«Ο Έρντογαν είναι φανατικός ισλαμιστής»
Μία από τις πιο γνωστές Τουρκάλες δικηγόρους και ακτιβίστριες, η Τζανάν Αρίν, είναι πεπεισμένη ότι ο Έρντογαν θέλει να επιβάλει στη χώρα τη σαρία. «Αυτό ήθελε από την αρχή», επιμένει.
Της Κατερίνας Οικονομάκου*
Το 2011, η Τζανάν Αρίν (Canan Arın) ήταν καλεσμένη του Δικηγορικού Συλλόγου της Αττάλειας, που είχε μόλις ιδρύσει ένα Κέντρο για την Προστασία των Γυναικείων Δικαιωμάτων. Η έμπειρη δικηγόρος ήταν το ιδανικό πρόσωπο για να κάνει ένα εκπαιδευτικό σεμινάριο στους συναδέλφους της. Το θέμα που είχε διαλέξει να αναπτύξει ήταν οι γάμοι ανηλίκων ως μορφή βίας κατά των γυναικών. Προκειμένου να γίνει όσο το δυνατόν πιο σαφής, θέλησε να φέρει παραδείγματα: Το πρώτο αφορούσε τον προφήτη Μωάμεθ, ο οποίος είχε παντρευτεί Muhammad’s wives ένα κορίτσι επτά ετών.
Το δεύτερο αφορούσε τον άντρα που ήταν τότε Πρόεδρος της χώρας. Ο Αμπντουλάχ ΓκιουλAbdullah Gül είχε αρραβωνιαστεί την μετέπειτα πρώτη κυρία, όταν αυτή ήταν 14 ετών και την παντρεύτηκε όταν έκλεισε τα 15. Το δεύτερο αυτό παράδειγμα προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση μιας ομάδας νεαρών αντρών, οι οποίοι σηκώθηκαν όρθιοι και άρχισαν να διαμαρτύρονται ότι έβγαινε εκτός θέματος και ότι προσέβαλε τον Πρόεδρο.
Από τις πιο γνωστές Τουρκάλες δικηγόρους και ακτιβίστριες, η Τζανάν Αρίν συνεχίζει απτόητη εδώ και τέσσερις δεκαετίες να κάνει αυτό που ξέρει πολύ καλά: Να αγωνίζεται για τα δικαιώματα των γυναικών μέσα και έξω από τις δικαστικές αίθουσες. Όσο είναι ζωντανή, λέει, τίποτε δεν θα μπορούσε να την πτοήσει. Γεννημένη σε οικογένεια κεμαλιστών, με μια μητέρα που πήρε νωρίς διαζύγιο και μεγάλωσε μόνη της τέσσερα παιδιά ενώ έκανε ταυτόχρονα καριέρα στον τραπεζικό τομέα, η Αρίν πρωτοστάτησε στο φεμινιστικό κίνημα που οργανώθηκε τη δεκαετία του ’80. Αργότερα είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην αναμόρφωση εκείνων των κεφαλαίων του τουρκικού αστικού και ποινικού κώδικα που αφορούν την οικογένεια και τις γυναίκες. «Το τουρκικό δίκαιο αντιμετώπιζε τη γυναίκα σαν ιδιοκτησία της οικογενείας της. Δηλαδή των αντρών της οικογενείας της. Μαζί με συναδέλφους μου μελετήσαμε σε βάθος όσα ίσχυαν σε μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες, ώστε να πιέσουμε για τον εκσυγχρονισμό του», εξηγεί.
Τα τελευταία δέκα χρόνια η Αρίν είναι αναγκασμένη να παρακολουθεί τον Έρντογαν να γκρεμίζει με όλο και πιο ταχύ ρυθμό τις κατακτήσεις του τουρκικού γυναικείου κινήματος και να καταλύει το κράτος δικαίου. «Ξεκίνησε με μικρά βήματα, λίγο λίγο και τώρα επελαύνει ακάθεκτος», παρατηρεί.
