«Ο ΝΟΜΟΣ ΕΧΕΙ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ»

«Ο ΝΟΜΟΣ ΕΧΕΙ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ»

Η ίδρυση του Πανεπιστημίου Κύπρου στις σελίδες του βιβλίου της συγγραφέως Αθηνάς Φιλίππου

 Σε εκδήλωση στο Πανεπιστήμιο Κύπρου παρουσιάστηκε το βιβλίο της δημοσιογράφου Αθηνάς Φιλίππου με τίτλο «Ο ΝΟΜΟΣ ΕΧΕΙ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ – Ίδρυση του Πανεπιστημίου Κύπρου με τον Νόμο 144/1989», Εκδόσεις Ηλία Επιφανίου. Το πόνημα καταγράφει για πρώτη φορά με συστηματικό τρόπο την πορεία της ίδρυσης του Πανεπιστημίου Κύπρου, τεκμηριώνοντας τη συμβολή του ως αναπόσπαστο μέρος της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας.

Την εκδήλωση άνοιξε με χαιρετισμό ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου Κύπρου, Καθηγητής Τάσος Χριστοφίδης, ο οποίος χαρακτήρισε το Πανεπιστήμιο ως ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα του Κύπριου πολίτη. Αναφέρθηκε στις δυσκολίες που προηγήθηκαν της ίδρυσής του, επισημαίνοντας ότι η σημερινή πορεία και προσφορά του Ιδρύματος δικαιώνουν τις προσδοκίες των εμπνευστών του. Αναφέρθηκε στη συμβολή των εκλιπόντων Πέτρου Στυλιανού και Χρυσόστομου Σοφιανού, ενώ έκανε ιδιαίτερη μνεία στον πρώην Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Γιώργο Βασιλείου, καθώς και στον τότε Υπουργό Παιδείας κ. Ανδρέα Φιλίππου, για την αποφασιστική συμβολή τους στη δημιουργία της Προπαρασκευαστικής και Διοικούσας Επιτροπής. Τόνισε, τέλος, πως το Πανεπιστήμιο συνεχίζει με συνέπεια την αποστολή του, καλλιεργώντας ελεύθερους και σκεπτόμενους πολίτες.

Ανώνυμο σχέδιο – 1

Στη συνέχεια, χαιρετισμό απηύθυνε ο πρώην Υπουργός Παιδείας και σύζυγος της συγγραφέως, κ. Ανδρέας Φιλίππου. Όπως ανέφερε, το βιβλίο δεν αποτελεί απλώς αφήγηση, αλλά μια τεκμηριωμένη αποτύπωση των γεγονότων που οδήγησαν στην ψήφιση του Ιδρυτικού Νόμου 144/1989. Υπογράμμισε πως η ίδρυση του Πανεπιστημίου δεν ήταν δεδομένη, αλλά καρπός συλλογικής και επίμονης προσπάθειας. «Για όσους έζησαν τα γεγονότα από κοντά, το βιβλίο λειτουργεί ως υπενθύμιση· για τους νεότερους, ως μάθημα», σημείωσε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας πως η ιστορία γράφεται με έργα, τα οποία αποτυπώνονται με ακρίβεια στις σελίδες του βιβλίου.

Ακολούθησε η παρουσίαση του βιβλίου από δύο μέλη της τότε Επιτροπής Παιδείας της Βουλής, κατά την περίοδο ψήφισης του Νόμου: τον κ. Μιχάλη Παπαπέτρου, πρώην Κυβερνητικό Εκπρόσωπο, και τον κ. Τάκη Χατζηδημητρίου, πρώην Βουλευτή. Ο κ. Παπαπέτρου συνεχάρη τη συγγραφέα και χαρακτήρισε την ίδρυση του Πανεπιστημίου ως μία από τις μεγαλύτερες κατακτήσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας, επισημαίνοντας τα εμπόδια, τις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και τις προκλήσεις που χρειάστηκε να ξεπεραστούν. Υπογράμμισε τη σημασία για κάθε ανεξάρτητη χώρα να διαθέτει το δικό της πανεπιστήμιο, ως θεμέλιο της πνευματικής, επιστημονικής και οικονομικής της ανάπτυξης. «Το βιβλίο αξίζει να διαβαστεί», σημείωσε, «καθώς αποτυπώνει το κλίμα της εποχής και φωτίζει την πορεία του κορυφαίου πνευματικού ιδρύματος της Κύπρου».

Ο κ. Χατζηδημητρίου, από την πλευρά του, χαρακτήρισε την παρουσίαση φόρο τιμής στον Ανδρέα Φιλίππου, εξυμνώντας το θάρρος και την επιμονή του στην ίδρυση του Πανεπιστημίου. Ανέδειξε με τη σειρά του τις δυσκολίες που προηγήθηκαν, τονίζοντας πως πρόκειται για μια ιστορία που δεν πρέπει να ξεχνιέται — ούτε ως κατάκτηση ούτε ως έργο υψηλών στόχων.

Στην αντιφώνησή της, η συγγραφέας Αθηνά Φιλίππου εξέφρασε τις ευχαριστίες της προς το Πανεπιστήμιο Κύπρου για τη διοργάνωση της εκδήλωσης επισημαίνοντας παράλληλα ότι ένιωσε καθήκον να συγγράψει το βιβλίο, γνωρίζοντας την ύπαρξη σπάνιου και αναξιοποίητου αρχειακού υλικού. Όπως δήλωσε, πρόκειται για ένα ντοκουμέντο της πολιτικής ζωής της Κύπρου – και εν μέρει της Ελλάδας – στα τέλη του 20ού αιώνα, που φωτίζει και τη θεσμική σύγκρουση ανάμεσα σε εκτελεστική και νομοθετική εξουσία. «Το βιβλίο δεν είναι διήγηση», τόνισε, «αλλά μια σύνθεση από προσωπικές μαρτυρίες, αρχειακό υλικό του Ανδρέα Φιλίππου, δημοσιεύματα της εποχής, επίσημα έγγραφα και φωτογραφίες».

