Ο Μπετόβεν του Οδυσσέα Ελύτη, του Μάνου Χατζηδάκι και του Μίκη Θεοδωράκη

Ο Μπετόβεν του Οδυσσέα Ελύτη, του Μάνου Χατζηδάκι και του Μίκη Θεοδωράκη

Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου 

Η Ευρώπη γιόρτασε χθες  Κυριακή, 6 Ιουνίου 2021, τον Ludwig van Beethoven και τις 9 Συμφωνίες του σε 9 πόλεις με 9 συναυλίες. Ένα μεγάλο καλλιτεχνικό γεγονός που μεταδόθηκε ζωντανά. Εννέα σημαντικοί ευρωπαϊκοί πολιτιστικοί οργανισμοί θα ερμηνεύσουν τις 9 συμφωνίες του κορυφαίου Γερμανού μουσουργού.

Το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών συμμετείχε  σε αυτόν τον μουσικό μαραθώνιο «ταξιδεύοντας» εκτός αθηναϊκών τειχών για να παρουσιάσει στο Αρχαίο Θέατρο Δελφών, στις 20:00, τη Συμφωνία αρ. 7 σε λα μείζονα, έργο 92, με τον διεθνούς φήμης Έλληνα μαέστρο Θεόδωρο Κουρεντζή να διευθύνει τη musicAeterna. 

Έτος Μπετόβεν το 2020, με αφορμή την συμπλήρωση 250 χρόνων από την γέννηση του κορυφαίου μουσουργού. Μια επέτειος οικουμενική, που επεκτείνεται – ευτυχώς! – λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού, η οποία ακύρωσε τις σχετικές εκδηλώσεις κατά το 2020. 

Εμείς εδώ, στην Ιδιωτική Οδό, θα εστιάσουμε στην όποια σχέση ελλήνων δημιουργών με την τέχνη του μεγάλου Λούντβιχ.
Και ξεκινάμε από τον ποιητή Οδυσσέα Ελύτη. 

Ανοίγοντας τον Ταξιδιωτικό Σάκο του, ανακαλύπτουμε “μόνον τ’ απαραίτητα”, όπως λέει κι ο ίδιος. 

Εκεί από τον Μπετόβεν ο ποιητής επιλέγει δύο έργα από την μουσική δωματίου του συνθέτη: 

Σονάτα για βιολί και πιάνο αρ. 2 σε λα μείζονα, op 12 
Σονάτα για βιολοντσέλο και πιάνο αρ. 5 σε ρε μείζονα, op 102,1. 
Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Ελύτης επιλέγει όχι κάποια από τις θηριώδεις συμφωνίες του ή κάποιο από τα περίφημα κοντσέρτα του, αλλά μουσική δωματίου και δή σονάτες.
Παραθέτουμε στη συνέχεια τα δύο έργα. 

Η ερμηνεία της Σονάτας για βιολί είναι συγκλονιστική. Όχι μόνο για την σπουδαία Anne Sophie Mutter στο βιολί, μα και για τον καταπληκτικό Lambert Orkis στο πιάνο.
Είχα την τύχη να ακούσω ζωντανά αυτό το αχτύπητο δίδυμο σε μια συναυλία της διοργάνωσης “Πάτρα – Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 2006”. Ήταν, ίσως, η σημαντικότερη συναυλία της Πολιτιστικής και την είχε προγραμματίσει ο Θάνος Μικρούτσικος.

Η ερμηνεία της Σονάτας για τσέλο και πιάνο είναι ιστορική! Και γι΄αυτό ανεπανάληπτη.
Mstislav Rostropovich, cello
Sviatoslav Richter, piano

Και το 2021 γιορτάζονται, όπως είπαμε, τα 250 χρόνια από την γέννηση του Ludwig Van Beethoven (1770-1827). Ο μεγάλος συνθέτης γεννήθηκε πιθανότατα στις 16 Δεκεμβρίου. 

Πρόκειται αναμφισβήτητα για τον πιο αναγνωρίσιμο συνθέτη της κλασσικής μουσικής στο ευρύ κοινό, ειδικά για την περίφημη 5η συμφωνία του και την Ωδή της Χαράς από την μεγαλειώδη 9η.

