδας και διαστρέβλωσης της Ιστορίας όπως αυτό του Κάτση.
Για ν’ αποκτήσει κανείς μια πλήρη εικόνα και να καταλάβει με ποιο θράσος σήμερα εξακολουθεί να καλλιεργείται η ιστορική διαστρέβλωση, χρειάζεται μια όσο γίνεται σύντομη ιστορική αναδρομή:
Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι νικητές, οι Αγγλοαμερικανοί από τη μια και οι Ρώσοι από την άλλη χωρίζουν (με το πρόσχημα της διατήρησης της ειρήνης) το δυτικό ημισφαίριο σε ζώνες επιρροής. Η Ελλάδα πέφτει στο δυτικό. Οι ντόπιοι κομμουνιστές της δεν το δέχονται κι αρχίζουν ένα ηλίθιο κι εγκληματικό αδελφοφάγο πόλεμο για να σύρουν την Ελλάδα στη ρωσική επιρροή, τη στιγμή που η Ρωσία είχε αποποιηθεί την Ελλάδα. Η καταστροφή του πολέμου διπλασιάζεται για την Ελλάδα από την καταστροφή που επιφέρουν οι κομμουνιστές της. Η Ελλάδα, μικρή, φτωχή, κατεστραμμένη μετατρέπεται σε οικονομικά και στρατιωτικά εξαρτώμενη της Αγγλίας χώρα και μετά της Αμερικής. Δέχεται μεγάλη οικονομική βοήθεια και δεν έχει επιλογή παρά να ενταχθεί στη στρατιωτική συμμαχία τού ΝΑΤΟ.
Ταυτόχρονα αρχίζει ο αναπόφευκτος, ήδη δρομολογημένος από την ιστορία και τα πεπρωμένα του έθνους, αγώνας ενσωμάτωσης τής Κύπρου στο ελληνικό κράτος. Οι μόνοι που αντιτίθεται είναι οι Άγγλοι αποικιοκράτες και οι κομμουνιστές. Η παγκόσμια κοινή γνώμη υποστηρίζει την Ένωση. Οι κακοί χειρισμοί της πολιτικής ηγεσίας τού αγώνα αποφέρουν μια νέα «ανεξάρτητη» χώρα, την Κυπριακή Δημοκρατία, στη θέση της ένωσης τής Κύπρου με την Ελλάδα. Οι κομμουνιστές στηρίζουν με χαρά την «ανεξαρτησία», αφού γλίτωσαν από την Ένωση με τη μη κομμουνιστική Ελλάδα.
Η «ανεξαρτησία», όμως, της Κύπρου δεν δουλεύει και ακολουθεί ένοπλη σύγκρουση της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων με τη μειονότητα των Τούρκων. Ενόψει του κινδύνου να μετατραπεί η Κύπρος σε αίτιο σύγκρουσης Ελλάδας-Τουρκίας μέσα στο ΝΑΤΟ, με πιθανή ανάμιξη της Ρωσίας και άρα ένα πιθανό τρίτο παγκόσμιο πόλεμο, οι ΗΠΑ αναλαμβάνουν να «λύσουν» το πρόβλημα. Αποφασίζουν ότι η δίκαιη λύση είναι η Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, αλλά να έχει στην Κύπρο δικαίωμα μιας βάσης η Τουρκία, αφού της είχε ήδη δοθεί δικαίωμα παρουσίας στο νησί με τις Συμφωνίες της Ζυρίχης.
Η εξαρτώμενη Ελλάδα καλείται να διαχειριστεί ένα εθνικό θέμα χωρίς να διαθέτει εθνική ανεξαρτησία. Ο Πρωθυπουργός της, Γεώργιος Παπανδρέου, μετά την πρώτη του επαφή για το θέμα με τον Πρόεδρο Τζόνσον των ΗΠΑ, είναι ξεκάθαρος: «Είμαστε μικροί. Δεν μπορούμε να μιλούμε λες και είμαστε μεγάλοι. Δεν σηκώνει να έχουμε υπερηφάνεια κι όμως άφησα την υπερηφάνεια να κατευθύνει τη σκέψη μου». Βρίσκει τον εαυτό του ενώπιον ακατόρθωτης αποστολής: να επιτύχει την Ένωση χωρίς να πάρει τίποτε η Τουρκία. Εχθρικοί απέναντί του είναι οι Αμερικανοί, οι Άγγλοι, οι Τούρκοι και οι κομμουνιστές της Κύπρου, που μαζί με τον (ορκισμένο στην Ένωση) Μακάριο επιμένουν στην «ανεξαρτησία». Βρίσκουν δικαιολογία στην επιμονή των Αμερικανών να παραχωρηθεί έδαφος της Κύπρου στην Τουρκία ως αντάλλαγμα για την Ένωση. Η άρνηση μέχρι και η αδιαλλαξία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου βοηθά τον Παπανδρέου να πετύχει το πρώτο βήμα προς την καθαρή Ένωση. Οι Αμερικανοί πιέζουν τώρα την Τουρκία να δεχτεί μόνο 5% έδαφος (είχαν αρχίσει με 25%) κι αντί της απόλυτης κυριαρχίας της βάσης, να είναι με ενοίκιο για μόνο 50 χρόνια.
