Ο Καρπασίας Χριστοφόρος για την Ουκρανία

Ο Καρπασίας Χριστοφόρος για την Ουκρανία

Υπόμνημα στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας Κύπρου για το εκκλησιαστικό ζήτημα της Ουκρανίας (18/2/2019)

Μακαριώτατε,
Πανιερώτατοι,
Θεοφιλέστατοι Ἅγιοι Ἀδελφοί,
Κατά τήν ταπεινή μου ἄποψη τό «Ἐκκλησιαστικό Οὐκρανικό Ζήτημα», πέραν τῶν ἱστορικοκανικῶν ζητημάτων ἔχει ἀναδείξει καί ἕνα ἄλλο πιό βαθύ καί οὐσιαστικό ζήτημα, τό ὁποῖο ἅπτεται αὐτῆς ταύτης τῆς φύσεως καί ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἀναφέρομαι στήν ἐκκλησιολογική ἐκτροπή, πού ἀναπτύσσεται μέ ἕνα ἐπικίνδυνο τρόπο, ὁ ὁποῖος κινεῖται στά ὅρια μίας ἐκκλησιολογικῆς αἵρεσης. Ἀπό μία λανθασμένη προσέγγιση τῶν θεμάτων τῆς Καθόλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ξεφύγαμε ἀπό τήν Θεολογία, Ἐκκλησιολογία, Ποιμαντική καί ἐκτραπήκαμε σέ μία ἀκατάσχετη ἐκκλησιαστική πολιτική, ἡ ὁποία ἑδράζεται καθαρά πάνω σέ πολιτικοεθνικοοικονομικά συμφέροντα καί ἀνθρώπινες σχέσεις.
Ἐπειδή ἔχουν ἀναφερθεῖ ὅλα τά ἑκατέρωθεν ἱστορικοκανονικά ἐπιχειρἠματα καί τό θέμα ἀπό αὐτῆς τῆς ἀπόψεως θεωρῶ ὅτι ἔχει ἐξαντληθεῖ, θά ἐπιθυμοῦσα νά ἀναλύσω λίγο περισσότερο τό ζήτημα ἐξ ἀπόψεως ἐκκλησιολογικῆς, καθότι πιστεύω ὅτι εἶναι καί ἡ γενεσιουργός αἰτία, ἤ μία ἐκ τῶν βασικῶν αἰτιῶν τῆς κατάστασης, τήν ὁποία βιώνει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία σήμερα.
Ἡ ἐκκλησιολογική αὐτή ἐκτροπή διαφάνηκε πολύ ξεκάθαρά στίς Προσυνοδικές Συνδιασκέψεις γιά τήν προετοιμασία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου καί κορυφώθηκε μέ τήν πραγματοποίησή της τόν Ἰουνίο τοῦ 2016. Μέσα ἀπό τίς Πανορθόδοξες αὐτές Συνάξεις διαφάνηκε ὅτι οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες σκέφτονταν καί ἐνεργοῦσαν καθαρά μέ βάση τά ἐθνικά, προσωπικά καί ἐν πολλοῖς ἰδιοτελή συμφέροντα καί ἐπιδιώξεις, μέ ἀποτέλεσμα οἱ Συνάξεις αὐτές νά μετατρέπονται σέ ἕνα εἶδος «πάρε δῶσε» γιά νά φθάσουμε στήν ἐπίπλαστη ὁμοφωνία, ὥστε νά συγκληθεῖ ἡ Ἁγία Σύνοδος, γιά νά μήν ἐκτεθοῦμε στόν ὑπόλοιπο Χριστιανικό κόσμο καί νά προβάλουμε πρός τά ἔξω μία ἑνότητα, ἡ ὁποία ὅμως δέν θά θεμελιωνόταν «στό ἕν σῶμα καί ἕν Πνεῦμα….