Ο Σεφέρης στους Δελφούς, ο Καμί στη Δήλο…
Οι εντυπώσεις ελλήνων και ξένων συγγραφέων από την επίσκεψή τους στους σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους και τα αρχαία θέατρα της Ελλάδας μοιάζουν με φόρο τιμής στον πολιτισμό που γέννησε την τέχνη τους. (ΦΩΤΟ ΕΠΑΝΩ: CreativeProtagon* )
Ανήκουν στο παράλληλο σώμα του λογοτεχνικού τους έργου, αλλά οι περισσότερες διακρίνονται για τη λογοτεχνικότητα και τη μεγάλη αφηγηματικότητα. Οι ταξιδιωτικές -και όχι μόνο- εντυπώσεις και καταγραφές των ελλήνων και ξένων συγγραφέων από τους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας συνιστούν ένα μικρό κομμάτι μέσα στο μεγάλο σώμα του έργου τους. Κι όμως, ορισμένες από αυτές καταφέρνουν να νικάνε τον χρόνο και να φτάνουν ως τις μέρες μας με όλη την αλήθεια και την αξία που είχαν και την πρώτη στιγμή της καταγραφής τους. Ο Σεφέρης στους Δελφούς «Αυγή· από ψηλά το Στάδιο φαίνεται σαν ένα χτίσμα παιδιού στην άμμο, έπειτα σε τρομάζει το μεγάλο τραύμα των Φαιδριάδων. Πάνω στη ράχη της Κίρφης βλέπεις να ροδίζουν τα σπίτια ενός χωριού· είναι η Ντεσφίνα· πίσω σου, κάτω στον γιαλό, με τόνους πιο χρυσούς, το Γαλαξίδι. Ξεπέζεμα στο Κρόκι, όπου τρέχει μια βρύση και ποτίζεται ένα κοπάδι στριφοκέρατα γίδια με μαύρο τρίχωμα που γυαλίζει στο πρωινό φως· ήταν βοσκές τούτα τα μέρη και στα παλιά τα χρόνια — Διόνυσος Αιγοβόλος. Έπειτα βαδίζουμε κάτω από τα έλατα· οι κώνοι τους, τους λένε «ρούμπαλα», όρθιοι σαν τα κεριά ενός δέντρου του Χριστουγέννου, δακρύζουν ρετσίνι που τα κάνει να μοιάζουν ασημένια. Ο αέρας του βουνού, μια ανάσταση […] |
Κατά το μεσημέρι στο Μουσείο, ξανακοίταξα τον Ηνίοχο. Δεν έζησε πολύ στα μάτια των παλαιών, καθώς μας λένε. Ένας σεισμός έθαψε το έργο εκατό χρόνια αφού το έστησαν — αυτός ο αιώνιος διάλογος, στους Δελφούς της οργής της γης και της ιερής γαλήνης. Έμεινα πολλή ώρα κοντά του. Όπως και άλλοτε, όπως πάντα, αυτή η ακίνητη κίνηση σου κόβει την ανάσα· δεν ξέρεις· χάνεσαι· έπειτα προσπαθείς να κρατηθείς από τις λεπτομέρειες: τα αμυγδαλωτά μάτια με το στηλό διάφανο βλέμμα, το θεληματικό σαγόνι, τις σκιές γύρω στα χείλια, στον αστράγαλο ή στα νύχια του ποδιού· ο χιτώνας που είναι και δεν είναι κολόνα· κοιτάζεις τις ραφές του, τις ταινίες που τον συγκρατούν σταυρωτά· τα γκέμια στο δεξί χέρι που μένουν εκεί κουβαριασμένα, ενώ τα άλογα έχουν καταποντιστεί μέσα στο χάσμα του καιρού. Έπειτα η ανάλυση σε ενοχλεί· έχεις την εντύπωση πως αφουγκράζεσαι μια γλώσσα που δε μιλιέται πια· τί σημαίνουν αυτές οι λεπτομέρειες που δεν είναι δεξιοτεχνίες· πώς εξαφανίζονται έτσι μέσα στο σύνολο· τί υπήρχε πίσω από αυτή τη ζωντανή παρουσία· διαφορετικές ιδέες, διαφορετικοί έρωτες· διαφορετική