Νέο βιβλίο για την αρχαία Σαλαμίνα
Του δρα. Β. Καραγιώργη
Ένα από τα πρώτα μελήματα της Μεγάλης Βρετανίας μετά την «απόκτηση» της Κύπρου το 1878, ήτο η δημιουργία «Ταμείου για αρχαιολογικές έρευνες» στο νησί, με έδρα το Βρετανικό Μουσείο. Σκοπός αυτών των ερευνών δεν ήτο βέβαια μόνο η επιστημονική μελέτη του ιστορικού παρελθόντος του νησιού μας, αλλά και ένας έμμεσος τρόπος για τον εμπλουτισμό των μεγάλων μουσείων του Λονδίνου, της Οξφόρδης και του Καίμπριτζ με κυπριακές αρχαιότητες, κατ’απομίμηση του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης με τη συλλογή Cesnola.
To 1890 οι Βρεττανοί αρχαιολόγοι του Ταμείου (γνωστού ως Cyprus Exploration Fund) ανέλαβαν εκτεταμένες ανασκαφές σ’ ολόκληρο τον αρχαιολογικό χώρο της Σαλαμίνας και στη θέση «Τούμπα», που βρίσκεται μεταξύ του σημερινού δάσους και του χωριού Έγκωμη. Οι αρχαιότητες που ήλθαν στο φως από την ανασκαφή αυτή ήσαν κυρίως πήλινα αγάλματα διαφόρων μεγεθών (μερικά υπερφυσικού μεγέθους), τα οποία διαμοιράστηκαν μεταξύ των Μουσείων που ανάφερα πιο πάνω, με το Βρεττανικό Μουσείο του Λονδίνου να παίρνει τη μερίδα του λέοντος. Μερικά δόθηκαν στο Κυπριακό Μουσείο και άλλα στο Σύδνεϋ της Αυστραλίας και στο Βρεττανικό Σχολείο Charterhouse. Μια μεγάλη πήλινη κεφαλή αποκτήθηκε τελευταία, άγνωστο πως, από το Μουσείο της Τουλούζης της Γαλλίας.
Κολοσσιαία κεφαλή γενειοφόρου. Πανεπιστημιακό Μουσείο Οξφόρδης.
Τα πορίσματα των ανασκαφών στη θέση «Τούμπα» δημοσιεύθηκαν σε ένα άρθρο στο περιοδικό Journal of Hellenic Studies το 1891. Των άλλων ανασκαφών στην Έγκωμη, Αμαθούντα και Κούριον δημοσιεύθηκαν σύντομες εκθέσεις σε ειδικό τόμο το 1900 με τίτλο «Ανασκαφές στην Κύπρο». Έκτοτε παρουσιάζονται σκόρπιες αναφορές σε ειδικού ενδιαφέροντος αντικείμενα, χωρίς όμως καμμιά εμπεριστατωμένη έκθεση των ανασκαφών και πλήρη μελέτη όλων των ευρημάτων, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων μεταφέρθηκε στη Μεγάλη Βρεττανία το 1890.
Το αρχαιολογικό ενδιαφέρον για τη Σαλαμίνα αναζωογονήθηκε όταν το 1952 άρχισαν εκεί νέες συστηματικές ανασκαφές από τον Τμήμα Αρχαιοτήτων και με τη συμμετοχή της Γαλλικής αρχαιολογικής αποστολής του Πανεπιστημίου της Λυών από το 1965. Οι ανασκαφές αυτές, που δημοσιεύθηκαν σε σειρές τόμων και που ανέδειξαν την Σαλαμίνα ως ένα από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους της Μεσογείου, διακόπηκαν βίαια με την Τουρκική εισβολή του 1974.
Το 1964 δημοσίευσα το πρώτο μου βιβλίο για τα γλυπτά που έφεραν στο φως οι ανασκαφές της Σαλαμίνας. Πενήντα πέντε χρόνια μετά, το 2019, δημοσιεύω μαζί με τους συνεργάτες μου το τελευταίο για μένα βιβλίο, πάλι για τη Σαλαμίνα, το Α και το Ω μιας πολύχρονης ζωής στα αρχαιολογικά δρώμενα του τόπου μου. Αυτή είναι η ύστατη ταπεινή προσφορά στην πόλη με την οποία έχω ένα δεσμό, σχεδόν ερωτικό, από το 1952.
