Ο Τηλέμαχος Κάνθος αφηγείται τη ζωή του

Ο Τηλέμαχος Κάνθος αφηγείται τη ζωή του

Επιμέλεια: Μαρία Παναγιώτου*   

Για πρώτη φορά οι κόρες του Τηλέμαχου Κάνθου, Ελένη και Ευγενία, δίνουν στη δημοσιότητα μια επιστολή του πατέρα τους η οποία απευθύνεται στον Ε.Χ. Κάσδαγλη. Σ’ αυτήν εκφράζει τον θαυμασμό του για τον δάσκαλο του Γιάννη Κεφαλληνό και εξιστορεί με το δικό του μοναδικό ύφος, τον αγώνα του να σπουδάσει στην Αθήνα και όλα όσα τον διαμόρφωσαν σε σπουδαίο χαράκτη.

 

Γυμνές Καρυδιές, 1941. Ξυλογραφία σε ριζόχαρτο.

Ο Κάνθος ανήκει στη γνωστή «Γενιά του ᾽30», την περίφημη εκείνη ομάδα από καλλιτέχνες διαφορετικών τεχνών, που σπούδασαν ή δημιούργησαν στην Αθήνα τη δεκαετία του 1930. Ήταν ο πρώτος χαράκτης στην Κύπρο και το χαρακτικό του έργο, αξεπέραστο σε τεχνική, ήθος, κάλλος και εκφραστική δύναμη, παραμένει στην κορυφή της εκτίμησης και της αγάπης του κοινού. 

Παράλληλα με την έκθεση, κυκλοφόρησε η έκδοση «Τηλέμαχος Κάνθος ο Χαράκτης», αποκλειστικά αφιερωμένη στη χαρακτική του. Στην έκδοση δημοσιεύεται για πρώτη φορά η μεγάλη σε έκταση επιστολή του Κάνθου προς τον Εμμανουήλ Χ. Κάσδαγλη, ο οποίος ήταν διευθυντής του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, την οποία έγραψε το 1988. Είναι ένα πολύτιμο ντοκουμέντο, στο οποίο αφηγείται με πολλή ευαισθησία, σε μια ζωντανή και ρέουσα γλώσσα, την ιστορία της ζωής του, τον αγώνα του να ολοκληρώσει τις σπουδές του στην Αθήνα και τους στενούς δεσμούς που ανέπτυξε με τον δάσκαλό του, τον χαράκτη Γιάννη Κεφαλληνό. 

 

«Σκληροί Χρόνοι» Μαύρο Θέρος του ‘74, 1977. Ξυλογραφία σε χαρτί.

«Αναπολώντας με τη μνήμη εκείνα τα χρόνια τον βλέπω μπροστά μου ολοζώντανο σε σκηνές και ώρες, ωραίο, γοητευτικό, να πορεύεται με τη χαρακτηριστική κάπως αργή κίνησή του. Ματιά βαθιά, στοχαστική, τρυφερή κι αξιολάτρευτη, να σε διαπερνά, χάδι βελούδινο, όλος αγάπη και καλωσύνη. Ακτινοβόλα προσωπικότητα», γράφει για τον δάσκαλό του.  Παραθέτουμε στη συνέχεια αποσπάσματα από την επιστολή του προς τον Ε. Χ. Κάσδαγλη.

 

 

Αγαπητέ μου κ. Κάσδαγλη,

ΣΗΜΕΙΩΝΩ ΛΙΓΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΟΣΑ ΕΙΠΑΜΕ προφορικά αναπολώντας τον αξέχαστό μου δάσκαλο Γιάννη Κεφαλληνό το δειλινό εκείνο στο εργαστήριό μου. Από το 1934 ώς το 1938 φοίτησα στο Εργαστήριο της Χαρακτικής αλλά το ’38 και το ’39 εργάστηκα εξ ολοκλήρου μαζί του βοηθώντας τον σε προσωπικές του δουλειές, τρία ψηφίσματα Τραπεζών τιμητικά για την πεντηκονταετή σταδιοδρομία του Ιωάννη Δροσοπούλου στις Tράπεζες, και τέλος στα ξύλα για το Παγώνι που ’γραψε ο μ. Ζαχαρίας Παπαντωνίου και χάραξε ο Γιάννης Κεφαλληνός. Πολλά λογάριαζε ο μ. Κεφαλληνός να τον βοηθήσω μα η κατάσταση με την κήρυξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το Σεπτέμβριο του ’39 εδημιούργησε μιαν αναστάτωση στα σχέδιά του κι άλλα τόσα στα δικά μου προβλήματα –είχα εκείνο το καλοκαίρι δραματική περιπέτεια– κι αντί [για] δουλειά και προσανατολισμούς άλλους, βρέθηκα τέλη του Οχτώβρη ράκος ψυχικό στην Άλωνα. 

