Ο Μιχάλης Βασιλειάδης ξεδιπλώνει τις αναµνήσεις του για την «Απογευματινή» της Πόλης
Κοιτάζοντας κάποιος μέσα από τις στήλες της «Απογευματινής» μπορεί να δει τα σημαντικά σημεία που επηρέασαν όχι μόνο την εφημερίδα, αλλά και γενικότερα την Ελληνορθόδοξη μειονότητα της Πόλης.
Όταν η αντιπροσωπεία που διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις στη Λωζάννη επέστρεψε στην Τουρκία, μία από τις πρώτες αποφάσεις που πάρθηκαν και εφάρμοσαν ήταν να λάβουν μέτρα ώστε να διασφαλίσουν ότι οι επιχειρήσεις που μπορούσαν να επηρεάσουν την οικονομία θα μεταφερόντουσαν σε χέρια αυτών που θεωρούσαν «πραγματικούς Τούρκους». Σε μια περίοδο που οι αυτοκρατορίες διαλύονταν και τα Εθνικά Κράτη ιδρύονταν το ένα μετά το άλλο, κανείς δεν νοιαζόταν για το αν οι αποφάσεις αυτές ήταν σύμφωνες με τις Συμφωνίες που είχαν συναφθεί. Έτσι εγκαταστάθηκαν πολλές δικτατορίες στην Ευρώπη (Ιταλία, Ισπανία, Γερμανία…) (Παράδειγμα από την Τουρκία θα μπορούσε να είναι η μη εφαρμογή των αποφάσεων που πάρθηκαν για την Ίμβρο και την Τένεδο —σήμερα Gökçeada και Bozcaada).
Όσον αφορά στην «Απογευματινή», την περίοδο εκείνη τα φαρμακεία ήταν μεταξύ των επιχειρήσεων που έπρεπε να μεταφερθούν σε χέρια των «πραγματικών Τούρκων» και οι θείοι μου είχαν μεγάλο φαρμακείο στην Μεγάλη Οδό του Πέρα (İstiklâl Caddesi). Σύμφωνα με την απόφαση, θα έπρεπε να υπάρχει ένα μόνο φαρμακείο σε κάθε γειτονιά (τότε τα φαρμακεία δεν πουλούσαν μόνο έτοιμα φάρμακα, αλλά παρήγαγαν τα φάρμακα που συνταγογραφούσε ο γιατρός και —υποτίθεται ότι— η απόφαση λήφθηκε για να αποφευχθεί η χρήση φτηνών αλλά και κακών ουσιών στην παραγωγή, λόγω ανταγωνισμού!) Στις κληρώσεις όμως που γίνονταν, νικητές ήταν σχεδόν πάντα τα ονόματα των «Πραγματικών Τούρκων».
Ωστόσο, τα αδέρφια Αντώνιος και Κωνσταντίνος Βασιλειάδης ήταν απόφοιτοι της Σουλτανικής Σχολής («Mekteb-i Sultani», σημερινό Λύκειο Γαλατάσαραϊ) και οι συμμαθητές τους κατείχαν σημαντικές θέσεις στο νέο καθεστώς στην Άγκυρα. Τους εξηγήθηκε το περιστατικό και η απάντηση που έλαβαν ήταν «μην ανησυχείτε, το θέμα είναι απλό και θα το διορθώσουμε άμεσα». Όμως η απάντηση που ήρθε ήταν η εξής: «Δυστυχώς, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, η εντολή προέρχεται από πολύ υψηλά». Οι συμμαθητές υποσχέθηκαν: «Σας έχουμε υπόψη και θα σας βοηθήσουμε στην πρώτη ευκαιρία». Η ευκαιρία αυτή προέκυψε μετά από λίγο, όταν αποφασίστηκε να επιτραπεί η έκδοση μιας ελληνικής εφημερίδας στην Πόλη και η άδεια δόθηκε στους αδελφούς Βασιλειάδη. Ωστόσο, ο Αντώνιος Βασιλειάδης είχε ήδη αποφασίσει να μεταναστεύσει στην Ελλάδα με την οικογένειά του και άφησε την ίδρυση και διεύθυνση της εφημερίδας στον Κωνσταντίνο.