Τον συντονισμό της παρουσίασης ανέλαβε η Εκπρόσωπος Τύπου του Πανεπιστημίου Κύπρου, κα Δόξα Κωμοδρόμου, δίνοντας την ευκαιρία στο κοινό να τοποθετηθεί και να εκφράσει τις απόψεις του. Στην εκδήλωση παρευρέθηκαν βουλευτές, εκπρόσωποι κομμάτων, πρώην Υπουργοί, μέλη της ακαδημαϊκής και διοικητικής κοινότητας του Πανεπιστημίου, η οικογένεια της συγγραφέως και πλήθος κόσμου.

ΠΗΓΗ -ΦΩΤΟ :  Πανεπιστήμιο Κύπρου

*********************************************************

 Μιχάλης Παπαπέτρου:  Ο ΝΟΜΟΣ ΕΧΕΙ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ

Θέλω από την αρχή να εκφράσω τα συγχαρητήρια μου στην Αθηνά Φιλίππου για την συγγραφή αυτού του βιβλίου. Μέσα από τις σελίδες του μας ταξιδεύει στην πορεία για την ίδρυση του Πανεπιστημίου Κύπρου. Μιάς τεράστιας κατάκτησης, από τις μεγαλύτερες και πιο ουσιαστικές στην πορεία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτός ο δρόμος δεν ήταν εύκολος. Ήταν γεμάτος με δυσκολίες. Ξεκινώντας από την απόλυτη άρνηση, γιατί τάχα το να αποκτήσει η Κύπρος Πανεπιστήμιο, ισοδυναμούσε με τον αφελληνισμό της και με εθνική μειοδοσία. Μέχρι τα εμπόδια και τις τρικλοποδιές που συστηματικά στήθηκαν σε όλη την πορεία, μέχρι να υλοποιηθεί ο στόχος.

Και όταν τελικά η  Βουλή ψήφισε τον Νόμο  για την ίδρυση Πανεπιστημίου, έστω και με ελλείψεις και αδυναμίες, ο πόλεμος κατά του Πανεπιστημίου συνεχίστηκε συστηματικός και πολύπλευρος σε όλα τα επίπεδα, μερικές φορές φτάνοντας μέχρι το Γραφείο του Υπουργού Παιδείας και την Επιτροπή Παιδείας της Βουλής των Αντιπροσώπων.

Τελικά αποδείχθηκε ότι τα εμπόδια και οι αντιρρήσεις δεν είχαν την μορφή μιάς επιμέρους διαφωνίας, αλλά καθολικό χαρακτήρα, που περισσότερο έμοιαζε με  ιδεολογική αντιπαράθεση. Όταν ο Γιώργος Βασιλείου, ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, διακήρυξε την απόφαση για πραγματοποίηση  του μεγάλου οράματος και ανέθεσε στον Υπουργό του Αντρέα Φιλίππου την υλοποίηση του, κανένας δεν φαντάστηκε ότι θα υπήρχαν τόσο θεμελιακές ενστάσεις. Εξ´ άλλου η παγκόσμια ιστορία διδάσκει ότι το Πανεπιστήμιο αποτελεί απαραίτητο εργαλείο για κάθε χώρα. Έχει εμπεδωθεί, όταν μια χώρα αποκτά την ανεξαρτησία της, μια από τις πρώτες πράξεις να είναι η ίδρυση Πανεπιστημίου, ως αναγκαίας προυπόθεσης για πνευματική, επιστημονική, αλλά και οικονομική ανέλιξη. Το ίδιο έγινε και στην Ελλάδα, ακόμα από το 1837. Και όμως στην Κύπρο, ενάμισυ αιώνα αργότερα, λογής λογής σκοταδιστές,  μας έλεγαν ότι το Πανεπιστήμιο θα επηρεάσει την ελληνικότητα της Κύπρου και ότι ο Παρθενώνας θα πρέπει να παραμείνει ο μοναδικός εθνικός φάρος για τους Κυπρίους. Αυτές οι θέσεις συνιστούσαν κρατικό παραλογισμό και εθνικό μαζωχισμό, με σοβαρές επιπτώσεις σε βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας και του κυπριακού λαού.  Και όταν αυτές οι απόψεις απομονώθηκαν και τα πολιτικά κόμματα συντάχθηκαν στην ίδρυση του κυπριακού Πανεπιστημίου, άρχισε ο πόλεμος των χαρακωμάτων.

Κάποιοι διακήρυσσαν ότι το Πανεπιστήμιο πρέπει να είναι ελληνικό και όχι κρατικό-δικοινοτικό. Και τα έλεγαν αυτά μετά το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή, που οδήγησε στην ντε φάκτο διχοτόμηση της Κύπρου. Σε μια διαιρεμένη χώρα, όταν ο Ντενκτάς διακήρυσσε το αδύνατο της συμβίωσης των δύο κοινοτήτων, κάποιοι επεδίωκαν χωριστικούς θεσμούς και όχι εργαλεία επανένωσης και συνεργασίας. Σε βαθμό που κάποιος να διερωτάται μήπως  τα περί επανένωσης ήταν λόγια χωρίς περιεχόμενο και ουσία. Τελικά κάναμε δικοινοτικό Πανεπιστήμιο, αλλά με σοβαρές ελλείψεις και αδυναμίες, αφού στην πράξη απευθυνόταν στην μια κοινότητα. Ακόμα κι αν ο σκοπός ήταν η δικοινοτικότητα, ο τρόπος σύστασης του, τουλάχιστον σε μερικές, αλλά ουσιαστικές, πτυχές, παρέπεμπε σε κάτι διαφορετικό. Πως μπορούσε το Πανεπιστήμιο να είναι δικοινοτικό όταν στην πράξη η τουρκοκυπριακή κοινότητα  έχει μια τυπική παρουσία; Διερωτηθήκαμε ποτέ πόσους τουρκοκύπριους φοιτητές έχει το Πανεπιστήμιο και ποιά κίνητρα προσέφερε το Κράτος για να τους προσελκύσει; Πόσοι Τ/Κ βρίσκονται στο Συμβούλιο και στην Σύγκλητο; Και πως τους κάνουμε να νοιώθουν ότι αυτό το ίδρυμα είναι και δικό τους. Κι ας μη λεχθεί ότι δεν θέλουν να συμμετάσχουν, γιατί το επιχείρημα είναι έωλο και αστήρικτο. Το ζητούμενο είναι η στάση μας να πείθει κάθε καλόπιστο τρίτο, ότι οι τουρκοκύπριοι είναι ευπρόσδεκτοι στο Πανεπιστήμιο επί ίσοις όροις.

