Ο πόλεμος που μπορούσε να κερδηθεί
Τα λάθη της ανώτατης διεύθυνσης των επιχειρήσεων του Μαρτίου 1921 για την κατάληψη των Εσκή Σεχήρ, Αφιόν Καραχισάρ
Tην 1η Νοεμβρίου 1920 διεξήχθησαν βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα, οι οποίες έφεραν στην εξουσία την αντιβενιζελική βασιλική παράταξη που ψυχικά ήταν ταγμένη εναντίον της πολιτικής Βενιζέλου. Ισχυρός άνδρας της νέας κυβέρνησης ήταν ο Δημήτριος Γούναρης, που ανέλαβε το υπουργείο Στρατιωτικών. Ο Γούναρης, όπως θα φανεί στη συνέχεια, δεν αντιλαμβανόταν τη βαρύνουσα σημασία της στρατιωτικής ισχύος στην επίλυση του μικρασιατικού ζητήματος. Η πρώτη και σημαντικότερη απόφαση της νέας κυβέρνησης ήταν η ανάθεση της διοίκησης της Στρατιάς Μικράς Ασίας (στη συνέχεια Στρατιά) στον μέχρι τότε εγκάθειρκτο στις φυλακές Αβέρωφ για αντιστρατιωτικές ενέργειες αντιστράτηγο Αναστάσιο Παπούλα. Ο Παπούλας στερούνταν στρατιωτικής μόρφωσης και επιτελικής κατάρτισης, δεν κατανοούσε τα επιχειρησιακά ζητήματα και αδυνατούσε να λάβει απόφαση επ’ αυτών. Αποφάσεις λάμβανε αντ’ αυτού ο ορισθείς από την κυβέρνηση ως επιτελάρχης της Στρατιάς συνταγματάρχης Κ. Πάλης, απόφοιτος της Ακαδημίας Πολέμου του Βερολίνου. Κατόπιν τούτων δημιουργήθηκε ένα άτυπο δίπολο, στο οποίο ο μεν Παπούλας ήταν υπεύθυνος για τα διοικητικά ζητήματα, ο δε επιτελάρχης του για τα επιχειρησιακά. Τούτο έβλαψε πολλαπλώς την εκστρατεία.
Από την άλλη πλευρά, η Στρατιά Μικράς Ασίας διέθετε 4.370 αξιωματικούς, 116.500 οπλίτες, οκτώ μεραρχίες, μία ταξιαρχία Ιππικού, 85 τάγματα Πεζικού, 260 πυροβόλα και 636 πολυβόλα· προφανώς ήταν πολύ ισχυρότερη του τουρκικού στρατού. Υπήρχαν όμως και σοβαρά προβλήματα: 1) Η μάχιμη δύναμη των μεραρχιών υπολειπόταν σημαντικά της προβλεπόμενης από τους πίνακες συνθέσεως. 2) Η Στρατιά μπορούσε να διαθέσει για την εκτέλεση νέων επιχειρήσεων μόνο πέντε μεραρχίες. Για την εκτέλεση νέων επιχειρήσεων επιβαλλόταν να ενισχυθεί η μάχιμη δύναμη των μεραρχιών και να συγκροτηθούν νέα συντάγματα μετόπισθεν για να αναλάβουν τις αποστολές κάλυψης και ασφάλειας, ώστε και οι οκτώ μεραρχίες να διατεθούν στις επιχειρήσεις.
Η διάσκεψη του Λονδίνου
Στις αρχές του 1921 οι σύμμαχοι της Αντάντ αποφάσισαν να συνέλθει στο Λονδίνο, στις 9 Φεβρουαρίου, διάσκεψη με σκοπό την επίλυση του μικρασιατικού ζητήματος. Στη διάσκεψη προσκλήθηκε και το κεμαλικό κράτος και επομένως αυτό αναγνωρίστηκε εμμέσως ως κρατική οντότητα. Στην κυβέρνηση επικράτησε η σκέψη για την εκτέλεση από τη Στρατιά μιας επιχείρησης πριν από την έναρξη της διάσκεψης, προκειμένου να καταδειχθεί στους συμμάχους η ισχύς του ελληνικού Στρατού. Ασφαλώς οι πολεμικές επιχειρήσεις δεν διεξάγονται για εντυπωσιασμό φίλων και αντιπάλων, αλλά για την επίτευξη σκοπών που θα προσφέρουν σημαντικά πολιτικά και στρατιωτικά πλεονεκτήματα. Ο αρχηγός της Επιτελικής Υπηρεσίας Στρατού (ΕΥΣ) εισηγήθηκε στον Γούναρη την άμεση επιστράτευση τεσσάρων κλάσεων εφέδρων, τον εφοδιασμό της Στρατιάς με τα αναγκαία μέσα και την έναρξη επιχειρήσεων στις αρχές Μαρτίου με σκοπό τη συντριβή του τουρκικού στρατού. Ο Γούναρης δεν αποδέχθηκε τις προτάσεις του αρχηγού της ΕΥΣ.