Ο Κωνσταντίνος Βασιλειάδης χρειαζόταν δύο δυνατούς συνεργάτες για να χειριστεί αυτό το έργο: Πρώτον, έναν καλό δημοσιογράφο που θα αναλάμβανε τα εκδοτικά καθήκοντα της εφημερίδας. Αυτός βρέθηκε στο πρόσωπο του Θεόδωρου Καβαλιέρου Μαρκουΐζου. Δεύτερον, έναν τυπογράφο που μπορεί να τυπώνει εφημερίδες. Του συνέστησαν να επικοινωνήσει με τον Κωνσταντίνο Σπανούδη. Ο Σπανούδης ήταν ιδιοκτήτης της Εφημερίδας «Πρόοδος» και είχε δώσει παραγγελία —πιθανότατα το 1918— για το πλέον εξελιγμένο μοντέλο τυπογραφείου από τη Γαλλία για την εφημερίδα του, και έστειλε τον αρχιμηχανικό του στη Γαλλία για να εκπαιδευτεί στον τρόπο λειτουργίας του. Το μηχάνημα είχε φτάσει και τοποθετήθηκε στη θέση του στην οδό Καλλαβή (Kallavi) που έχει κάθετη έξοδο προς την Μεγάλη Οδό του Πέρα.
Στο μεταξύ, όμως, η κατάσταση είχε αλλάξει. Ο Σπανούδης, τρομοκρατημένος από όσα συνέβησαν στη Σμύρνη και με την ανησυχία ότι μπορούν να συμβούν και στην Πόλη, αποφάσισε να φύγει στο εξωτερικό μέχρις ότου ηρεμίσουν τα πράγματα. Χρησιμοποίησε το οθωμανικό του διαβατήριο, όπως και πολλοί άλλοι, οι οποίοι όμως όταν θέλησαν να επιστρέψουν δεν τους επετράπη η είσοδος, με την αιτιολογία ότι «το διαβατήριό τους ανήκει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ενώ η χώρα στην οποία θέλουν να εισέλθουν είναι η Τουρκική Δημοκρατία». Στο ερώτημα τι πρέπει να κάνουν, τους είπαν ότι δεν το γνωρίζουν και τους συνέστησαν να επιστρέψουν στη χώρα από την οποία ήρθαν και να αποταθούν στο Προξενείο της Τουρκικής Δημοκρατίας. Εκεί τους ανέφεραν ότι το νέο διαβατήριο μπορεί να εκδοθεί αποκλειστικά από την Άγκυρα. Δυστυχώς όμως η απάντηση καθυστερούσε.
Τελικά, αποφασίστηκε η εφημερίδα να ξεκινήσει με την άδεια του Σπανούδη χωρίς τη φυσική του παρουσία. Ο Σπανούδης συμφώνησε. Όταν όμως άνοιξε η πόρτα της οδού Καλλαβή, αντί για τυπογραφείο βρήκαν ένα άδειο υπόστεγο… Η ευκαιρία είχε χαθεί. Αργότερα έγινε γνωστό ότι το τυπογραφείο είχε μεταφερθεί στο κτήριο της εφημερίδας ‘Cumhuriyet’ (Τζουμχουριέτ) και ήδη χρησιμοποιείτο για την έκδοση.
Στην προκειμένη περίπτωση δημιουργήθηκε συνεταιρισμός με τον Οδυσσέα Κρυσταλλίδη, ο οποίος είχε εκδώσει παλαιότερα εφημερίδα και εγκαταστάθηκαν στη Δίοδο Συρίας (Suriye pasajı), στη Μεγάλη Οδό του Πέρα (η οποία είχε ήδη μετονομαστεί σε İstiklâl Caddesi) απέναντι από το Γενικό Προξενείο της Σοβιετικής Ένωσης. Το τυπογραφείο στήθηκε στο υπόγειο της διόδου Συρίας ενώ στο ισόγειο ενοικιάστηκαν γραφεία (τα οποία χρησιμοποιούντο μέχρι το 2013) για τους εργαζόμενους στην έκδοση.