Στον κρίσιμο χρόνο εγέρθηκε και το θέμα της γλώσσας. Άρρηκτα συνδεδεμένο με την μορφή του Πανεπιστημίου. Επιτεύχθηκε  συναίνεση, οι γλώσσες του Πανεπιστημίου να είναι οι επίσημες γλώσσες της Κυπριακής Δημοκρατίας, η ελληνική και η τουρκική. Υπήρξε, όμως,  εισήγηση από το ΑΚΕΛ, για ένα ενδιάμεσο διάστημα, να χρησιμοποιηθεί ως βοηθητική και η αγγλική γλώσσα, κατά κύριο λόγο για να μπορούν να επικοινωνούν Ε/Κ και Τ/Κ, μέχρι που να ξεπεραστούν οι δυσκολίες επικοινωνίας. Και υπήρξε, ακόμα, εισήγηση σε μερικά τμήματα να χρησιμοποιηθεί και η αγγλική, ως βοήθημα για την σύνδεση με την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα και την παρακολούθηση της επιστημονικής προόδου. Όλες αυτές οι εισηγήσεις απορρίφθηκαν πανηγυρικά και μάλιστα, σε μερικές περιπτώσεις, γαρνιρισμένες με μπόλικη υπερπατριωτική ρητορεία. Ήταν τότε που ακούστηκαν περίεργες απόψεις, όπως τις ανθολογώ από το βιβλίο της Αθηνάς  Φιλίππου.

Μιλώντας στην ΠΟΕΔ το 1988, ο πρέσβης της Ελλάδας Ευθύμιος Στοφορόπουλος ανέφερε: «Υιοθέτηση γλώσσας άλλης από την μητρική, θα πλήξει ανεπανόρθωτα την Στοιχειώδη και Μέση Εκπαίδευση, που σταδιακά θα απωλέσουν τον ελληνικό τους χαρακτήρα. Θα εξαπλωθεί ένα είδος καρκινώματος σε ολόκληρο τον οργανισμό της Παιδείας».

Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Α την Μεγάλη Παρασκευή του 1989, μέσα στην εκκλησία της Παλλουριώτισσας είπε στον Υπουργό Παιδείας Αντρέα Φιλίππου: «Θα σε αφορίσω αν τολμήσεις να βάλεις τα αγγλικά στο Πανεπιστήμιο». Ανάλογες απειλές εκστόμισε ο ίδιος ιερωμένος, όταν η Βουλή επεχείρησε να εισάξει τον πολιτικό γάμο και την εγκαθίδρυση πολιτικών Δικαστηρίων για να εκδικάζουν τις οικογενειακές διαφορές. Μετά τις αντιδράσεις της Εκκλησίας, αποφασίστηκε η Επιτροπή Νομικών συνοδευόμενη από τον Πρόεδρο της Βουλής Βάσο Λυσσαρίδη και τον Πρόεδρο του ΔΗΣΥ Γλαύκο Κληρίδη να επισκεφθούν τον Μακαριώτατο για συζήτηση του θέματος.  Εκεί, ευθύς εξ´ αρχής, δέχθηκαν φραστική επίθεση και ο Χρυσόστομος απείλησε ότι θα δώσει εντολή να μην θάβονται οι βουλευτές που θα ψηφίσουν υπέρ. Ο Κληρίδης του απάντησε ότι δεν υπάρχει πρόβλημα. Όταν πεθάνω, είπε, θα δώσω εντολή να φέρουν την σορό μου έξω από την Αρχιεπισκοπή και θα αναγκασθείς να με θάψεις λόγω δυσοσμίας.

Ο καθηγητής Μπαμπινιώτης από την Αθήνα ανέφερε ότι, αφού διάβασε τις τοποθετήσεις του πρώην Υπουργού Παιδείας Κονομή και του Λούη Ηγουμενίδη για χρήση και  της αγγλικής, ανησυχεί ότι οδηγούμαστε στον αφελληνισμό της Κύπρου.

89 έλληνες πανεπιστημιακοί με διακήρυξη τους στις 30 Μαίου 1989 τονίζουν: «Στη σημερινή κρίσιμη φάση του κυπριακού είναι απαραίτητος ο τονισμός της ελληνικής ταυτότητας των Κυπρίων και η σύσφιξη των πολιτιστικών σχέσεων με την Ελλάδα ως εθνικό κέντρο….Όχι στην γλωσσική συρρίκνωση που θα φέρει την εθνική συρρίκνωση. Ελληνόφωνο πανεπιστήμιο στην Κύπρο».

Και όλα αυτά μετά το πραξικόπημα και την εισβολή. Τουλάχιστον, όμως, αυτοί ήταν πιο ειλικρινείς. Δεν μας μίλησαν  για δυό επίσημες γλώσσες, αλλά για ελληνόφωνο πανεπιστήμιο.

