Ο Ελληνισμός στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο

Ο Ελληνισμός στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο

Της Δρος Αικατερίνης Λάμπρου-Χρηστίδη *

Αξιότιμε κύριε Δήμαρχε,

Εκλεκτοί προσκεκλημένοι,

Αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι,

Θα ήθελα να εκφράσω τη χαρά και την τιμή που αισθάνομαι για τη συμμετοχή μου στον πάνδημο εορτασμό του Δήμου Λάρνακας για την 82η επέτειο του Όχι.  Η ομιλία μου θα είναι σύντομη και θα επικεντρωθεί στη σύσσωμη και ολόψυχη συμμετοχή του Ελληνισμού στο πλευρό των Συμμάχων στον Β’  Παγκόσμιο Πόλεμο.

Είναι σημαντικό το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο για να εκτιμηθεί το έπος που γράφτηκε στα βουνά της Ηπείρου και να αναγνωριστούν το βάρος της τριπλής κατοχής από Γερμανία, Ιταλία και Βουλγαρία, του αγώνα επιβίωσης και αντίστασης, καθώς και το τίμημα της απελευθέρωσης και του εμφυλίου πολέμου που ακολούθησε.  Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 απολυταρχικά καθεστώτα ποικίλων ιδεολογικών αποχρώσεων είχαν επικρατήσει σε όλα σχεδόν τα κράτη της Νότιας, Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης.  Στα τέλη του 1940 το δημοκρατικό πολίτευμα είχε επιβιώσει σε πέντε ευρωπαϊκές χώρες: Μ. Βρετανία, Ιρλανδία, Σουηδία, Φιλανδία και Ελβετία.  Οι αναθεωρητικές δυνάμεις τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Άπω Ανατολή ενισχύονταν και ήδη το Μάρτιο του 1936 η Γερμανία είχε αρχίσει να εντείνει τις προσπάθειες αναθεώρησης συνθηκών και επαναστρατιωτικοποίησης[1]. Η άνοδος του Ιωάννη Μεταξά στην εξουσία, παρά τον απολυταρχικό χαρακτήρα, δεν αποτέλεσε καμπή στην ελληνική εξωτερική πολιτική, καθώς υιοθέτησε τις βασικές αρχές των προκατόχων του, με προτεραιότητα την προάσπιση του εδαφικού καθεστώτος που είχε διαμορφωθεί με τις Συνθήκες Ειρήνης των ετών 1919-1923[2].  Η Ελλάδα προπολεμικά προσπαθούσε να διατηρήσει πολιτική ουδετερότητα, με πολύ δύσκολους διπλωματικούς ελιγμούς, μέσα στο βαρύ κλίμα του μεγάλου πολέμου που πλησίαζε. 

Ας μην ξεχνάμε ότι από τις αρχές του 20ού αιώνα έως και την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ελληνισμός είχε διανύσει μία ιδιαίτερα έντονη περίοδο, γεμάτη περιπέτειες, πολεμικές αναμετρήσεις, νίκες, ήττες και σκληρές διεργασίες, καθώς αγωνιζόταν τόσο για την εσωτερική ανάπτυξη όσο και για την ένωση εδαφών με ελληνικούς πληθυσμούς στο σώμα του ελληνικού κράτους.  Τον Μακεδονικό Αγώνα του 1904-1908 ακολουθούν οι δύο Βαλκανικοί Πόλεμοι του 1912-1913 με νικηφόρα έκβαση και την ενσωμάτωση της Κρήτης, της Σάμου, των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, την Ήπειρο και τη Μακεδονία, ενώ η δυτική Θράκη ενσωματώνεται το 1919 μετά τη νικηφόρα συμμετοχή της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.  Η ανατολική Θράκη και τα παράλια της Μικράς Ασίας προσγράφηκαν στην Ελλάδα μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά χάθηκαν τρία χρόνια αργότερα, το 1922 με τη Μικρασιατική Καταστροφή, της οποίας φέτος μνημονεύεται η 100ή επέτειος.  Τα Δωδεκάνησα ενσωματώθηκαν στην Ελλάδα, που ανήκε στο συνασπισμό των νικητριών δυνάμεων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1947.  Ας αναλογιστούμε πόσες θυσίες, πόσες στρατιωτικές μάχες και πόση ψυχική δύναμη επιδείχθηκαν από τους Έλληνες, εντός και εκτός εθνικού κορμού, για να επιτευχθεί ο σχεδόν τριπλασιασμός του αρχικού ανεξάρτητου κράτους του 1832[3]

Και ο αγώνας δεν είχε τέλος.  Ο Πρωθυπουργός Ι. Μεταξάς, αξημέρωτα της Δευτέρας της 28ης Οκτωβρίου 1940 απέρριψε το ιταλικό τελεσίγραφο και ο τρομακτικός ήχος των σειρήνων μαζί με τα πρωϊνά φύλλα των εφημερίδων και τις ειδήσεις στο ραδιόφωνο μετέφεραν την είδηση της έναρξης του ελληνοϊταλικού πολέμου.  Ενός «προαναγγελθέντος» πολέμου που άρχισε ουσιαστικά δύο μήνες πριν, στις 15 Αυγούστου, με τη βύθιση του ευδρόμου «Έλλη».  Δύο μήνες που έδωσαν τον χρόνο στην ελληνική κυβέρνηση να εντείνει τις προσπάθειες για ολοκλήρωση της στρατιωτικής και πολιτικής προετοιμασίας της χώρας.[4]  Οι Έλληνες πολέμησαν νικηφόρα κατά των Ιταλών που εισέβαλαν στα πάτρια εδάφη το 1940, αντιπαρατάχθηκαν γενναία στους Γερμανούς μέχρι τη συνθηκολόγηση την άνοιξη του 1941 και στη συνέχεια ανέπτυξαν μία ρωμαλέα Εθνική Αντίσταση, κατά τα έτη 1942-1944, από τις εντονότερες της Ευρώπης.  Μέσα όμως στο φωτεινό κλίμα της σπουδαίας εθνικής αντίστασης κατά των Γερμανών, των Ιταλών και Βουλγάρων κατακτητών ξεκίνησε ο καταστροφικός εμφύλιος πόλεμος, που διήρκησε από το 1943 έως το 1949. 

Η Ελλάδα καθιέρωσε τον εορτασμό της εισόδου της στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και της έναρξης του Έπους του ’40 στα βουνά της Ηπείρου, και όχι της απελευθέρωσης (στις 12 Οκτωβρίου 1944), όπως οι υπόλοιπες νικήτριες συμμαχικές δυνάμεις.  Σύμφωνα με τις απόψεις ιστορικών, λόγω της αξίας της άρνησης του Μεταξά να δεχθεί το ζυγό κατοχής από την Ιταλία όσο και λόγω της σημασίας της ενθουσιώδους, καθολικής συμμετοχής στον αγώνα στα βουνά της Ηπείρου[5].  Οι ιστορικοί υπογραμμίζουν ότι τη διετία 1940-1941, οπότε η Ελλάδα κλήθηκε στην έναρξη ενός παγκόσμιας κλίμακας πολέμου να αντιμετωπίσει, σε περιφερειακό επίπεδο, την επίθεση της Ιταλίας και στη συνέχεια της Γερμανίας, ο ελληνικός λαός παραμέρισε τις εσωτερικές πολώσεις 25 ολόκληρων ετών, λόγω του Διχασμού μεταξύ Βασιλικών και Βενιζελικών, και ξέχασε όλες τις κακουχίες σχεδόν 40 ετών για να τρέξει, χορεύοντας και τραγουδώντας, στα τρένα και να φθάσει εγκαίρως στο πολεμικό μέτωπο.  Πάνω στα βουνά της Ηπείρου και μέσα στα χιόνια και τις λάσπες της πρωτοφανούς βαρυχειμωνιάς του 1940-41 συνέβη ένα θαύμα με τις νίκες και την προέλαση του ελληνικού στρατού, απέναντι σε έναν στρατό ισχυρότερο σε μέγεθος και εξοπλισμό, ενώ στα μετόπισθεν άνδρες και γυναίκες ενίσχυαν με κάθε μέσο τον αγώνα. 

Ας αφήσουμε τον Οδυσσέα Ελύτη, που συμμετείχε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, να περιγράψει την πορεία των στρατευμένων με τα πόδια προς την πρώτη γραμμή του πυρός: «(…) Μόνε σαν να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ’ όλες τις γενιές και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά παλιών, που ‘χαν λευκάνει απ’ τα περίσσια γένια.  Καπεταναίοι αγέλαστοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θηρία, λοχίες του ’97 ή του ’12, μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ’ τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελάτες και σκουταροφόροι, με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουργάρων και Τουρκών.  Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχώντας πλάι πλάι, διαβαίναμε τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριάζουμε άλλο τίποτε.(…)»[6].

Σαν έτοιμος από καιρό για το Όχι και ενωμένος στον αγώνα φάνηκε όμως και ο Ελληνισμός που ζούσε εκτός των συνόρων του ελληνικού κράτους.  Η κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου δημιούργησε αισθήματα συγκίνησης στους ομογενείς σε όλο τον κόσμο, οι οποίοι με ποικίλες δράσεις συνέδραμαν ηθικά και υλικά στον αντιφασιστικό και αντιναζιστικό αγώνα και συστρατεύθηκαν με τις ελληνικές και τις συμμαχικές δυνάμεις. 

Ο κυπριακός λαός συστρατεύτηκε στον συμμαχικό αγώνα σε όλα τα μέτωπα, ιδιαίτερα μετά την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο, έμπλεος πίστης στις ευρωπαϊκές αξίες και προσδοκιών για ελευθερία και ανεξαρτησία.  Συνολικά, 16.624 Κύπριοι στρατιώτες είναι καταγεγραμμένοι στα Μητρώα του «Κυπριακού Συντάγματος» και της «Κυπριακής Εθελοντικής Δυνάμεως».   

Έχουν καταγραφεί 374 πεσόντες στρατιώτες που ανήκαν στο βρετανικό στρατό, ενώ τάφοι και κενοτάφια Κυπρίων στρατιωτών είναι διασκορπισμένα στην Κύπρο και σε άλλες 23 χώρες, από την Αίγυπτο μέχρι τη Σιγκαπούρη, σύμφωνα με τον αναπληρωτή Καθηγητή Νεότερης Ιστορίας Πέτρο Παπαπολυβίου[7].  

Ακόμη, διεξήχθησαν πολλοί έρανοι για την Ελλάδα που πολεμούσε σε όλη την Κύπρο, μέχρι το τελευταίο χωριό, και έχουν καταγραφεί ποικίλες πράξεις έμπρακτης βοήθειας, όπως με την υποδοχή και φιλοξενία προσφύγων από την Ελλάδα μετά τη συνθηκολόγηση με τη Γερμανία, που βρήκαν στη μεγαλόνησο έναν ενδιάμεσο σταθμό πριν την κατάληξή τους σε στρατόπεδα της Μέσης Ανατολής, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο[8]

Περαιτέρω, από μεταναστευτικά ρεύματα προηγούμενων χρόνων είχαν δημιουργηθεί ισχυρές ελληνικές παροικίες σε χώρες του εξωτερικού, όπως στην Αίγυπτο, το Λίβανο και τη Συρία, που η συγκρότησή τους έπαιξε σημαντικό ρόλο στην περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. 

