Ο Όσιος Ιωάννης ο Ρώσος και ο πόλεμος στην Ουκρανία.

Ο Όσιος Ιωάννης ο Ρώσος και ο πόλεμος στην Ουκρανία.

Από την σημερινή Ουκρανία στο Προκόπι (Ürgüp) της  Καππαδοκίας και από το 1924  στην Εύβοια

Η Εκκλησία τιμά σήμερα, 27 Μαΐου την μνήμη του Οσίου  Ιωάννη του  Ρώσσου (ουκρανικά: Йоан Русин).  Ο Ιωάννης γεννήθηκε από χριστιανούς γονείς στο Χετμανάτο των Ουκρανών Κοζάκων, στην περιοχή της Μικράς Ρωσίας, (σημερινή Ουκρανία) γύρω στο 1690. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, που διεξήγαγε η Ρωσία με την Τουρκία το 1711-1718, υπηρέτησε ως στρατιώτης στον ρωσικό στρατό του Πέτρου Α΄. Ο Ιωάννης, που είχε ανατραφεί στο ορθόδοξο πνεύμα, ήταν βαθιά λυπημένος από τη βαρβαρότητα του πολέμου, τον θάνατο χιλιάδων νέων ανδρών, την ταλαιπωρία των παιδιών, των γυναικών και των ηλικιωμένων. Στη μάχη για την απελευθέρωση του Αζόφ, συνελήφθη από τους Τάταρους της Κριμαίας, πουλήθηκε στους Τούρκους και μεταφέρθηκε στην πόλη Προκόπι (σημερινό  (Ürgüp) της Καισάρειας Καππαδοκίας (Μικρά Ασία), όπου έγινε σκλάβος του ντόπιου Τούρκου Αγά.
Σήμερα ,  304 και πλέον χρόνια απόι την πώληση του στον Τούρκο Αγά και 292 χρόνια από την κόιμηση του ο   Άγιος Ιωάννης ο Ρώσσος παρακολουθεί  από την θριαμβεύουσα Εκκλησία την τραγωδία της πατρίδας του, η οποία για τέσσερεις τώρα μήνες δοκιμάζεται από την εισβολή , όχι   αλλοθρήσκων , αλλά από  ομοδόξους “αδελφούς” της Μοσχοβίας, τη σημερινή Ρωσική Ομοσπονδία. Παρακολουθεί από ψηλά τους πολιτικούς και εκκλησιαστικούς ηγέτες της Ρωσίας να ατιμάζουν την Ορθοδοξία, την οποία ο ίδιος αγάπησε και βίωσε σε όλη του τη ζωή, μέχρι το μακάριο τέλος του.
Ο Τούρκος Αγάς, ο οποίος αγόρασε τον Ιωάννη ως σκλάβο τον μετέφερε  στο Προκόπι και εκεί προσπάθησε, όπως συνηθιζόταν τότε, να τον πείσει να αλλαξοπιστήσει. Ο Άγιος αντιστάθηκε σθεναρά σε όλες τις προσπάθειες του Τούρκου και τέλος ο Τούρκος άφησε ήσυχο τον Άγιο να διατηρήσει την πίστη του.

Οι συνθήκες διαβίωσης του Αγίου ήταν πολύ σκληρές. Κοιμόταν στο στάβλο του αφεντικού του, μαζί με τα ζώα, των οποίων τη φροντίδα του είχε αναθέσει. Έτρωγε ελάχιστα, τα ρούχα του ήταν φτωχικά και ήταν αναγκασμένος να περπατά χωρίς υποδήματα. Σε αυτόν τον στάβλο, ο Άγιος προσευχόταν, ενώ τα βράδια συχνά επισκεπτόταν μια εκκλησία που ήταν εκεί κοντά, αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο.

Το αφεντικό του πλούτισε και έγινε από τους ισχυρότερους άντρες της περιοχής. Όταν κάποια στιγμή ο Τούρκος αξιωματικός επισκέφτηκε τη Μέκκα για προσκύνημα, ο Άγιος Ιωάννης με θαυμαστό τρόπο έστειλε από το Προκόπι στην Μέκκα ένα πιάτο με ρύζι για το αφεντικό του. Στην αρχή δεν τον πίστεψαν, αλλά όταν ο Τούρκος γύρισε από την Μέκκα φέρνοντας το πιάτο μαζί του πείστηκαν και το θαύμα αυτό έγινε γνωστό σε όλους όσοι κατοικούσαν στην περιοχή.