Επίσης, και η Στρατιά διά του επιτελάρχη της μελέτησε την εκτέλεση μιας επιχείρησης για την κατάληψη του Εσκή Σεχήρ και του Αφιόν Καραχισάρ και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι προϋποθέσεις επιτυχούς εκτέλεσής της ήταν να ενισχυθεί η Στρατιά διά τριάντα χιλιάδων ανδρών και να εκτελεστεί την άνοιξη. Ο Παπούλας έστειλε τον Πάλη στην Αθήνα για να ζητήσει τις ενισχύσεις. Ο Γούναρης, στον οποίο παρουσιάστηκε ο Πάλης, αρνήθηκε να διαθέσει τη ζητούμενη ενίσχυση. Ο Γούναρης ενημέρωσε τον Πάλη επί των σκέψεων της κυβέρνησης για την εκτέλεση της προαναφερθείσας επιχείρησης, ο δε Πάλης, χωρίς να διαβουλευθεί με τον Παπούλα, του πρότεινε την εκτέλεση της επιχείρησης για την κατάληψη του Εσκή Σεχήρ και του Αφιόν Καραχισάρ. Είναι προφανές ότι ο Γούναρης δεν αντιλαμβανόταν ότι για να επιτύχει η επιχείρηση που ζητούσε επιβαλλόταν να υπάρχουν οι αναγκαίες και ικανές δυνάμεις που θα την εκτελέσουν, ο δε Πάλης, για να ικανοποιήσει τον Γούναρη, παραιτήθηκε των προϋποθέσεων που ο ίδιος είχε θέσει για την επιτυχή εκτέλεση της επιχείρησης που του πρότεινε.
Την επομένη ο Παπούλας ανέφερε στον υπουργό Στρατιωτικών ότι η Στρατιά θα εκτελούσε την επιχείρηση με τις δυνάμεις που διέθετε. Η ανακολουθία του Παπούλα, όπως και του Πάλη, είναι προφανής. Επίσης, ο Παπούλας ανέφερε ότι σε πρώτο χρόνο θα καταλάμβανε ταυτόχρονα με το Εσκή Σεχήρ και την Κιουτάχεια και στη συνέχεια, όταν θα το επέτρεπε ο ανεφοδιασμός, το Αφιόν Καραχισάρ. Με την εν λόγω αναφορά ο Παπούλας περιέγραφε τη γενική ιδέα ενεργείας της επιχείρησης. Σύμφωνα με αυτή, θα συνέκλιναν προς το Εσκή Σεχήρ οι επιθέσεις του Γ΄ Σώματος Στρατού που θα εξορμούσε από την Προύσα και του Α΄ Σώματος Στρατού που θα ενεργούσε από το Ουσάκ προς την Κιουτάχεια και θα απειλούσε τα πλευρά και τα νώτα των τουρκικών δυνάμεων που θα αμύνονταν κατά του Γ΄ Σώματος Στρατού. Προς τον σκοπό αυτό εκδόθηκαν οι αναγκαίες διαταγές και άρχισε η μετακίνηση των δυνάμεων επιθέσεως προς τους χώρους εξορμήσεως. Η σύλληψη αυτού του άριστου σχεδίου, που η εκτέλεσή του ήταν δυνατή από τις διατιθέμενες δυνάμεις, ανήκε στον υπαρχηγό του επιτελείου της Στρατιάς, συνταγματάρχη Πτ. Σαρηγιάννη.