προσήλωση. Έχουμε δουλέψει σαν τα μερμήγκια και σαν τις μέλισσες πάνω σ’ αυτά τ’ απομεινάρια. Πόσο την έχουμε προσεγγίσει την ψυχή που τα έπλασε; Θέλω να πω: αυτή τη χάρη στην ακμή της, αυτή τη δύναμη, αυτή τη μετριοφροσύνη, κι αυτά που συμβολίζουν τέτοια σώματα. Αυτή τη σίγουρη πνοή που κάνει τον άψυχο χαλκό να υπερβαίνει τους κανόνες του λογικού μας και να γλιστρά μέσα σ’ έναν άλλο χρόνο, καθώς στέκεται εκεί, στην ψυχρή αίθουσα του μουσείου». (Γιώργος Σεφέρης, «Δοκιμές», τ. Β΄, Ίκαρος, Αθήνα, 1984)
Ο Χένρι Μίλερ στην Ελευσίνα Ο Χένρι Μίλερ στην Ύδρα τη δεκαετία του 1950 | Monozigote/Wikimedia Commons Y-SA 4.0
«Ελευσίνα. Ο φίλος μου ο Γκίκας μού δείχνει τα ερείπια στο σκοτάδι, ανάβοντας σπίρτα για να με ξεναγήσει στα μυστηριακά σύμβολα σμιλεμένα σε πέτρες. Το να βρεις την Ελλάδα σκοτεινή στις έξι το απόγευμα είναι ένα από εκείνα τα φαινόμενα που, παρ’ όλες τις ενδείξεις, είναι δύσκολο να τα πιστέψεις. «Στην Ελλάδα δεν νυχτώνει ποτέ» είπε ένας Γάλλος «μόνο η μέρα απουσιάζει». Αυτό μπορεί να είναι αλήθεια για την Ελλάδα θεωρητικά, αλλά δεν είναι αλήθεια για τέτοια μέρη όπως οι Μυκήνες ή η Ελευσίνα. Αντιθέτως, στην Ελευσίνα το σκοτάδι είναι πολύ πιο βαθύ από εκείνο που φέρνει η νύχτα. Η Ελευσίνα είναι σαβανωμένη με μια λεπτή μεμβράνη όπως όταν κάποιος είναι ακόμη στη μήτρα της μάνας του και πενθεί. Αυτό το μέρος, μου φαίνεται, επιλέχτηκε για τη μαυρίλα του. Φτάσαμε στην πόλη καθώς έδυε ο ήλιος. Μπήκαμε μέσα με μια γρήγορη, αθόρυβη Πακάρ. Ποτέ δεν υπήρξε ουρανός πιο γεμάτος από χρώματα όπως αυτός. Το φως έσβηνε μέσα σε μια λάμψη από πυρπολημένα λάβαρα. Και μετά ξαφνικά μαυρίλα, πλήρης εκμηδένιση του φωτός. Ένας θάνατος, που θα τον ακολουθήσει η ανάσταση. Ύστερα από τα πιο εξαιρετικά πράσινα χρώματα της δύσης, όλος ο ουρανός έμοιαζε με λίμνη από βρύα που βυθιζόταν, ξαφνικά η μόνη απόχρωση που διακρινόταν ήταν το σκουριασμένο καφετί των φαγωμένων σκαλοπατιών, ένα παλιό καλογερίστικο καφετί, μια μυστηριωδώς γυαλισμένη με κερί πατίνα που διεγείρει τον αμφιβληστροειδή. Τα ερείπια βυθίζονται, όχι μέσα στη νύχτα, αλλά μέσα στο χρόνο, μέσα στο γλιστερό πηγάδι του παρελθόντος απ’ όπου κάθε μέρα το φως προσπαθεί μάταια να τα περισώσει. Ακόμα και ο αρχαιολόγος —ακούραστος βαστάζος καθώς είναι, τυφλοπόντικας, σκουλήκι, γαϊδούρι, σχολαστικός, σκλάβος—, ακόμα κι αυτό το τέρας φαίνεται ότι εδώ παραδέχεται την ήττα του. Το μυστήριο αρνείται να υποχωρήσει στη σκαπάνη και τον χημικό αποστακτήρα. Οι άνθρωποι θα πρέπει να αναπτύξουν άλλα μέσα, άλλα όργανα κατανόησης και οξυδέρκειας. Η Ελευσίνα είναι σπουδαία μέσα στο σκότος της. Ένα μαλακό μεγαλείο, μια ζεστή οικειότητα που εμπνέει, μια ανθρώπινη, εντελώς πολύ ανθρώπινη, αμεσότητα. Είναι η πλήρης αντίθεση με το ινδικό ή θιβετιανό μυστήριο. Συστελλόμενος στις φυσικές του ανθρώπινες διαστάσεις εκείνος ο άνθρωπος δημιούργησε εδώ την ελληνική στάση απέναντι στο μυστήριο. Εδώ αντιλαμβάνεσαι ότι ο ναός του πνεύματος είναι μια κατοικία κατασκευασμένη από τον άνθρωπο. (Απόσπασμα από το «Ο Κολοσσός του Μαρουσιού και πρώτες εντυπώσεις από την Ελλάδα», εκδ. Μεταίχμιο, μτφ. Ιωάννα Καρατζαφέρη, 2004)
Ο Αλμπέρ Καμί στη Δήλο Από το πρώτο ταξίδι του Αλμπέρ Καμί στην Ελλάδα το 1955. Εδώ πιθανότατα στην Ελευσίνα | Grecehebdo.gr
Ο γάλλος συγγραφέας φτάνει πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1955 ως προσκεκλημένος του Γαλλικού Ινστιτούτου για να λάβει μέρος σε μια σειρά διαλόγων για το μέλλον της Ευρώπης, μαζί με τους Κωνσταντίνο Τσάτσο, Ευάγγελο Παπανούτσο, Φαίδωνα Βεγλερή, Γιώργο Θεοτοκά και Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα. Ανεβαίνει στην Ακρόπολη, επισκέπτεται το υπόγειο του Αρχαιολογικού Μουσείου, περνάει από το Σούνιο. Στη Δήλο ανακαλύπτει το φως της ελληνικής λιτότητας, που έχει κεντρική θέση στη δική του μεσογειακή ανθρωπογεωγραφία: «όλος ο κόσμος των Κυκλάδων περιστρέφεται αργά γύρω από τη Δήλο, πάνω στην εκτυφλωτική θάλασσα, με μια αδιόρατη κίνηση, ένα είδος ακίνητου χορού. Αυτός ο νησιωτικός κόσμος, τόσο στενός και τόσο απέραντος, μου φαίνεται σαν να είναι η καρδιά του κόσμου. Και στο κέντρο αυτής της καρδιάς βρίσκεται η Δήλος και τούτη η κορφή όπου ανέβηκα, απ’ όπου μπορώ να κοιτάζω κάτω από το κάθετο και καθάριο φως του κόσμου τον τέλειο κύκλο που ορίζει το βασίλειό μου». («Σημειωματάρια, Μάρτιος 1951- Δεκέμβριος 1959», εκδ. Πατάκη, 2022, μετάφραση Νίκη Καρακίτσου-Douge, Μαρία Ρομπλέν Κασαμπαλόγλου)
Ο Καζαντζάκης στις Μυκήνες Ο Νίκος Καζαντζάκης (στα λευκά) στο Άργος τον Ιούλιο του 1927 με τον εκδότη Κώστα Ελευθερουδάκη | Αρχείο Ελένης Καζαντζάκη/ argolikivivliothiki.gr Ο Νίκος Καζαντζάκης επισκέπτεται το Άργος και τις Μυκήνες το 1937, ενώ έχουν προηγηθεί μία επίσκεψη με τον Αγγελο Σικελιανό το 1915, το 1922 και το 1933, οπότε ξεναγεί στον αρχαιολογικό χώρο το ζεύγος Renaud de Jounevel, φίλους του από το Παρίσι. «Εδώ είναι το χασάπικο» του λέει ο ταξιτζής που τον πηγαίνει στις Μυκήνες, ενώ παρομοιάζει τον Αγαμέμνονα με τον εργολάβο Δημήτριο Αθανασόπουλο, ο οποίος βρέθηκε δολοφονημένος το 1931, στο σπίτι του, στην περιοχή Χαροκόπου της Καλλιθέας. Μετά τις ομολογίες τους ανακαλύφθηκε ότι το έγκλημα είχαν διαπράξει οι οικείοι του: φυσικός αυτουργός ήταν ο ξάδερφος της συζύγου του Αθανασόπουλου, ο 19χρονος Δημήτριος Μοσκιός, και ηθικοί αυτουργοί και συνεργοί η γυναίκα του Σοφία (Φούλα) Αθανασοπούλου, η πεθερά του Αρτεμις Κάστρου