Να αναφέρουμε εδώ ότι το κτήριο αυτό είχε κτιστεί από τον αρχιτέκτονα Δημήτριο Βασιλειάδη, συγγενή της οικογένειας, κατόπιν παραγγελίας Αράβων Χριστιανών επιχειρηματιών, το 1915, οι οποίοι επιδίδονταν στο εμπόριο μεταξύ της Πρωτεύουσας Κωνσταντινούπολης και της περιοχής της Μέσης Ανατολής μέχρι και της Αιγύπτου.
Όταν ήρθε η σειρά να βρεθεί όνομα για την νέα αυτή εφημερίδα, ο Κωνσταντίνος Βασιλειάδης πρότεινε το «Απογευματινή» καθότι, ενώ τα τουρκικά φύλλα κυκλοφορούσαν τα πρωινά, οι εφημερίδες των μειονοτήτων ανέκαθεν είχαν επιλέξει να εκδίδονται το απόγευμα, ενδεχομένως για να έχουν το χρόνο να εφαρμόσουν αυτολογοκρισία «εφόσον χρειαζόταν».
Εν τω μεταξύ, ο Καβαλιέρος Μαρκουίζος πρόσθεσε ως μότο κάτω από τον τίτλο, την πρόταση του Βίκτωρ Ουγκώ «Αι νέαι εποχαί επιβάλλουσι και νέα καθήκοντα».
Μετά από λίγο, η «Απογευματινή» ξεπέρασε σε κυκλοφορία την εφημερίδα «Cumhuriyet», αν και η τελευταία ξεκίνησε πρώτη την εκδοτική της ζωή. Ο λόγος ήταν ότι η εφημερίδα «Cumhuriyet» χρησιμοποιούσε την παλιά (Οθωμανική) γραφή. Στην Πόλη —με πληθυσμό τότε περίπου ενός εκ. κατοίκων— ο μουσουλμανικός τουρκικός πληθυσμός ήταν περί τις 700.000, οι γνωρίζοντες όμως γραφή και ανάγνωση δεν ξεπερνούσαν το 5%. Απεναντίας, ο ελληνορθόδοξος πληθυσμός ήταν περί τις 180.000, αλλά το ποσοστό αυτών που γνώριζαν γραφή και ανάγνωση έφτανε το 65%. Το υπόλοιπο του πληθυσμού αποτελούσαν οι άλλες μειονότητες.
Γνωρίζουμε ότι οι αγώνες πρωτίστως πρέπει να δίδονται από εδώ, τον τόπο αυτό, που βρίσκεται το σεπτό κέντρο της Ορθοδοξίας το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο. Δίχως βεβαίως να αγνοούμε και την αξία της στήριξης των συμπολιτών μας οι οποίοι εξαναγκάστηκαν μεν να αποδημήσουν αλλά ουδέποτε μας ξέχασαν.
Η ελληνορθόδοξη κοινότητα είχε άρτια οργάνωση, σοφή θα λέγαμε: Μία τουλάχιστον εκκλησία σε κάθε χωριό (π.χ. Νιχώρι, Τσεγκέλκιοϊ, Φερίκιοϊ, Μπεσίκτας, Χαλκηδόνα κλπ), ένα σχολείο τουλάχιστον τεσσάρων τάξεων συνήθως εντός του αυλόγυρου της Εκκλησίας στο οποίο οι μαθητές διδάσκονταν ανάγνωση, γραφή και απλή αριθμητική. Υπήρχε ακόμη Αίθουσα του Προέδρου, η οποία χρησιμοποιείτο επίσης και για τις συνεδριάσεις της Εφορείας, ο Πολιτιστικός ή Αθλητικός Σύλλογος, ο οποίος εξυπηρετούσε τους νέους —εκεί άνθισε και το ερασιτεχνικό θέατρο. Τις δραστηριότητες αυτές παρακολουθούσαν και οι δάσκαλοι. Υπήρχε ακόμη και «Φιλόπτωχος Αδελφότητα Κυριών» για να βοηθηθούν οι έχοντες ανάγκη οικονομικής στήριξης.