Ο Τούρκος, θέλοντας να τιμήσει τον Άγιο, προσφέρθηκε να του καλυτερέψει τις συνθήκες διαβίωσης. Ο Άγιος όμως αρνήθηκε και συνέχισε να φροντίζει τα ζώα τού αφεντικού του και να μένει στον στάβλο. Δουλεύοντας την ημέρα και προσευχόμενος την νύχτα έζησε ο Άγιος Ιωάννης ο Ρώσσος το υπόλοιπο του βίου του έως τις 27 Μαΐου 1730, όταν αναπαύτηκε σε ηλικία 40 ετών.

Επάνω : Ο σταύλος, στον οποίο κατοικούσε ο Όσιος.  

Κάτω:Η λαξευτή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, στην οποία εκκλησιαζόταν και προσευχόταν ο Όσιος Ιωάννης ο Ρώσος .( ΦΩΤΟ:  greekpress.gr)  

Η Αγιότητα του Ιωάννη δεν μπορούσε να κρυφτεί, όπως επίσης και η αγάπη του προς Θεό και ανθρώπους. Όταν το τέλος του εκόντευε, ζήτησε να κοινωνήσει το Σώμα και Αίμα Χριστού. Ο ιερέας, γνωρίζοντας το φανατισμό των Τούρκων, για να προστατεύσει τη θεία Μετάληψη, την έκρυψε σε ένα μήλο και έτσι την πέρασε αθόρυβα μέσα από το τουρκικό σπίτι στον Άγιο. Το σώμα του παραδόθηκε από το αφεντικό του στους χριστιανούς του Προκοπίου, ώστε να το θάψουν σύμφωνα με τους κανόνες του Χριστιανισμού. Το σώμα του Αγίου ενταφιάστηκε στο χριστιανικό νεκροταφείο και εκεί παρέμεινε για τριάμισι χρόνια. Μετά το πέρας αυτών, ο Άγιος εμφανίστηκε στον ύπνο ενός γέροντα ιερέα ζητώντας του να γίνει ανακομιδή του ιερού λειψάνου του.

Οι Χριστιανοί έκαναν την ανακομιδή του λειψάνου του Αγίου και το τοποθέτησαν σε μια λάρνακα κάτω από την Αγία Τράπεζα του Ναού του Αγίου Γεωργίου, στον οποίο προσευχόταν ο Άγιος όσο ήταν στη ζωή.

Το 1832 οι Τούρκοι προσπάθησαν να αποτεφρώσουν το ιερό λείψανου του Αγίου Ιωάννου, όταν ο αντιβασιλέας της Αιγύπτου Ιμπραήμ Πασάς επαναστάτησε εναντίον του Σουλτάνου Μαχμούτ Β’, ο οποίος έστειλε τον Ογλού Οσμάν να καταπνίξει την επανάσταση. Μετά από άγρια μάχη το χωριό διαλύθηκε και οι εκκλησίες βεβηλώθηκαν. Αν και έβαλαν φωτιά και έριξαν εκεί ακόμη και το σκήνωμα του Αγίου, εκείνο παρέμεινε άφθαρτο  και προς μεγάλη έκπληξη των Τούρκων δεν έγινε στάχτη. Η δεξιά του Οσίου Ιωάννου δόθηκε από τους κατοίκους του παλαιού Προκοπίου το 1881 μ.Χ., στον αντιπρόσωπο της Μονής Παντελεήμονος Αγίου Όρους, Ιερομόναχο Διονύσιο, σε αντάλλαγμα για την μεγάλη βοήθεια της Μονής στην ανέγερση του Ναού του Οσίου πάνω στον τάφο του.

Όταν το 1834 ή 1868 κτίστηκε στο Προκόπι ένας μεγάλος Ναός του Μεγάλου Βασιλείου, μεταφέρθηκε εκεί το λείψανό του. Τρεις φορές όμως επέστρεφε το βράδυ το Ιερό Λείψανο του Αγίου στον παλαιό ναό, ενώ οι πιστοί το μετέφεραν την ημέρα στον νέο Ναό. Μετά από πολλές αγρυπνίες μεταφέρθηκε μόνιμα πλέον το λείψανό του στον νέο Ναό.