Στο μεταξύ ο Παπανδρέου κατορθώνει να στείλει μεγάλη δύναμη ελληνικού στρατού στην Κύπρο ώστε ν’ αποτρέψει σκέψεις της Τουρκίας για επέμβαση. Πείθει τους Αμερικανούς ότι πρέπει πρώτα να κηρυχθεί η Ένωση και μετά να γίνει συζήτηση για οποιεσδήποτε παραχωρήσεις στην Τουρκία. Όλοι ξέρουν ότι αυτό το «μετά» σημαίνει ότι το πιο πιθανό είναι στο τέλος να μην πάρει τίποτε η Τουρκία. Οι Αμερικανοί το δέχονται σιωπηλά, η άμεση προτεραιότητά τους είναι να ενταχθεί η Κύπρος στο ΝΑΤΟ, ώστε ν’ απομακρυνθεί ο κίνδυνος καθόδου των Ρώσων στη Μεσόγειο μέσω Κύπρου. Ο Μακάριος, όμως, είναι ανένδοτος, επιμένει στην «ανεξαρτησία», το πραγματικά ακατόρθωτο για την Κύπρο όπως δείχνει η ιστορία της, η άμεσα συνυφασμένη με τη γεωστρατηγική της θέση. Οι κομμουνιστές υποστηρίζουν τον Μακάριο. Ο Μακάριος κοροϊδεύει τους πάντες: ναι στην Ένωση, λέει, αλλά να μην είμαστε στο ΝΑΤΟ. Κι όμως η ευκαιρία για την Ένωση είναι από το ΝΑΤΟ που δίνεται. Ο Μακάριος απορρίπτει στις 21 Αυγούστου 1964 την πρόταση της Ελλάδος που έγινε στις 20 Αυγούστου 1964 να κηρυχθεί αμέσως η Ένωση χωρίς δεσμεύσεις προς την Τουρκία. Η δικαιολογία του; Θα ήταν, λέει, «πραξικοπηματική»!! Αν, όμως, συμφωνούσε κι έλεγε «ναι» και καλούσε τον λαό σε άμεση συμπαγή ενότητα προς αντιμετώπιση κάθε επιβουλής, δεν θα ετίθετο κανένα θέμα «πραξικοπήματος»!! Μόνο οι Τούρκοι θα μπορούσαν να αποκαλέσουν «παράνομη» την κήρυξη της Ένωσης, βάσει των Συμφωνιών της Ζυρίχης, αλλά πρώτοι οι Αμερικανοί δήλωναν ότι επιδίωκαν την δια της Ενώσεως κατάργηση της Ζυρίχης. Η Ένωση θα γινόταν χωρίς να σπάσει μύτη και οι Τούρκοι θα αποζημιώνονταν με άλλους τρόπους όπως γράφει ο ίδιος ο Υπ. Εξ. των ΗΠΑ στις 23 Αυγούστου 1964.
Η Ένωση δεν έγινε. Κι εκ μέρους του μακαριακού κατεστημένου, που ήταν ο «νικητής», επιβλήθηκε ως «αλήθεια» η ψευδής δικαιολογία ότι πίσω από την πρόταση Παπανδρέου για άμεση άνευ όρων Ένωση, κρυβόταν ελληνοαμερικανική συμπαιγνία επιβολής διχοτόμησης στην Κύπρο. Ο Μακάριος και οι κομμουνιστές του κατόρθωσαν να περάσουν στη συνείδηση των Κυπρίων αλλά και πλείστων Ελλαδιτών την εντύπωση ότι η εξαρτημένη Ελλάς όχι μόνο δεν άσκησε εθνική πολιτική αλλά πρόδωσε την Κύπρο. Η κατηγορία Μακαρίου εναντίον του Παπανδρέου ισοδυναμεί με κατηγορία προδοσίας. Κι επειδή η κατηγορία δεν μπορεί να σταθεί σήμερα βάσει των εγγράφων που ήρθαν στο φως, η ιστορική επιστήμη δυσκολεύεται πολύ να διερευνήσει και ν’ αποκαλύψει την αλήθεια. Είναι απρόβλεπτο ποιες καταστροφικές επιπτώσεις μπορεί να επιφέρει η κατάρρευση του ιστορικού ψέματος στην κυπριακή και την ελλαδική κοινωνία, στις ισχύουσες πολιτικές δομές, στο όλο παρόν, σαθρό οικονομικοπολιτικό οικοδόμημα.