Το πιο μυημένο κοινό έχει ακούσει κι άλλα έργα του κορυφαίου συνθέτη, αλλά και πάλι όχι τον Μπετόβεν στην ολότητά του.

Ο Μπετόβεν υπήρξε σίγουρα ο μεγάλος συμφωνιστής! Αλλά ποιος από τους πολλούς έχει ακούσει, για παράδειγμα, την 1η συμφωνία του, σε ντο μείζονα;

Κι εγώ την αγνοούσα ώσπου μου την υπέδειξε ο Μάνος Χατζιδάκις, όταν την έπαιξε με την Ορχήστρα των Χρωμάτων, που ο ίδιος ίδρυσε και διηύθυνε, την Μ. Τετάρτη, 3 Απριλίου 1991 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.

Ο Χατζιδάκις επέλεξε να ανοίξει εκείνη την Πασχαλινή συναυλία της Ορχήστρας των Χρωμάτων (που περιλάμβανε, επίσης, το Stabat Mater του Karol Szymanowski και την Συμφωνία αρ. 3 του Μίκη Θεοδωράκη), με την Συμφωνία Νο 1 του Μπετόβεν, η οποία είχε ολοκληρωθεί στις αρχές του 1800 και πρωτοπαίχτηκε στις 2 Απριλίου της ίδιας χρονιάς. Ο Χατζιδάκις την ερμήνευσε ακριβώς 191 χρόνια μετά.

Με αυτή την συμφωνία ο τριαντάχρονος Μπετόβεν εγκαινίασε τον μουσικό 19ο αιώνα. Κατά τον Kretzchmar, μελετητή του Μπετόβεν, η 1η Συμφωνία είναι το ορχηστρικό κύκνειο άσμα του 18ου αιώνος, το τελευταίο συμφωνικό δείγμα της κλασσικής αντίληψης, που με την λάμψη και την απλότητά της αναγγέλλει τον ρομαντισμό, του οποίου ο Μπετόβεν υπήρξε ένας από τους πρώτους εκφραστές του.

Ο Χατζιδάκις διευθύνοντας την Ορχήστρα των Χρωμάτων στην 1η του Μπετόβεν, ανέδειξε αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά της: την λάμψη και την απλότητα, με ρομαντικούς ιριδισμούς, που προανήγγειλαν πανηγυρικά τις επόμενες μεγάλες συμφωνίες του συνθέτη.

Στο πρόγραμμα εκείνης της συναυλίας (επιμέλεια: Βασίλης Νικολαΐδης), υπήρχαν οκτώ σελίδες αφιερωμένες στον Μπετόβεν και στην 1η Συμφωνία του. Άλλωστε τα προγράμματα της Ορχήστρας των Χρωμάτων είχαν τη σφραγίδα του Χατζιδάκι, με κείμενα, φωτογραφικό υλικό και δείγματα από παρτιτούρες των έργων, πράγμα εντελώς ασυνήθιστο για εκείνη την εποχή.

Λίγους μήνες μετά, Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 1991, ο Χατζιδάκις δίνει μια σημαντική συναυλία στο Ηρώδειο με την Ορχήστρα των Χρωμάτων και ένα εξαιρετικό ενδιαφέρον πρόγραμμα: Η 1η Συμφωνία του Σεργκέι Προκόφιεφ (η «Κλασσική»), η 1η Συμφωνία του Ζωρζ Μπιζέ, το έργο του Χατζιδάκι «Εγκώμιον Επιφανούς Ανδρός», που μόλις είχε γράψει και αφιερώσει στον φίλο του Κωνσταντίνο Καραμανλή, και το Κοντσέρτο για πιάνο Νο 1, σε ντο μείζονα (1795), του Μπετόβεν. Σολίστ, η αγαπημένη πιανίστρια του Χατζιδάκι, Ντόρα Μπακοπούλου.