Σε αυτόν το ναό έμεινε ο Άγιος μέχρι το 1924. Με την ανταλλαγή ελληνικών και οθωμανικών πληθυσμών  μεταφέρθηκε και το Ιερό Λείψανο του Αγίου Ιωάννη του Ρώσσου στο Νέο Προκόπι Ευβοίας, όπου εγκαταστάθηκαν οι Έλληνες που ζούσαν στο Προκόπι της Μικράς Ασίας. Η μεταφορά στο Νέο Προκόπι Ευβοίας έγινε χάρη στις προσπάθειες του Παναγιώτη Παπαδοπούλου. Ο αείμνηστος Παναγιώτης Παπαδόπουλος ναύλωσε με δική του δαπάνη το πλοίο «Βασίλειος Δεστούνης», με το οποίο, εκτός από το σκήνωμα του Αγίου, μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα και 800 Έλληνες Καππαδόκες . 

Το 1930 άρχισε να χτίζεται ναός προς τιμή του Αγίου, ο οποίος ολοκληρώθηκε μετά από πολλούς κόπους των πιστών το 1951. Τότε μεταφέρθηκε ο Άγιος (από τον Ιερό Ναό Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης του χωριού) στον νέο Ναό και εκεί βρίσκεται μέχρι σήμερα. Πιστοί επισκέπτονται τον ναό αυτό και προσκυνούν τον Άγιο από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Αναρίθμητα είναι τα θαύματα του Αγίου, πολλά άγνωστα, αλλά και αρκετά από αυτά γνωστά στο ευρύ κοινό. 

Ο Άγιος Ιωάννης τιμάται και από την Εκκλησία Ρωσίας , με απόφαση (Ιούλιος 1962)  της Ιεράς Συνόδου της .

*Δείτε βίντεο από το Προκόπι της Καπππαδοκίας με τον χώρο, στον οποίο έζησε ο Άγιος

https://vimeo.com/104951545
************************************

Στο Προκόπιο της Μικράς Ασίας

«Ναόν σου, τον Ιερόν Ιωάννη, ως αχείμαστον πλουτούντες λιμένα, εν τρικυμίαις και ζάλαις του βίου, τούτω πιστώς καταφεύγοντες Όσιε, επισκοπή σου θαυμαστή ποθουμένης γαλήνης πληρούμεθα»

Το ιερό λείψανο του οσίου, αμέσως μετά την εκταφή του, τοποθετήθηκε κάτω από την αγία Τράπεζα της πρώτης και αρχαιότερης Εκκλησίας του Προκοπίου, εκείνης του Αγίου Γεωργίου που ήταν λατομημένη στον κεντρικό μεγάλο βράχο, στην τουρκική συνοικία, κοντά στην αγορά. Σύμφωνα μάλιστα με πληροφορίες του Διευθυντού του ημιγυμνασίου το Προκοπίου Ιορδάνη Παπαδόπουλου, ο οποίος είχε προσωπική αντίληψη, η Εκκλησία αυτή είχε ισόγειο και ανώγειο. Στο ισόγειο έμεναν οι εκκλησιαζόμενοι άνδρες και στο ανώγειο οι γυναίκες. Και τα δύο πατώματα ήταν σκαλισμένα στο βράχο και συγκοινωνούσαν με μεγάλο άνοιγμα στη μέση. Η Εκκλησία αυτή κατέρρευσε το 1850, κατά τη διάρκεια της νύκτας.

Ωστόσο το ιερό λείψανο είχε μεταφερθεί στην καινούργια μεγάλη Εκκλησία του Αγίου Βασιλείου, η οποία κτίσθηκε το 1832 και εγκαινιάσθηκε στις 15 Αυγούστου του 1834, όπως επιμαρτυρείται από εντοιχισμένη πλάκα στη δυτική πύλη της, που φέρει την εξής επιγραφή:«Ή Εκκλησία αυτή εχτίστη επί της Βασιλείας του Σουλτάνου Μαχμούτ, Πατριάρχου Κωνσταντίνου και Μητροπολίτη Καισαρείας Παϊσίου200, με την επιστασίαν των προυχόντων και με τη συνδρομή και προσωπική εργασία όλων των κατοίκων σ’ ένα χρόνο μέσα και εγκαινιάσθηκε την 15η Αυγούστου 1834».

