Ο Ελύτης μάς έδειξε τους ήλιους και τα σκοτάδια της Ελλάδας
110 χρόνια από την γέννηση του Νομπελίστα ποιητή , που άφησε ως παρακαταθήκη το “Άξιον Εστί”
Του ΘΑΝΑΣΗ ΚΡΕΚΟΥΚΙΑ*
Εκεί που συναντήθηκαν η λυρική αφήγηση και κάποια από τα “υλικά” του υπερρεαλισμού, εκεί που η ελληνική παράδοση “περπάτησε” χέρι-χέρι με τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό, εκεί που το όνειρο και η φαντασία φωτίστηκαν από το ελληνικό αρχιπέλαγος, εκεί που η σκληρή συνείδηση εκφράστηκε μέσα από τον αλληγορικό στοχασμό, εκεί είναι που βρίσκονται οι ορίζοντες της ποίησης του Οδυσσέα Ελύτη. Στίχοι που συνδυάζουν τις εικόνες με μια σπάνια λεκτική αισθητική, με μια διαχρονική εκφραστικότητα, με μια συγκλονιστική λαϊκή ομορφιά και δύναμη. Ο ήλιος και το Αιγαίο, η “παραμόρφωση” του πολέμου, το ρίγος της ψυχής, μα πάνω απ’ όλα το “θαύμα” της γλώσσας, εκείνη η “φωνή” που αγκαλιάζει όλη την Ελλάδα με το ξεχωριστό μέταλλό της.
110 χρόνια μετά τη γέννησή του (2/11/1911), το Magazine παρουσιάζει ένα μικρό αφιέρωμα στον άνθρωπο που εξέφρασε την παντοδυναμία του ονείρου, απαγγέλλοντας τις περιπλανήσεις του με αισθητική καθαρότητα σε ένα ταξίδι που είχε ως προορισμούς του τη γη, την πατρίδα, τη θάλασσα, την ελευθερία και τον ήλιο. Ο Ελύτης είναι μεγάλος, όχι – μόνο – για το Νόμπελ Λογοτεχνίας του 1979, αλλά – κυρίως – για τις “υψηλές πύλες” που έχτισε προς την ομορφιά, τον έρωτα, την ανώτερη αλήθεια, την κατανόηση της βεβήλωσης, το δράμα της θυσίας, την ένταση του πολέμου, τις απαντήσεις σε κάθε ηθικό προβληματισμό, την αξία του φωτός. Όλα αυτά, μέσα από τη δική του ποιητική “επανάσταση”.
Ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, με καταγωγή από τη Μυτιλήνη, αλλά μεγάλωσε στην Αθήνα. Γόνος εύπορης οικογένειας, ήρθε από μικρός σε επαφή με τη θάλλασα και την ελληνική ναυτική παράδοση, αφού περνούσε τα καλοκαίρια του σε νησιά του Αιγαίου, κάτι που προετοίμασε τη γόνιμη, λυρική του θεώρηση, η οποία άρχισε να φαίνεται από τα γυμνασιακά του κιόλας χρόνια, όταν συνεργάστηκε με τη “Διάπλαση των Παίδων”, το κατεξοχήν παιδικό “λογοτεχνικό” περιοδικό της εποχής. Είχε ξεκινήσει ήδη να διαβάζει με ζήλο Έλληνες και ξένους συγγραφείς και ποιητές, ξοδεύοντας όλα του τα χρήματα στην αγορά βιβλίων.
Λίγο μετά την αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο και ενώ δεχόταν πιέσεις από τους γονείς του να σπουδάσει χημικός, γνωρίστηκε με το έργο του Πωλ Ελυάρ, “προσπερνώντας” τον αρνητισμό του ντανταϊσμού, αλλά αφήνοντας τον εσωτερικό του κόσμο να γοητευτεί από τον σουρεαλισμό, από την “αδεξιότητα” της ορολογίας του και συγχρόνως από την ίδια την αμφισβήτηση που ενσωμάτωνε στην ποίηση την επιθυμία της “επανάστασης”. Ο Ελυάρ, αλλά και άλλοι Γάλλοι υπερρεαλιστές ποιητές, όπως ο Λουί Αραγκόν, ο Ρενέ Κρεβέλ, ο Ροζέ Βιτράκ, επηρέασαν τις ιδέες του Ελύτη για τη λογοτεχνία και “προετοίμασαν” τη στροφή του που θα ακολουθούσε τα επόμενα χρόνια, αποκρυσταλλωμένη πλέον στους στίχους του.