Το ότι τελικά στην πράξη, με την προκάλυψη των δύο επίσημων γλωσσών, δημιουργήσαμε ένα ελληνοκυπριακό πανεπιστήμιο, είναι αδιαμφισβήτητο. Χαρακτηριστικές οι αναφορές του Νιαζί Κιζίλγιουρεκ στο βιβλίο του « Ο έμπορος των εθνών», όπου περιγράφει την προσωπική του περιπέτεια. Απορρίφθηκε δύο φορές για Λέκτορας στο Τμήμα Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών, παρά την πληθώρα προσόντων και την άριστη  γνώση της ελληνικής γλώσσας.  Μέχρι που του λέχθηκε από φίλο του καθηγητή ότι ο διορισμός του σ´ αυτό το Τμήμα θα εθεωρείτο  πρόκληση και ότι θα ήταν καλύτερα να κάνει αίτηση στο Τμήμα Τουρκολογίας, όπου οι αντιδράσεις, λόγω του αντικειμένου, θα ήταν μικρότερες. Τελικά ενέδωσε και διορίστηκε.

Όταν έγραψε το βιβλίο του Ολική Κύπρος, κεντρικό σημείο του οποίου είναι ότι οι Ε/Κ και Τ/Κ, πέραν της εθνικής τους καταγωγής, που θα πρέπει να διατηρήσουν και να είναι υπερήφανοι γι’ αυτήν, θα πρέπει να αντικρύσουν την Κύπρο ως σύνολο και να υπερβούν τις διαφορές τους χτίζοντας πάνω στην κοινή κυπριακή τους καταγωγή. άρχισε εκστρατεία εναντίον του γιατί κήρυσσε τον κυπριωτισμό. Σ´ αυτή τη εκστρατεία ενεπλάκησαν πολλά πολιτικά πρόσωπα, ανάμεσα τους οι Νίκος Αναστασιάδης, ο Πρόδρομος Προδρόμου, ο Ζαχαρίας Κουλίας και άλλοι. Τέτοιο ήταν το κλίμα που δημιουργήθηκε, που ακόμα και ο πραξικοπηματίας Νίκος Σαμψών ενεπλάκη γράφοντας στην «Μάχη»: «Βρωμότουρκε, σήκω φύγε».

Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο η ιστορία να πραγματοποιεί κύκλους. Ένα τέτοιο αποτελεί αναμφίβολα το θέμα  του Πανεπιστημίου. Δεν έχω την παραμικρή  διάθεση να μειώσω το τι πέτυχε το Πανεπιστήμιο  μας. Παρά τα εμπόδια, παρά την υπόσκαψη, το Πανεπιστήμιο Κύπρου στα τριανταπέντε χρόνια της ζωής του έκανε άλματα προόδου και κέρδισε την διεθνή καταξίωση. Δημιούργησε προοπτικές ανόδου και σήμερα, το κυριότερο, κέρδισε την εμπιστοσύνη του κυπριακού λαού και επάξια μετατράπηκε στο κύριο φυτώριο επιστημονικής τεκμηρίωσης της κοινωνίας. Λόγω της συστηματικής δουλειάς του Φιλίππου και της Κυβέρνησης το Πανεπιστήμιο στήθηκε σωστά, παρ´ όλο που κάποια πράγματα, κατά την ταπεινή μου γνώμη έπρεπε να είναι διαφορετικά. Είναι τραγικό ότι, ακόμα και σήμερα, τριανταπέντε χρόνια μετά, κάποιοι  αγωνίζονται να του στερήσουν την δυνατότητα κάποιων αγγλόφωνων τμημάτων, απόλυτα αναγκαίων για την επιστημονική και οικονομική του αναβάθμιση. Και μάλιστα, την ίδια στιγμή που τα Ελληνικά Πανεπιστήμια θα έχουν την δυνατότητα να ιδρύσουν Παραρτήματα στην Κύπρο, χρησιμοποιώντας αγγλόφωνα τμήματα. Τώρα που αναφέρομαι στα ελληνικά πανεπιστήμια, θέλω να υπογραμμίσω ότι δηλώσεις που ακούσαμε πρόσφατα από Πρύτανη, ότι το Παράρτημα, που το Πανεπιστήμιο του θα ιδρύσει στην Κύπρο,  θα οδηγήσει στην Ένωση, είναι εκτός τόπου και χρόνου και θα πρέπει να αναχαιτιστούν με αποφασιστικότητα από την αρχή. Αρκετά πλήρωσε και πληρώνει αυτός ο τόπος από ακρότητες και ανοησίες και δεν έχει κανένα απολύτως περιθώριο να ανεχθεί καινούργιες.

Στις σελίδες αυτού του βιβλίου παρατίθενται πολλές λεπτομέρειες. Μεταξύ αυτών οι διεργασίες για την επιλογή του χώρου δημιουργίας του Πανεπιστημίου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ στην ζωή μου μερικούς, ευτυχώς, βουλευτές που προσέρχονταν στις συνεδρίες της Επιτροπής Παιδείας με τοπογραφικά και κοτσιάνια, για να διαπιστώσουν πόσο κοντά στις περιουσίες τους βρίσκονταν οι δύο προτεινόμενες τοποθεσίες της Αθαλάσσας και του BMH. Περιλαμβάνονται, ακόμα, πολύτιμα στοιχεία για  τις τοποθετήσεις στην Επιτροπή Παιδείας και την Ολομέλεια  της Βουλής. Και ακόμα, σχετικά με τους προβληματισμούς και τις μεθοδεύσεις του Υπουργείου Παιδείας. Η Αθηνά με το βιβλίο της πήρε την μνήμη πίσω, τότε που έπρεπε να ληφθούν κρίσιμες αποφάσεις και να κατασκευαστούν οι ράγες πάνω στις οποίες θα ταξίδευε το τρένο του πρώτου Πανεπιστημίου στην Κύπρο. Βρισκόμενη σε ιδανική θέση, δίπλα στον Αντρέα,  η συγγραφέας μας φέρνει σε επαφή με όλη την δουλειά που έγινε, τα εμπόδια που έπρεπε να ξεπεραστούν και τα παρασκήνια που χρωμάτισαν την όλη προσπάθεια.