Από την άλλη, η ήττα της Ελλάδος από τον Μακάριο και τους κομμουνιστές τής Κύπρου και η συνακόλουθη ντροπιαστική αποχώρηση του ελληνικού στρατού από το νησί μας, με τη σύμπραξη της χούντας, που ήταν κι εκείνη γέννημα και αποτέλεσμα της αντιδυτικής πολιτικής Μακαρίου, κατάληξε στο τέλος σε γενική πολιτισμική παρακμή με κύριο χαρακτηριστικό της την απέχθεια των Ελλήνων για την Ελλάδα. Ο Κάτσης (για χρόνια «ιστορικός» συνεργάτης του «Φιλελευθέρου», της εφημερίδας που θα έγραφε και το «και» με Έψιλον και περισπωμένη, αν έτσι αποφάσιζε ο Μακάριος) κι ένα σωρό άλλοι ομογάλακτοί του, συνεχίζουν τον «αγώνα» συντήρησης του ψεύδους, ένα αγώνα που προϋποθέτει και καλλιεργεί την απέχθεια προς την πατρίδα. Μ’ αυτόν, τον εξευτελισμό και τον διασυρμό τού έθνους και την συνακόλουθη απέχθεια προς την πατρίδα εξακολουθούν να πιστεύουν ότι θα επιτύχουν την επιβολή του κομμουνισμού. Η «νίκη», επίσης, του Μακαρίου και των κομμουνιστών συμμάχων του κατά της Ένωσης, πέρα από την έχθρα των Αμερικανών που δημιούργησε εναντίον της Κύπρου, οδήγησε σε μεγάλη έξαρση και το ήδη υπάρχον μένος των ενωτικών της Κύπρου εναντίον του επίορκου Αρχιεπισκόπου.
Η συνέχεια δεν είναι δύσκολο να γίνει κατανοητή. Η απαίτηση των κομμουνιστών και του Μακαρίου να γίνουν και όλοι οι ενωτικοί επίορκοι εξήψε ακόμα περισσότερο τα πνεύματα κι εξέθρεψε ακόμα περισσότερο τον διχασμό. Η απαίτηση να παραμερισθούν οι μεγάλοι ήρωες, τα φυλακισμένα μνήματα, ο επικός αγώνας, να λησμονηθεί η ταυτότητα, η ιστορία, το πεπρωμένο της Κύπρου, γέννησε την εμφύλια διαμάχη. Αυτήν εκμεταλλεύτηκαν οι μεγάλες δυνάμεις των οποίων η υποχρέωση είναι να υπηρετούν τα δικά τους συμφέροντα όπως τα καταλαβαίνουν. Η Κύπρος θυσιάστηκε. Η εμφύλια διαμάχη έδωσε στη χαμένη Τουρκία την ευκαιρία να εισβάλει και να γίνει κύριος του παιγνιδιού. Κι ενώ επίκειται σήμερα ο πλήρης εκτουρκισμός τής Κύπρου, αναγκαζόμαστε ν’ απαντούμε στις απόπειρες τού κάθε άπατρι κομμουνιστή να δικαιώσει τον εαυτό του, την παρά φύση ιδεολογία του και τη χαμένη παράταξή του.
Υπό αυτές τις συνθήκες διαστρέβλωσης της ιστορίας μας, αγωνιζόμαστε να επιτύχουμε συμφωνία ομοσπονδίας με τους Τούρκους, που είναι υποθήκη του ιδίου του Μακαρίου, ο οποίος έκαμε ό,τι μπορούσε ν’ αποτρέψει την Ένωση για να μας ρίξει τελικά στις τανάλιες μιας αδίστακτης μισελληνικής Τουρκίας.
Υπό αυτές τις συνθήκες υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που κάνουν ό,τι μπορούν να διατηρήσουν ζωντανό τον μύθο ενός ανίκανου, εγωπαθούς και άπιστου, που ξεγέλασε τον λαό και τον οδήγησε στην καταστροφή διατηρώντας ακόμα για τον εαυτό του τον τίτλο τού «μεγάλου ηγέτη».
*Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους