Ο αριστοτέχνης γελοιογράφος Μίμης Αντωνιάδης
Του Μητροπολίτη Γέροντος Χαλκηδόνος Ἀθανασίου*
Μεταξὺ τῶν λίαν ἀξιολόγων γελοιογράφων καὶ σκιτσογράφων τῆς Πόλεως συγκαταλέγεται καὶ ὁ Μίμης Ἀντωνιάδης, δυστυχῶς ἄγνωστος μέχρι τῆς σήμερον.
Βεβαίως, ὁ Μίμης ἀνήκει σὲ μία οἰκογένεια καλλιτεχνῶν τῆς Βασιλίδος ἀπὸ τρεῖς συνεχόμένες γενεὲς καὶ τρία διαφορετικὰ στύλ: Ἡ Ὄλγα Ἀντωνιάδη (1872-1940), ὁ γιός της Μίμης Ἀντωνιάδης (1900-1938) καὶ ἡ ἐγγονή της Ἕλλη Σολομωνίδη-Μπαλάνου (1931- ).
Ἦταν αὐτοδίδακτος καρικατουρίστας. Ἀπεικόνισε σκηνὲς ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια στὴν Κωνσταντινούπολη, πρόσωπα, στολὲς καὶ πλοῖα ἀπὸ τὸν Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σκηνὲς καὶ χαρακτηριστικοὺς τύπους τῆς ζωῆς στὴν Ἀθήνα. Ἔλαβε μέρος σὲ ἐκθέσεις γελοιογράφων στὴν Ἀθήνα καὶ τὸ Παρίσι, ἀλλὰ πέθανε πολὺ νέος, πρὶν νὰ ἀναγνωριστεῖ.
Ὁ Δημήτρης (Μίμης) Γ. Ἀντωνιάδης γεννήθηκε στὴν Πόλη τὸ 1900. Μεγάλωσε στό Πέραν ἐνῶ τὰ καλοκαίρια περνοῦσε στὴν Πρίγκηπο. Ἀπὸ μικρὸς εἶχε ἔφεση στὴν ζωγραφική, χωρὶς νὰ ἔχει λάβει μαθήματα. Πῆρε κοσμοπολίτικη μόρφωση τὴν ὄμορφη ἐποχὴ ἐκείνη τῆς Belle Époque, μέσα σ’ ἕνα εὐρὺ περιβάλλον ποὖχε τότε ἡ Πόλη, μὲ τὰ φιλολογικὰ σαλόνια, τὶς ἀριστοκρατικὲς κυρίες, τὶς θεατρικὲς παραστάσεις, τὶς συναυλίες καὶ τοὺς χορούς, ποὺ σήμερα ἀντικαταστάθηκαν συχνὰ μὲ τὰ καταγώγια καὶ τὰ παραπήγματα, μὲ τὶς ψησταριές, τοὺς γύρους καὶ τίς “περίεργες” φάτσες ποὺ σὲ τρομάζουν.
Τοῦτο μαρτυρεῖται καὶ ἀπὸ τὸ ἡμερολόγιό του, τὸ ὁποῖο καθὼς καὶ ἀρκετὲς λεζάντες στὰ σχέδιά του, εἶναι γραμμένα στὰ γαλλικά.
Γύρω στὸ 1914, ὁ πατέρας του Γεώργιος Ἀντωνιάδης διορίστηκε Διευθυντὴς τοῦ Λιμένα τῆς Χίου. Ἔτσι ἡ οἰκογένειά του ἐγκαταστάθηκε στὸ νησί, ὁπότε ξέσπασε καὶ ὁ Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Λόγῳ τῆς θέσεως καὶ τῆς γλωσσομάθειας τοῦ πατέρα του, συνανεστράφη μὲ πολλοὺς καὶ μάθαινε ἀρκετὰ ποὺ συνέβαιναν στὸ λιμάνι. Ἡ ἀτμόσφαιρα αὐτὴ τὸν μάγεψε, ἐπικοινωνώντας μὲ στρατιωτικοὺς Ἕλληνες καὶ ξένους ποὺ ἐπισκεπτόταν τὸν πατέρα του, καὶ ἄρχισε νὰ σκιτσάρει. Καὶ τὸ ζωηρό του ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν κόσμο αὐτό, τὰ πολεμικὰ πλοῖα, τοὺς στρατιωτικούς, τὶς στολές τους, τὶς φυσιογνωμίες, τὶς λεπτομέρειες τῶν ὅπλων τους ἀποτύπωσε σὲ ἁπλᾶ φύλλα τετραδίου στὴν ἀρχή, μπλοκάκια καὶ λευκώματα ἀργότερα.