και η υπηρέτριά τους Ιωάννα (Γιαννούλα) Μπέλλου. «Την άλλη μέρα, μεσημέρι, κινήσαμε για τη Μυκήνα. Είναι η πυρωμένη ώρα, η κάθετη, πού ταιριάζει για τούς φοβερούς τούτους βράχους και θρύλους… Στρίψαμε δεξιά, κι ορθώθηκε μπροστά μας ή φοβερή καστρόπορτα με τις δυό όρθιες λιόντισσες. –Εδώ είναι το χασάπικο! είπε ό σοφέρ σταματώντας. Χάρηκα πού ήταν μαζί μου το χοντροκομμένο χιούμορ του λαού, το εφταβόδινο σκουτάρι, πού δεν το διαπερνούν εύκολα ο ρομαντισμός κι ή ευαισθησία. Τα ζυγιάζει όλα με τη ζυγαριά του πρακτικού στέρεου νου, πού ξέρει, κι έχει πια δεχτεί σα νόμιμο, πώς η ζωή είναι γεμάτη αίματα κι απιστίες, μα δεν πρέπει να πολυτρομάζουμε όπως δεν τρομάζουμε όταν μας διηγούνται ένα παραμύθι γεμάτο δράκους… Μόλις μπήκαμε, αριστερά από τη σκαλισμένη στον τοίχο κρύπτη, όπου κάθουνταν ο αρχαίος θυρωρός, πετάχτηκε ο μοντέρνος φύλακας. Ένας καλόκαρδος γεροντάκος με το μπαστουνάκι του, με το τσιγαράκι του, με μια λάμψη στα μάτια πού φανέρωνε πώς ήξερε τί θησαυρούς από παραμύθια κι αίματα και κοτρόνια του είχαν εμπιστευτεί να φυλάει. –Είναι μέσα ό κ. Αθανασόπουλος, τον ρωτά ο σοφέρ με σοβαρότητα. –Ο κ. Αθανασόπουλος; έκαμε ό φύλακας γουρλώνοντας τα μάτια. Δεν τον γνωρίζω. –Ο Αγαμέμνονας, ντε! εξήγησε ο σοφέρ σκώντας στα γέλια. Τα μούτρα του φύλακα κατσούφιασαν δεν του άρεσε καθόλου να κοροϊδεύουν τ’ αφεντικό. Γιατί τότε πήγαινε κι αυτός χαμένος, όλο του το μεγαλείο να φυλάει τρομερά πράματα αφανίζεται. («Ταξιδεύοντας: Ιταλία – Αίγυπτος – Σινά – Ιερουσαλήμ – Κύπρος – Ο Μοριάς» (εκδ. Διόπτρα, 2025)
Ο Ζαν Κοκτό στην Ακρόπολη O Ζαν Κοκτό με τη Φρανσίν Βεσβελέρ στην Ακρόπολη, 13 Ιουνίου 1952. Από τον κατάλογο «Ο Jean Cocteau και η Ελλάδα (2007). | Συλλογή Γιάννη Κονταξόπουλου/ Μουσείο Μπενάκη
Στις 28 Μαρτίου 1936 ο Ζαν Κοκτό ξεκινάει με τον Μαρσέλ Χιλ ένα ταξίδι-πρόκληση από τη Ρώμη ακολουθώντας τα ίχνη του Φιλέα Φογκ και του Πασπαρτού. Στις 31 Μαρτίου φτάνουν στην Αθήνα και ανεβαίνουν στον λόφο της Ακρόπολης: «Η γαλήνη των ερειπίων έχει χαθεί. Στη θέση της, η φρίκη του ατυχήματος, της πετρωμένης κίνησης, της ταχύτητας που μετατράπηκε σε άγαλμα. Το αίμα από τις παπαρούνες πιτσιλά τα χόρτα, τα βράχια και τα μαρμάρινα μέλη. Μέσα στο μάρμαρο αυτό, που μοιάζει με σάρκα ροδοκόκκινη από τον ήλιο, κυκλοφορεί το λαμπερό αίμα των αιώνων και δίνει στις πτυχές των κολόνων, στα πλαϊνά, έντονες λάμψεις όπως εκείνες στο σαγκουίνι…Δεξιά και αριστερά, ο λόφος καλύπτεται από ανάγλυφα, με την πραγματική έννοια του όρου. Μαρμάρινοι σκελετοί, μαρμάρινα μπουκάλια, μαρμάρινα κονσερβοκούτια, μαρμάρινες παλιές εφημερίδες και μαρμάρινα λαδόχαρτα, όλα είναι από μάρμαρο. Φτάνουμε ύστερα από ένα πικνίκ των Θεών».
*Πηγή: Protagon.gr