Ο Πατριάρχης για την δημοσιογραφία
Την διαπίστωση ότι “κατά κοινήν ὁμολογίαν, τά μέσα ἐνημερώσεως, ἔντυπα καί ἠλεκτρονικά, ἔχουν μίαν τάσιν δημιουργίας τῆς ἰδίας αὐτῶν ἀληθείας, μεταβαλλόμενα ἐνίοτε εἰς φορεῖς ἀποπροσανατολισμοῦ τοῦ σώματος τῶν πολιτῶν”, επεσήμανε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος , μιλώντας σήμερα στην Αθήνα στην ανακαινισμένη Βιβλιοθήκη του Μορφωτικού Ιδρύματος της Ενώσεως Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ), «Δημήτρης Ι.Πουρνάρας».
Ο κ. Βαρθολομαίος τόνισε ότι το ερώτημα που τίθεται σήμερα είναι, αν η σχέση «εμπιστοσύνης καί εκτιμήσεως, σχέσις σεβασμού καί ειλικρινείας» που υπήρχε στο παρελθόν μεταξύ αναγνωστών και εφημερίδας, έχει διαταραχθεί «καί αν δημοσιεύεται ό,τι είναι αληθινόν».
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος τιμήθηκε με την ανώτατη τιμητική διάκριση της ΕΣΗΕΑ, τον «Χρυσό Ξενοφώντα». Την εκδήλωση προλόγισε ο συγγραφέας Βασίλης Βασιλικός.
Το πλήρες κείμενο της ομιλίας του Οικουμενικού Πατριάρχη είναι το ακόλουθο:
Χριστός Ἀνέστη!
Ἄσμενοι εὑρισκόμεθα σήμερον ἐν τῷ μέσῳ ὑμῶν, εἰς ἕνα χῶρον, ὁ ὁποῖος συμβολίζει καί ὑπενθυμίζει τήν ἱστορίαν καί τούς ἀγῶνας τοῦ δημοσιογραφικοῦ κόσμου ἐν Ἑλλάδι, διά τήν ἐλευθεροτυπίαν, διά τήν δημοκρατίαν, διά τά συνδικαλιστικά του δικαιώματα καί τήν γενικωτέραν δρᾶσιν του διά τήν ἐνημέρωσιν τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ καί τήν ἐν ἐλευθερίᾳ ἄσκησιν τοῦ δημοσιογραφικοῦ λειτουργήματος. Ἐδῶ στεγάζεται καί τό Μορφωτικόν Ἵδρυμα τῆς ΕΣΗΕΑ, τό ὁποῖον, ἤδη ἐπί εἰκοσαετίαν καί πλέον, συμβάλλει εἰς τήν προαγωγήν τοῦ μορφωτικοῦ καί πολιτιστικοῦ ἐπιπέδου τῆς κοινωνίας, καί στηρίζει τούς δημοσιογράφους εἰς τήν ὑψηλήν καί πολυεύθυνον διακονίαν τῆς ἀληθείας καί τῆς ὀρθῆς ἐνημερώσεως τοῦ κοινοῦ.
Ὁ περί τῆς ἀληθείας λόγος εἶναι πάντοτε ἐπίκαιρος καί διαχρονικός διά πάντας τούς ἀνθρώπους, ἔτι περισσότερον ὅμως δι᾽ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔχουν ταχθῇ εἰς τό ἔργον τῆς διατηρήσεως καί δημοσιεύσεως τῆς ἀληθείας, διά τῶν μέσων γενικῆς ἐνημερώσεως. Ἡμεῖς, παιδιόθεν, εἴχομεν ἰδιαιτέραν ἐκτίμησιν διά τούς δημοσιογράφους καί ἀνεγινώσκαμε μετά μεγάλης χαρᾶς καί προσοχῆς, ὅσας ἐφημερίδας ἔφθαναν τότε εἰς τήν γενέτειράν μας Ἴμβρον.
Ἡ γνωστή φράσις «τό γράφει ἡ ἐφημερίδα» εἶναι οἰκεία εἰς ἡμᾶς, καί παραπέμπει συνήθως εἰς δύο βασικά καί ἀδιαπραγμάτευτα ἀξιώματα. Πρῶτον, ὅτι ἡ διά τῆς ἐφημερίδος δημοσιευομένη πληροφορία εἶναι ἀληθής, ἐπειδή ὁ δημοσιογράφος εἰς οὐδεμίαν τῶν περιπτώσεων θά παρεῖχεν εἰς τό κοινόν ἐν ἐπιγνώσει εἴδησιν ἀναληθῆ καί, δεύτερον, ὅτι ὑπάρχει μία σχέσις μεταξύ ἀναγνωστῶν καί ἐφημερίδος: σχέσις ἐμπιστοσύνης καί ἐκτιμήσεως, σχέσις σεβασμοῦ καί εἰλικρινείας. Τό τιθέμενον, ὅμως, σήμερον ἐρώτημα εἶναι ἄν αὐτή ἡ σχέσις ἔχῃ διατηρηθῇ καί ἄν δημοσιεύεται ὅ,τι εἶναι ἀληθινόν.