Ἤδη ἀπὸ τὴν πρώτη ἡμέρα τοῦ πολέμου ζωγράφιζε ἐπεισόδια τῶν Βαλκανικῶν Πολέμων ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν Εὐρώπη ἕως τὸ 1918. Τὰ σχέδια αὐτὰ μὲ ἀκουαρέλλα τὰ ἕνωσε τὸ ἕνα κάτω ἀπὸ τὸ ἄλλο καὶ τὰ τύλιξε σ’ ἕνα κύλινδρο, τὸν ὁποῖο ξετύλιγε μὲ ἕναν αὐτοσχέδιο μηχανισμὸ ἐνώπιον συγγενῶν καὶ φίλων ὡς “ἐπίκαιρες εἰδήσεις” ὑπὸ τὸν τίτλο: La Guerre Européenne. Film Gaumont.
Μετὰ τὴν λήξη τοῦ πολέμου, ἡ οἰκογένεια ἐπιστρέφει στὴν Πόλη, ὅπου ὁ Μίμης, ὑπηρετώντας τὴν θητεία του στὸ Ἑλληνικὸ Πολεμικὸ Ναυτικό, εἶχε πάλι τὴν εὐκαιρία νὰ παρακολουθήσει ἀπὸ κοντὰ καὶ νὰ ζωγραφίσει τὴν ζωὴ τοῦ πλοίου καὶ τῶν ἀξιωματικῶν του. Κατασκεύασε μάλιστα μοντέλα πολεμικῶν πλοίων σὲ μεγάλη διάσταση καὶ καταπληκτικὴ ἀκρίβεια, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τοῦ θωρηκτοῦ Ἀβέρωφ, ποὺ εἶχε ὅλες τὶς λεπτομέρειες τοῦ πραγματικοῦ πλοίου καὶ τὴν δυνατότητα νὲ ἐπιπλέει στὸ νερό.
Μὲ τὸ τέλος τῆς θητείας του, ταξίδεψε στὴν Γαλλία γιὰ σπουδὲς καὶ ἐμπειρία ζωῆς. Παρίσι Κάννες, Νίκαια, Μόντε Κάρλο. Ἦταν ψηλός, μελαγχροινὸς καὶ γόης, ἕνας “bon viveur”, ποὺ μὲ τὴν μόρφωση καὶ τὴν γοητεία του κατακτοῦσε τὸ γυναικεῖο φύλο.
Μερικὰ χρόνια ἀργότερα ἀσθένησε σοβαρὰ καὶ ἀναγκάστηκε νὰ ἐπιστρέψει. Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ πατέρας του εἶχε ἀποφασίσει τὴν μετεγκατάσταση τῆς οἰκογένειας στὴν Ἑλλάδα καὶ δὴ στὸ Ψυχικό. Ἐκεῖ καθηλώθηκε ὁ Μίμης παράλυτος πιὰ καὶ ἀφοσιώθηκε στὴν τέχνη του, ποὺ εἶχε φθάσει στὸ ἀπόγειό της. Σὲ ἄψογες σχεδιαστικὰ ἀκουαρέλλες ἀποτύπωσε ὅλες τὶς παιδικὲς μνῆμες του ἀπὸ τὴν ζωὴ στὴν Πόλη, τὰ τοπία καὶ τοὺς ἀνθρώπους της, τοὺς ἐμπόρους, τοὺς γυρολόγους της, ἀλλὰ καὶ τὶς ἀναμνήσεις του ἀπὸ τὸ λιμάνι τῆς Χίου, τὰ πλοῖα, τοὺς ἀξιωματικούς, τὶς στολὲς καθὼς καὶ εἰκόνες ἀπὸ τὴν Ἀθήνα τοῦ Μεσοπολέμου: τὶς συνοικίες, τοὺς γραφικοὺς τύπους, τοὺς δανδῆδες, τὴν κίνηση στοὺς δρόμους, τὰ καφενεῖα, τὴν μόδα κ.ἄ.
Ἕνας λεπτὸς σαρκαστικὸς τόνος διακρίνει τὰ σκίτσα του, στὶς λιτὲς γραμμὲς τῶν ὁποίων ἀποτυπώνονται ἀπολαυστικὰ τὰ μορφολογικὰ χαρακτηριστικὰ ἀλλὰ καὶ οἱ χαρακτῆρες τῶν προσώπων. Ἦταν ἕνας δεξιοτέχνης ποὺ δὲν πρόδιδε ὅτι ἦταν αὐτοδίδακτος. Πῆρε μέρος στὶς Ἐκθέσεις Ἑλλήνων Γελοιογράφων (1927, 1929) στὴν Ἀθήνα, καὶ στὸ Salon des Humoristes (1930) στὸ Παρίσι, ὅπου ἔλαβε διθυραμβικὲς κριτικές. Ἡ δημιουργική του πορεία αὐτὴ διεκόπη πρόωρα ἀπὸ τὸν θάνατό του, τὸ 19382.