Ο Χατζιδάκις και εδώ μας πρότεινε έναν μάλλον άγνωστο Μπετόβεν, καθώς το 1ο Κοντσέρτο για πιάνο είναι ένα έργο που και ο ίδιος ο συνθέτης δεν το εκτιμούσε και πολύ, και δήλωνε πως δεν ανήκει στις καλύτερες συνθέσεις του για πιάνο.

Αν και στο έργο αυτό είναι έκδηλος ο επηρεασμός από το ύφος του Χάϋδν και του Μότσαρτ, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε μέρη, όπως το μεσαίο (Largo), όπου είναι προφανές το στυλ και η προσωπική σφραγίδα του Μπετόβεν.

Θυμάμαι την  Ντόρα Μπακοπούλου να το ερμηνεύει με νεανικό ενθουσιασμό και τον Χατζιδάκι ως μαέστρο να πάλλεται στο ζωηρό και λαμπερό τελευταίο μέρος (Rondo).

Στο τέλος εκείνης της χρονιάς (1991) και συγκεκριμένα στις 18 Δεκεμβρίου, στην Αίθουσα «Παλλάς», ο Χατζιδάκις μας δίνει έναν ακόμα εξαίσιο Μπετόβεν: Το περίφημο Τριπλό Κοντσέρτο σε ντο μείζονα, για πιάνο, βιολί, βιολοντσέλο και ορχήστρα. Το έργο αυτό αποτελούσε το δεύτερο μέρος εκείνης της συναυλίας. Στο πρώτο είχαμε δύο έργα ελλήνων συνθετών: του Μενέλαου Παλλάντιου (ο οποίος υπήρξε και δάσκαλος του Χατζιδάκι) και του Αντίοχου Ευαγγελάτου.

Σολίστ στο τριπλό κοντσέρτο του Μπετόβεν ήσαν οι: Άρης Γαρουφαλής, πιάνο και Τάτσης Αποστολίδης, βιολί (αείμνηστοι και οι δύο) και ο Ρουμάνος τσελίστας Alexandru Morosanu. Οι τρεις σολίστ έδωσαν και ένα ρεσιτάλ με έργα για τρίο των Χάϋδν, Μπετόβεν και Ντβόρζακ, δύο μέρες μετά στο «Παλλάς». Πρέπει να πούμε εδώ ότι ο Χατζιδάκις είχε μια εντελώς πρωτοποριακή αντίληψη για τις συναυλίες της Ορχήστρας των Χρωμάτων. Κάθε συναυλία ακολουθούνταν από ένα ρεσιτάλ των μουσικών που είχαν παίξει ως σολίστ με την Ορχήστρα ή και άλλων, ανάλογα με τα αφιερώματα που ήθελε να κάνει ο Χατζιδάκις.

Και το Τριπλό Κοντσέρτο, που μας πρότεινε τότε ο Χατζιδάκις, ανήκει στα έργα του Μπετόβεν που δεν είχε την αποδοχή που του έπρεπε, την εποχή του συνθέτη. Η θέση του στη μουσική ζωή δεν ήταν ποτέ αντίστοιχη με άλλα έργα του Μπετόβεν, με τα οποία, όμως, μπορεί να συγκριθεί άνετα. Πολλοί το χαρακτήρισαν «περιστασιακό», αλλά είναι άδικος ο χαρακτηρισμός. Για να κατανοήσει κάποιος το έργο αυτό πρέπει να είναι ανοικτός και διατεθειμένος ν’ ακούσει. Γι’ αυτό ένας κριτικός, στο τέλος του άρθρου του, μετά την πρώτη παρουσίαση του έργου στη Βιέννη (1808), έγραψε: «Όπως γνωρίζουμε σπάνια μπορούμε να εκφέρουμε γνώμη για ένα έργο του Μπετόβεν, απ’ την πρώτη ακρόαση. Γι’ αυτό δεν θα πω τίποτε άλλο γι’ αυτό το κοντσέρτο, αφού ακόμα δεν το ακούσαμε πολλές φορές».

Πιστεύω ακράδαντα πως αυτή ήταν και η άποψη του Χατζιδάκι: Μας πρότεινε ένα έργο με την Ορχήστρα των Χρωμάτων για να το ακούμε από κει και πέρα συνεχώς και να το ανακαλύπτουμε βαθύτερα και ουσιαστικότερα.