Το πιο πρόσφατο πλήγμα είναι, αναμφισβήτητα, η επίσημη αποχώρηση της Τουρκίας από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης.Δέκα χρόνια μετά τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης: Η βία κατά των γυναικών έγινε πολιτική, του πρώτου νομικά δεσμευτικού διεθνούς κειμένου για την πρόληψη και καταπολέμηση της έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας. Γιατί το έκανε, όμως; Ποια είναι η λογική πίσω από την απόφαση του Τούρκου προέδρου, τη στιγμή που έτσι κι αλλιώς η κυβέρνησή του έχει αποδείξει ότι στην πράξη δεν νιώθει ότι δεσμεύεται από τη σύμβαση; Ακούγεται κυνικό, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα, όπως την περιγράφουν τα τελευταία χρόνια τα μέσα ενημέρωσης και οι οργανώσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. «Ναι, δεν υπάρχει καμιά λογική. Αλλά υπάρχει εξήγηση. Ο Έρντογαν θέλει να ευχαριστήσει τις διάφορες σέκτες των ισλαμιστών και να εξασφαλίσει την υποστήριξή τους», απαντάει η δικηγόρος.
Και η κακή διεθνής δημοσιότητα; Θα έλεγε κανείς ότι ειδικά σε αυτήν τη φάση έχει ήδη αρκετή, δεν του χρειαζόταν ακόμη περισσότερη. «Αυτό δεν τον απασχολεί καθόλου τώρα πια. Θέλει εναγωνίως να πλουτίσει τη δεξαμενή των ψηφοφόρων του. Αλλά σας το λέω και θα με θυμηθείτε: Είναι στα τελευταία του, δεν έχει ελπίδες να εκλεγεί ξανά, ό,τι και αν κάνει. Το ξέρει. Και την ίδια στιγμή γνωρίζει ότι αν δεν εκλεγεί, την επόμενη μέρα θα είναι στη φυλακή». Η Τζανάν Αρίν είναι πεπεισμένη ότι ο Έρντογαν θέλει να επιβάλει στη χώρα τη σαρία. Αυτό ήθελε από την αρχή, επιμένει. «Είναι φανατικός ισλαμιστής, το φωνάζω από την πρώτη στιγμή. Για μεγάλο διάστημα είχε καταφέρει να ξεγελάσει πολύ κόσμο. Αλλά αν ήταν κανείς παρατηρητικός και αν δεν ήθελε να παρασυρθεί από την ελπίδα ότι θα μπαίναμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το έβλεπε ξεκάθαρα», συνεχίζει.
Τα τελευταία δέκα χρόνια έχουν πολλαπλασιαστεί δραματικά οι γυναικοκτονίες, εξηγεί η Αρίν. Σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, που κάποια στιγμή θορυβήθηκε και η κυβέρνηση. «Έφτιαξαν τότε μια κοινοβουλευτική επιτροπή για να συζητήσει το θέμα. Και ξέρετε πού κατέληξαν; Ότι ευθύνονται και οι γυναίκες που δολοφονούνται. Διότι είναι διεκδικητικές, διότι δεν σέβονται τις παραδοσιακές οικογενειακές αξίες. Και σε αυτό ενθαρρύνονταν, λέει, και από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης. Πώς σας φαίνεται;» συμπληρώνει, με ένα πικρό γέλιο. Αλλά αυτό ήταν η κορύφωση μιας διαδικασίας που είχε ξεκινήσει ήδη από τη στιγμή που ήρθε ο Έρντογαν στην εξουσία.
Οι ισλαμιστές εξαπέλυσαν έναν κανονικό πόλεμο κατά των γυναικών, λέει η Αρίν, εξηγώντας ότι ενώ δεν προχώρησαν σε αλλαγές της νομοθεσίας, φρόντισαν να την υπονομεύουν στην πράξη. «Να σας φέρω ένα παράδειγμα; Οι αμβλώσεις, λοιπόν, είναι νόμιμες στην Τουρκία. Κάναμε, όμως, πριν λίγα χρόνια, το 2015, μια έρευνα σε 37 δημόσια νοσοκομεία και διαπιστώσαμε ότι μόνο σε τρία από αυτά μπορούσε μια γυναίκα να κάνει την επέμβαση. Έναν χρόνο αργότερα, μόνο δύο συνέχιζαν να παρέχουν αυτή τη δυνατότητα. Όσες γυναίκες μπορούν να πληρώσουν, απευθύνονται σε ιδιωτικές κλινικές. Οι υπόλοιπες κάνουν παράνομα άμβλωση βάζοντας σε κίνδυνο την υγεία και τη ζωή τους».
