Ο Τραμπ δεν θέλει να εμπλακεί στη Συρία – Μπορεί όμως να μείνει απλός θεατής;
Ο Ντόναλντ Τραμπ θα αναλάβει καθήκοντα στον Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο σε μία κρίσιμη και επικίνδυνη περίοδο για τη Μέση Ανατολή και τη Συρία. Παραμένει ασαφές, ωστόσο, το πώς θα προσεγγίσει τη χώρα που ελέγχεται πλέον από ομάδες ανταρτών με τρομοκρατικές ρίζες, όπως αναφέρεται σε ανάλυση των New York Times.
Σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής δεδομένα και τις δηλώσεις του, είναι πιθανό να υιοθετήσει προσέγγιση υπέρ της μη εμπλοκής των ΗΠΑ. Ο ίδιος έχει άλλωστε χαρακτηρίσει τη Συρία, η οποία έχει βυθιστεί σε εμφύλιες συγκρούσεις από το 2011, χώρα «της άμμου και του θανάτου».
Επιπλέον, εδώ και καιρό καταφέρεται εναντίον των προσπαθειών από πλευράς Ηνωμένων Πολιτειών για την αναδιαμόρφωση χωρών της Μέσης Ανατολής, όπως είναι το Ιράκ και η Λιβύη, κάνοντας λόγο για «ατελείωτους πολέμους» της Αμερικής.
Τη στιγμή που οι αντάρτες εισέρχονταν στη Δαμασκό, την πρωτεύουσα της Συρίας, το Σαββατοκύριακο, ο Τραμπ περιέγραφε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης την κατάσταση στη χώρα ως «χάος», τονίζοντας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες «δεν πρέπει να έχουν καμία σχέση» με όσα συμβαίνουν εκεί.
«Δεν είναι δικός μας αυτός ο αγώνας. Ας το αφήσουμε να εξελιχθεί. Μην αναμειχθείτε», ανέφερε ο Τραμπ, με κεφαλαία γράμματα.
Στο ίδιο πνεύμα ήταν και η ανάρτηση του νεοεκλεγέντος αντιπροέδρου του, Τζέι Ντι Βανς, ενώ η Τούλσι Γκάμπαρντ, εκλεκτή του για τη θέση της επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών, εδώ και χρόνια έχει επίσης υποστηρίξει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν κανέναν λόγο να εμπλακούν στον μακροχρόνιο εμφύλιο πόλεμο της Συρίας.
Ωστόσο, αναλυτές και πρώην σύμβουλοι του επερχόμενου προέδρου ανέφεραν ότι θα είναι δύσκολο για τον Τραμπ να παραμείνει απλός θεατής, τη στιγμή που η χώρα θα αναδιαμορφώνεται μετά την πτώση του προέδρου Μπασάρ αλ Ασαντ, ιδίως εν μέσω αυξανόμενων φόβων ότι η Συρία ενδέχεται να αποτελέσει νέα απειλή για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους.
Ως πρόεδρος, θα κληθεί να λάβει σημαντικές αποφάσεις, όπως το αν θα αναπτύξει διπλωματικές σχέσεις με τη Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ (HTS), οργάνωση που, έχοντας ανατρέψει τον Ασαντ, έχει πλέον την εξουσία στη Δαμασκό.
Κάποιοι Αμερικανοί αξιωματούχοι εκτιμούν, σύμφωνα με τους ΝΥΤ, ότι η οργάνωση έχει επιδείξει ρεαλιστική προσέγγιση τον τελευταίο καιρό και επισημαίνουν ότι πρόκειται για συντηρητική ισλαμιστική οργάνωση που δεν θα υιοθετήσει πρακτικές τρομοκρατικής οργάνωσης.
Η υιοθέτηση αυτής της προσέγγισης θα απαιτούσε μία πολιτικά δύσκολη στροφή για τον Τραμπ, ο οποίος έχει ταχθεί απερίφραστα υπέρ της καταπολέμησης των τρομοκρατών και ήταν η κυβέρνησή του που χαρακτήρισε επίσημα την εν λόγω οργάνωση τρομοκρατική το 2018.
Αλλοι αξιωματούχοι των ΗΠΑ, που επικαλούνται οι ΝΥΤ, εκτιμούν ότι ο Τραμπ θα μπορούσε επίσης να ενθαρρύνει την HTS να υιοθετήσει μετριοπαθέστερη στάση και να συνεργαστεί με εκείνην υπέρ των συμφερόντων των ΗΠΑ.
Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει παράλληλα να επανεξετάσει την παρουσία των περίπου 900 Αμερικανών στρατιωτών στην ανατολική Συρία, δύναμης που αναπτύχθηκε εκεί για να περιορίσει την παρουσία του Ισλαμικού Κράτους (ISIS).
Η εν λόγω τρομοκρατική οργάνωση έλεγχε κάποτε μεγάλα τμήματα της ανατολικής Συρίας και του βόρειου Ιράκ, και οι Αμερικανοί αξιωματούχοι φοβούνται ότι θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί την πτώση του Ασαντ για να ανακτήσει την ισχύ της.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του, ο Τραμπ υποσχέθηκε να αποσύρει τους Αμερικανούς στρατιώτες από τη Συρία, ωστόσο στην πορεία άλλαξε γνώμη. Ο Τζέιμς Τζέφρι, ο οποίος υπηρέτησε ως απεσταλμένος του Τραμπ στη χώρα, ανέφερε ότι ο επερχόμενος πρόεδρος έβλεπε σε πρώτη φάση τη στρατιωτική δύναμη ως χαρακτηριστικό «παράδειγμα ενός άσκοπα διευρυμένου αμερικανικού στρατιωτικού αποτυπώματος».