Ὅλοι γνωρίζομεν, ὅτι εἰς τήν σύγχρονον ἐποχήν ἡ ζωή μας διαμορφώνεται ὑπό τῆς λεγομένης «ἠλεκτρονικῆς νέας τάξεως πραγμάτων». Αἱ νέαι τεχνολογίαι ἔχουν ἀλλάξει τό ἐπικοινωνιακόν τοπίον καί ἐπαναπροσδιορίζουν τόν χαρακτῆρα τῆς ἐνημερώσεως καί τῆς πληροφορίας. Γίνεται λόγος περί «χάους τῶν πληροφοριῶν», περί «πληθώρας πληροφοριῶν χωρίς δυνατότητα ἐλέγχου». Τό γεγονός ὅτι «ἡ πληροφορία» ἐχει ἀποκτήσει παγκοσμίως «μεταφυσικόν στάτους», διευκολύνει τήν χειραγώγησιν τῶν ἀτόμων καί τῶν λαῶν. Ἡ τηλεόρασις καί τό διαδίκτυον μεταδίδουν πρότυπα ζωῆς, τά ὁποῖα ἐξυπηρετοῦν ὀθνεῖα συμφέροντα καί προάγουν τόν ἀτομικισμόν καί τόν καταναλωτισμόν.
Δυστυχῶς, κατά κοινήν ὁμολογίαν, τά μέσα ἐνημερώσεως, ἔντυπα καί ἠλεκτρονικά, ἔχουν μίαν τάσιν δημιουργίας τῆς ἰδίας αὐτῶν ἀληθείας, μεταβαλλόμενα ἐνίοτε εἰς φορεῖς ἀποπροσανατολισμοῦ τοῦ σώματος τῶν πολιτῶν. Συμβαίνει δέ τοῦτο, διότι τινές ὑπηρετοῦν συγκεκριμένας ἐπιδιώξεις, ἐλαυνόμενοι ἀπό τούς νόμους καί τάς ἀρχάς τῆς ἀγορᾶς, τάς τεχνηέντως διολισθαινούσας πρός τήν ἐπιλεκτικήν θεώρησιν τῶν γεγονότων. Διαπιστώνομεν, μάλιστα, μετά πολλῆς λύπης, ὅτι ἀκόμη καί εἰς τόν χῶρον τῆς ἐκκλησιαστικῆς δημοσιογραφίας διαχέονται καί προωθοῦνται κατά καιρούς τοιαύτης μορφῆς εἰδήσεις, προερχόμεναι, ὡς ἐπί τό πλεῖστον, ἀπό ἰδιοτελῆ κίνητρα, ὡς τοῦτο, ἐξ ἄλλου, ἀποδεικνύεται καί ἀπό μίαν πρόχειρον ἔρευναν, ὅσον ἀφορᾷ εἰς τό πρόσφατον Οὐκρανικόν ἐκκλησιαστικόν ζήτημα. Διά τό ἐν λόγῳ θέμα καί τάς κινήσεις τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, διωχετεύθησαν ἀφειδῶς εἰς τόν χῶρον τῶν μέσων ἐνημερώσεως πολλαί ψευδεῖς πληροφορίαι, διαστρεβλωμένα τά ἱστορικά γεγονότα καί παραποιημένη ἡ ἀλήθεια, ἐνῶ τά πραγματικά δεδομένα ἀπεκρύβησαν ἐπιμελῶς ἤ καί σκοπίμως.
Σοφῶς ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (Κρήτη 2016) προειδοποίησε τά τέκνα της «διά τόν κίνδυνον ἐπηρεασμοῦ τῶν συνειδήσεων διά τῶν μέσων ἐνημερώσεως καί τῆς χρήσεως αὐτῶν οὐχί διά τήν προσέγγισιν τῶν ἀνθρώπων καί τῶν λαῶν, ἀλλά διά τήν χειραγώγησίν των» καί ἐξέφρασε τήν ἀνησυχίαν της διά τήν συχνάκις παρατηρουμένην στάσιν ἔναντι τῶν θρησκευτικῶν ἀξιῶν, ἡ ὁποία «χαρακτηρίζεται ἀπό ἔλλειψιν σεβασμοῦ, ἐνίοτε δέ καί διά βλασφημίαν» (Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον, ΣΤ’, 8). Ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀληθινός καί δι᾽ αὐτό πάντοτε προφητικός καί σωστικός. Ἀπώτερος στόχος αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά διαφυλάττῃ τήν ἀλήθειαν, ἡ ὁποία ἐλευθερώνει καί σώζει, κατά τόν λόγον τοῦ Χριστοῦ: «γνώσεσθε την ἀλήθειαν καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» (Ἰωάν. η´, 32). Αὐτή ἡ αὐθεντική ἐλευθερία βιοῦται ὡς «ἀληθεύειν ἐν ἀγάπῃ» (Ἐφ. δ´, 15).
