Ο Ζελένσκι και η νίκη του Τραμπ

Ο Ζελένσκι και η νίκη του Τραμπ

Η άρνηση της Ουάσινγκτον για χρήση πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς εναντίον στόχων εντός της Ρωσίας, οι καθυστερήσεις στην παροχή στρατιωτικής βοήθειας και η αδυναμία της να προσφέρει σταθερές εγγυήσεις ασφαλείας θεωρούνται από το Κίεβο αδυναμία και υποκρισία. Η νίκη του Τραμπ, λοιπόν, θα μπορούσε να οδηγήσει στην αποτροπή μιας μεγάλης ήττας 

Protagon Team* 10 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2024  

Θεωρητικά η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο είναι ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να συμβεί για την Ουκρανία. Γιατί ο πρώην και επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ αρνείται σταθερά να καταδικάσει την εισβολή του Βλαντίμιρ Πούτιν, γιατί φαίνεται να θαυμάζει το αυταρχικό στιλ διακυβέρνησης του ρώσου προέδρου, γιατί κατά το παρελθόν είχε αποπειραθεί να εκβιάσει το Κίεβο, καθυστερώντας την αποστολή στρατιωτικής βοήθειας στη χώρα. Οπότε αποτελεί σίγουρα έκπληξη –αλλά και «ένδειξη του πόσο άσχημα έχουν γίνει τα πράγματα στη χώρα τους τελευταίους μήνες», όπως υπογραμμίζει ο Economist– το ότι πολλοί ανώτεροι αξιωματούχοι ευελπιστούσαν σε μια νίκη του Ντόναλντ Τραμπ. «Αντιμέτωποι με την επιλογή μεταξύ της συνεχιζόμενης μηχανικής υποστήριξης της ζωής [της Ουκρανίας] και ενός προέδρου-μπαλαντέρ που θα εξάλειφε τους κανόνες και σχεδόν σίγουρα θα περιόριζε τη βοήθεια, ήταν έτοιμοι να ρισκάρουν» συνοψίζεται στο βρετανικό δημοσίευμα. Ετσι, ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι έσπευσε να χαιρετίσει τη νίκη του Τραμπ με τον πλέον ξεκάθαρο, έως και πομπώδη, τρόπο, γράφοντας στο Χ πως οι Ουκρανοί «ανυπομονούμε για μια εποχή ισχυρών Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής υπό την αποφασιστική ηγεσία του προέδρου Τραμπ».  «Αυτό δεν ήταν απλώς περιστροφή» σχολιάζει ο Economist, σημειώνοντας ότι πολλοί από τους στενούς συνεργάτες του ουκρανού προέδρου δεν κρύβουν (κατ’ ιδίαν) την απογοήτευσή τους από αυτό που ίδιοι περιγράφουν ως «αυτο-αποσύνθεση» της κυβέρνησης Μπάιντεν, δηλαδή από τον παγιωμένο, πλέον, και γι’ αυτό παραλυτικό, φόβο της κλιμάκωσης με τη Ρωσία, αλλά και από το αυξανόμενο χάσμα μεταξύ δεσμεύσεων τύπου «θα υποστηρίζουμε την Ουκρανία για όσο χρειαστεί» και πράξεων που υποδηλώνουν το αντίθετο.