Μου φέρνει κι άλλο παράδειγμα: Ο νόμος προβλέπει ότι ο γάμος επιτρέπεται μόνο μετά τη συμπλήρωση των 17 χρόνων. «Όμως οι διάφορες σέκτες των ισλαμιστών, όλοι αυτοί που έχουν απλωθεί παντού στη χώρα, δίνουν αγώνα για να καταργήσουν το όριο της ηλικίας. Πώς; Να σας πω τα επιχειρήματά τους;» Η δικηγόρος αναφέρεται σε μια υπόθεση που έφτασε στο δικαστήριο και αφορούσε ένα κορίτσι που είχε παντρευτεί και γεννήσει στα 13 της χρόνια. «Τι σημαίνει αυτό; Ότι το παιδί έπεσε θύμα βιασμού στα 12. Λοιπόν, το επιχείρημα για να αθωωθεί ο βιαστής και να θεωρηθεί νόμιμος ο γάμος, ήταν ότι αν μπει στη φυλακή θα μείνει το παιδί του ορφανό και το κορίτσι απροστάτευτο. Ότι θα διαλυθεί η οικογένεια», αφηγείται η Αρίν.
Μου λέει ότι τα τελευταία χρόνια δύσκολα θα ακουστεί ότι έγινε ένα έγκλημα τιμής. Μήπως επειδή δεν συμβαίνουν; Μπορεί να είναι κι αυτό. Μπορεί και όχι. Η δικηγόρος θυμάται ότι μαζί με συναδέλφους της και ακτιβίστριες πήγαιναν κάποτε σε περιοχές όπως το Μπατμάν, όπου συνέβαιναν πολλά εγκλήματα τιμής, για να κάνουν έρευνα. «Μας έλεγαν ότι οι κοπέλες είχαν αυτοκτονήσει. Έτσι ισχυρίζονταν. Τώρα πια, όλο και σπανιότερα μπαίνουν στον κόπο να αποδώσουν τη δολοφονία μιας γυναίκας σε αυτοκτονία. Τώρα τις σκοτώνουν και το ομολογούν. Και πάνε στο δικαστήριο όπου τους βρίσκουν ένα σωρό ελαφρυντικά. Στην Τουρκία φυλακίζονται οι δημοσιογράφοι, οι δικηγόροι και όσοι κάνουν ένα σχόλιο στο τουίτερ, αλλά οι δολοφόνοι και οι βιαστές κυκλοφορούν ελεύθεροι».
Όσο οι ισλαμιστές κερδίζουν έδαφος, τόσο η ζωή των γυναικών χάνει την αξία της, συνεχίζει η Αρίν. «Πριν από μερικά χρόνια είχαμε τους Γκιουλενιστές, οι οποίοι είχαν άριστες σχέσεις με τον Έρντογαν και προωθούσαν με μανία τη σαρία. Μετά, όταν αυτοί συγκρούστηκαν με τον Έρντογαν, τους αντικατέστησαν ένα σωρό άλλες σέκτες». Όλα τα υπουργεία, λέει η δικηγόρος, έχουν καταληφθεί κι από μια διαφορετική ομάδα ισλαμιστών. «Και χτίζουν όλο και περισσότερα τζαμιά. Λες και μας λείπουν τα τζαμιά. Όλη τους η έγνοια είναι να καλούν τον κόσμο να προσεύχεται. Και να συνετίζουν τις γυναίκες. Είναι φοβερό το πόσο ασχολούνται με τις γυναίκες, με το τι θα φορέσουν και πώς θα φερθούν οι γυναίκες». Ακόμη και για την ανεργία, προσθέτει, οι γυναίκες ευθύνονται – καταλαμβάνουν θέσεις όπου κανονικά θα απασχολούνταν άντρες. «Κι ο Έρντογαν κάνει ό,τι μπορεί για να τις απομακρύνει από την αγορά εργασίας, να τις κλείσει στο σπίτι και να τις καταστήσει οικονομικά εξαρτημένες και ανίσχυρες. Αλλά, ξέρετε, το γυναικείο κίνημα είναι η πιο ισχυρή αντιπολίτευση στην Τουρκία», λέει με βεβαιότητα.