Τα παιδιά που ολοκλήρωναν την 4η τάξη θα συνέχιζαν την εκπαίδευσή τους με αποφάσεις και των δασκάλων που δίδασκαν τα τουρκικά μαθήματα. Διαφορετικά θα πήγαιναν βοηθοί δίπλα σε κάποιο «μάστορη» για να μάθουν κάποια τέχνη.
Με την αλλαγή του αλφαβήτου από αραβικά σε λατινικά που κηρύχθηκε το 1927, η εφημερίδα «Cumhuriyet» επέλεξε αμέσως το λατινικό αλφάβητο για την έκδοσή της. Ταυτόχρονα τα σχολεία στη χώρα άρχισαν να χρησιμοποιούν βιβλία γραμμένα με το νέο αλφάβητο. Έτσι η εκμάθηση ανάγνωσης και γραφής ξαπλώθηκε ταχύτατα. Το γεγονός αυτό βοήθησε στην αύξηση της κυκλοφορίας της εφημερίδας και στις αρχές της δεκαετίας του 1930 ξεπέρασε την «Απογευματινή».
Την ίδια χρονιά, ένα γεγονός που αφορούσε άμεσα την εφημερίδα υποχρέωσε την «Απογευματινή» να «συμμορφωθεί με τας υποδείξεις». Συγκεκριμένα, ο Κωνσταντίνος Βασιλειάδης δέχθηκε «παράκληση» από συμμαθητές στην Άγκυρα: Τα γραπτά και οι πολιτικές του Καβαλιέρου Μαρκουΐζου δημιουργούσαν, λέει, δυσφορία. Έτσι λύθηκε η σχέση εργασίας του και αντικαταστάτης του ορίστηκε ο Γρηγόριος Γιαβερίδης που εργαζόταν στο Πατριαρχείο.
Την ίδια περίοδο όμως άνθισε η ιδέα της πραγματικής προσέγγισης και συνεργασίας μεταξύ των Μουσταφά Κεμάλ και Ελευθερίου Βενιζέλου. Με απόφαση των δύο αυτών Πολιτικών Ανδρών έγινε αποδεκτό —και εγκρίθηκε στην Άγκυρα στις 14 Σεπτεμβρίου 1933— το ελληνοτουρκικό «Σύμφωνο Εγκάρδιας Συνεννόησης» (“SAMİMÎ ANLAŞMA MİSAKI”).
Ο Βενιζέλος με τη σύζυγο και ο Κεμάλ με την δική του
«Ο Εξοχ. Πρόεδρος της Τουρκίας απεφάνθη: Ορίζεται ο Πρωθυπουργός, Βουλευτής Μαλάτιας, Εξοχ. Ισμέτ Πασάς και ο Υπουργός Εξωτερικών, Βουλευτής Σμύρνης, Εξοχ. κύριος Τεβφίκ Ρουστού μπέης (Tevfik Rüştü Bey) για τα περαιτέρω. Από Ελληνικής πλευράς: Ο Εξοχ. Έλληνας Πρόεδρος διορίζει: Τον Εξοχ. Πρωθυπουργό κύριο Παναγή Τσαλδάρη και τον Εξοχ. κύριο Δημήτρη Μάξιμο, Υπουργό Εξωτερικών, για τα περαιτέρω» προέβλεπε η συμφωνία.
Η τελική ημερομηνία αποδοχής και έγκρισης ήταν η 6η Μαρτίου 1934. Αυτή η συμφωνία, η οποία ήταν αρκετά προχωρημένη για την εποχή της, προκάλεσε έκπληξη στην Ευρώπη και ειπώθηκε ότι έπρεπε να της δοθεί το Νόμπελ Ειρήνης. Σύμφωνα με την παραπάνω συμφωνία, οι Έλληνες πολίτες στην Τουρκία και οι Τούρκοι πολίτες στην Ελλάδα θα υπόκεινται στις ίδιες υποχρεώσεις με τους πολίτες της χώρας στην οποία διαμένουν, ενώ τα πλοία με ελληνική σημαία στα τουρκικά λιμάνια —και το αντίθετο— είχαν τις ίδιες υποχρεώσεις με τα τοπικά πλοία.