Ο Παπούλας στην ίδια αναφορά ζητούσε να του διατεθούν 3.600 άνδρες και 200 χωροφύλακες, έναντι των αρχικώς 30.000 αιτηθέντων. Η απάντηση του Γούναρη ήταν ηχηρή: «Ενίσχυσις δι’ ανδρών αδύνατος, πιθανώς αποσταλώσι κατά μέγιστον εκατόν χωροφύλακες». Ο Γούναρης δεν ήταν διατεθειμένος να μεταφέρει στη Μικρά Ασία ούτε έναν άνδρα από τους 3.970 αξιωματικούς και 79.800 οπλίτες που υπηρετούσαν στην κυρίως Ελλάδα και στην Ανατολική Θράκη. Ο σύμβουλος του Γούναρη, υποστράτηγος Ξενοφών Στρατηγός αναφέρει ότι «κατά τις επιχειρήσεις του Μαρτίου οι Λόχοι Πεζικού δεν ηδυνήθησαν να παρατάξωσι πλέον των 80 τυφεκίων (έναντι των 200 προβλεπομένων). Εν τούτοις η Σμύρνη και αι Αθήναι έβριθον απεσπασμένων ανδρών εις όλα τα Υπουργεία και όλας τας Κρατικάς και μη Κρατικάς υπηρεσίας και επιχειρήσεις». Στη συνέχεια ο Σαρηγιάννης αποσπάστηκε στο Λονδίνο ως στρατιωτικός σύμβουλος της ελληνικής αντιπροσωπείας, η δε εκτέλεση της επιχείρησης μεταφέρθηκε για αργότερα. Ο Πάλης, στις 20 Φεβρουαρίου, κατόπιν εξωθεσμικής παρέμβασης του αρχηγού της ΕΥΣ, τροποποίησε το σχέδιο του Σαρηγιάννη. Ο Παπούλας ενέκρινε χωρίς να το αντιληφθεί το νέο σχέδιο. Σύμφωνα με αυτό, η Στρατιά θα επιτίθετο ταυτόχρονα για την κατάληψη του Εσκή Σεχήρ και του Αφιόν Καραχισάρ. Θα εκτελούνταν δηλαδή δύο παράλληλες επιθέσεις για την κατάληψη δύο απομεμακρυσμένων μεταξύ τους αντικειμενικών σκοπών. Είναι προφανές ότι η δευτερεύουσα επίθεση προς το Αφιόν δεν μπορούσε, λόγω αποστάσεως, να υποστηρίξει την κυρία επίθεση προς το Αφιόν Καραχισάρ. Αυτό ήταν ένα κακό σχέδιο και, σε συνδυασμό με τις περιορισμένες δυνάμεις που διατίθεντο για την εκτέλεσή του, αποτελούσε συνταγή αποτυχίας.
Τη λύση θα έδιναν τα όπλα και όχι οι διαπραγματεύσεις
Μέχρι το τέλος της εκστρατείας ο Γούναρης και η στρατιά θα πρεσβεύουν ότι πολιτικά και στρατιωτικά πλεονεκτήματα παρείχε η κατοχή μεγάλων πόλεων και όχι η ύπαρξη επαρκούς στρατιωτικής ισχύος, άμεσα διαθέσιμης στο σύνολό της για τη διεξαγωγή επιχειρήσεων. Ληφθείσης τελικά στο Λονδίνο, με τη συγκατάνευση και της βρετανικής κυβέρνησης, της απόφασης εκτέλεσης της σχεδιασθείσας επιχείρησης, το κακό θα ολοκληρωθεί με την κλήση υπό τα όπλα στις 6 Μαρτίου τριών κλάσεων εφέδρων, οι οποίοι όμως ορίστηκε να παρουσιαστούν στις 14 Μαρτίου. Στις 10 Μαρτίου η στρατιά επιτέθηκε για να καταλάβει το Εσκή Σεχήρ και το Αφιόν Καραχισάρ. Κανένας έφεδρος δεν θα συμμετάσχει στις επιχειρήσεις. Οι επιχειρήσεις, κακώς συλληφθείσες και σχεδιασθείσες στο ανώτατο επίπεδο, απέτυχαν. Οι απώλειες ήταν τρομακτικές. Το κεμαλικό κράτος εξήλθε πολλαπλώς ωφελημένο από την ελληνική «αποτυχία». Η αποτυχία ήταν κομβικής σημασίας και τούτο διότι τον Μάρτιο του 1921 η Ελλάδα είχε τη δυνατότητα να επιβληθεί άνετα του τουρκικού στρατού. Δυστυχώς, οι κυβερνώντες και οι διοικούντες τη στρατιά σκέφτονταν και ενεργούσαν ανορθολογικά.
* Ο κ. Βασίλειος Λουμιώτης είναι ταξίαρχος ε.α.
*Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους
ΠΗΓΗ: “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ” Αθηνών