Έτσι λοιπόν, το 1930, στα 19 του, απέκλεισε την προοπτική της χημείας και γράφτηκε στη Νομική σχολή Αθηνών, συνεχίζοντας τη μελέτη του στους Έλληνες ποιητές, αλλά και τις περιπλανήσεις του στην ελληνική επαρχία, όπου αναζητούσε επίμονα τα δικά της χαρακτηριστικά και τη δική της “αλήθεια”, για να δώσει προοπτική στην καλλιτεχνική του εξέλιξη. Τότε ήταν που άρχισε να γράφει τα πρώτα του ποιήματα, ενώ παράλληλα ήρθε σε επαφή με τον κύκλο του περιοδικού “Νέα Γράμματα” (Σεφέρης, Πολίτης, Σικελιανός, Θεοτοκάς, Τερζάκης, Τσάτσος, Καραντώνης κ.ά.), το οποίο παρουσίασε αναλυτικά τις νέες δυτικές φόρμες, τις τάσεις και τα κινήματα, κυρίως των συγγραφέων και ποιητών της νεώτερης γενιάς.
Την ίδια χρονιά που πρωτοεκδόθηκαν τα “Νέα Γράμματα”, ο Ελύτης γνώρισε τον Ανδρέα Εμπειρίκο και μυήθηκε ακόμα περισσότερο στον υπερρεαλισμό, ενώ λίγους μήνες αργότερα κυκλοφόρησαν και τα πρώτα του ποιήματα στο περιοδικό, για πρώτη φορά με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο που θα τον συνόδευε πλέον σε όλη του τη ζωή. Στα “Νέα Γράμματα”, ο Ελύτης δημοσίευσε και μεταφράσεις ποιημάτων του Ελυάρ, προλογίζοντας τον δημιουργό τους ως “τον ποιητή που ό,τι γράφει, φτάνει αμέσως στην καρδιά μας, μας χτυπάει κατάστηθα σαν κύμα ζωής άλλης, βγαλμένης από το άθροισμα των πιο μαγικών ονείρων μας”. Ένα χρόνο αργότερα, το 1936, στην Α’ Διεθνή Υπερρεαλιστική Έκθεση των Αθηνών, ο Ελύτης εντυπωσίασε με μια νέα πτυχή της τέχνης του.
Παρουσίασε ζωγραφικούς πίνακες με την τεχνική του κολάζ, κάτι που είχαν επινοήσει από τη δεκαετία του 1910 ο Πικάσο και ο Μπρακ, σε ένα παρακλάδι του συνθετικού κυβισμού, που αμέσως πέρασε και στην ποίηση με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Γκιγιόμ Απολινέρ. Εκείνη την εποχή, ο Ελύτης γνωρίστηκε και με τον Νίκο Γκάτσο, έναν ακόμα ποιητή που ακολούθησε τα χνάρια του υπερρεαλισμού, εκδίδοντας το 1943 την “Αμοργό”. Το 1940 κυκλοφόρησε τελικά η πρώτη ποιητική συλλογή του Ελύτη, με τίτλο “Προσανατολισμοί”, μια πρώτη γεύση του πώς οι υπερρεαλιστικές επιρροές, αντί να “ηγηθούν” στην εκφραστική φόρμα του ποιητή, υπηρέτησαν το ταξίδι του στην Ελλάδα, στο Αιγαίο, στον ουρανό και στο φως.
Ο “ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ” ΚΑΙ ΤΟ “ΑΣΜΑ ΗΡΩΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΝΘΙΜΟ”
Με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, ο Ελύτης βρέθηκε στο μέτωπο, αρρώστησε σοβαρά από τύφο και έζησε το δράμα της κατοχής. Η εμπειρία του θανάτου, την οποία έζησε τόσο στην πρώτη γραμμή της μάχης, όσο και στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι την απελευθέρωση, “στοίχειωσε” μέσα του, προετοιμάζοντας το “νυστέρι” για να ξεγυμνώσει την τρομακτική εσωτερική “σιωπή”, την αγωνία μπροστά στην παράλογη ανάγνωση της ανθρώπινης ύπαρξης, κάτι που θα συμβολιζόταν μέσα από το εφιαλτικό φορτίο του “Άξιον Εστί”. Όμως πριν η “φωτιά” κυριαρχήσει στους στίχους του, πρόλαβε να κυκλοφορήσει το 1943 τον “Ήλιο τον Πρώτο”, μια ακόμα ονειρική διαφυγή με παντοτινό προορισμό την ελπίδα και μια καινούργια “αυγή”.