εἶς Κύριος, μία πίστις, ἕνα βάπτισμα… ἀληθεύοντες δέ ἐν ἀγάπῃ αὐξήσωμεν εἰς αὐτόν (τόν Θεάνθρωπον) τά πάντα, ὅς ἐστιν ἡ κεφαλή, ὁ Χριστός».1 Ἔτσι μέσα ἀπό τήν πρακτική τῆς ἐκκλησιαστικῆς πολιτικῆς καί ὄχι τῆς Θεολογικῆς καί Ἐκκλησιολογικῆς προσέγγισης τῶν θεμάτων, εἴχαμε ἐσωτερική διάσπαση μέ ἀποτέλεσμα νά ἐμφωλεύει ἡ δυναμική τῶν ἀποσχιστικῶν τάσεων, μέ καθαρά πνευματικές καί ἐκκλησιολογικές συνέπειες. Ἐπιτρέψετέ μου νά σημειώσω ὅτι οἱ προσεγγίσεις, σχεδόν σέ ὅλα τά θέματα καί κυρίως στά πιό κρίσιμα, γίνονταν ἐξουσιαστικά καί ἐκφράζονταν περισσότερο ἰδιωτικές θέσεις παρά τό βίωμα τῆς Ἐκκλησίας. Φθάσαμε στό σημεῖο νά συζητοῦμε ἐπί μία ὁλόκληρη ἑβδομάδα γιά τό πῶς θά τίθενται οἱ ὑπογραφές τῶν Προκαθημένων ἐπί τοῦ Τόμου ἀνακηρύξεως μίας νέας αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας καί νά μήν μποροῦμε νά καταλήξουμε καί νά ὁμοφωνήσουμε ἐπί ἑνός τόσο κρισίμου ἐκκλησιολογικοῦ ζητήματος. Ἀκόμα καί ἐπί τῆς οὐσίας τοῦ ζητήματος αὐτοῦ οἱ Ἐκκλησίες ἐτοποθετοῦντο ἔχοντας κατά νοῦν ὄχι τήν ἑνότητα καί τήν πληρότητα ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῆς νέας Τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά τήν ἐξουσιαστική ἐπιβολή ἤ τήν ἀμφισβήτηση ἤ σχετικοποίηση τοῦ ρόλου τῆς μίας ἤ ἄλλης Τοπικῆς Ἐκκλησίας ἐπί τῆς τελικῆς ἀποφάσεως ἐγχωρίσεως ἤ μή τοῦ νέου αὐτοκεφάλου.
Μέσα ἀπό αὐτή τήν τακτική καί προσέγγιση τῶν Ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων ἀναδείχθηκε ἕνα ζωτικότατο ἐκκλησιολογικό ζήτημα, τό ὁποῖο ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας κ.κ Ἀναστάσιος χαρακτήρισε στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο ὡς τήν μεγαλύτερη αἵρεση, ἡ ὁποία ονομάζεται ΕΓΩΚΕΝΤΡΙΣΜΟΣ. Δηλαδή, ἀντί νά σκεπτώμαστε καί νά ἐνεργοῦμε Θεανθρωποκεντρικά, γιά καθαρά ποιμαντικά, θεολογικά καί ἄλλα ἐκκλησιαστικά θέματα, κινούμαστε ἐγωκεντρικά. Αὐτό ἀποτελεῖ μία ἐκκλησιολογική αἵρεση, ἡ ὁποία ἀναπόφευκτα ὁδηγεῖ στήν ἐκτροπή ἀπό τήν κανονική τάξη μέ κορυφαῖο ἀποτέλεσμα τό σχίσμα.
Τό γεγονός ὅτι κινούμαστε κατά ἕνα πολύ ἐπικίνδυνο τρόπο στά ὅρια τῆς ἐκκλησιολογικῆς αἵρεσης, αὐτό ἀποκαλύπτεται καί ἀπό τό πόσο εὔκολα διακόπτουμε τήν Εὐχαριστιακή Κοινωνία μεταξύ τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.2 Ἐάν ἡ φύση καί οὐσία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὡς πληρώματος τῶν πάντων, εἶναι ἡ μετοχή στήν Εὐχαριστιακή Κοινωνία, καί ἐμεῖς τόσο πρόχειρα καί βεβιασμένα καί ἐκκλησιολογικά ἀνεπίτρεπτα τήν διακόπτουμε ἐξουσιαστικῶς, τότε κάποιος διερωτᾶται πῶς θά ἐπιτευχθεῖ ἡ ἐπικοινωνία. Ἄν ἀπορρίψουμε τήν Μυστηριακή Κοινωνία, ἡ ὁποία εἶναι «τό πλήρωμα τοῦ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου»,3 πού ὅπως λέγει καί ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, «τό πλήρωμα τοῦ Χριστοῦ ἡ Ἐκκλησία. Καί γάρ πλήρωμα κεφαλῆς σῶμα, καί πλήρωμα σώματος κεφαλή. Ὅρα πόση τάξει κέχρηται Παῦλος, πῶς οὐδενός φείδεται ρήματος, ὥστε παραστῆσαι τοῦ Θεοῦ τήν δόξαν. Πλήρωμα, φησί· τουτέστιν, οἷον κεφαλή πληροῦται παρά τοῦ σώματος· διά γάρ πάντων μερῶν τό σῶμα συνέστηκε, καί ἑνός ἑκάστου χρήζει… Διά πάντων οὖν πληροῦται τό σῶμα αὐτοῦ (τοῦ Θεανθρώπου). Τότε πληροῦται ἡ κεφαλή, τότε τέλειον σῶμα γίνεται καί αὔξει, ὅταν ὁμοῦ πάντες ὧμεν συνημμένοι καί συγκεκολλημένοι» 4, τότε ἀναπόφευκτα θά καταφεύγουμε σέ ἕνα εἶδος ἐκκλησιαστικῆς πολιτικῆς, ἀνθρώπινης καί μόνο ἐπίλυσης τῶν διαφορῶν. Ἔτσι φθάνουμε σέ ἕνα εἶδος «ἐκκλησιαστικοῦ μονοφυσιτισμοῦ». Δηλαδή, παραμερισμοῦ τῆς μίας φύσεως (Θεανθρώπινης) τῆς Ἐκκλησίας καί χρήσης τῆς ἄλλης φύσεώς της (ἀνθρώπινης). Αὐτό ὅμως ἐπιφέρει διάσπαση, διότι τά ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀδιαιρέτως, τά ὁποῖα ἕνωσε ὁ Χριστός καί βιώνουμε στήν Εὐχαριστιακή Σύναξη, ὡς τό ἕνα Σῶμα τοῦ Θεανθρώπου (Πανορθοδόξως) ἐμεῖς διά τῆς διακοπῆς τῆς Κοινωνίας (ὄχι γιά λόγους πίστεως, δόγματος, ἀλλά ἐξουσίας καί δικαιοδοσίας=ἐγωκεντρισμός) τά διασποῦμε καί μένουμε στά ἀνθρώπινα, χωρισμένοι ἀπό τά Θεανθρώπινα. Δέν μπορεῖ νά μᾶς διαφεύγει τό βίωμα, πού ἀποκαλύπτεται στήν Εὐχαριστιακή Σύναξη καί ὁμολογεῖται ὅτι ὁ Θεάνθρωπος εἶναι «ὁ προσφέρων, ὁ προσφερόμενος, ὁ προσδεχόμενος, ὁ διαδιδόμενος…. καί τούς μετέχοντας ἁγιάζων». Πῶς ἐμεῖς μέ τόση πολλή εὐκολία, γιά λόγους κανονικῆς, ἱστορικῆς ἑρμηνείας καί ἀντίληψης ἀποφασίζουμε νά «δώσουμε ἐντολή» (μέσω τῆς διακοπῆς στή συμμετοχή τῆς Εὐχαριστιακῆς Κοινωνίας) στόν Προσφέροντα καί Προσφερόμενον καί Διαδιδόμενον νά μήν προσδέχεται τούς ἐν Χριστῷ Ἀδελφούς; Γι᾽ αὐτό καί ἀνέφερα παρά πάνω καί τό τονίζω ὅτι κινούμαστε ἐπικίνδυνα στά ὅρια μίας ἐκκλησιολογικῆς αἵρεσης.