Ο τελευταίος Μπετόβεν του Χατζιδάκι με την Ορχήστρα των Χρωμάτων ήταν την Τετάρτη 11 Μαρτίου 1992, πάλι στην ιστορική Αίθουσα «Παλλάς» της οδού Βουκουρεστίου, αλλά αυτή τη φορά διηύθυνε ο μαέστρος Ανδρέας Παρίδης, προσκληθείς υπό του Χατζιδάκι.

Το πρόγραμμα περιλάμβανε έργα των Μότσαρτ, Ντεμπυσί, Χίντεμιθ και έκλεινε με την 4η Συμφωνία του Μπετόβεν.

Και η 4η του Μπετόβεν δεν είναι τόσο δημοφιλής, όσο η 3η («Ηρωϊκή»), η 5η, η 6η («Ποιμενική») ή η 9η.

Με απόσταση τριών ετών από την «Ηρωϊκή», η 4η διαφέρει απ’ αυτήν ριζικά.

Τελείως ενδεικτικά αναφέρω πως το Adagio αποτελεί έναν απ΄τους πιο καθαρούς στοχασμούς του συνθέτη, ενώ το μενουέτο διακρίνεται για τις απότομες αντιθέσεις και την ένταση του συναισθήματος. Στο φινάλε κυριαρχεί η αμέριμνη χαρά και η αγάπη για τη ζωή.

Ο Ανδρέας Παρίδης διηύθυνε την Ορχήστρα των Χρωμάτων με ορμή αλλά και ευαισθησία. Ο Χατζιδάκις αυτή την φορά ήταν στο κοινό.

Όμως, η …σχέση του Χατζιδάκι με τον Μπετόβεν είναι παλιά… Στην θρυλική διάλεξή του για το Ρεμπέτικο, στο Θέατρο Τέχνης (1949), κάνει μια ηχηρή αναφορά:

« Κάθε απόπειρα που θα κινήσει να φέρει το ρεμπέτικο τραγούδι σε καθημερινή χρήση, και επιπόλαια και καταδικασμένη είναι. Αλλά το ίδιο μήπως δεν συμβαίνει και με την άλλη μουσική, αυτήν που ονομάζουμε σοβαρή; Μπορεί κανείς να φανταστεί ποτές, πως μια βραδιά κεφιού του, είναι δυνατόν να την καλύψει με την Σονάτα 110 του Mπετόβεν; (Δικαιολογημένα τώρα ίσως να σας γεννηθεί απορία για τη σχέση που μπορεί να έχει το ρεμπέτικο με τον Μπετόβεν. Παρ΄ όλο που και αργότερα θα επανέλθω σε παρόμοιους παραλληλισμούς σας προειδοποιώ πως δεν υπάρχει απολύτως καμία σχέση)».

Άραγε, το αλλοτινό ερώτημα του Χατζιδάκι υπάρχει και σήμερα; «Μπορεί κανείς να φανταστεί ποτές, πως μια βραδιά κεφιού του, είναι δυνατόν να την καλύψει με την Σονάτα 110 του Mπετόβεν;».

Στο ίδιο μήκος κύματος πολύ αργότερα σε μια συνέντευξή του ο Χατζιδάκις ήταν κατηγορηματικός: «Αν ξαναρχόμουν στον κόσμο θα ερχόμουν μόνο για να κάνω έρωτα και να φύγω. Και για το μόνο που θα λυπηθώ όταν θα φύγω, θα ‘ναι για τον έρωτα που θα χάσω, για τα πρόσωπα που δεν θα γνωρίσω. Όλα τα άλλα είναι αστεία. Τέλειωσαν οι εποχές που ένας άνθρωπος μπορούσε ν’ αντικαταστήσει τον ερωτικό του σύντροφο με μια συμφωνία του Μπετόβεν. Αυτά ανήκουν στο 19ο αιώνα. Σήμερα, ένας άνθρωπος που προβαίνει σε τέτοιες αντικαταστάσεις είναι μάλλον ύποπτος ψυχολογικών διαταραχών και μιας νοημοσύνης η οποία ακουμπάει την παρανοϊκότητα».

