Ο καιρός του σιγάν πέρασε, ο καιρός του λαλείν ξεπεράστηκε. Ήρθε ο καιρός του πράττειν
Tου Ανδρέα Λουδάρου*
Ο μέγας Οδυσσέας Ελύτης είχε γράψει κάποτε πως «Εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι». Μάλιστα συνεχίζοντας αυτό το σκεπτικό είχε εκφράσει και την πεποίθηση πως «με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις». Χωρίς να έχω καμία διάθεση να ασελγήσω στα λόγια του μεγάλου αυτού Έλληνα θα ήθελα να χρησιμοποιήσω αυτή τη συλλογιστική του για να υποβάλλω το δικό μου ερώτημα.
Τι θα μας απομείνει εάν αποσυνθέσουμε σήμερα την Εκκλησία;
Με βάση την επικαιρότητα των τελευταίων ετών, φοβάμαι πως θα μας μείνουν θαύματα, μαντεψιές και προφητείες, εικόνες που κλαίνε, ιερές παντόφλες, άφθαρτα κάστανα, ιαματικά νερά και λάδια και φυσικά γεροντάδες, πολλοί γεροντάδες. Στη χώρα που αν κάποτε φώναζες «πρόεδρε» γύριζαν οι μισοί τώρα αν φωνάξεις «γέροντα» γυρίζουν οι άλλοι μισοί.
Και τι θα γίνει λοιπόν, για να συνεχίσω στα βήματα των διαπιστώσεων του Ελύτη, αν βρεις «άλλα τόσα;». Την ξαναφτιάχνεις; Κατά την προσωπική μου άποψη ο μόνος λόγος για να την ξαναφτιάξεις, έτσι όπως είναι, θα ήταν επειδή θα θες να μοιάσεις στον ήρωα του βιβλίου της Μαίρης Σέλεϊ, τον αλχημιστή Δρ Βίκτωρα Φρανκεστάϊν, τον γνωστό σε όλους μας γιατρό που κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα τέρας ενώνοντας τις σάρκες νεκρών ανθρώπων.
Το περίεργο βέβαια σε όλη αυτή την υπόθεση είναι πως αυτές οι διαπιστώσεις που σας γράφω εγώ εδώ δεν είναι δικές μου. Η συντριπτική πλειονότητα των κληρικών κάθε βαθμού και των λαϊκών που ασχολούνται με τα της Εκκλησίας καταλήγουν συνεχώς στην ίδια διαπίστωση. Ή μάλλον σε δυο διαπιστώσεις. Πως από τη μια τίποτα δεν πάει καλά και πως από την άλλη… τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει. Ειλικρινά δεν ξέρω ποια είναι η χειρότερη. Η πρώτη που επισημαίνει μια προβληματική ή η δεύτερη που περιφέρεται στα χείλη των περισσοτέρων στα μάτια των οποίων βλέπεις ταυτόχρονα το «μνήμα» της νεκρής ελπίδας;
Είναι λυπηρό, τουλάχιστον, να συναντάς ανθρώπους που να μην ελπίζουν πλέον πουθενά και να αποφαίνονται χαμένοι στη θλίψη πως «τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει».
Με βλέπετε να επαναλαμβάνω το «τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει» γιατί κι εγώ σ’ αυτήν την πλευρά ανήκω. Όμως ένα κομμάτι μου δεν μου επιτρέπει να παραδοθώ εντελώς. Μου φωνάζει πως «κάτι πρέπει να αλλάξει» γιατί «δεν γίνεται να συνεχίσουμε να τα ανεχόμαστε όλα αυτά».
Και πια είναι αυτά; Το εξής ένα: Η άρνηση των εκκλησιαστικών ηγετών όχι να αντικρίσουν την πραγματικότητα, γιατί την γνωρίζουν πολύ καλά, αλλά να συγκρουστούν μαζί της.
Να συγκρουστούν δηλαδή με όλους εκείνους που είτε επειδή είναι πονηροί και κερδίζουν χρήματα και επιρροή είτε είναι φαντασμένοι και πάσχουν από το σύνδρομο του «σωτήρα» παρασύρουν τον απλό κόσμο στο σκοτάδι τους μετατρέποντας τους σε άβουλα, πειθήνια όργανα τους.
Να συγκρουστούν με τα παράσιτα που ζουν στο εσωτερικό της Εκκλησίας αποκομίζοντας τεράστια οφέλη, εκβιάζοντας και εκμαυλίζοντας ανθρώπους.
Να συγκρουστούν με τον ίδιο τους τον εαυτό που επέτρεψε να ανεχθεί όλα αυτά ή και να τα ενισχύσει, ακόμη και να τα χρησιμοποιήσει…
Δεν γίνεται μια ολόκληρη ιεραρχία να φοβάται τον τάδε παπά επειδή «έχει κόσμο από πίσω του» και τον δείνα κονδυλοφόρο επειδή «είναι βρώμικος απ’ όπου κι αν τον πιάσεις» και τον άλλο τον «διαδρομιστή» επειδή «ξέρει πολλά» και να επιτρέπει να μετατρέπεται η κοινωνία σε ένα «τσίρκο τεράτων».
Δεν γίνεται να έχουμε γεμίσει τηλε ευαγγελιστές, θαυματοποιούς, προφήτες, εμπόρους πίστης και ελπίδας και να κάνουμε πως δεν το βλέπουμε.
Η αλλοίωση του τρόπου σκέψης, δράσης και παρουσίας της Εκκλησίας στην κοινωνία, μας αφορά όλους, είτε ανήκουμε στους πιστούς είτε στους απίστους είτε ακόμη και στους παντελώς αδιάφορους.
Όσοι πατάμε πάνω σε αυτή τη γη είμαστε άνθρωποι. Και λάθη κάνουμε, κι αδυναμίες έχουμε, και σε λάθος κρίσεις καταλήγουμε κι’ όλα τα στραβά μπορεί να κουβαλάμε. Όσο όμως βρισκόμαστε πάνω σ’ αυτή τη γη και όχι δυο μέτρα μέσα της, έχουμε την απόλυτη ελευθερία να τα διορθώσουμε όλα. Αρκεί να το θέλουμε.
*Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους. /ΠΗΓΗ: orthodoxia.info