«Σκληροί Χρόνοι» Στ’ Αγκαθερά της Τυλληριάς, 1978. Ξυλογραφία σε χαρτί.

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΚΑΝΘΟΣ δημοδιδάσκαλος από την Πλατανιστάσα, το διπλανό χωριό στη γενέτειρά μου Άλωνα, ύστερα από 20 χρόνια ευδόκιμη εκπαιδευτική υπηρεσία και κοινωνική προσφορά – και δυό στα γειτονικά χωριά, μετατέθηκε με νόμο της Αγγλικής Διοίκησης στην Αμμόχωστο το 1923. Ξαφνικό, το δεχτήκαμε και για καλό, αφού εκεί μπορούσα να φοιτήσω στο Γυμνάσιο, που ακριβώς αυτό το χρόνο αναγνωρίστηκε από το Ελληνικό Υπουργείο σαν πλήρες Eξατάξιο Γυμνάσιο.

ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΓΙΑ ΜΕΝΑ Η ΠΟΛΗ, ΜΙΚΡΗ, ΚΑΤΑΠΡΑΣΙΝΗ, συγυρισμένη με σειρά και όμορφη, κήποι γοητευτικοί μ’ ανεμομύλους και δεξαμενές με χρυσόψαρα κι άπειρες γλάστρες με λουλούδια σωρευμένες στα τοιχώματα και γύρω, φίκους και μερσινιές ήμερες, δάση από ροδιές και πορτοκαλεώνες, 3-4 ενοριακές εκκλησίες που πηγαίναμε και μόνοι μας, μα και σε κοινούς εκκλησιασμούς του σχολείου, κόσμος καλός, ήμερος, φιλόξενος, αξιαγάπητος. Γνωριμίες με τα παιδιά, συμμαθητές. 

«Σκληροί Χρόνοι».Φουρτουνιασμένα Γερατειά, 1976. Ξυλογραφία σε χαρτί.

ΣΤΑ ΕΞΙ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΟΙΤΗΣΗΣ ΜΟΥ ταξιδεύοντας από και προς με ένα σιδηρόδρομο στα πρότυπα μικρών σιδηροδρομικών συρμών της Αγγλίας, που διέσχιζε την πεδιάδα από την Ευρύχου, κοντά στου Μόρφου, ώς τη μεγάλη πεδιάδα της Μεσαριάς, με το σφύριγμα της σειρήνας, ένα πανόραμα των εποχών του χρόνου με τους χωρικούς και τον κόσμο στην καλύτερή τους ώρα. Κόσμος, Τούρκοι και Ρωμιοί, φυσιογνωμίες, χαρακτήρες, στολές.

ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΥΠΗΡΞΑΝ ΑΛΛΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ. Εκεί είδα το ’23 τη συγκινητική άφιξη καραβιών με Έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία με την ανταλλαγή. Αξέχαστες σκηνές πόνου και παρηγοριάς. Στη γιορτή του Κατακλυσμού το ’24 στη Γλώσσα – «Γλώσσα» είναι η αρχή της εξαίρετης και μεγάλης αμμουδιάς που φτάνει ώς πέρα από το Παραλίμνι που ’γινε μοναδική πλαζ έκτοτε– του Βαρωσιού, πρόσφυγες από το Ικόνιο, τη Μερσίνα, την Αττάλεια κατασυγκίνησαν τους Βαρωσιώτες με τους χορούς και τα τραγούδια τους.

ΤΕΛΕΙΩΣΑ ΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΤΟ ’29. Ήμουν ένας καλός μαθητής με πλήρεις βαθμούς και αν είχα μέσα θα μπορούσα να κάμω σπουδές σ’ οποιοδήποτε θέμα διάλεγα. Δεν είχα όμως οικονομικές δυνατότητες κι ο πατέρας μου ήθελε παρ’ όλ’ αυτά να με δει το ένα και τ’ άλλο. 

Γυναίκα με Πελερίνα, 1936. Λιθογραφία.