 

Σύμφωνα με πληροφορίες των Ιωακείμ Παπαδόπουλου και Ελισάβετ ‘Ισαακίδου «εξακόσιες οικογένειες, λέγανε οι παλαιοί, ήτανε δεν ήτανε στο Προκόπι τον καιρό που κτίσθηκε η Εκκλησιά. …Τότε ο Δεσπότης της Καισάρειας είπε: Τέτοιου αγίου (του οσίου Ιωάννου) του πρέπει Εκκλησιά να δοξάζη το όνομά Του. Να του κτίσουμε Δέσποτά μου, είπαν οι Προκοπιανοί. Όμως όχι τώρα. Εξακόσια σπίτια σηκώσαμε, κύττα τέτοιο έργο. Μας γονάτισε. Μα ο Θεός μάρτυρας και τιμωρός αν λησμονήσωμε να χτίσωμε του οσίου μιαν Εκκλησιά…». Επειδή, όμως, οι προσκυνητές του οσίου Ιωάννου πλήθαιναν καθημερινά και ο Ναός του Αγίου Βασιλείου δεν επαρκούσε για να καλύψει τις ανάγκες των πιστών, μα και οι κάτοικοι του Προκοπίου αυξάνονταν και επεκτείνονταν στην κάτω συνοικία του Τοά γερή, αποφάσισαν να κτίσουν άλλη μεγάλη Εκκλησία, προς τιμήν του οσίου Ιωάννου, στη συνοικία αυτή και στη θέση όπου ήταν το παλαιό νεκροταφείο και ο τάφος του οσίου και επάνω του να στήσουν την αγία Τράπεζα.

Καθώς αναφέρεται και πάλι στα αρχεία του Κ.Μ.Σ και στο πόνημα του Λ. Ευπραξιάδη, όταν σκάψανε βαθειά, για να ρίξουν θεμέλια, βρήκαν τρεις τάφους, εικόνες των τριών Ιεραρχών, νομίσματα βυζαντινά και μεγάλα πυθάρια, τα όποια χρησιμοποίησαν για την τοποθέτηση των υλικών της οικοδομής. Ο θεμέλιος λίθος τέθηκε τον Ιούνιο του 1886.

Ο πάλαι ποτέ επιβλητικός ναός του Οσίου Ιωάννη του Ρώσου, στο Προκόπι της Καππαδοκίας. Η φωτογραφία χρονολογείται στην πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα κατά την ημέρα της μνήμης του Αγίου (27 Μαΐου). ΦΩΤΟ: greekpress.gr

Τον αγιασμό τέλεσε ο Μητροπολίτης Καισαρείας, ο οποίος, πλαισιούμενος από τους τέσσερις παπάδες του Προκοπίου, διάβασε και το φιρμάνι. Παρευρέθηκαν και ξένοι από τα γύρω χωριά και οι ξενιτεμένοι της πόλης. Αρχιμάστορας ήταν ο Χαράλαμπος Χατζησάββας από την Τραπεζούντα. Ο Ναός κτιζόταν επάνω σε λόφο.

Προσκήνημα Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, στον τόπο , όπου έζησε ο Όσιος.  ΦΩΤΟ: Οικουμενικό Πατριαρχείο –Ν. Μαγγίνας(+)

Συγκινητική η συνδρομή του κόσμου. «Τις πρώτες μέρες της δουλειάς, ως να σηκωθούν τα θεμέλια, δούλευαν κι’ οι μαθητές κι’ οι γυναίκες… από χέρι σε χέρι γραμμή στεκόταν ο κόσμος και περνούσε τα υλικά στους μαστόρους. Κι’ οι γριές ψήνανε με τα καζάνια το πιλάφι να φιλέψουνε τους φιλότιμους και τους άξιους…».

«Φέρανε τα καλλίτερα υλικά, την πιο λεπτή άμμο, την πιο στιλπνή γρανιτένια πέτρα από το λατομείο του όρους Αβλαγή, απ’ όπου βγάλανε και τις περίφημες κολώνες. Φέρανε από το λατομείο μαρμάρου ανατολικά του Ισμεζέ και βορειοανατολικά της πόλης σε απόσταση μιας και ημισείας περίπου ώρας τα πιο καθαρά μάρμαρα και τα πιο λαμπερά αλάβαστρα, που ήσαν ξακουστά σ’ όλες τις πόλεις του εσωτερικού για τη στιλπνότητα και τη λάμψη τους.