Τέλος, θά ἤθελα νά ἀναφερθῶ στήν ἑκούσια ἤ ἀκούσια πρσπάθεια ἀμφισβήτησης ἤ σχετικοποίησης τοῦ Θεσμοῦ τοῦ Πρώτου στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, κάτι τό ὁποῖο ἔχει καθαρά ἐκκλησιολογικές συνέπειες. Βέβαια, ὁ Θεσμός τοῦ Πρώτου, εἴτε στίς κατά Τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, εἴτε σέ Πανορθόδοξο ἐπίπεδο δέν ἔχει τήν ἔννοια τῆς ἐξουσίας ἤ αὐθεντίας, ἀλλά εἶναι Πρῶτος μεταξύ ἴσων. Ὅμως, ἡ παρουσία τοῦ Θεσμοῦ πέραν τῆς διοικητικῆς σημασίας (συντονισμοῦ, προεδρίας, ἔκφρασης τοῦ Σώματος κλπ) στή δική μας Θεολογία ἔχει καί ἐκκλησιολογική σημασία καί ἔννοια. Τό λειτούργημα του, ὅπως καί τῶν λοιπῶν Ἐπισκόπων, ἑδράζεται πάνω στό Μυστήριο τῆς Κοινωνίας. Εἶναι ὁ Προεστώς τῆς Εὐχαριστιακῆς Σύναξης τοῦ Καθόλου Σώματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Εἶναι ἕνα λειτούργημα πού ἐνεργεῖ στή συνάφεια τῆς Μυστηριακῆς Κοινωνίας ὅλων τῶν κατά Τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Ὅπως στήν Τοπική Ἐκκλησία ὁ Προκαθήμενος δέν εἶναι ἁπλῶς ὁ Πρόεδρος της, ἀλλά ἡ ὁ Προεξάρχων καί ἀναδεικνύων τήν Μυστηρική ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας μαζί μέ τούς συν-Ἐπισκόπους του, ὁπότε χωρίς τόν Πρῶτον δέν ἐκφράζεται αὐτή ἡ ἑνότητα, οὔτε χωρίς τούς ἄλλους Ἐπισκόπους (ἐννοεῖται μέ τό ποίμνιο ἑκάστου) ἐπιτυχάνεται ἡ κοινωνία. Τό ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καί στήν Πανορθόδοξη ἤ καλύτερα Καθολική Ἐκκλησία. Ὁ Πρῶτος μαζί μέ τούς Προκαθημένους τῶν Ἐκκλησιῶν βιώνουν τήν Μυστηριακή Κοινωνία, ὡς πλήρωμα καί βίωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι μέσα ἀπό τίς Τοπικές ἤ Οἰκουμενικές-Καθολικές Συνόδους ἐκφράζεται ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἐν τοῖς Μυστηρίοις, ὡς βίωμα, καί μέσα ἀπό αὐτή τήν ἑνότητα ἐπιλύονται ὅλα τά ζητήματα καί διακηρύττεται ἐν ἀληθείᾳ καί ἀγάπῃ τό Μυστήριο τῆς Σωτηρίας μας: «Μέγα τό τῆς εὐσεβείας Μυστήριον Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί» καί διά τῆς θεωμένης σαρκός Του φθάνουμε στήν κοινωνία τῆς δόξας Αὐτοῦ.5 Μέ αὐτή τήν ἔννοια καθίσταται ἀναγκαῖος ἐκκλησιολογικά ὁ Θεσμός τοῦ Πρώτου, γι᾽ αὐτό καί καθιερώθηκε ἀπό τήν ἀρχή τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας διά τῶν λεγομένων «Ἀποστολικῶν Κανόνων» καί ἀργότερα διά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Μετά ἀπό τά πιό πάνω θά ἤθελα νά ὑποβάλω δύο εἰσηγήσεις σχετικά μέ τήν παρέμβαση τῆς Ἁγιοτάτης μας Ἐκκλησίας, στό λεγόμενο «Οὐκρανικό Ζήτημα».