Εγώ σχεδίαζα αρκετά, και μ’ όλο που ’χα διάφορα ενδιαφέροντα κατέληξα στο Πολυτεχνείο να φοιτήσω ένα χρόνο για Τέχνη για να ικανοποιήσω το μεράκι μου, αλλά να προετοιμαστώ σε κανένα φροντιστήριο για εξετάσεις του Πολυτεχνείου για Αρχιτεκτονική. Όμως στο τέλος του πρώτου χρόνου έγραψα του πατέρα μου πως δεν θα κάτσω γι’ αυτές τις εξετάσεις κι ότι θα συνεχίσω με τις σπουδές της Τέχνης – Πρέπει να ’χω αυτά τα γράμματα που ανταλλάξαμε. Εκείνο που θυμάμαι μόνο από το γράμμα του πατέρα μου ήταν «μόνο να μη παραπονεθείς καμιά φορά αν συναντήσεις δυσκολίες με την ωραία σου Τέχνη» και δεν ξανακάμαμε θέμα.

ΦΟΙΤΗΣΑ ΤΟ ’31-’32 ΣΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΒΙΚΑΤΟΥ. Η κρίση που είχε ξεσπάσει ήδη από το ’29 έκαμε τα ελάχιστα χρήματα που μου ’στελλε το σπίτι να μην βοηθούν διόλου και δυσκολευόμουν να περνώ. Έτσι μέσα στη Μεγάλη Βδομάδα του ’32 αποφάσισα να πάω στην Κύπρο, οι υποχρεώσεις μου στη Σχολή ήταν κάτι «διαγωνισμοί αμίλλης» που αν δεν τους έκαμνα δεν είχαν καμιά ιδιαίτερη σημασία. Να ’μαι λοιπόν, Αγιά Παρασκευή στην Κύπρο. Ζωγράφισα λίγα τοπία το καλοκαίρι, θα ’ταν πολύ περισσότερα αν δεν χασομερνούσα με κάτι αγγαρείες που μου προμήθεψε ο πατέρας μου, να κάμω κάτι πορτρέτα, από φωτογραφίες τάχα «φίλων του», που νόμιζε πως κάτι θα μου ’διναν, αλλά αυτό το κάτι, το ασήμαντο έτσι κι αλλιώς, αποδείχτηκε «μηδέν» κι έτσι για οικογενειακούς λόγους διέκοψα τις σπουδές μου κι έμεινα στην Αμμόχωστο το ’32-’34, κάμνοντας άθελά μου το δάσκαλο Τέχνης και ακόμα άλλων μαθημάτων και γραφική εργασία στο Γυμνάσιο Αμμοχώστου.

Η Εκκλησία της Άλωνας (μελέτη). Ξυλογραφία σε ψιλόχαρτο.

ΤΗΝ ANOIΞH TOY ’34 ΕΞΕΘΕΣΑ ΚΑΠΟΥ στην Αμμόχωστο μερικά λάδια μου, τοπίο από την Ορεινή, τρία τέσσερα από την Αμμόχωστο, είχαν έρθει κι ο Διαμαντής με την Αντουανέτ και τα δυο τους παιδιά που τους είχα γνωρίσει από τα Χριστούγεννα του ’32 και τα θυμούνταν ύστερα με νοσταλγία. Παντρέψαμε την μεγάλη μου αδελφή το ’34 και με μικρές οικονομίες γύρισα στο Πολυτεχνείο.

Η ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ Β΄. Το 1934 ο Τηλέμαχος Κάνθος υπέβαλε τα σχέδια του για να ενταχθεί στο εργαστήριο χαρακτικής του Γιάννη Κεφαλληνού. Για να γίνει η εγγραφή του χρειαζόταν να παρουσιάσει στοιχεία ότι το έτος 1931-’32, φοίτησε στο εργαστήριο του Βικάτου. Μόνο που από μια παρεξήγηση δεν έγινε η εγγραφή του στο εργαστήριο του Βικάτου. Τελικά ο Κάνθος κατέφυγε για βοήθεια στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Β΄. 