Ὁ καλλιτέχνης εἶχε πολὺ πλούσιο θεματολόγιο. Ἐκτελοῦσε συνήθως ἀνθρώπους χειρωνάκτες, τῆς πιάτσας, ἁπλοὺς καὶ ἀπέριττους, ὅπως τοὺς χοτζάδες, καπετάνιους, ποικίλους ἀστυνομικούς, ἀστυφύλακες, χωροφύλακες, ναῦτες, κοσμηματοπῶλες, ράφτες, τσαγκάρηδες, λουστραδόρους, καφετζῆδες, σιμιτσῆδες, χασάπηδες, τζιερτζῆδες, χαμάληδες, σκουπιδιάρηδες, καμηλιέριδες, μεβλεβῆδες, λατερνατζῆδες, τσολιάδες, γραφέας ὑπηρεσίας, συντάκτες δημοσίων ἐγγράφων, γλέντια, μεθυσμένους, τροχιοδρόμους, λιμάνια, νεκροταφεῖα, μνημεῖα κ.ἄ.
Ἰδιαίτερη ὁμάδα ἀποτελοῦσαν οἱ ἀξιωματικοὶ μὲ τὶς πολλές τους είδικότητες, γνωστὲς κυρίως ὁρολογιακῶς στὴν Ἑλλάδα, καὶ οἱ λοιποὶ κρατικοὶ καὶ δημόσιοι ὑπάλληλοι.
Αὐτοὶ ἦσαν ἐνδεδυμένοι μὲ διάφορες στολές, ὡς πρὸς τὸ μέγεθος, τὸ σχῆμα, τὸ χρῶμα καὶ τὰ ἐξαρτήματα, ἀναλόγως πρὸς τὸ ὑπούργημα καὶ τὸν βαθμό τους.
Ὁ Μίμης ἦταν ἕνας ἐξαίρετος σχεδιαστής, μὲ μία ἰσχυρὴ ἀριστοτεχνικὴ brio γραμμή, λίαν ἀκριβολόγο στὶς λεπτομέρειες, ἀφάνταστα κινητική, ἡ ὁποία μὲ ἰδιαίτερο μπρίο συνελάμβανε καὶ ἀναπαριστοῦσε τὰ ρεαλιστικά του θέματα, ἰδίᾳ στὶς μεμονωμένες μορφές, ὅπου ἡ φυσιογνωμία κυρίως τῶν εἰκονιζομένων ἦτο μὲ ἰδιαίτερη ψυχαναλυτικὴ μαεστρία ἀποτυπωμένη. Βεβαίως καὶ μὲ μίαν ὅλως εἰδεχθῆ γελοιογραφιοποίηση, οὕτως ὥστε ἴσως θὰ ἠμποροῦσε κανεὶς νὰ ἐρωτήσει: Ἦσαν οἱ ταλαίπωροι αὐτοὶ ἄνθρωποι, μορφολογικὰ τοὐλάχιστον, τόσον δυσειδεῖς πάντοτε; Λεπτοί, ἀποστεωμένοι, ξυλοπόδαροι, στραβομούτσουνοι, μὲ μεγάλες καὶ περίεργες μύτες καὶ μύστακες κατσαμπλιακούς. Πάντως ὑπῆρχαν καὶ οἱ κοιλαράδες καὶ καλοθρεμμένοι. Στὸ δὲ ναυτικὸ οἱ σιλουέτες διακρίνονταν, ὡς συνήθως, γιὰ τήν “φινέτσα” τους.
Ἔτσι ἔφυγε καὶ ὁ διαπρεπὴς αὐτὸς καλλιτέχνης τῆς Βασιλεύουσας, περιφρονημένος ὡς συνήθως καὶ ἀπὸ τοὺς δῆθεν “εἰδήμονες” τῆς ἐποχῆς.
______________________________________
1- Ἀ. Παπᾶ, Χαλκηδόνος, Κωνσταντινουπολίτες σκιτσογράφοι, Ἡ Καθημερινή. Ἑπτὰ Ἡμέρες, ἐκδ., Ἁλληνικὴ Γελοιογραφία. Δύο αἰῶνες Σάτυρας, Ἀθήνα 2001, 21-30. Τοῦ Αὐτοῦ, Πολίτες ζωγράφοι καὶ ἁγιογράφοι (Ἀναδημοσιεύσεις ἐκ τῆς Ἀπογευματινῆς (1976-1990, 2009-2011), Θεσσαλονίκη 2012.
2- Ἔ. Σολομωνίδη-Μπαλάνου, Δημήτριος (Μ. Γ. Ἀντωνιάδης (1900-1938), Ἀθήνα 2008 (κείμενο σὲ ὑπολογιστή). Ὁ γράφων εὐχαριστεῖ καὶ τὴν Annie Geelmuyden Pertan γιὰ τὴν βοήθεια κατὰ τὴν σύναξη τῆς παρούσης μελέτης.
*Ο Γέρων Χαλκηδόνος Αθανάσιος ( Παπάς) γεννήθηκε στην Χαλκηδόνα (Kadıköy) το 1936 και είναι Μητροπολίτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης (1959) και μετεκπαιδεύτηκε στο πανεπιστήμιο του Μονάχου, του οποίου και αναγορεύτηκε διδάκτορας φιλοσοφίας το 1965.
Διετέλεσε καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Χάλκης στην έδρα της χριστιανικής αρχαιολογίας και τέχνης, ενώ έχει σπουδάσει και βυζαντινή αγιογραφία και γράφει άρθρα τεχνοκριτικής.