Αλλαξε γνώμη, σύμφωνα με τον Τζέφρι, αφότου οι σύμβουλοί του τού εξήγησαν τα οφέλη της παρουσίας των στρατευμάτων, μεταξύ άλλων, για τον έλεγχο της ιρανικής επιρροής.
«Δεν είναι υπέρ της πλήρους διακοπής των σχέσεων με τη Συρία», ανέφερε ο Τζέφρι. Οι φόβοι για αναζωπύρωση του ISIS θα μπορούσαν επίσης να περιπλέξουν τυχόν προσπάθειες του Τραμπ για απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων.
Αλλωστε ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ δεν υπήρξε πάντοτε αντίθετος στη χρήση βίας στη χώρα. Ως τέως πρόεδρος, διέταξε δύο διαφορετικές αεροπορικές επιδρομές εναντίον των δυνάμεων του Ασαντ, το 2017 και το 2018, για να τιμωρήσει το τότε καθεστώς για τη χρήση χημικών όπλων εναντίον ανταρτών και αμάχων.
Καθώς επανεξετάζει την προσέγγισή του, ο Τραμπ αναμένεται να πιεστεί από αρκετούς συμβούλους με επιρροή και παγκόσμιους συμμάχους να διατηρήσει το ενδιαφέρον του για την περιοχή, αυτήν τη φορά για τη διαμόρφωση της νέας Συρίας.
Ο ρόλος των Ρούμπιο και Γουόλτς
Ο Μάρκο Ρούμπιο, Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής από τη Φλόριντα, επιλογή του επερχόμενου προέδρου για τη θέση του υπουργού Εξωτερικών, έχει ταχθεί υπέρ ενός ενεργού αμερικανικού ρόλου στη Συρία.
Ως υποψήφιος πρόεδρος το 2015, ζήτησε από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους να επιβάλουν ζώνες απαγόρευσης πτήσεων πάνω από τη χώρα, για να προστατεύσουν τους αμάχους από τα αντίποινα του Ασαντ.
Ο Ρούμπιο έχει επικρίνει επίσης την απόφαση του Τραμπ το 2019 να αποσύρει τα αμερικανικά στρατεύματα που σταθμεύουν κατά μήκος των συνόρων Τουρκίας – Συρίας, επιτρέποντας έτσι την τουρκική στρατιωτική επίθεση κατά Κούρδων μαχητών, οι οποίοι υπήρξαν ζωτικοί σύμμαχοι στον αγώνα των ΗΠΑ κατά του ISIS.
Παρόμοια θέση έχει και ο εκλεκτός του Τραμπ για τη θέση του συμβούλου εθνικής ασφάλειας, Μάικλ Γουόλτς, ο οποίος έχει δηλώσει ότι τα αμερικανικά στρατεύματα αποτέλεσαν σημαντικό ανάχωμα, «ώστε να μην ανοίξει το κουτί της Πανδώρας του ISIS».
«Μπορούν και θα επιστρέψουν», προειδοποίησε ο Γουόλτς αναφερόμενος στο ISIS και στη Συρία. «Θα επιτεθούν ξανά στην Αμερική. Πρέπει να παραμείνουμε σε ετοιμότητα», πρόσθεσε.
Αρκετοί σύμμαχοι των ΗΠΑ –μεταξύ των οποίων το Ισραήλ, η Τουρκία, η Ιορδανία και η Σαουδική Αραβία– είναι επίσης πιθανό να απευθύνουν έκκληση στον Τραμπ να εμπλακεί στη Συρία.
Το Ισραήλ θα χρειαστεί τη βοήθεια των ΗΠΑ για να διασφαλίσει ότι το Ιράν, σύμμαχος του Ασαντ που κατηγορείται πως έστελνε λαθραία όπλα στη Χεζμπολάχ του Λιβάνου μέσω Συρίας, δεν θα συνεχίσει να χρησιμοποιεί τη χώρα ως «διάδρομο» για τον εξοπλισμό δυνάμεων που υποστηρίζει στην περιοχή.
Η Τουρκία μπορεί να πιέσει τον Τραμπ να ασχοληθεί με τη Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ. Ταυτόχρονα, ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, μπορεί να πιέσει και πάλι τον Τραμπ να δώσει το πράσινο φως για επιθέσεις κατά των Κούρδων μαχητών.
Οι γείτονες της Συρίας και οι ευρωπαϊκές χώρες, όπου οι ροές προσφύγων αυξήθηκαν δραματικά κατά τη διάρκεια της κορύφωσης του εμφυλίου πολέμου της Συρίας πριν από περίπου μία δεκαετία, θα αναζητήσουν επίσης την ηγεσία των ΗΠΑ για να βοηθήσουν να διασφαλιστεί ότι τυχόν νέα έκρηξη βίας δεν θα δημιουργήσει νέα κύματα μεταναστών.
«Οσο αμερικανικό αίμα και αν χυθεί, ακόμη και αν ρίξουμε θησαυρούς στην περιοχή, δεν θα υπάρξει διαρκής ειρήνη και ασφάλεια στη Μέση Ανατολή», δήλωσε ο Τραμπ. «Είναι ένα ταραγμένο μέρος. Θα προσπαθήσουμε να το κάνουμε καλύτερο, αλλά παραμένει ταραγμένο μέρος. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα είναι εταίρος και φίλος, αλλά η μοίρα της περιοχής βρίσκεται στα χέρια του του λαού της».
Πηγή:kathimerini.gr από New York Times ΦΩΤΟ Reuters