Επομένως, για τον Χατζιδάκι ο Μπετόβεν στις μέρες μας ούτε μια βραδιά κεφιού μπορεί να καλύψει ούτε – πολύ περισσότερο – έναν ερωτικό σύντροφο να αντικαταστήσει.

Γιατί, προφανώς, ο Μπετόβεν καλύπτει άλλες πλευρές της ύπαρξής μας, καθιστώντας μας, πάντως, εραστές της μουσικής του και της ομορφιάς που θα σώσει τον κόσμο.

Στον Μάνο Χατζιδάκι οφείλω την ανακάλυψη του πρώιμου Μπετόβεν. Τον οποίο ακούω και ξανακούω, μακαρίζοντας τον Χατζιδάκι για την γενναιοδωρία του!

Αλλά ο Μπετόβεν ενέπνευσε και τον Μίκη Θεοδωράκη. 

Στις 25 Μαΐου του 2017, παρουσιάστηκε η Συμφωνία αρ. 2 του Μ. Θεοδωράκη από την Συμφωνική Ορχήστρα του Ντίσελντορφ στην αίθουσα συναυλιών Tonhalle, στις όχθες του Ρήνου, παρουσία του Έλληνα συνθέτη. Θεωρήθηκε ένα από τα κορυφαία μουσικά γεγονότα του 2017 στη Γερμανία. 

Με το ταξίδι του στη Γερμανία ο Μίκης Θεοδωράκης εξέπληξε τους περισσότερους, αν όχι τους πάντες σε Γερμανία και Ελλάδα, που δεν περίμεναν ότι ο 92χρονος, τότε, συνθέτης θα έμπαινε στον κόπο να πάει για μια ακόμα φορά στη «πατρίδα της συμφωνικής μουσικής», όπως συνηθίζει να λέει. Εν τέλει εκείνος που φαίνεται να πίστευε περισσότερο σε αυτό το ταξίδι στο Ντίσελντορφ για την παρουσίαση του συμφωνικού του έργου ήταν ο ίδιος ο Θεοδωράκης, ο οποίος ήταν παρών τόσο στις πρόβες της συμφωνικής ορχήστρας, όσο και στην μεγάλη συναυλία. 

Σε συνέντευξή του στην DW ο Μίκης Θεοδωράκης δήλωσε ότι με τον ερχομό του στη Γερμανία κλείνει ένας κύκλος. «Εδώ και μέρες αυτό δημιουργεί μέσα μου μια φοβερή ατμόσφαιρα. Για μένα το Ντίσελντορφ σημαίνει Μπετόβεν. Είναι το πνεύμα του Μπετόβεν και το αισθάνομαι αυτό. Αισθάνομαι ότι έχω ακόμα μέσα μου έναν “γερμανό” συνθέτη μέσα μου που θριαμβεύει», είπε χαρακτηριστικά και θυμήθηκε πως φέτος (2017) συμπληρώνονται 75 χρόνια από τότε που πρωτάκουσε το 1942 στην κατοχική Τρίπολη την 9η Συμφωνία του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν με το περίφημο χορωδιακό μέρος «Ωδή στη Χαρά» σε στίχους Φρίντριχ Σίλερ. Και αύριο στο Ντίσελντορφ, 75 ολόκληρα χρόνια μετά από αυτή την «συγκλονιστική πρώτη επαφή» με την 9η του Μπετόβεν, παρουσιάζεται ένα από τα σημαντικότερα, κατά την εκτίμηση του, συμφωνικά έργα του. «Ελπίζω ότι από εκεί ψηλά ο Μπετόβεν ίσως ακούσει το έργο μου και μειδιάσει», είπε χαρακτηριστικά ο Μίκης Θεοδωράκης. Άλλωστε εκείνη η πρώτη ακρόαση της 9ης, σα να φύτεψε μέσα του τον όνειρο να γίνει μια μέρα συνθέτης συμφωνικής μουσικής. 