 Η άρνηση της Ουάσινγκτον να ανάψει το πράσινο φως για τη χρήση πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς εναντίον στόχων εντός της Ρωσίας, οι καθυστερήσεις στην παροχή στρατιωτικής βοήθειας και η αδυναμία της να προσφέρει σταθερές εγγυήσεις ασφαλείας «θεωρούνται ολοένα περισσότερο ως αδυναμία και υποκρισία. Η νίκη του Τραμπ, ωστόσο, θα μπορούσε να προσφέρει στον Ζελένσκι μια διέξοδο από αυτό που μοιάζει με αιματηρό αδιέξοδο στην καλύτερη περίπτωση, ήττα στη χειρότερη» εξηγεί ο Economist. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας ο Τραμπ υποσχέθηκε να τερματίσει τον πόλεμο εντός 24 ωρών. Τι θα μπορούσε να περιλαμβάνει το ειρηνευτικό του σχέδιο δεν το γνωρίζει κανείς – «ίσως ούτε ο ίδιος ο Τραμπ», όπως γράφουν οι συντάκτες του βρετανικού περιοδικού. Προς το παρόν οι ουκρανοί αξιωματούχοι εστιάζουν την προσοχή τους σε δύο πιθανά σενάρια που έχουν διατυπωθεί και δημοσίως. Στο πρώτο, το οποίο συνδέεται με τον νέο αντιπρόεδρο των ΗΠΑ Τζέι Ντι Βανς, προβλέπεται το πάγωμα της σύρραξης (με τη νέα διαχωριστική γραμμή μεταξύ των δύο χωρών να ακολουθεί τη γραμμή του μετώπου) και ο εξαναγκασμός της Ουκρανίας σε ουδετερότητα, χωρίς σαφείς εγγυήσεις ασφαλείας ή περιορισμούς για τη Μόσχα. Ενα δεύτερο σχέδιο, σαφώς πιο αρεστό στους Ουκρανούς, παρουσιάστηκε από τον πρώην υπουργό Εξωτερικών του Τραμπ, Μάικ Πομπέο, στη Wall Street Journal. Επικεντρώνεται στην ενισχυμένη στρατιωτική και οικονομική υποστήριξη του Κιέβου, ως αποτρεπτικό μέσο κατά της Μόσχας, ενώ παράλληλα διατηρεί ανοιχτή την προοπτική ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Το ενδεχόμενο ο Τραμπ να ξεπουλήσει συνολικά την Ουκρανία θεωρείται ευρέως απίθανο, κυρίως επειδή αυτό θα προκαλούσε έντονες αντιδράσεις εντός του ίδιου του κόμματός του, αλλά και γιατί σίγουρα δεν θα ήθελε να του χρεωθεί η ήττα της Ουκρανίας. Δεδομένου, ωστόσο, ότι κυβερνά περισσότερο ως επιχειρηματίας παρά ως πολιτικός, ο Economist κρίνει πως ο 47ος πρόεδρος των ΗΠΑ θα μπορούσε να απαιτήσει κάτι σε αντάλλαγμα – πρόσβαση στους φυσικούς πόρους της χώρας, για παράδειγμα. Η αλλαγή ηγεσίας και η μετάβαση της εξουσίας στην Ουάσινγκτον λαμβάνουν χώρα σε μια δύσκολη περίοδο για τις ένοπλες δυνάμεις της Ουκρανίας. Επειτα από απεγνωσμένη αντίσταση επί έναν χρόνο στη ρωσική επίθεση, η οποία διεξήχθη με τεράστιο κόστος για τη Μόσχα (57.000 νεκροί), τον προηγούμενο μήνα οι Ουκρανοί απώλεσαν επιπλέον 620 τετραγωνικά χιλιόμετρα εδαφών. Αν και πρόκειται για έκταση αντίστοιχη με το 1% της προπολεμικής επικράτειας της χώρας, από άποψη απώλειας εδαφών ο προηγούμενος μήνας ήταν ο χειρότερος από το 2022. Η Ρωσία κινείται σε πολλά σημεία και επιταχύνει την προέλασή της. Υπάρχει κίνδυνος οι ουκρανικές δυνάμεις να αναγκαστούν σύντομα να αποσυρθούν από τα στρατηγικής σημασίας υψώματα γύρω από το Κουράχοβε, στην περιφέρεια του Ντονέτσκ, εξέλιξη που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια (ψυχολογικά επιζήμια για τους Ουκρανούς) εισβολή των ρωσικών δυνάμεων στην όμορη περιφέρεια του Ντνίπρο. Κάνοντας λόγο για «κατάρρευση της εμπιστοσύνης μεταξύ της κοινωνίας, του στρατού και της πολιτικής ηγεσίας», ο Economist θυμίζει ότι πλέον το Κίεβο δυσκολεύεται ιδιαίτερα να καλύπτει (μέσω της υποχρεωτικής στράτευσης) τις απώλειες στο πεδίο, ενώ η Μόσχα έχει τη δυνατότητα να προσελκύει άνδρες μέσω προσοδοφόρων συμβολαίων, αποφεύγοντας έτσι να κηρύξει εκ νέου μερική επιστράτευση, όπως έκανε τον Σεπτέμβριο του 2022. Ανώτερος διοικητής του ουκρανικού στρατού παραδέχτηκε ότι καταγράφηκε κατάρρευση του ηθικού σε μερικά από τα χειρότερα μέτωπα του πολέμου, ενώ πηγή του γενικού επιτελείου ανέφερε ότι σχεδόν το ένα πέμπτο των στρατιωτών έχουν εγκαταλείψει τις θέσεις τους. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει, όπως γράφει ο Economist, ότι οι ουκρανικές δυνάμεις θα σταματήσουν να αντιστέκονται. Προς το παρόν έχουν αρκετά ακόμα όπλα ώστε να συνεχίσουν να το κάνουν, και αρκετά εδάφη ώστε να οπισθοχωρήσουν, εάν χρειαστεί. Επιπλέον, στη χώρα πρόκειται να φτάσουν και άλλα αμερικανικά όπλα, ενώ και η Ρωσία αντιμετωπίζει προβλήματα, όπως κυρίως τον υψηλό πληθωρισμό, που θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα το επόμενο έτος. Ωστόσο θεωρείται πιο πιθανό να λυγίσει η Ουκρανία παρά η Ρωσία, «ενδεχομένως σε διάστημα έξι μηνών», σύμφωνα, πάντα, με τον Economist. Ο Ντόναλντ Τραμπ αναμφίβολα θα ήθελε να έχει έτοιμη τη συμφωνία του πριν από τότε, πιθανώς έως ότου επιστρέψει στον Λευκό Οίκο, την 20ή Ιανουαρίου. Ομως παραμένει ασαφές με τι θα μπορούσε να συμβιβαστεί ο Βλαντίμιρ Πούτιν, καθώς άτομα από το περιβάλλον του επικεφαλής του Κρεμλίνου μεταδίδουν αντιφατικά μηνύματα σχετικά με την προθυμία του να διαπραγματευτεί, καθώς τη μία μέρα δηλώνει ανοιχτός στο ενδεχόμενο παγώματος της σύρραξης κατά μήκος της πρώτης γραμμής, ενώ την άλλη ζητά κάτι αντίστοιχο με τη συνθηκολόγηση της Ουκρανίας. «Περίπλοκα ζητήματα» καθιστούν μια γρήγορη ειρηνευτική συμφωνία «εξωπραγματική», ανέφερε στον Economist ουκρανική πηγή. Επιπλέον, ο Πούτιν πιστεύει ότι οι δυνάμεις του κερδίζουν έδαφος, και με τους Ουκρανούς να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα, κατά πάσα πιθανότητα θα επιδιώξει να το εκμεταλλευτεί. «Αλλά η στρατιωτική επιτυχία είναι κάτι παραπλανητικό. Ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος τι θα συμβεί αύριο» πρόσθεσε η ουκρανική πηγή.

 

Share this post