Πιστεύω ότι αυτό το βιβλίο αξίζει να διαβαστεί. Δίνει το κλίμα της εποχής και εξηγεί πολλά που επακολούθησαν. Και που ακόμα και σήμερα παρεμβάλουν εμπόδια στην ομαλή εξέλιξη και λειτουργία του κορυφαίου πνευματικού ιδρύματος του τόπου μας.

Μιχάλης Παπαπέτρου (α) και Τάκης Χατζηδημητρίου (δ)

Τάκης Χατζηδημητρίου: Πανεπιστήμιο Φιλίππου

Σήμερα, στο Πανεπιστήμιο Κύπρου,  αποδίδουμε τιμή στον  Ανδρέα Φιλίππου, τον υπουργό Παιδείας που εργάστηκε με φαντασία και όραμα, με θάρρος και επιμονή για την ίδρυσή του. Με την ευκαιρία της παρουσίασης του βιβλίου της Αθηνάς Φιλίππου «Ο νόμος έχει τη δική του ιστορία – Η ίδρυση του Πανεπιστημίου Κύπρου με το νόμο 144/1989» καταγράφεται η περιπέτεια , η προσπάθεια για την πραγμάτωση του μεγάλου σχεδίου, του μεγάλου επιτεύγματος της ίδρυσης του Πανεπιστημίου Κύπρου. Μια ιστορία που δεν πρέπει να λησμονείται, ούτε ως κατάκτηση, αλλά ούτε ως έργο με ψηλούς στόχους που εξαρχής όρισε ως αποστολή του.

Ο Ανδρέας Φιλίππου έδωσε τέλος στο στενόκαρδο, άχαρο και αρνητικό πνεύμα που εμπόδιζε την ίδρυσή του για 30 χρόνια και που   άφηνε τον τόπο αδύναμο, χωρίς νεύρο, εγκλωβισμένο σε νοοτροπίες εξάρτησης και νοσηρών αντιλήψεων.

Καμπή, φυσικά, υπήρξε ο Προέδρος Βασιλείου που περιέλαβε την ίδρυση του Πανεπιστημίου στο προεκλογικό του πρόγραμμα στις εκλογές του 1988. Μετά την εκλογή του  προχώρησε στην άμεση υλοποίησή του και δίκαια το Πανεπιστήμιο, σε ειδική τελετή του απένειμε τη δέουσα τιμή. Όμως, η υλοποίηση της υπόσχεσης έγινε από τον υπουργό Παιδείας και αυτό δεν αφορούσε τη διεκπεραίωση μιας τυπικής διαδικασίας. Χρειαζόταν επίγνωση της ευθύνης που ανελάμβανε, χρειαζόταν, ακόμα, ανωτερότητα, ώστε να το κάνει ευρύτερη υπόθεση των ακαδημαϊκών που θα έπρεπε να το αγκαλιάσουν από την πρώτη στιγμή, αλλά και του λαού που πια προσέβλεπε στο Πανεπιστήμιο ως μια αξία που θα στήριζε τον τόπο.

Η έννοια του Πανεπιστημίου ήταν ουσιαστικά και μια άλλη αντίληψη για την Κύπρο και το ίδιο το Κυπριακό πρόβλημα μετά το πραξικόπημα και την τούρκικη εισβολή και κατοχή.

Θα ήταν ένα από τα πιο βασικά ιδρύματα που θα θεμελίωναν την έννοια του κράτους. Απόφαση που θα έδινε μια νέα διάσταση στην Κ.Δ. και δείγματα νέου προσανατολισμού για την αυριανή Κύπρο  στην επιστήμη και στον κόσμο. Δεν είναι τυχαίο ότι την ίδρυση του Πανεπιστήμιου ακολούθησε και η αίτηση ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ επί Ιταλικής προεδρίας. 

Με το δικοινοτικό του χαρακτήρα άνοιγε το δρόμο στην πολιτιστική επικοινωνία και αλληλογνωριμία μεταξύ ΕΚ και ΤΚ, αλλά και των Μαρωνιτών, Αρμενίων και Λατίνων. Η έννοια του πολιτισμού απαιτεί ταπεινότητα, συνεργασία, σεβασμό του άλλου για να σε σεβαστεί και εκείνος. Όταν ζητάς πολιτιστική επικυριαρχία, αντιμετωπίζεις ανάλογη συμπεριφορά από τον άλλο. Και τελικά ζημιώνεται ο τόπος καθολικά, όπως άλλωστε συνέβη στην Κύπρο. Αφύσικη η διαίρεσή της σε βορρά  και νότο με χωριστά πολιτιστικά χαρακτηριστικά που η Τουρκία προσπαθεί να εμβαθύνει. Σ΄ αυτό, ακριβώς, αντιδρούν οι Τουρκοκύπριοι . Δεν πέτυχαμε τη δικοινοτική συμμετοχή στο Πανεπιστήμιο, όμως,  Υπάρχουν πια πολλοί νέοι φορείς ενός νέου πνεύματος. Υπάρχει έργο επιστημονικό που προσφέρει πληροφόρηση και ενημέρωση πέραν από τα συνηθισμένα συνθήματα και τις επιπόλαιες εκτιμήσεις . Υπάρχει ακόμη και το ενθαρρυντικό, με την παρουσία ΤΚ καθηγητών και κάποιων ΤΚ φοιτητών, που αποκτούν πανεπιστημιακούς τίτλους στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.

Με τη γένεση της Κυπριακής Δημοκρατίας παρουσιάστηκε χάσμα μεταξύ πολιτικής και πολιτισμού. Η αναμέτρηση μεταξύ ενός παρελθόντος που έπρεπε να υπερβούμε και ενός μέλλοντος που έπρεπε να κατακτήσουμε, και αυτό εκφράστηκε με σαφήνεια στο θέμα του Πανεπιστημίου. Οι υπέρ και οι εναντίον. Οι υπέρ λίγοι, οι ενάντιοι πολλοί.