Η σημασία αυτής της συμφωνίας για την ελληνορθόδοξη κοινότητα της Πόλης ήταν μεγάλη: Με τα χρόνια, ο αριθμός των Ελλήνων πολιτών στην Πόλη έφτασε και ξεπέρασε τις 15.000. Αυτοί οι άνθρωποι έκαναν επενδύσεις, δημιούργησαν επιχειρήσεις και οικογένειες. Τα μέλη των οικογενειών αυτών ήταν ντόπιοι Ρωμιοί πολίτες. Μια άλλη σημαντική εξέλιξη ήταν ότι κυκλοφόρησαν νέες ημερήσιες και εβδομαδιαίες εφημερίδες και περιοδικά. Η εξέλιξη αυτή ήταν μια θετική και κρίσιμη καμπή για την ελληνική κοινότητα.
Όταν η Ελλάδα βρέθηκε υπό κατοχή και οι Έλληνες που συμμετείχαν σε διάφορα κινήματα αντίστασης αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο να εκτεθούν, κατέφευγαν στην Τουρκία και από εκεί —με τη βοήθεια των Άγγλων— έφταναν στη Μέση Ανατολή. Υπήρξαν πάντως και αυτοί που έμειναν στην Τουρκία.
Βεβαίως, υπήρξαν και αρνητικές αποφάσεις για τις μη Μουσουλμανικές μειονότητες και φυσικά για την Ομογένεια. Αυτές τις αρνητικές εξελίξεις που επηρέασαν —μεταξύ άλλων— και τις εφημερίδες, μπορούμε να τις απαριθμήσουμε ως εξής: Συγκέντρωση σε Τάγματα Εργασίας από τον Απρίλιο του 1941 έως το 1942 ανδρών μεταξύ 27 και 40 ετών. Απόφαση στην οποία οι μειονότητες αναφερόταν ως ‘Σύναξη 20 Ηλικιών’.
Φόρος περιουσίας: Σε αυτήν την πλέον άδικη και άνομη απόφαση της χώρας, οι μειονοτικές εφημερίδες σιώπησαν και εφαρμόστηκε η αυτολογοκρισία. Ούτε μια λέξη δεν δημοσιεύτηκε εκτός από τη μετάφραση της απόφασης που δημοσιεύτηκε στον τουρκικό Τύπο και ανακοινώθηκε τις πρωινές ώρες. Την ίδια επιλογή έκανε και η «Απογευματινή».
Υπήρξε, όμως, και ένα ελπιδοφόρο φωτεινό διάλλειμα: Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950 ήταν η περίοδος που οι εφημερίδες που εκδίδονταν στα ελληνικά συμπεριλαμβανομένης και της «Απογευματινής» ανάσαναν με ανακούφιση. Στις 30 Ιανουαρίου ο Σοφοκλής Βενιζέλος ήρθε στην Τουρκία και στις 27 Απριλίου ο Αντνάν Μεντερές επισκέφτηκε την Ελλάδα. Μεταξύ 7 και 14 Ιουνίου 1952 ακολούθησε η επίσκεψη του βασιλιά της Ελλάδας Παύλου στην Τουρκία συνοδευόμενος από τη σύζυγό του βασίλισσα Φρειδερίκη και τέλος η επίσκεψη του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας της Τουρκίας, Τζελάλ Μπαγιάρ, στην Ελλάδα μεταξύ 27 Νοεμβρίου και 2 Δεκεμβρίου 1952. Οι εφημερίδες που εκδίδονταν στην ελληνική και τουρκική γλώσσα έγραψαν πολλές σελίδες για αυτά τα θέματα. Φωτογραφίες και θετικά άρθρα εμφανίστηκαν και στην «Απογευματινή». Η ειλικρινής φιλία που προέκυψε αυτή την περίοδο περιλάμβανε όχι μόνο τα συναισθήματα των δύο πλευρών, αλλά και τα κοινά τους συμφέροντα, σύμφωνα με τη συμφωνία που επιτεύχθηκε.