Η αποδοχή από τις κοινωνίες των αραβικών χωρών της λειτουργίας ομογενειακών οργανώσεων και οι σχέσεις μαζί τους, είχαν χτίσει ένα φιλικό υπόβαθρο, πάνω στο οποίο κατέστησαν δυνατές η διοργάνωση εκστρατειών για τη συγκέντρωση και αποστολή βοήθειας σε πολεμικό υλικό, τρόφιμα και άλλα είδη προς την Ελλάδα, η ενίσχυση ελληνικών και συμμαχικών στρατιωτικών σωμάτων και η φιλοξενία προσφύγων από την Ελλάδα, που έφευγαν κυρίως λόγω τεράστιου επισιτιστικού προβλήματος[9].

Σε περίπου 1000 υπολογίζονται οι Κωνσταντινουπολίτες εθελοντές και έφεδροι του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου[10], ενώ σημαντική υπήρξε η συμβολή των Αιγυπτιωτών Ελλήνων.  Υπενθυμίζεται ότι μετά την πτώση του μετώπου και τη γερμανική εισβολή τον Απρίλη του 1941, ο βασιλιάς Γεώργιος ο Β’ με τη βασιλική οικογένεια, η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση και τμήματα του ελληνικού στρατού και του πολεμικού ναυτικού, κατέφυγαν στο Κάιρο

Μαζί με πολλούς Έλληνες που διέφυγαν κρυφά στην Αίγυπτο και στον ευρύτερο χώρο της Μέσης Ανατολής, περίπου 900 Αιγυπτιώτες εκπαιδεύτηκαν από τις βρετανικές δυνάμεις και είτε συμμετείχαν σε καταδρομικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα, είτε κατατάχτηκαν στον ελληνικό στρατό στην Αίγυπτο[11].  

 

Σημαντικός υπήρξε και ο ρόλος των Ελλήνων και Κυπρίων ομογενών στις ΗΠΑ.  Εννιά μόλις ημέρες μετά την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο, πραγματοποιήθηκε μεγάλη συγκέντρωση ηγετικών στελεχών της ομογένειας και κορυφαίων εκπροσώπων της αμερικανικής κοινωνίας στη Νέα Υόρκη, όπου συστάθηκε η οργάνωση με την επωνυμία «Ελληνική Πολεμική Περίθαλψη» (Greek War Relief Association). 

 

Χιλιάδες νέοι Ελληνοαμερικανοί κατετάγησαν στις τάξεις των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων ή ανέλαβαν υπηρεσία σε ζωτικούς τομείς των μετόπισθεν, ενώ μέχρι το Μάρτιο του 1945, 8 σουηδικά πλοία είχαν μεταφέρει στην Ελλάδα με πρωτοβουλία της παραπάνω οργάνωσης 669.632 τόνους τροφίμων, φαρμάκων, καυσίμων και ρουχισμού[12]

Στο σημείο αυτό, αξίζει μία αναφορά στον σπουδαίο μαραθωνοδρόμο και ανθρωπιστή Στέλιο Κυριακίδη (1910-1987), με καταγωγή από το χωριό Στατός της Πάφου, ο οποίος στις 20 Απριλίου 1946 νίκησε, παρόλο υποσιτισμένος και ταλαιπωρημένος, στο μαραθώνιο της Βοστώνης με χρόνο 2:29:27, φωνάζοντας στον τερματισμό «Για την Ελλάδα!» (For Greece!). 

Μετά τη νίκη του συγκεντρώθηκε ποσό $250.000, ενώ κατάφερε να γεμίσει δύο πλοία με είδη πρώτης ανάγκης, όπως τρόφιμα, ρούχα και φάρμακα για τον εξαθλιωμένο ελληνικό λαό, μία βοήθεια που ονομάστηκε «Πακέτο Κυριακίδη». 

Όταν ο Κυριακίδης γύρισε στην Ελλάδα, στις 23 Μαΐου 1946, ήταν τέτοια η παλλαϊκή υποδοχή, που για πρώτη φορά μετά την Κατοχή φωταγωγήθηκε προς τιμήν του η Ακρόπολη[13].