Κυρίαρχη άποψη ήταν εκείνη που χαρακτήριζε την ιδέα για Πανεπιστήμιο καταστρεπτική, αν όχι και πράξη εθνικής προδοσίας. Και ο λόγος; Η διαφύλαξη του εθνικού φρονήματος, ωσάν η υπόθεση της εθνικής φυσιογνωμίας των Ελληνοκυπρίων  να είναι υπόθεση  άγνοιας , αδυναμίας παραγωγής σκέψης και ιδεών.

Χρειάστηκε να περάσουν χρόνια μετά  την ανεξαρτησία για να γίνει και η πρώτη αναφορά στην Κυπριακή Βουλή. Στις 28 Νοεμβρίου 1968.  Ο Πέτρος Στυλιανού, ένας βουλευτής με πνευματικές ανησυχίες, μιλώντας στη Βουλή τόνισε ότι η ίδρυση πανεπιστήμιου στην Κύπρο « Θα συμβάλει αποφασιστικώς εις την επιστημονικήν, την εθνικήν,   αλλά και την οικονομικήν  ανάπτυξιν του τόπου.» Περαιτέρω υποστήριξε  ότι η Κύπρος είναι η μόνη μεσογειακή χώρα η οποία στερείται πανεπιστημιακού ιδρύματος. Η συζήτηση περιορίστηκε σε τρεις μόνο ομιλητές. Ένας ομιλητής του Πατριωτικού Μετώπου τάχθηκε εναντίον, ενώ ένας άλλος τοποθετήθηκε υπέρ. Τρίτος ομιλητής ηταν ο ΓΓ του ΑΚΕΛ, Παπαϊωάννου, που υποστήριξε επέκταση  της υποχρεωτικής εκπαιδεύσεως εις οκταετή και αποφασιστική επέκταση της επαγγελματικής και τεχνικής εκπαιδεύσεως. Το θέμα, χωρίς να προκαλέσει το ευρύτερο ενδιαφέρον των βουλευτών  παραπέμφθηκε για περαιτέρω μελέτη χωρίς να καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα.

Στο μεταξύ παρουσιάζεται διαφοροποίηση του υπουργού Παιδείας, Κωνσταντίνου Σπυριδάκη. Σε ομιλία του το 1967 λέγει ότι « Η Κύπρος οφείλει να αποκτήσει πανεπιστήμιον […] και  προσθέτει : « προϋπόθεσις προς ίδρυσιν  πανεπιστημίου είναι η συνεννόησις μετά της Ελλάδος επί της μορφής και του χαρακτήρος του … Και όταν επιτευχθεί ένωσις μετά της Ελλάδος , θα υπάρχει ακόμη περισσοτέρα ανάγκη ιδρύσεως πανεπιστημίου. Συνεπώς δύναται να γίνει τούτο και κατά την μέχρι της ενώσεως συντόμου, ως ελπίζομεν, μεταβατική περίοδον.»

Τοποθέτηση ενδεικτική της εκτός πραγματικότητας αντίληψης τόσο του Κυπριακού όσο και του Πανεπιστημίου ως υποκατάστημα κάποιου ελληνικού.

Αντίθετος με την ίδρυση Πανεπιστήμιου ήταν και ο Φρίξος Πετρίδης που διαδέχθηκε το 1970 τον Κωνσταντίνο Σπυριδάκι. Έβρισκε την ιδέα άκαιρη υπό το φως των καλώς γνωστών κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών.

Η ίδρυση Πανεπιστημίου συζητήθηκε ξανά στη Βουλή ύστερα από δώδεκα χρόνια, στις 20 Νοεμβρίου 1980 με εισήγηση δική μου. Ήταν μια διαφορετική συζήτηση με ορμή και κριτική διάθεση για την αδυναμία της κυβέρνησης να προχωρήσει στην ίδρυση πανεπιστημίου όχι πια κοινοτικού τύπου, όχι παραρτήματος, αλλά ως ενός αυτοδύναμου ιδρύματος με δικοινοτικό χαρακτήρα, ελεύθερου, ανεξάρτητου και με ερευνητικά προγράμματα. Ένα  πανεπιστήμιο με διεθνή χαρακτηριστικά που να δηλώνει την οντότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας και τον δικοινοτικό της χαρακτήρα. Κάτι που δυστυχώς πολύ αργήσαμε να καταλάβουμε κι αυτό μετά το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή και κατοχή. Είχαν προηγηθεί  μελέτες ειδικών από το 1976. Ο Μακάριος όρισε και τον τόπο για πανεπιστημιούπολη στον Κόρνο. Έγιναν διυπουργικές επιτροπές, λήφθηκαν αποφάσεις το 1978 και το1979, μπήκε στον προϋπολογισμό πρόνοια για Πανεπιστήμιο χωρίς αντίστοιχη δαπάνη για δυο χρόνια. Γεγονός που προκάλεσε και τη συζήτηση. Ακολούθησε σχέδιο ψηφίσματος από τον εισηγητή και στις 8 Ιανουαρίου 1981 που εγκρίθηκε ομόφωνα. Το ψήφισμα θεωρούσε αναγκαία για πολιτικούς , επιστημονικούς και οικονομικούς λόγους την ίδρυση ενός ανεξάρτητου και αυτόνομου πανεπιστημίου. Ενός ιδρύματος που θα αποτελούσε έκφραση πίστης στο μέλλον του τόπου. Στις επιμέρους του πρόνοιες το ψήφισμα αναφερόταν και στις γλώσσες της Κυπριακής Δημοκρατίας, ελληνικά και τουρκικά και επιπλέον στα αγγλικά.