Άρχισε να ανεγείρεται η Εκκλησία μεγάλη, ευρύχωρη, περίκαλλη και επιβλητική σε σχήμα σταυρού με τρούλλον, πάνω σε τέσσερις κολώνες, ύψους 30 μέτρα, μήκους 50 και πλάτους 40 μέτρα». Την ανέγερση ενίσχυσαν εκτός από τους Προκοπιείς και πιστοί άλλων περιοχών όπως Κωνσταντινουπόλεως, Σμύρνης, Αμισού, αλλά και η Ρωσική Ίερά Μονή του Αγίου Παντελεήμονος του Αγίου Όρους. Από επιστολή του Διονυσίου, η οποία γράφτηκε στο Προκόπιο, στις 14-2-1912, και απευθυνόταν στον Κυριακό Θ. Κηνδάπογλου εις Ζιντζίσερι, πληροφορούμαστε τη συνδρομή της Ρωσικής Μονής και της Αγιωτάτης Συνόδου της Ρωσίας στην Εκκλησία του Οσίου Ιωάννου:

«Η Ιερά Μονή πλην των πολυτελών ιερών αμφίων και σκευών εχορήγησε εξακοσίας λίρας οθωμανικάς, εννενήκοντα οκάδων σιδηρόχρυσον Σταυρόν επί του τρούλλου, λάρνακα πολύτιμον διά το Λείψανον. Η δε Ιερά Σύνοδος προ δέκα ετών (1902) διά της εν Κωνσταντινουπόλει πρεσβείας απέστειλε τα εξής: “Εν αργυρόχρυσον άγιον ποτήριον μετά του δισκαρίου και των λοιπών, εν επιτάφιον, εν διακονικόν στιχάριον, εν ιερατικόν άμφιον μετά του στιχαρίου και των λοιπών, δύο εικόνας επί τζίγκου του Σωτήρος Χριστού και της Θεοτόκου ως δέκα εικόνας των Αγίων επί κηρωτού πανίου, εν θυμιατήριον, δύο σκεπάσματα της Αγίας Τραπέζης, εν αρτοφόριον επί της Αγίας Τραπέζης, ένα αργυρόχρυσον Σταυρόν Αγιασμού».

Στην ίδια επιστολή αναφέρει τα ημιτελή έργα, αναφέρει δε και το ύψος της απαιτουμένης δαπάνης: «…Θά κατασκευασθή το ημιτελές εικονοστάσιον όπερ κατασκευάζεται εξ’ εντοπίου μαρμάρου (παλγαμή), το εν κωδωνοστάσιον, ου το έτερον κατεσκευάσθη προ δύο ετών (1910 – Στα εγκαίνια συνεπώς δεν υπήρχε) μοναδικόν έργον εν Καππαδοκία, προς συμπλήρωσιν πάντων τούτων έχομεν εισέτι ανάγκην το ολιγότερον χιλίων λιρών.». Από τη Ρωσική Ι. Μονή ζητά καμπάνα το 1912 για το κωδωνοστάσιο αυτό. «Προ δύο ετών συνδρομή των χριστιανών κατεσκευάσθη το εν των κωδωνοστασίων, όπερ κατά το μεγαλείον του απαιτεί βαρύ κώδωνα, το ολιγώτερον 500-600 οκάδων, και τον οποίον το ταμείον της Εκκλησίας ως πενιχρόν, δεν δύναται να αγοράση. Εν τω υμετέρω Μοναστηρίω είδον πολλά τοιαύτα και μάλιστα έξω της Μονής έν ταις οδοίς. Εκ τούτων ένα χορηγήσατε τη ‘Εκκλησία του υμετέρου συμπολίτου Οσίου Ιωάννου ή γράψατε εις την Ρωσίαν προς τίνα γνώριμον και ευλαβή πλούσιον όπως αποστείλη έκειθεν διά την Εκκλησίαν του Οσίου Πατρός ημών ένα κώδωνα συνωδά τω μεγαλείω της Εκκλησίας και του κωδωνοστασίου.