Για τον ελληνικό στρατό οι συνολικές απώλειες στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41, στη γερμανική εισβολή, στη μάχη της Κρήτης και στη Μέση Ανατολή πλησιάζουν τους 15.000 αξιωματικούς και στρατιώτες και οι τραυματίες ξεπερνούν τους 60.000[14]Σε αυτές τις απώλειες προστίθενται 171.800 άμαχοι που σχετίζονται με πολεμικές δράσεις των κατακτητών, όπως πυρπολήσεις χωριών και εκτελέσεις πληθυσμού, ενώ ο λιμός και οι κακουχίες της Κατοχής – ιδιαίτερα το χειμώνα του 1941/42- οδήγησαν στο θάνατο 300.000-600.000 πολίτες, σύμφωνα με εκτιμήσεις ιστορικών.   Μάλιστα, ο Καθηγητής Οικονομετρίας Επαμεινώνδας Πανάς ανεβάζει σε περίπου 1.000.000 τους Έλληνες που χάθηκαν συνολικά την περίοδο 1940-1944[15].  

Επιπλέον, σύμφωνα με μελέτη του οικονομολόγου και πανεπιστημιακού Άγγελου Αγγελόπουλου του 1945, οι κατοχικές δυνάμεις λεηλάτησαν και επέβαλαν τα έξοδά τους στην Τράπεζα της Ελλάδος και στο ελληνικό Δημόσιο (αναγκαστικό κατοχικό «δάνειο»). Ακόμη, προκάλεσαν υπερπληθωρισμό που οδήγησε σε οικονομική κατάρρευση.  Λήστευσαν το 80% της αγροτικής οικονομίας και κτηνοτροφίας, άρπαξαν αποθέματα αγαθών (κυρίως καύσιμα, μέταλλα και πρώτες ύλες), οδηγώντας σε «βιωτικόν αδιέξοδον» την πλειονότητα του πληθυσμού.  Κατέστρεψαν τις υλικοτεχνικές υποδομές: Πάνω από το 25% των δασών, το 56% του οδικού δικτύου της χώρας, το 60-80% φορτηγών, λεωφορείων και βαγονιών, το 100% της πολιτικής αεροπορίας, το 100% του τηλεφωνικού και τηλεγραφικού υλικού, το 75-85% όλων των ειδών πλοίων και το 30% των οικοδομών. Βεβήλωσαν μνημεία και υφάρπαξαν έργα τέχνης της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς.  Σημειώνεται, τέλος, ότι η τριπλή κατοχή οδήγησε τον ελληνικό πληθυσμό σε αρνητική δημογραφική εξέλιξη, μέσω της αύξησης της θνησιμότητας και της μείωσης των γεννήσεων[16]

Παρά την ανάγκη παράθεσης αριθμητικών στοιχείων για το μέγεθος του αγώνα του Ελληνισμού, θα ήθελα να σταθώ στον ανθρώπινο παράγοντα. 

Ας αναλογιστούμε πόσες μικρές μεγάλες ιστορίες μικρών μεγάλων, ανώνυμων ανθρώπων[17] εκτυλίχθηκαν μέσα στη βαρβαρότητα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, συνθέτοντας έναν κόσμο μάχης, ελπίδας, νίκης ή ήττας, και εν τέλει αντοχής και συνέχειας της ζωής.