Ένα άλλο θέμα που τράβηξε την προσοχή ήταν το Κυπριακό. Η δήλωση που χρησιμοποιήθηκε από τα κόμματα ήταν η εξής: «Στο Κυπριακό, που έχει δημιουργηθεί ευαίσθητη κατάσταση και για τις δύο χώρες, τόσο η ελληνική όσο και η τουρκική πλευρά φρόντισαν να μείνουν μακριά από μια προσέγγιση που θα προκαλούσε πολιτική κρίση. «Και οι δύο πλευρές ερμήνευσαν το Κυπριακό ως ζήτημα μεταξύ της βρετανικής κυβέρνησης και του κυπριακού λαού, φοβούμενοι ότι θα επισκίαζε την ανάπτυξη των διμερών σχέσεων».
Την περίοδο αυτή η εφημερίδα γνώρισε μια σημαντική καμπή. Ο Κωνσταντίνος Βασιλειάδης, ιδιοκτήτης, ακολουθώντας και την προτροπή του Γιαβερίδη μετακόμισε στην Ελλάδα και έφυγε από την εφημερίδα. Παρόλα αυτά, το όνομα Κ. Βασιλειάδης φαινόταν στη ταυτότητα της εφημερίδας ως ιδιοκτήτης και διευθυντής μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Αργότερα, ως ιδιοκτήτης εμφανίστηκε ο σύζυγος τής αδερφής του Γιαβερίδη, Γεώργιος Αντόσογλου. Ωστόσο, το πρόσωπο στο τιμόνι της «Απογευματινής» ήταν πάντοτε ο Γρ. Ε. Γιαβερίδης μέχρι και το θάνατό του στις 2 Αυγούστου 1979. Μετά από αυτό αναφέρθηκε το όνομα του Ιστεφάν (Στέφανου) Παπαδόπουλου ως Υπεύθυνου Αρχισυντάκτη της εφημερίδας.
Εν τω μεταξύ, το 1964 η ελληνική κοινότητα υπέστη το βαρύτερο πλήγμα της. Ο Ισμέτ Ινονου, πρωθυπουργός της περιόδου, ακύρωσε μονομερώς τις συμφωνίες του 1930, που ήταν έργο του Μουσταφά Κεμάλ και του Βενιζέλου και έφεραν την δική του υπογραφή και κατέσχεσε τα περιουσιακά στοιχεία των 15 χιλιάδων περίπου Ελλήνων πολιτών που ζούσαν στην Τουρκία βάσει αυτής της συμφωνίας. Στη συνέχεια τους επέβαλε να εγκαταλείψουν την Τουρκία εντός 48 ωρών, επιτρέποντας να πάρουν μαζί τους μόνο μία τσάντα με προσωπικά τους αντικείμενα —το πολύ 20 κιλών— και είκοσι δολάρια. Ωστόσο, τα μέλη της οικογένειας αυτών των ανθρώπων ήταν Τούρκοι πολίτες και έπρεπε να ακολουθήσουν τον πατέρα ή τη μητέρα τους. Έτσι, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, έξη μηνών περίπου, η Ομογένεια της Τουρκίας η οποία αριθμούσε πάνω από 90 χιλιάδες άτομα έπεσε κάτω από τις 30 χιλιάδες. Αλλά ούτε εκεί σταμάτησε. Μετά τα όσα διαδραματίστηκαν το 1974 στην Κύπρο, ο αριθμός αυτός έπεσε κάτω από τις πέντε χιλιάδες. Όπως ήταν φυσικό, οι εφημερίδες έκλειναν η μία μετά την άλλη, εκτός από την «Απογευματινή», η οποία τύπωνε περί τα ογδόντα φύλλα, τα περισσότερα των οποίων δεν διατίθεντο.
Ο δημοσιογράφος και ερευνητής συγγραφέας Rıdvan Akar, στη συνέντευξη που πήρε από τον πρωθυπουργό Bülent Ecevit, του έθεσε και ερώτημα σχετικά με αυτό το θέμα. Η απάντηση ήταν: «Προσπάθησα πολύ να εμποδίσω τον İsmet İnönü να ακυρώσει αυτές τις αποφάσεις του, αλλά δεν μπορούσε κανείς να τον μεταπείσει».