ΠΗΓΑ ΣΤΟΝ Μ. ΜΑΚΑΡΙΟ Β’, ΕΞΟΡΙΣΤΟ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ από τα Οκτωβριανά του ’31, ήταν φίλος του πατέρα μου και του είπα το δράμα μου και τον παρακάλεσα αν μπορεί να με βοηθήσει πηγαίνοντας στη Σχολή να δει τον Διευθυντή. Ήρθε ο καημένος και πήγαμε μαζί στον Διευθυντή που τον δέχτηκε με πολλήν αξιοπρέπεια και σεβασμό και του εξήγησε πως πράγματι το θέμα ήταν μια «αφελής ολιγωρία» από μέρους μου, ότι ξεύρει πως είμαι ένας επιμελής και ικανός σπουδαστής, ότι η λύσις είναι να φοιτήσω ξανά στο Προκαταρκτικό, να κάμω ξανά εισαγωγικές εξετάσεις και με τη νέα μου εισαγωγή τα έτη της φοίτησής μου στα εργαστήρια δεν θα επιμείνει η Σχολή να είναι απαραιτήτως τέσσερα. Ο Δεσπότης (μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Β’) μου είπε ότι ο Διευθυντής τον διαβεβαιώνει για τη φροντίδα του να τον ακούσω. Με τη συμβουλή του δεν έγραψα τίποτε στον πατέρα μου, να μην τον στενοχωρήσω άδικα, έσφιξα την καρδιά μου και ξανάρχισα. Πρωΐ με το μ. Δημήτρη Μπισκίνη, τ’ απογεύματα ανελλιπώς στη χαρακτική, το βράδυ ώς τις 9 «γυμνό νυχτός»· έτσι το ’λεγαν.

ΜΑΣ ΒΡΗΚΕ Η ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ ΤΗΣ ΑΝΑΜΟΝΗΣ ΤΟΥ Β’ ΠΟΛΕΜΟΥ σε μια ψυχική κατάσταση διχασμένη. Ήταν αισιόδοξος πως η συνάντηση του Chamberlain με το Hitler και η κοινή στάση των Δυτικών πράγματι θα απέφευγε τον πόλεμο. Κάποια ώρα, ανησύχησε πολύ και είπε «Θα ’χουμε πόλεμο». Εγώ είπα ότι «Όχι αυτές τις μέρες». Όμως τρεις μέρες πριν την κήρυξη του πολέμου με την Πολωνία, του είπα «Τώρα σίγουρα έχουμε πόλεμο» και κηρύχτηκε.

… Κηρύχτηκε ο πόλεμος ωστόσο το Σεπτέμβριο κι όλων τα σχέδια φάνηκαν ανέφικτα και ναυάγησαν. Αναστολή στις εργασίες του δασκάλου, κι αποπροσανατολισμός για μένα. Στην κατάσταση αυτή μου λέει: «Θαρρώ είναι καλά να πας λίγο καιρό κάτω στην Κύπρο, μπορείς ίσως να κάμεις μια μικρή έκθεση από αυτά που έχεις, λίγες ακουαρέλες, σχέδια και ώς την άνοιξη ελπίζω τα πράγματα να διορθωθούν και θα σου γράψω να ’ρθεις και θα ’χουμε πολλά να κάνουμε». 

… ΟΙ ΚΥΠΡΙΟΙ ΠΟΥ ΣΠΟΥΔΑΖΑΝ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ένας ένας γυρνούσαν μέσω Τουρκίας με πολλές ταλαιπωρίες. Δεν είχα άλλη εκλογή από την παραμονή μου στην Άλωνα και πέρασα τους δυο χειμώνες του ’39 και του ’40 ώς το Μάιο του ’41. Μετά την κατάρρευση στην Ελλάδα με την εισβολή των Γερμανών και τη μάχη της Κρήτης η απειλή για κατάληψη της Κύπρου ήταν φανερή. Κάποιοι βομβαρδισμοί στη Λευκωσία, στο αεροδρόμιο το Μάιο στο σιδηρόδρομο και την Αμμόχωστο, προειδοποίηση, ο τότε Άγγλος Κυβερνήτης συμβούλευσε να εκκενωθούν οι πόλεις. Έγινε πράγματι μια μεγάλη φυγή από τις πόλεις που κράτησε κάπου 4 μήνες κι όταν το βάρος τράβηξε κατά τη Ρωσία και τη Βόρειο Αφρική τότε τελείωσε αυτή η «εκκένωση» όπως τη θυμούνται σήμερα οι Κυπριώτες. Μ’ αυτή την εκκένωση ήρθαν μαζί και μ’ άλλους πολλούς Λευκωσιάτες ο Διαμαντής, η Αντουανέτ και τα παιδιά από το Μάιο ώς το Σεπτέμβριο. Περάσαμε μαζί μ’ όλες τες αγωνίες, και πολύ καλές μέρες που τις θυμόμαστε όλοι.