Ο “Ήλιος ο Πρώτος” εξέφρασε την πίστη του Ελύτη για την “απελευθέρωση”, με απαραίτητο στοιχείο τις θυσίες και τους αγώνες, σφυρηλατώντας το πεπρωμένο της σύγκρουσης μέσα από “γενναίους”, φτιαγμένους από “πέτρες, αίμα, σίδερο και φωτιά”. Ο δρόμος προς την αλήθεια, ο πόθος της κατάκτησης του οράματος, το “χτίζουμε, ονειρευόμαστε και τραγουδούμε”, όλα αυτά ξανάδωσαν μια μαγική ιδέα της ζωής, που στα βήματα του Ελύτη, συνέχισαν να έχουν για “συνοδοιπόρους”, τη θάλασσα, τα αστέρια, τον ουρανό, τη γη, τον ήλιο, τις σειρήνες, τον βασιλικό, τις παπαρούνες, τα μάρμαρα, τα αμπέλια, τις λεμονιές, τα πουλιά, τον δυόσμο, τα περιβόλια, τις καμπάνες, τους κάμπους, τους ορίζοντες, την ομορφιά της Ελλάδας.
Το 1945 ακολούθησε το “Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας”, μια βίαιη καταγραφή της έντασης μεταξύ ζωής και θανάτου, ένα δείγμα σαφώς πιο ώριμο στον τρόπο πραγμάτωσης της αισθητικής και την παρουσίαση των προσωπικών βιωμάτων του ποιητή από τον πόλεμο του ’40. Στο “Άσμα”, ο Ελύτης έγινε πιο μεταφυσικός, βρήκε καινούργια δυναμική, έδρασε σε ένα διαφορετικό “πραγματικό”, μετέτρεψε τη θλίψη του σε λεκτική ανυποταξία και “έσπειρε” χωρίς φτιασίδια τη δική του λυρική αντήχηση στον πόνο: “Μα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιά. Μόλις σταμάτησε για λίγο μες στα δόντια ο θάνατος – κι ύστερα χύθηκε μεμιάς ως τα χλωμά του νύχια”.
Κατά τη διάρκεια του εμφύλιου, το 1948, ο Ελύτης ταξίδεψε στην Ελβετία και κατόπιν εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, ενώ υπήρξε και ιδρυτικό μέλος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Τέχνης. Εκεί γνώρισε σημαντικούς ποιητές, όπως τον Αντρέ Μπρετόν (θεμελιωτή του σουρεαλισμού), τον Τριστάν Τζαρά (ιδρυτή του ντανταϊσμού), τον Αλμπέρ Καμύ και βέβαια την πρώτη του μεγάλη επιρροή στην ποίηση, τον Πωλ Ελυάρ. Ήρθε όμως σε επαφή και με γνωστούς ζωγράφους, όπως ο Πάμπλο Πικάσο, ο Τζουάν Μιρό, ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο, ο Ανρί Ματίς, ο Μαρκ Σαγκάλ και ο Αλμπέρτο Τζακομέτι. Το 1950 επισκέφθηκε την Ισπανία και αμέσως μετά, την Αγγλία.
ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΙΚΟ “ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ”
Εκεί, στα ξένα, την τετραετία μακριά από την πατρίδα (1948-1951), ήταν που εμπνεύστηκε ο Ελύτης το μεγάλο του αριστούργημα, το “Άξιον Εστί”. Περίπου μια δεκαετία μετά την κυκλοφορία του έργου, είχε διηγηθεί ο ίδιος, πως όταν έφευγε από την Ελλάδα, έχοντας ζήσει τον πόλεμο, την κατοχή και τον εμφύλιο (“εκείνα τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στην πέτρα”), είχε δει κάτι παιδιά που έπαιζαν σε μια αλάνα. “Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα”, εκείνη ήταν η τελευταία εικόνα που πήρε μαζί του, σκεπτόμενος ότι “αυτή ήταν η μοίρα του Γένους που ακολούθησε το δρόμο της Αρετής και πάλεψε αιώνες για να υπάρξει”.
Φτάνοντας στη Λωζάννη, το θλιβερό “κοντράστ” εμφανίστηκε μπροστά του, όταν είδε μια παρέα από μικρούς Ελβετούς, που έκαναν ιππασία δίπλα στη λίμνη. “Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκηπόπουλα, περάσανε από μπροστά μου και μ’ άφησαν σε μια κατάσταση που ξεπερνούσε την αγανάκτηση”. Η παραμονή του Ελύτη στην Ευρώπη, τον έκανε να δει ακόμα πιο καθαρά το δράμα που ζούσε πίσω, ο τόπος του. Η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη, ήταν ο πρώτος σπινθήρας. Και ο δεύτερος προήλθε από “την ανάγκη που ένιωσε για μια δέηση, να δώσει δηλαδή, σ’ αυτή τη διαμαρτυρία του για το άδικο, τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας”. Και έτσι γεννήθηκε το “Άξιον Εστί”.