Η απόφαση δεν έμεινε απαρατήρητη. Αντέδρασε ο πρέσβης της Ελλάδας, Χρήστος Ζαχαράκης. Στο βιβλίο του « Άκρως απόρρητα – ειδικού χειρισμού» έγραψε κάτω από τον τίτλο « Η Μαριορή και ο πανεπιστημιακός φερετζές» και τα εξής : «προσωπικά είχα απερίφραστα και δημόσια ταχθεί εναντίον της ιδέας ιδρύσεως, ακόμη και ελληνόφωνου, κυπριακού πανεπιστημίου, γιατί δεν είχα αμφιβολία ότι, αν αυτή έπαιρνε σάρκα και οστά τελικά θα κατέληγε σε κάποια διευθέτηση εξαμβλωματικού τύπου που θα εξυπηρετούσε εντελώς άλλους και, μακροπρόθεσμα πολύ επικίνδυνους στόχους […] Στις 7 Νοεμβρίου 1980,» συνεχίζει ο πρέσβης, «το θέμα συζητήθηκε στην κυπριακή Βουλή και όλοι οι ομιλητές τάχθηκαν υπέρ της ιδρύσεως πανεπιστημίου για όλους τους Κυπρίους. Αυτός όμως που ξεπέρασε τους πάντας είναι ο γνωστός ακραίος εδεκίτης Τάκης Χατζηδημητρίου ο οποίος απέδωσε την καθυστέρηση της όλης υποθέσεως σε αντιδράσεις «κύκλων των Αθηνών» που υποβαθμίζουν την κυπριακή κυβέρνηση σε  κοινοτική διοίκηση, την  διατάσσουν ως εθνικό κέντρο και αυτή υποτάσσεται ως υποκατάστημα κλπ. κλπ. Ο Λυσσαρίδης διέρρηξε, ως συνήθως, τα ιμάτιά του όταν του επεσήμανα τους ισχυρισμούς του υπαρχηγού του, διατεινόμενος ότι αγνοούσε το περιεχόμενο της ομιλίας του.» Αυτά κατάλαβε κι αυτά είπε ο Πρέσβης της Ελλάδας από την όλη συζήτηση στη Βουλή. Και ο Πρέσβης συνεχίζει: «Επιμένω ότι όσο βρίσκομαι στην Κύπρο θα καταβάλω κάθε προσπάθεια για να αποτρέψω οποιαδήποτε εξέλιξη προς την κατεύθυνση ιδρύσεως αυτού του κατασκευάσματος που θα αποτελέσει εστία και προπύργιο διαβρώσεως του εθνικού και πολιτισμικού φρονήματος των ελληνοπαίδων της Κύπρου και θα προσφέρει πεδίον δόξης και δραστηριότητος λαμπρό σε κάθε λογής Αμερικανό, Άγγλο, Σοβιετικό και Τούρκο πράκτορα.

Μια  μόνο παρατήρηση:  Η Κύπρος δεν είναι Μαριορή κι ούτε το Πανεπιστήμιο φερετζές, αλλά ένα νησί με μακραίωνη ιστορία και πολιτισμό στην πιο κρίσιμη περιοχή της γης. Οι δυο πιο σημαντικοί Κύπριοι ιστορικοί, Θεόδωρος Παπαδόπουλος και Κώστας Κύρρης αποδίδουν τις ιδιομορφίες της Κύπρου, πολιτιστικές, πολιτικές και ιστορικές στη γεωγραφική της θέση, βαθιά στην Ανατολική Μεσόγειο , πλάι και μαζί με τη Δύση και την Ανατολή.  Οι αναφορές του πρέσβη είναι ενδεικτικές άγνοιας τι η Κύπρος σήμαινε.

Όμως για να είμαστε πιο σωστοί και δίκαιοι, άγνοια για την Ελλάδα είχαμε  και εμείς εδώ στην Κύπρο. Έλειψε η γνώση της σύγχρονης ιστορίας και περίσσεψαν οι συμβολισμοί, οι φαντασιώσεις και οι ιδεοληψίες, που οδήγησαν σε εντάσεις και που έφεραν στο τέλος την καταστροφή.

Στα χρόνια που ακολούθησαν προστέθηκαν εκθέσεις ξένων εμπειρογνωμόνων που έμεναν στα συρτάρια των υπουργών μέχρι που ξεπερνιόνταν από τις εξελίξεις. Όμως το θέμα του πανεπιστημίου έμενε εκεί, αποκτούσε όλο και πιο πολύ λαϊκή βάση που δρούσε πια πιεστικά στην πολιτική ηγεσία .  Ο Γιώργος Βασιλείου το 1988, αμέσως μετά τη εκλογή του, ανάθεσε στον υπουργό Παιδείας Ανδρέα Φιλίππου, την ευθύνη για την πραγμάτωση του έργου. Απ’ εδώ και πέρα ο ρόλος του υπουργού είναι καθοριστικός.

Ο υπουργός άρχισε καλά και σωστά. Αναζήτησε συνεργάτες που θα συνέβαλλαν στην υλοποίηση του στόχου. Συγκρότησε Προπαρασκευαστική Επιτροπή (Π.Ε.) με Κύπριους καθηγητές που διέπρεψαν στην επιστήμη  στο διεθνή χώρο, με Κύπριους επιστήμονες που εργάζονταν στην Κύπρο, και με συμμετοχή όλων των πρώην υπουργών Παιδείας. Δεν  ήταν απλά ένας διορισμός σε μια, έστω σημαντική, επιτροπή. Ο υπουργός μπόρεσε να μεταδώσει μηνύματα , να βάλει ψηλούς στόχους , να εμπνεύσει εμπιστοσύνη, να στρατεύσει σημαντικούς ανθρώπους για να μεριστεί μαζί τους έργο ιστορικής σημασίας. Τα μέλη της Π.Ε. θεώρησαν το έργο που τους ανατέθηκε ως αποστολή,  εργάσθηκαν αμισθί συστηματικά και συντονισμένα  και έφεραν το έργο τους σε πέρας με μια ολοκληρωμένη έκθεση. Δεν περιορίστηκαν μόνο σε μελέτες και  συσκέψεις˙ διάβηκαν και το κατώφλι της κοινωνίας,  έκαναν και επαφές με όλα τα κόμματα και άλλους αντιπροσωπευτικούς παράγοντες . Στόχος της συλλογικής εργασίας  ήταν η πραγμάτωση υψηλών στόχων, προσαρμοσμένων στις τοπικές συνθήκες .