Όμως ο Μίκης Θεοδωράκης δεν θαυμάζει τον Μπετόβεν μόνο ως εξαιρετικό συμφωνιστή και ως τον κορυφαίο συνθέτη λόγω της μεγάλης επίδρασής του στη μουσική. Τον θαυμάζει και ως άνθρωπο: «Ο Μπετόβεν λέει ότι η νέα κοινωνία θα έχει στο επίκεντρο τον άνθρωπο, αλλά και ότι θα πρέπει να υπάρξει μια κοινωνία, στην οποία όλοι να είναι ίσοι. Ο Μπετόβεν ήταν πραγματικός επαναστάτης και ως άνθρωπος. Για μένα ο Μπετόβεν είναι καλλιτεχνικά πατέρας μου. Έχω αντιγράψει και τις εννέα συμφωνίες του». 

Ένα χρόνο αργότερα στην Αθήνα παρουσιάστηκε σε α’ παγκόσμια εκτέλεση ένα άγνωστο, ως τότε, έργο του Μίκη Θεοδωράκη: Η Αποκάλυψη (Ωδή στον Μπετόβεν), του μακρινού 1945. Για ορχήστρα εγχόρδων, αφηγητή και χορωδία. 

Έγραψε ο συνθέτης στις 25 Σεπτεμβρίου 2018: 

«Γιατί «Αποκάλυψη» και γιατί «Μπετόβεν»; Γιατί την ίδια εποχή αποκαλύφθηκαν μέσα μου ως προς την Τέχνη η Συμφωνική Μουσική και ως προς τον Φιλοσοφικό διαλογισμό, τον πατριωτισμό και την κοινωνία, η Αντίσταση και ο Μαρξισμός. Παράλληλα σφραγίστηκε υπαρξιακά και για πάντα η μπετοβενική διάσταση της Τέχνης της Μουσικής. 

Το 1942 υπήρξε για μένα σταθμός. Πρώτον, άκουσα για πρώτη φορά Συμφωνική Μουσική (την 9η του Μπετόβεν). Δεύτερον, ανέπτυξα την θεωρία μου «Για τη Συμπαντική Αρμονία», που έμελλε να γίνει ο οδηγός σε όλη μου τη ζωή (Σκέψη και Δράση) και τρίτον, άρχισα τη σύνθεση του πρώτου χορωδιακού-συμφωνικού μου έργου με τον αρχικό τίτλο «Συμφωνία αρ. 1», τον οποίο μετέτρεψα αργότερα σε «Αποκάλυψη», για να την ξεχωρίσω από την «Πρώτη Συμφωνία» (1948-1953). 

«Η Αποκάλυψη» τελείωσε στις 31 Ιανουαρίου του 1945, γιατί στο μεταξύ μεσολάβησαν κορυφαία γεγονότα, που με απομάκρυναν από την σύνθεση. Όμως η εγγραφή μου στο Ωδείο Αθηνών, στην τάξη Αρμονίας, Αντίστιξης και Φούγκας με καθηγητή τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη το φθινόπωρο του 1943 διεδραμάτισε αντιθέτως καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση του έργου, που είναι άλλωστε εμφανής. 

Το έργο αυτό το παρουσίασα στον Δάσκαλό μου που ήταν διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας αλλά και της Χορωδίας Αθηνών, των οποίων μέλος ήμουν κι εγώ. Προς μεγάλη μου έκπληξη, μου ανακοίνωσε ότι το προγραμμάτισε για το φθινόπωρο του 1945! Και μου ζήτησε να ετοιμάσω τα υλικά, δηλαδή τις πάρτες των μουσικών και των χορωδών. Πλην όμως, λίγο αργότερα με κάλεσε στο γραφείο του, για να με ρωτήσει τι έκανα στα Δεκεμβριανά. Δηλαδή στις μάχες μεταξύ του ΕΛΑΣ και των Άγγλων, που διήρκεσαν από τον Δεκέμβριο του 1944 έως τις αρχές του Ιανουαρίου του 1945. Κάποιος φαίνεται ότι με «κάρφωσε», γνωρίζοντας ασφαλώς ότι ο Οικονομίδης έπνεε μένεα κατά των κομμουνιστών, που όπως μου είπε και ο ίδιος «είχαν κάψει το σπίτι της αδελφής του». 