Ἐκλεκτή Ὁμήγυρις,
Χαιρόμεθα χαράν μεγάλην, διότι ἐπισκεπτόμενοι τήν Βιβλιοθήκην τῆς Ἑνώσεως Συντακτῶν Ἡμερησίων Ἐφημερίδων Ἀθηνῶν «Δημήτριος Πουρνάρας» ἤ, ἄλλως, ὡς ἔχει ἐπικρατήσει νά ὀνομάζεται, «Βιβλιοθήκη τῶν πέντε αἰώνων», διαπιστώνομεν ὅτι ὑπάρχει πλούσιον ἀρχειακόν ὑλικόν καί πολύτιμα καί σπάνια βιβλία, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν πηγήν σπουδῆς καί ἐρεύνης διά τούς θέλοντας νά διευρύνουν τούς ὁρίζοντας αὐτῶν φιλομαθεῖς καί φιλαλήθεις δημοσιογράφους, ἀλλά καί διά κάθε ἐνδιαφερόμενον.
Ὁλοκαρδίως, λοιπόν, καί ὁλοθέρμως εὐλογοῦντες τάς Ἐλλογιμωτάτας κυρίας Μαρίαν Ἀντωνιάδου, Πρόεδρον τῆς Ἑνώσεως, καί Φάνην Πετραλιᾶ, Γενικήν Γραμματέα αὐτῆς, καθώς καί ἅπαντας τούς ἐκλεκτούς συντάκτας τοῦ ἡμερησίου Τύπου τῶν Ἀθηνῶν καί ἅπαντα τά μέλη τῆς Ἑνώσεως καί τοῦ Μορφωτικοῦ Ἱδρύματος, εἴμεθα πεπεισμένοι ὅτι το δημοσιογραφικόν ἔργον αὐτῶν συμβάλλει καί θά συμβάλλῃ καί εἰς τό μέλλον τά μέγιστα εἰς τήν διάδοσιν τῆς ἀληθείας. Ἐπαινοῦμεν δέ ὁλοκαρδίως τήν σημαντικήν δωρεάν τῶν δύο τέκνων τοῦ Δημητρίου Πουρνάρα, πρώην Προέδρου τῆς Ἑνώσεως, ἤτοι τῆς κυρίας Ἑλένης Καρκαζῆ-Πουρνάρα καί τοῦ κυρίου Νικολάου Πουρνάρα, καθηγητοῦ τῆς Ἰατρικῆς Σχολῆς, διά τήν ἀνάπλασιν τοῦ δευτέρου ὀρόφου τοῦ κτηρίου τῆς Ἑνώσεως, ὥστε νά φιλοξενηθῇ ἡ σπουδαία αὕτη βιβλιοθήκη. Προτρέπομεν, τέλος, πατρικῶς, ἅπαντες οἱ συντάκται νά ἀγωνίζεσθε διά τήν σωστικήν καί ἐλευθερωτικήν ἀλήθειαν καί μόνον δι᾽ αὐτήν, ὅτι «οὐκ ἐξάγουσι καρπόν οἱ ψευδεῖς λόγοι», κατά τήν ῥῆσιν τοῦ ἀρχαίου τραγικοῦ ποιητοῦ Σοφοκλέους.
Ἐπιφανής φιλόσοφος τοῦ 20οῦ αἰῶνος ἀπεκάλεσε τήν «ἀλήθειαν» «τήν πιό σοβαρή λέξη», τό περιεχόμενον τῆς ὁποίας δέν ἐξαντλεῖται εἰς ὅ,τι εἶναι ἁπλῶς δεδομένον, ἀλλά ἀναφέρεται εἰς τήν δυνατότητα ἀλλαγῆς, καί εἰς τό χρέος νά ἀγωνιζώμεθα διά μίαν δικαιοτέραν κοινωνίαν, καί διά τόν σεβασμόν τῆς ἀνθρωπίνης ἀξιοπρεπείας. Διά τούς Χριστιανούς, ἡ Ἀλήθεια εἶναι «Πρόσωπον», εἶναι ὁ σαρκωθείς, σταυρωθείς καί ἀναστάς Σωτήρ τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός. Ὁ ἄνθρωπος ἀληθεύει ὅταν ζῇ ἐν Χριστῷ καί κατά Χριστόν, ὅταν ἐλπίζῃ εἰς τήν ἐσχατολογικήν τελείωσιν τῶν πάντων ἐν Χριστῷ, καί ἀγωνίζεται ὡς «Θεοῦ συνεργός» (Α’ Κορ. γ’, 9), ὡς «ποιητής» καί ὄχι ἁπλῶς ὡς «ἀκροατής» τῶν θείων προσταγμάτων, χάριτι καί εὐδοκίᾳ Θεοῦ, διά τήν Ἀλήθειαν, ὁ πυρήν τῆς ὁποίας εἶναι ἡ «ἀεί μένουσα» ἀγάπη.
Εὐχαριστοῦμεν διά τήν προσοχήν σας.