Υπήρχε πια η πολιτική βούληση. Το νομοσχέδιο, στις 3 Νοεμβρίου 1988 εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο. Αμέσως μετά, στις 8 Νοεμβρίου κατατέθηκε στη Βουλή. Στις 9 Νοεμβρίου ο υπουργός Παιδείας, σε δημοσιογραφική συνέντευξη, ενημέρωνε το λαό για τον χαρακτήρα και τους σκοπούς του Πανεπιστημίου.

Η πορεία προς την ίδρυση του Πανεπιστήμιου δεν ήταν ανέφελη . Οι υπαινιγμοί, οι παρερμηνείες και οι υποψίες συνόδεψαν την προσπάθεια εξ αρχής. Μια εβδομάδα μετά τη διαβεβαίωση, στις 28 Φεβρουαρίου 1968, του Προέδρου Βασιλείου και το διορισμό των υπουργών υπάρχει παρέμβαση του Πρέσβη της Ελλάδας Στοφορόπουλου. Δεν θέλει τα αγγλικά.

Άρνηση της αγγλικής  που καλά κρατεί μέχρι σήμερα και μάλιστα μέσα σε άλλα πια πληθυσμιακά τοπικά και διεθνή δεδομένα. 

Όταν ο πρόεδρος της Επιτροπής Παιδείας στις 10 Μαρτίου 1989,  πέντε μήνες μετά την κατάθεση του νομοσχέδιου στη βουλή, ερωτά τον υπουργό : Ποια η γλώσσα του Πανεπιστημίου; Ο υπουργός απαντά στις 20 Μαρτίου, μετα από συνεννόηση με τον Πρόεδρο, ότι γλώσσες του Πανεπιστημίου θα είναι η Ελληνική και τουρκική, οι επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας . Η αναταραχή όμως συνεχίζεται .

Το ΑΚΕΛ υιοθέτησε τελικά τις τρεις γλώσσες, ο ΔΗΣΥ τις δυο επίσημες και μάλιστα με την πρόβλεψη οτι θα είναι το μοναδικό πανεπιστήμιο που θα έχει η Κ.Δ. για τα επόμενα ίσως 50-100 χρόνια . Η ΕΔΕΚ τοποθετήθηκε υπέρ των επίσημων  γλωσσών, Ελληνικά και Τουρκικά, αλλά τόνισε ότι «είναι πολιτική μας βούληση και απόφαση να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στις ξένες γλώσσες και στα αγγλικά.»

Το θέμα της γλώσσας δεν ήταν το μόνο που  ταλαιπώρησε το νομοσχέδιο για την ίδρυση του Πανεπιστημίου. Έγιναν τροποποιήσεις, κάποιες ομόφωνες, αλλά και άλλες από την πλειοψηφία των μελών που έθεταν σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη ή έστω του επιπέδου του Πανεπιστημίου, με τη διαφωνία του ΑΚΕΛ και της ΕΔΕΚ. Τελικά, με αλλαγή της θέσης του Δημοκρατικού Συναγερμού, με καθοριστικό το ρόλο του Αλέκου Μαρκίδη, το νομοσχέδιο ψηφίστηκε ομόφωνα στις 13 Ιουλίου 1989, δηλαδή περίπου 9 μήνες μετά την κατάθεση του νομοσχεδίου.

Το Πανεπιστήμιο έμπαινε πια σε νέα φάση  Το έργο της ΠΕ τέλειωσε. Την έναρξη της λειτουργίας του Πανεπιστημίου θα αναλάμβανε η Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή με πρόεδρο τον Υπουργό Παιδείας, μέχρι τη συγκρότηση της Συγκλήτου και της εγκατάστασης των πρώτων Πρυτανικών αρχών. Και τότε προέκυψε μια νέα, απρόσμενη θύελλα. «Όχι ο υπουργός πρόεδρος της ΠΔΕ». «Ο Φιλίππου θέλει να γίνει Πρύτανης». «Ο υπουργός καταργεί την ανεξαρτησία του Πανεπιστημίου». Η πλειοψηφία και πάλι της Βουλής  ψηφίζει το ασύμβατο του υπουργού με την προεδρία της ΠΔΕ. Ο Πρόεδρος αναπέμπει το νομό. Η βουλή επιμένει. Ο Πρόεδρος καταφεύγει στο Ανώτατο. Η πλειοψηφία της Βουλής εκβιαστικά καθυστερεί τη ψήφιση των κανονισμών. Και, τότε, έρχεται ο ανασχηματισμός και ο Ανδρέας Φίλιππου, μετά που εισέπραξε όλη τη δυσφήμιση και την υπόσκαψη όσων αντιδρούσαν στο πανεπιστήμιο, μετασχηματίζεται. Παύεται από υπουργός. Στερείται της συνέχισης ενός έργου που με τόση επιμονή, σθένος και επιτυχία προώθησε. Στερείται της ικανοποίησης να είναι ο υπουργός που θα ολοκλήρωνε την προσπάθεια και που θα εγκαινίαζε το Πανεπιστήμιο Κύπρου. Άχαρη απόφαση. Όμως αυτά έχει η πολιτική. Και ο Ανδρέας δέχτηκε το πλήγμα με αξιοπρέπεια. Υπάρχει, όμως, κάτι που κανένας δεν μπορεί να του αφαιρέσει: τον ιστορικό τίτλο του υπουργού που ίδρυσε και που έταξε ψηλούς στόχους για το Πανεπιστήμιο Κύπρου. 

ΠΗΓΗ: ikme.eu

Share this post