Του απάντησα ότι υπήρξα μέλος του ΕΛΑΣ και ότι πολέμησα στην πρώτη γραμμή επί 33 μέρες! Πρόσθεσα μάλιστα ότι, εάν διάβαζε προσεκτικά το έργο, θα έβλεπε ότι, αναζητώντας τον Θεό, τον ανακάλυπτα τελικά στο πρόσωπο του Εργάτη. Στους προλετάριους όλων των εθνών! 

Όπως ήταν φυσικό, ο άνθρωπος κόντεψε να πάθει έμφραγμα από τον μεγάλο θυμό του. Μεταξύ πολλών άλλων, μου φώναξε ότι «δεν θέλει να με ξαναδεί μπροστά του» και μου πέταξε κατάμουτρα το αντίγραφο της μουσικής μου σύνθεσης. Αυτή ήταν η γένεση και ο θάνατος του έργου αυτού, που έμεινε κυριολεκτικά θαμμένο τόσα χρόνια, μέχρι που ο φίλτατος διευθυντής της εξαίρετης Καμεράτας-Oρχήστρας των Φίλων της Μουσικής, Γιώργος Πέτρου, επανέλαβε την ρήσιν «Δεύρο έξω» και έτσι νεκραναστημένο το παρουσιάζει στη συναυλία της 12.10.2018! 

Ο τίτλος «Η Αποκάλυψη» περιγράφει τον αγωνιώδη αγώνα των «εύθραυστων» εφήβων για την κατανόηση του αινίγματος της ζωής, που ξεκινά από την αναζήτηση του Θεού. Ένα κομμάτι μου τον αναζήτησε στον χώρο της Φιλοσοφίας με την θεωρία της Συμπαντικής Αρμονίας. Ένα άλλο, στον τομέα της Τέχνης, ξεκινώντας από το φιλόδοξο και δύσκολο εγχείρημα της σύνθεσης του πρώτου συμφωνικού μου έργου με μοναδικά ακούσματα την «Ωδή στη Χαρά» και ανταποδίδοντας με ανεξήγητη τόλμη και αυτοπεποίθηση τη δική μου «Ωδή στον Μπετόβεν». Ας μην ξεχνάμε ότι αναφέρομαι στην ελληνική επαρχία της δεκαετίας του 1930-1940 με τελευταίο σταθμό την Τρίπολη της Αρκαδίας (1940-1943), όπου ήταν παντελώς άγνωστη η Συμφωνική Μουσική. 

Όμως, με την κήρυξη του πολέμου το πνευματικό και ιδεολογικό μου οπλοστάσιο άρχισε να μεταμορφώνεται μέσα μου. Από τον ακραίο φιλοσοφικό ιδεαλισμό, γνώρισα και ενστερνίσθηκα τελικά τον Μαρξισμό, που με οδήγησε να πορευτώ από την ιδεολογία στην πράξη, δηλαδή στην ένταξή μου στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Σ’ αυτό, μεγάλο ρόλο διεδραμάτισε και η οικογένειά μου με τη μεγάλη και δραματική φόρτιση, με τη μητέρα μου από τον Τσεσμέ της Μικράς Ασίας και θύμα της μεγάλης εθνικής μας καταστροφής και τον πατέρα μου Κρητικό, απόγονο σειράς αγωνιστών από το 1800 ως το 1912, τότε που και ο ίδιος, σε ηλικία 16 ετών, κατατάχθηκε εθελοντής και τραυματίστηκε σοβαρότατα στο Μπιζάνι, το Φρούριο που προστάτευε τα Γιάννενα. 

Όμως η τελική μεγάλη στροφή που καταγράφει το έργο, έγινε κατά τη διάρκεια της Μάχης του Δεκέμβρη. Όλες τις μέρες της μάχης, το κουβαλούσα πάνω μου και στη μάχη αυτή ουσιαστικά ολοκληρώθηκε. (Τον Γενάρη του 1945 το καθαρόγραψα μέσα σε συνθήκες τρομακτικής παρανομίας). Τελικά, ο Θεός μού αποκαλύφθηκε στο πρόσωπο του Εργάτη! 