Ταύτης της αιτήσεως την εκπλήρωσιν προσδοκά παρ’ υμών ο Όσιος Ιωάννης και η Ορθόδοξος κοινότης του Προκοπίου…». Σε κάποια φάση το έργο σταμάτησε, λόγω ελλείψεως χρημάτων. Και μετά την παρέλευση πέντε ετών άρχισε και πάλι η ανοικοδόμηση και έφθασε μέχρι την οροφή. Το 1897, σύμφωνα με πληροφορία του Ιερ. Διονυσίου, ο Ί. Ναός παραμένει «ημιτελής και άστεγος». Από ένα λεύκωμα με τίτλο «Η ΣΙΝΑΣΟΣ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ» έχουμε την πληροφορία ότι «τα θεμέλια του Βυζαντινού ρυθμού της βάλθηκαν στα 1886 και συμπληρώθηκε σε 15 χρόνια, δηλαδή το 1901». Στο λεύκωμα δημοσιεύεται και η φωτογραφία του Ι. Ναού, στην οποία φαίνεται ότι το ένα καμπαναριό της είναι ακόμη ασυμπλήρωτο. Τα εγκαίνια του Ι. Ναού «εγένοντο υπό του εν μακαρία τη λήξει Μητροπολίτου Καισαρείας Καππαδοκίας κυρού Ιωάννου (+1902)». Στη μαρμάρινη πλάκα που ήταν εντοιχισμένη προ της κυρίας πύλης της Εκκλησίας, υπήρχε η εξής επιγραφή:

«Ο πάνσεπτος και περικαλλέστατος ούτος ναός ο τιμώμενος επ’ ονόματι του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών Ιωάννου, θεμελιωθείς κατ’ αρχάς εν έτει 1886 Ιουνίου 2, είληφε πέρας μετά εξ ετη τη γενναία μεν συνδρομή των εν τη πόλει ταύτη Ορθοδόξων Χριστιανών, βοηθεία δε των εν τοις περιχώροις φιλοχρίστων, επί της Βασιλείας του κραταιοτάτου, γαληνοτάτου και λαοφιλεστάτου άνακτος Σουλτάν ‘Αβδούλ Χαμίτ Χαν του Β’, Πατριαρχείας δε Νεοφύτου του Η’ έν ετει σωτηρίω 1892 κατά μήνα Οκτώβριον Αρχιτέκτονος όντος του εξ ‘Αργυρουπόλεως Χαραλάμπους Χατζησάββα».

 

Δυστυχώς το εκπαγλό αυτό κτίριο, κάποιος φανατικός και οπισθοδρομικός υποδιοικητής (Καϊμακάμης), για να μην αφήσει μαρτυρία του πολιτισμού των Ελλήνων μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών εκ θεμελίων το κατεδάφισε, το έτος 1950 (κατά τη μαρτυρία του Χρυσοστόμου Ενωτιάδη). Σύμφωνα με τη διήγηση του Λαζάρου Ευπραξιάδη, όταν επισκέφθηκε το Προκόπιο το 1972, δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει ούτε το χώρο που ήταν κτισμένη η Εκκλησία του Οσίου. Στο Δημαρχείο, όμως, αναγνώρισε την πολυτελέστατη από αλάβαστρο είσοδο της Εκκλησίας του Οσίου.

«-Κύριε Δήμαρχε είμαι ευτυχής που μπήκα στο Δημαρχείο σας από την είσοδο της Εκκλησίας μας», είπε στο Δήμαρχο Χουσεΐν Τερζίογλου. Εκείνος αντιληφθείς το δηκτικό πνεύμα χαμογέλασε και διηγήθηκε τη γνωστή ιστορία της κατεδαφίσεως του Ναού: «-Το μόνο που μπορέσαμε να περισώσουμε, είπε, ήτο η αλαβαστρένια είσοδος και οι πέτρες, με τις οποίες χτίσαμε το Δημαρχείο και τα εκατέρωθεν κτίρια της Αστυνομίας, της βιβλιοθήκης και το αντικρυνό μουσείο». Πλησίον του Ιερού Ναού υπήρχε ξενώνας για τη διαμονή και φιλοξενία των ευσεβών προσκυνητών, οι οποίοι σωρηδόν κατέφθαναν από μακρινούς τόπους, για να προσκυνήσουν τον άγιο.

 

Το δημαρχείο του Προκοπίου    της Καππαδοκίας

ΠΗΓΗ: oir.gr/o-ieros-naos/prokopio-mikras-asias

Ο  Μουσταφά Κάγια για το Προκόπι Ürgüp και τον Άγιο*

Share this post