Όσο την ακούω να μου μιλάει για την κατάσταση στην πατρίδα της, αναρωτιέμαι, δεν φοβάται να συνεχίζει να μιλάει τόσο ελεύθερα; Μα βέβαια, απαντάει, πώς θα μπορούσε να μην φοβάται; Όλοι φοβούνται στην Τουρκία. «Επιχείρησα κάποια στιγμή να ζήσω στο εξωτερικό». Πριν λίγα χρόνια, μετά από την τρίτη ή τέταρτη μήνυση εναντίον της σε διάστημα λίγων μηνών, δεν θυμάται πια ακριβώς, υπέκυψε στις πιέσεις του μικρού της αδελφού ο οποίος ζει στο Βερολίνο. «Μα Τζανάν, αντέχεις τώρα στην ηλικία σου να ρισκάρεις να μπεις στη φυλακή;» της έλεγε. Η δικηγόρος φοβόταν και ότι θα της κατασχέσουν το διαβατήριο, οπότε πήρε την απόφαση κι έφυγε για την Γερμανία. «Ε λοιπόν, άντεξα όλο κι όλο έναν μήνα. Επέστρεψα στην Κωνσταντινούπολη. Εδώ είναι οι ρίζες μου, εδώ είναι οι φίλοι μου, η δουλειά μου, τα βιβλία μου, εδώ είναι η ζωή μου».
Και ναι, βεβαίως ανησυχεί, αλλά είναι πια αδύνατον για αυτήν να σταματήσει να αγωνίζεται κατά του καθεστώτος. «Είμαστε πολλοί που μιλάμε, δεν είμαι μόνο εγώ. Πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να του σταθούμε εμπόδιο», λέει, μιλώντας φυσικά πάλι για τον Έρντογαν. Κι από την άλλη, συνεχίζει, συμφωνεί με όσους εκφράζουν τη βεβαιότητα πως ο Τούρκος πρόεδρος είναι διατεθειμένος να κάνει οτιδήποτε, να θυσιάσει ανθρώπινες ζωές, προκειμένου να κρατηθεί στην εξουσία. Είναι τόσο βαθιά βουτηγμένος στη διαφθορά, λέει, που αν χάσει την προεδρία, θα χάσει και την ελευθερία του. Θα γίνει την ίδια στιγμή. «Είναι σε παραλήρημα. Πηγαίνει τις Παρασκευές να προσευχηθεί στο τζαμί με συνοδεία 90 Mercedes. Ναι, καλά ακούσατε 9 και 0 = 90. Πώς σας φαίνεται αυτό;» μου απευθύνει το ρητορικό ερώτημα.
Η Τζανάν Αρίν παρομοιάζει τον Έρντογαν με έναν εχθρικό στρατό που υποχωρεί ηττημένος, καίγοντας και καταστρέφοντας τα πάντα στο πέρασμά του, «ό,τι υπάρχει κοντά και μακριά, καθετί ζωντανό στον ορίζοντα, κάθε δέντρο, όλα τα δάση, τη θάλασσα…» Παραδέχεται ότι νιώθει πολύ κουρασμένη και θλιμμένη με όσα συμβαίνουν στην πατρίδα της. Η βία γύρω της δεν την αφήνει ανεπηρέαστη. Πολλές φορές την επισκέπτεται τις νύχτες, με εφιάλτες που δεν την αφήνουν να ησυχάσει. «Δεν μπορώ να το αποφύγω. Πριν από λίγο καιρό το πήρα απόφαση, να βγω πια στη σύνταξη, να σταματήσω να πηγαίνω στο δικαστήριο έστω», λέει, προτού προσθέσει ότι θα συνεχίσει να εργάζεται, χωρίς αμοιβή, ως σύμβουλος σε υποθέσεις συναδέλφων της και ως εθελόντρια στο γυναικείο καταφύγιο που βοήθησε να ιδρυθεί πριν από πολλές δεκαετίες. «Η βάρδια μου είναι κάθε Τετάρτη», λέει χαμογελώντας. «Συνταξιοδοτούμαι από τη δικηγορία, όχι από την αντιπολίτευση».