1η. Πέραν τῶν ἀναφορῶν μας στά ἱστορικοκανονικά ζητήματα, τίς ἐκκλήσεις μας γιά ἑνότητα, τήν ἐκδήλωση πρόθεσης καί ἑτοιμότητας συμβολῆς στήν ἄρση τῆς δημιουργηθῆσας κατάστασης, νά ἐπισημάνουμε καί τόν κίνδυνο τῆς ἐκκλησιολογικῆς ἐκτροπῆς, πού ἐνδεχομένως νά ὁδηγήσει σέ μία ἐκκλησιολογική αἵρεση, ἡ ὁποία χωρίς νά τό ἀντιληφθοῦμε θά ριζώσει βαθειά στή ζωή τῆς καθόλου Ἐκκλησίας.
2η. Νά ἐπισημάνουμε τόν ἐκκλησιολογικό κίνδυνο, ὁ ὁποῖος ἐμφωλεύει νά ἐκδηλωθεῖ ἀπό τήν ἀμφισβήτηση καί σχετικοποίηση τοῦ Θεσμοῦ τοῦ Πρώτου, μέσα στήν Πανορθόδοξη Ἐκκλησία. Ἄλλο εἶναι οἱ ἐνδεχόμενοι λανθασμένοι χειρισμοί ἤ κακή διοίκηση τοῦ Θεσμοῦ καί ἄλλο ἡ διαφύλαξη τοῦ Ἀποστολικοπαραδότου Θεσμοῦ, πού ἡ Ἐκκλησία ἔδωσε στόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, τόν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως καί Νέας (ὄχι δευτέρας) Ρώμης.
Πιστεύω ὅτι στήν ὅλη σκέψη μας θά πρέπει, σύν τοῖς ἄλλοις, νά κυριαρχεῖ ἡ ἀγωνία, τήν ὁποία ἐξέφραζε ὁ Μέγας Βασίλειος πρός τόν Μέγα Ἀθανάσιο γιά τό Ἀντιοχειανό Σχίσμα (Δ´ αἰῶνας, μετά τήν Πρώτη Οἰκουμενική Σύνοδο) γράφοντάς του ὅτι∙ «…τούς μέν οἰκονομῆσαι, τούς δέ καθησυχάσαι, ἀποδοῦναι δέ τήν ἰσχύν (Εὐχαριστιακή Κοινωνία, ἑνότητα) τῆς Ἐκκλησίας διά τῆς συμφωνίας».6 Ἀμήν.

1. Ἐφεσ. δ´,1-16
2. πρβλ. διακοπή Εὐχαριστιακῆς Κοινωνίας μεταξύ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (ἐπί Ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου), μεταξύ Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιόχειας καί Ἐκκλησίας Ἱεροσολύμων, μεταξύ Ρωσικῆς Ἐκκλησίας καί Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου
3. Ἐφεσ. α´,22-23
4. Ἰωάννου Χρυσοστόμου PG 62,26
5 . Α´ Τιμ. γ´,16. Ἰωάν. α´, 14
6. Μ. Βασιλείου, Άθανασίῳ Ἀλεξανδρείας (περί τῶν ταραχῶν τῆς Ἐκκλησίας), PG32,4

Share this post