​… ΒΙΟΠΑΛΑΙΨΑ ΛΟΙΠΟΝ ΤΟ’42 ΩΣ ΤΟΝ ΟΧΤΩΒΡΗ, οπότε με πήραν με το ζόρι στην Αμμόχωστο για τέχνη στο Γυμνάσιο κι από ’42-’44 πάλι με το ζόρι μ’ αγγάρεψαν να πηγαινοέρχομαι στη Λευκωσία να κάμνω σκηνογραφία και κοστούμια αυτοσχεδιάζοντας, μια ομάδα νέοι, που με πρωτοβουλία του Κώστα Μόντη, Αχιλλέα Λυμπουρίδη και Φοίβου Μουσουλίδη ίδρυσαν το πρώτο τακτικό κυπριακό θέατρο. Σκαμπανεβάσματα με το θέατρο, τέλειωσε ο πόλεμος, μισό ανεργία για μένα, commercial art στη Λεμεσό το ’49, μερικές ώρες διδασκαλίας στην Terra Santa, ιδιωτικό σχολείο Καθολικών μοναχών, ώς το Γενάρη του ’50, που πήγα για μιαν έκτακτη οικογενειακή περίσταση στο Λονδίνο. Από τες 20 του Γενάρη ώς τες 20 Ιουλίου. 

… ΓΥΡΙΣΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΤΟΤΕ, ΤΟ ’51 ΠΗΓΑ ΣΤΟ ΠΑΓΚΥΠΡΙΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ, παντρεύτηκα το ’52 και με την ανανεωμένη επαφή μαζί με τον δάσκαλο τον ενημέρωσα με τη μ. κουνιάδα μου Ελένη Χαρικλείδου, που ξαναπήγε λίγο καιρό στο Πολυτεχνείο, για τη νέα μου κατάσταση. Μου μήνυσε να του ξαναφρεσκάρω με επιστολή το θέμα των σπουδών και του διπλώματος. Του ’γραψα ένα γράμμα με λεπτομέρεια… Κάπου 26 του Δεκέβρη του 1955 γηραιός συνάδελφος στο Παγκύπριο Γυμνάσιο μου ’φερε σπίτι επείγον τηλεγράφημα από τον δάσκαλο, «Φτάσε ώς τις 30 για διαγωνισμό». Μπόρεσα και του τηλεφώνησα, «Θα σου δώσουμε δίπλωμα!», άκουσα τη φωνή του. Κάποια έχτακτη ευκαιρία παρουσιάστηκε και την άρπαξε, να έχω κι εγώ κι άλλοι το ευεργέτημα με την πρόνοια «παλαιών ετών», ο Γιώργος Μανουσάκης, ο Νίκος Εγγονόπουλος στη ζωγραφική, η Λουΐζα Μοντεσάντου κι εγώ στη χαρακτική κι ακόμα μια άγνωστή μου νεότερη κοπέλα στη ζωγραφική επίσης. Σχεδίασα κι εχάραξα ένα γυμνό, μας δόθηκε το δίπλωμα.

… Δεν ήταν γραφτό να τον ξαναδώ. Ξαφνικά τον επόμενο χρόνο ακούσαμε με οδύνη τον ξαφνικό του θάνατο τον απροσδόκητο και πρόωρο.

ΠΗΓΑ ΣΤΗΝ ΑΛΩΝΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΟΥ. Μια φορά σ’ εκείνα τα παλιά χρόνια είδα στον ύπνο μου πως είχεν έρθει στην αυλή αυτής της εκκλησιάς, κι έδωκα στην επιτροπή της εκκλησιάς ένα ποσό χρημάτων και παρακάλεσα τον παπά να μνημονεύει κάθε χρόνο τ’ όνομα του δασκάλου μου Γιάννη Κεφαλληνού. Στο μνημονοχάρτι που δίνω στον παπά για τους πεθαμένους μου, μαζί με τους γονείς μου τον σημειώνω πάντα, μα νιώθω πως δε ξοφλώ μ’ αυτά την οφειλή και την ευγνωμοσύνη μου. Πώς να ξεχάσω τέτοιον άνθρωπο; Αναπολώντας με τη μνήμη εκείνα τα χρόνια τον βλέπω μπροστά μου ολοζώντανο σε σκηνές και ώρες, ωραίο, γοητευτικό, να πορεύεται με τη χαρακτηριστική κάπως αργή κίνησή του. Ματιά βαθιά, στοχαστική, τρυφερή κι αξιολάτρευτη, να σε διαπερνά, χάδι βελούδινο, όλος αγάπη και καλωσύνη. Ακτινοβόλα προσωπικότητα.

Πηγή: philenews.com

 

  •  Η έκθεση θα είναι ανοικτή µέχρι τις 21 Μαΐου, καθηµερινά 5 – 8 µ.µ., εκτός Κυριακής, τηλ. 22349879.

Share this post