Το έργο τυπώθηκε τον Δεκέμβριο του 1959 και κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1960, μετά από σχεδόν δεκαπέντε χρόνια “σιωπής”. Ο μελετητής και καθηγητής της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Γ. Π. Σαββίδης, χαρακτήρισε το “Άξιον Εστί” ως “ένα από τα ωραιότερα και τιμιότερα παραδείγματα αμείλικτης καλλιτεχνικής συνείδησης στην ιστορία της ευρωπαϊκής ποίησης”. Ο Ελύτης “απελευθέρωσε” τους στίχους, προσφέροντάς μας ίσως το σημαντικότερο δείγμα γραφής μιας ανώτερης πραγματικότητας, αυτής που μπορεί να πηγάσει μόνο μέσα από τη λαϊκή δύναμη. Η καθαρότητα και η δεξιότητα της έκφρασης δημιούργησαν ένα πολύτιμο κάδρο, μέσα στο οποίο μπόρεσαν να συμπέσουν η ζωή και ο θάνατος, σαν εικαστικοί κώδικες, ζωντανεύοντας τις εικόνες σαν “επιφάνια”.
Και όταν λίγους μήνες μετά την κυκλοφορία του έργου, ο Ελύτης πλησίασε τον Μίκη Θεοδωράκη και του έδωσε το βιβλίο, πιστεύοντας ότι θα μπορούσε να τον εμπνεύσει, τότε ήταν που μπήκαν τα θεμέλια για την ίσως πιο αξεπέραστη, πιο διαυγή, φωτισμένη παγκόσμια “διατύπωση” της απόλυτης εκφραστικής πραγματικότητας που βίωσε ποτέ ο σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός, με τη μύηση στο “ανώτερο”, μέσα από μια συνειδησιακή διεκδίκηση, σφραγισμένη από τις “μυθολογίες” της ζωής και της τέχνης, των στίχων και της μουσικής, της μοναχικής προσευχής και του μνημειώδους ορατορίου. Το μελοποιημένο “Άξιον Εστί” έκανε τους στίχους του Ελύτη νότες και τους ταξίδεψε στην αιωνιότητα της ζωντανής μνήμης.
Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΕΛΥΤΗ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΜΠΕΛ
“Θεωρώ την ποίηση σαν μια πηγή αθωότητας, που είναι γεμάτη από επαναστατικές δυνάμεις. Αποστολή μου είναι να κατευθύνω αυτές τις δυνάμεις εναντίον ενός κόσμου που η συνείδησή μου δεν μπορεί να αποδεχθεί, έτσι ώστε να φέρω αυτόν τον κόσμο, μέσω συνεχών μεταμορφώσεων, σε μεγαλύτερη αρμονία με τα όνειρά μου”. Έτσι αντιλαμβανόταν ο Ελύτης τη δική του τέχνη, τον δικό του λόγο, βασισμένος στην ορμή των αισθήσεων, στο φως αλλά και στα σκοτάδια. Στη μαγεία της ζωής, αλλά και στο κρύο του θανάτου. Στον λυρισμό των αισθημάτων, στο μεθύσι της φύσης, στην έκσταση του θαύματος, στον ήλιο, αλλά και στη σκιά, το μαύρο, το καταχθόνιο, τον ορυμαγδό, το κενό. “Για το τίποτα, που ωστόσο είναι το παν”.
Όλα αυτά, δουλεμένα στον υπερθετικό βαθμό από τον Ελύτη, με συνέπεια και αφοσίωση σε όλη τη διαδρομή του, έφεραν τη βράβευσή του το 1979 με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Στην ανακοίνωσή της, στις 18 Οκτωβρίου εκείνης της χρονιάς, η Σουηδική Ακαδημία αιτιολόγησε ως εξής την απόφασή της: “Για την ποίησή του, η οποία, με φόντο την ελληνική παράδοση, ζωντανεύει με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική καθαρότητα βλέμματος τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργικότητα”. Και στις 10 Δεκεμβρίου, στην τελετή της απονομής στην Στοκχόλμη, ο ποιητής παρέλαβε το βραβείο από τον βασιλιά Κάρολο Γουστάβο, παραθέτοντας στη συνέχεια, στον λόγο του, τις προσωπικές του, αδιαπραγμάτευτες αρχές.