Το περιοδικό «Αέρας» σε πανηγυρικό τεύχος του Σεπτεμβρίου 1945 με τίτλο «Παύσατε πυρ» αναφέρει:

«Ειδικώτερα η Ελλάδα, προσέρχεται με το κεφάλι υψηλά στον πανηγυρισμό της Νίκης γιατί η συμβολή της στον πόλεμο αυτόν ήταν μεγάλη και αποτελεσματική.  Η αντίστασις της Ελλάδος εναντίον της ιταλικής επιθέσεως ήταν η μόνη ενθάρρυνσις της Μεγάλης Βρεττανίας στις σκοτεινές ώρες του 1940.  Η Ιταλία έρριξε κατά της Ελλάδος στην αρχή 8 μεραρχίες, μα ύστερα αναγκάστηκε να φέρη άλλες 18, δυνάμεις που προορίζονταν κανονικά για το μέτωπο της Λιβύης.  Αλλ’ ακόμη πιο ζωτικά συμφέροντα των Συμμάχων σώθηκαν από την αντίστασι των Ελλήνων κατά των Γερμανών.(…) Η Ελλάς αντέστη στα βουνά και στις πόλεις.  Μέχρι την απελευθέρωσι της πολέμησε 47 μήνες.  Οι θυσίες της Ελλάδος είναι από τις μεγαλύτερες των Ηνωμένων Εθνών».

            Αγαπητές και αγαπητοί φίλες και φίλοι, οι ιστορικές επέτειοι είναι σημαντικές όχι μόνο για τη διατήρηση της συλλογικής ιστορικής μνήμης, αλλά και για τον ατομικό και συλλογικό αναστοχασμό, την ταυτότητα, τη συνείδηση και τη μελλοντική πορεία ενός έθνους.  

Μας υπενθυμίζουν τη σημασία του δίκαιου αγώνα, της ενότητας, της αλληλεγγύης και της πίστης στα πανανθρώπινα ιδανικά της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας. 

Επιτρέψτε μου να κλείσω την ομιλία μου με λίγους στίχους του Οδυσσέα Ελύτη για τον αγώνα του Ελληνισμού στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο:

«(…) Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.(…)

Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη. 

Πάντα πάντα τη λάμψη περνάς

            για να φτάσεις ψηλά τα βουνά τα χιονόδοξα.

Όμως τι τα βουνά;  Ποιος και τι στα βουνά;

Τα θεμέλιά μου στα βουνά

            Και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους

και πάνω τους η μνήμη καίει

άκαυτη βάτος!»[18].                                           

 Σας ευχαριστώ και σας εύχομαι Χρόνια Πολλά

για την αυριανή μεγάλη εορτή του Ελληνισμού!

Αφιερωμένο στον εκλιπόντα πατέρα μου, Γεώργιο Λάμπρο,

από την Κλειτορία Καλαβρύτων, Πελοπόννησο.

******************************************************

[1] Μανόλης Κούμας.  Δεκαετία πολέμων: Διλήμματα της ελληνικής διπλωματίας, 1940-1949, Αθήνα: Εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2022, σ.σ. 25-26.

[2] Ό.π., σ. 27.

[3] Μαρία Ευθυμίου (σε συνεργασία με τον Μάκη Προβατά).  Ρίζες και θεμέλια: Οδόσημα της Ιστορίας του Ελληνισμού.  Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη, 2020, σ. 210.

[4] Μαρίνα Πετράκη.  «80 χρόνια από το έπος του 1940», Η Καθημερινή, 28.10.2020.  Διαθέσιμο σε https://www.kathimerini.gr/society/561130831/ogdonta-chronia-apo-to-epos-toy-1940/ (Πρόσβαση: 3.10.22).

[5] «Μόνο η Ελλάδα γιορτάζει την ημέρα έναρξης του πολέμου με το ‘ΟΧΙ’», Η Καθημερινή, 28.10.2014. Διαθέσιμο σε https://www.kathimerini.gr/society/789679/mono-i-ellada-giortazei-tin-imera-enarxis-toy-polemoy-me-to-ochi/ (Πρόσβαση 9.10.22).

[6] Οδυσσέας Ελύτης.  «Το Άξιον Εστί» (1959), Ανάγνωσμα Πρώτο: Η Πορεία προς το Μέτωπο, σ.σ.137-138 στο Οδυσσέας Ελύτης/Ποίηση. Αθήνα: Ίκαρος, 2002 (ε΄ έκδ.).