Έτσι, θα έλεγα ότι η πεμπτουσία του έργου αυτού είναι ο εσωτερικός μου αγώνας που με οδήγησε από την καθαρή Φιλοσοφία στον Μαρξισμό και μάλιστα στην πιο ακραία του μορφή: τον ένοπλο αγώνα.

Καιρός όμως να μιλήσουμε για το σήμερα, όπου χωρίς να το καταλάβω και χωρίς να το έχω συνειδητοποιήσει ως τώρα, βρέθηκα φορτωμένος με 93 χρόνια μιας θυελλώδους, θα τη χαρακτήριζα, ζωής. 

Εκείνο το συναίσθημα που κυριαρχεί τώρα μέσα μου είναι η μεγάλη περιέργεια. Η συγκίνηση αλλά και η λύτρωση… Και όλα αυτά τα οφείλω στους συνεργάτες της Μεγάλης Μουσικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδας «Λίλιαν Βουδούρη» με επικεφαλής την κ. Μεράκου, στον κ. Πέτρου, στους Μουσικούς της Καμεράτας-Ορχήστρας των Φίλων της Μουσικής, στη Χορωδία του Δήμου Αθηναίων και στον διευθυντή της Σταύρο Μπερή και στον Νίκο Καραθάνο, που θα δώσουν το Φιλί της Ζωής στο ξεχασμένο αυτό έργο μου. 

Τους ευχαριστώ όλους και όλες από τα βάθη της καρδιάς μου». 

Από την γενική δοκιμή της “Αποκάλυψης” (11-10-2018), με την παρουσία του συνθέτη. Φωτ. Χάρης Ακριβιάδης

Ο μαέστρος Γιώργος Πέτρου είπε σε συνέντευξη του για την «Αποκάλυψη» του Μίκη Θεοδωράκη:

«Μιλώντας καθαρά με μουσικά κριτήρια για αυτό το έργο, θα έλεγα ότι πρόκειται για ένα «θαύμα». Είναι καταπληκτικό πώς ένα παιδί 15-17 ετών, σε μια κατοχική Αθήνα και μια ταραγμένη Αθήνα της Απελευθέρωσης, έχει απορροφήσει μια τεράστια μουσική παράδοση της Ευρώπης, και χωρίς προσβάσεις σε ηχογραφήσεις, μουσικό υλικό, ή κάθε μέσο πληροφορίας το οποίο στην εποχή μας θεωρούμε αυτονόητο, αναπτύσσει μια ολοκληρωμένη, σύγχρονη (για το 1945), νεοκλασική μουσική γλώσσα, δημιουργώντας ένα έργο με μεγάλη δομή και άρτια γραφή για τα έγχορδα και τη χορωδία, κάνοντας χρήση αναφορών στον μεγάλο Μπετόβεν, καθώς και στη μεγάλη Τέχνη της αντίστιξης της κλασικής εποχής, μέσα από ένα πρίσμα μοντέρνας οπτικής των μέσων του 20ού αιώνα. Είναι ένα συγκινησιακά φορτισμένο έργο, που καταπιάνεται με την πιο αρχέγονη φιλοσοφική αναζήτηση του ανθρώπινου νου: τη σχέση του Ανθρώπου με τον Θεό».

 

Ένα έργο του Θεοδωράκη που θα μπορούσε κάποιος να ανιχνεύσει αναλογίες με την Missa Solemnis του Μπετόβεν, όπου το έργο είναι εκκλησιαστικό, βασισμένο σε κείμενο λειτουργικό, αλλά είναι ξεκάθαρη η υποκειμενική διάθεση, τόσο συνεπαρμένη από ψυχικές αντιθέσεις, από ανθρώπινα πάθη, από την φλόγα ακατανίκητων κι ανικανοποίητων πόθων. 

Η θρησκευτική γαλήνη είναι το ζητούμενο…

Share this post