Τη δεκαετία του ’90 προστέθηκε στην εφημερίδα άλλο ένα μότο κάτω από τον τίτλο: «Ουδείς γεννάται, ουδείς αποθνήσκει άνευ της ‘’Απογευματινής’’». Το είχε αναφέρει ο καθηγητής του Ζωγραφείου, Δημήτριος Παντελάρας, σε κάποια επέτειό της. Ο λόγος ήταν ότι όλες οι κοινωνικές δραστηριότητες της Ομογένειας βρίσκαν θέση στις στήλες της «Απογευματινής».
Στη σημερινή εποχή της ψηφιοποίησης έπρεπε να σκεφτούμε κάποια στρατηγική για να φθάσει η «Απογευματινή» σε ψηφιακές πλατφόρμες. Αυτό το εφαρμόσαμε μαζί με τον γιο μου Μηνά, ο οποίος είχε ειδικότητα σε αυτά τα θέματα. Επί του παρόντος, η εφημερίδα μας έχει αναγνώστες σε όλες τις γωνιές του κόσμου. Φυσικά και τα θέματα επιλέγονται ανάλογα.
Είμαστε τυχεροί που έχουμε το Οικουμενικό Ορθόδοξο Πατριαρχείο ακριβώς δίπλα μας. Οι «Οικουμενικές» πρωτοβουλίες του Πατριαρχείου δεν συγκινούν μόνο τον Ορθόδοξο Κόσμο αλλά προκαλούν και το γενικότερο ενδιαφέρον της παγκόσμιας κοινής γνώμης λόγω του ότι ο κ. κ. Βαρθολομαίος γίνεται δεκτός με σεβασμό και αγάπη από αυτήν, λόγω της προσωπικότητάς του.
Αυτό που μας παρακίνησε περισσότερο ήταν το ότι η εφημερίδα μας, που ιδρύθηκε από την οικογένεια Βασιλειάδη, επέστρεψε στην οικογένεια Βασιλειάδη. Στόχος μου ήταν να μπει η «Απογευματινή» σε κάθε ελληνικό σπίτι όπως παλιά και ο στόχος αυτός επετεύχθη. Αμέσως κάτω από τον τίτλο πρόσθεσα το μότο της «Επταλόφου» που εξέδιδα στην Ελλάδα «Για την Πόλη τον Πολίτη τον Πολιτισμό». Αυτά τα τρία μότο πιστεύω ότι πρέπει να αποτελούν και τις αρχές της σημερινής «Απογευματινής».
Στο άρθρο που έγραψα στην επέτειο των ογδόντα ετών της εφημερίδας, δήλωσα τον στόχο μου: Να γιορτάσω τα εκατό χρόνια. Νομίζω ότι αυτό πλέον έχει ήδη επιτευχθεί.
Για μένα η αποστολή της «Απογευματινής» ήταν να δραστηριοποιήσει την ελληνική κοινότητα της Τουρκίας. Για να εξηγήσω τα προβλήματά μας στο τουρκικό κοινό, χρησιμοποίησα την εφημερίδα «BEYOĞLU», της οποίας Διευθυντής Έκδοσης ήταν ο Τζελάλ Μπασλανγκίτς, τον οποίο πρόσφατα χάσαμε δυστυχώς. Τα άρθρα μου αυτά αναδημοσιεύονταν επίσης και από άλλες τοπικές εφημερίδες. Αργότερα, για τον ίδιο λόγο χρησιμοποιήσαμε και το πρόγραμμα «Haftanın Hay’ı Huy’u», που φτιάξαμε στο Artı TV με τον αγαπημένο μου φίλο και συνεργάτη από την αρμενική κοινότητα Πακράτ Εστουκιάν.
Και να όμως που σήμερα, η «Απογευματινή» έχει φθάσει στο τελευταίο σκαλί της πρώτης εκατονταετίας και τα σχέδια, πλέον, γίνονται για τη δεύτερη που ήδη ξεκίνησε.