[7] Πέτρος Παπαπολυβίου (εισ.-επιμ.).  Οι Κύπριοι εθελοντές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου: Τα μητρώα, οι κατάλογοι και ο φόρος του αίματος.  Λευκωσία: Πολιτιστικές Υπηρεσίες Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, 2012.

[8][8] Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης.  Παιδιά του Οδυσσέα: Έλληνες πρόσφυγες στη Μέση Ανατολή και στην Αφρική (1941-1946), σ.σ. 93-112. Αθήνα: Μεταίχμιο, 2018.

[9] Νάσος Μπράτσος.  «Η αλληλεγγύη  της Ομογένειας προς  τους Έλληνες πρόσφυγες του Β’  Παγκοσμίου Πολέμου», Ertnews.gr.  Διαθέσιμο σε https://www.ertnews.gr/perifereiakoi-stathmoi/voreio_aigaio/728921-2/

[10] Νίκος Μιχαηλίδης.  Τα ελληνοτουρκικά και οι Κωνσταντινουπολίτες εθελοντές στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, 1939-1944 (τ.1). Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2021.

[11] Μαρία Παπανικολάου.  «Ντοκουμέντο: Οι Αιγυπτιώτες στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο – Το παράδειγμα του Στέφανου Καζούλλη». Νέο Φως, 29.10.2020. Διαθέσιμο στο https://ekkairo.org/2020/10/27/documento-oi-aigiptiotes-sto-b-pagosmio-polemo-to-paradeigma-tou-stefanou-kazoulli-adimosieyftes-fotografies/ (Πρόσβαση: 10.10.2022).

[12] Μπάμπης Μαρκέτος.  «Οι Ελληνοαμερικανοί-Ιστορία του Απόδημου Ελληνισμού των Η.Π.Α». Αθήνα:  Εκδόσεις Παπαζήση, 2006.

[13] «Στέλιος Κυριακίδης, ο Ελληνοκύπριος ήρωας του Μαραθώνιου της Βοστώνης», Η Καθημερινή, 16.4.2013. Διαθέσιμο σε https://www.kathimerini.gr/life/people/70719/stelios-kyriakidis-o-ellinokyprios-iroas-toy-marathonioy-tis-vostonis-2/ (Πρόσβαση: 8.10.22).

[14] Αικατερίνη Λάμπρου.  «Το Έπος του ’40: Η Ελλάς αντέστη στα βουνά και στις πόλεις», Φιλgood, τεύχος 244. Διαθέσιμο σε https://www.philenews.com/politismos/kypros/article/806515 (Πρόσβαση: 9.10.22)

[15] Αικατερίνη Λάμπρου, «Απολογισμός του αγώνα και των θυσιών», Η Σημερινή, 28.10.2014.  Διαθέσιμο σε https://simerini.sigmalive.com/article/2014/10/28/apologismos-tou-agona-kai-ton-thusion/ (Πρόσβαση: 3.10.22).

[16] Αικατερίνη Λάμπρου, «Απολογισμός του αγώνα και των θυσιών», ό.π.

[17] Μαρία Ευθυμίου. Ό.π., σ. 257.

[18] Οδυσσέας Ελύτης. «Το Άξιον Εστί» (1959), Ανάγνωσμα Δεύτερο: Οι Ημιονηγοί, σ.145 στο Οδυσσέας Ελύτης/Ποίηση. Αθήνα: Ίκαρος, 2002 (ε΄ έκδ.).

* Η Δρ. Αικατερίνη Λάμπρου-Χριστίδη  είναι Συμβούλος Τύπου και Επικοινωνίας Α΄στο ΥΠΕΞ της Ελλάδος-Ομιλία στον εορτασμό του Δήμου Λάρνακας για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940. / Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους / ΦΩΤΟ : tanea.gr

Share this post