“Ας μου επιτραπεί, παρακαλώ, να μιλήσω στο όνομα της φωτεινότητας και της διαφάνειας. Επειδή οι ιδιότητες αυτές είναι που καθορίσανε τον χώρο μέσα στον οποίο μου ετάχθη να μεγαλώσω και να ζήσω… Επειδή αυτό είναι στο βάθος η ποίηση: η τέχνη να οδηγείσαι και να φτάνεις προς αυτό που σε υπερβαίνει. Από τα μυριάδες μυστικά σήματα, που μ’ αυτά είναι διάσπαρτος ο κόσμος και που αποτελούν άλλες τόσες συλλαβές μιας άγνωστης γλώσσας, να συνθέσεις λέξεις και από τις λέξεις φράσεις που η αποκρυπτογράφησή τους να σε φέρνει πιο κοντά στην βαθύτερη αλήθεια… Για τον ποιητή – μπορεί να φαίνεται παράξενο αλλά είναι αληθές – η μόνη κοινή γλώσσα που αισθάνεται να του απομένει, είναι οι αισθήσεις”.
Ο Ελύτης συνέχισε να γράφει και να εκδίδει ποιητικές συλλογές και δοκίμια μέχρι τα τελευταία του χρόνια, παραμένοντας δημιουργικός, πολυδιάστατος και ολοζώντανος, στήνοντας τα όνειρά του με φόντο πάντοτε την Ελλάδα και την παράδοση. Πέθανε στις 18 Μαρτίου του 1996 στην Αθήνα, από ανακοπή καρδιάς, σε ηλικία 85 ετών. Όμως η παρακαταθήκη που άφησε πίσω του, τον τοποθέτησε στους “αθάνατους” αυτού του τόπου, σε εκείνους που μεταμόρφωσαν τη γλώσσα σε “εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών”. Ο Ελύτης, μιλώντας για αισθήσεις, δεν εννόησε το προσιτό, αλλά το απώτατο, μεταμορφώνοντας το εγκόσμιο φως σε υπερκόσμιο, μέσα από την πιο διεισδυτική και καθαρή ματιά.
Η ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΕΛΥΤΗ
Δεν είναι μόνο το ανυπέρβλητο κάλλος του “Άξιον Εστί” με τα “θαύματά” του (“Ένα το χελιδόνι”, “Της αγάπης αίματα”, “Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ”, “Ανοίγω το στόμα μου”), που έγιναν ύμνοι στο λαϊκό τραγούδι, πάλλοντας τις καρδιές των απλών ανθρώπων. Πολλοί συνθέτες μελοποίησαν στίχους του, χαρίζοντας έτσι στον ποιητικό του λόγο μια ακόμα πτυχή, αυτή του σπινθήρα που γεννά πάθος και σκορπίζει “ηθικόν ήλιο”: από τις “Μικρές Κυκλάδες” και το “Αρχιπέλαγος” του Μίκη, στον “Μεγάλο Ερωτικό” του Μάνου, από τον “Ήλιο τον Πρώτο” του Μαρκόπουλου, στον “Ήλιο τον Ηλιάτορα” του Λάγιου, και από το “Θαλασσινό τριφύλλι” του Κόκοτου, στους “Προσανατολισμούς” του Ανδριόπουλου.
Ο Οδυσσέας Ελύτης υπήρξε, σύμφωνα με τα δικά του λόγια, “ο στερνός μιας γενιάς που έσκυβε στις πηγές μιας ελληνικότητας, κι απ’ την άλλη, ο πρώτος μιας άλλης που δεχόταν τις επαναστατικές θεωρίες ενός μοντέρνου κινήματος”. Πήρε στοιχεία και από την ελληνική παράδοση και από τις νέες, δυτικές φόρμες και τεχνικές, εφαρμόζοντάς τα πάνω στη “σύγχρονη ευαισθησία”. “Πέρασε απ’ τη φωτιά για να φτάσει στη λάμψη”. “Πάλεψε το σκοτάδι μέσα του, για να ‘χει μεθαύριο μερτικό δικό του στον ήλιο”. Ξανάφτιαξε την Ελλάδα με μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Και σαν τον “Ήλιο τον ηλιάτορα, τον πετροπαιχνιδιάτορα”, λίγο το στόμα του άνοιξε κι ευθύς μύρισε άνοιξη…
*Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους
ΠΗΓΗ: news247.gr–Magazine