Η ιδέα για τη δημοσιεύση του αρχαιολογικού υλικού από την «Τούμπα» γεννήθηκε το 2013 και έκτοτε μαζί με τους συνεργάτες μου των Βρετανικών Μουσείων αλλά και άλλους ειδικούς σε νέες τεχνολογικές μεθόδους στην αρχαιολογική έρευνα μελετήσαμε το υλικό με επισκέψεις στα διάφορα μουσεία που βρίσκεται αλλά και με επίσκεψη στην ίδια τη θέση «Τούμπα», όπου σήμερα τίποτε βέβαια δεν σώζεται γιατί ο χώρος είναι δομημένος από το 1974 και ύστερα. Μερικά αρχιτεκτονικά μέλη, ίσως του ιερού, βρίσκονται δίπλα σε μια οικοδομή. Ίσως να βρέθηκαν στα θεμέλιά της. Με τη βοήθεια γεωλόγου συναδέλφου μελετήσαμε την τοπογραφία του όλου χώρου.
Τα πήλινα γλυπτά, που αποτελούν την πλειοψηφία των ευρημάτων της ανασκαφής της «Τούμπας» ανήκαν σε ιερό και είναι χωρίς αμφιβολία τα μεγαλοπρεπέστερα της κυπριακής κοροπλαστικής. Διακοσμούνται με τη δίχρωμη τεχνική, με μελανά και ερυθρά μοτίβα, ποικίλα ζωγραφικά και φυτικά, με έντονη την επίδραση της Κυπρο-Αρχαϊκής κεραμικής. Τα χαρακτηριστικά των προσώπων, των γενειοφόρων ως επί το πλείστον ανδρών, ζωντανεύουν με τη χρήση χρωμάτων, το ίδιο και οι πολυστολισμένες ενδυμασίες. Ιδιαίτερα εντυπωσιακά είναι τα αγάλματα που είναι εφοδιασμένα με θώρακες και ξίφη. Παριστάνουν ασφαλώς μέλη της άρχουσας τάξης των Σαλαμινίων, ίσως εκείνων που τάφηκαν στους γειτονικούς «βασιλικούς τάφους».
Το ιερό, κτισμένο σε υπερυψωμένο χώρο, στις όχθες των εκβολών των ποταμών Πεδιαίου και Γιαλιά, επροστάτευε κατά κάποιον τρόπο την είσοδο στα νότια κράσπεδα της πόλης, εκεί όπου βρισκόταν το λιμάνι. Ήταν ορατό από τα νότια της πόλης και από τους επισκέπτες από τη θάλασσα. Τα κολοσσιαία του αγάλματα, αναθήματα ευγενών, αποτελούσαν έκφραση αυτοπεποίθησης και περηφάνειας, καθώς και συμβολική προστασία του λιμανιού, από το οποίο εξαρτάτο σε μεγάλο βαθμό η δύναμη και η ευημερία της πόλης.
Οι κύριοι συνεργάτες μου για τη συγγραφή του κειμένου των 220 σελίδων και την ετοιμασία των 70 έγχρωμων πινάκων του τόμου είναι: ο δρ. Thomas Kiely, η δρ. Αναστασία Χριστοφιλοπούλου και η δρ. Anja Ulbrich, έφοροι Κυπριακών αρχαιοτήτων στο Βρεττανικό Μουσείο, το Πανεπιστημιακό Μουσείο του Καίμπριτζ και το Πανεπιστημιακό Μουσείο της Οξφόρδης αντίστοιχα, όλοι κατέχοντες θέσεις που χρηματοδοτούνται από το ΄Ιδρυμα Α.Γ. Λεβέντη. Σημαντική είναι η συμβολή του Κύπριου γεωλόγου δρα Γεώργιου Κωνσταντίνου, καθώς και του ειδικού επιστήμονα του Ινστιτούτου Κύπρου δρα Sorin Hermοn. Η ετοιμασία του τόμου και η εκτύπωση του εχρηματοδοτήθηκαν από το ΄Ιδρυμα Α.Γ. Λεβέντη και το Ινστιτούτο Κύπρου. Ο τόμος εκδόθηκε στη σειρά των εκδόσεων του Ινστιτούτου Κύπρου.
Η κυκλοφορία σήμερα του βιβλίου αυτού για τη Σαλαμίνα δεν είναι μόνο μια οφειλόμενη επιστημονική προσφορά, που επιτελείται με καθυστέρηση 130 χρόνων, αλλά και μια επίκαιρη έκφραση αγάπης και σεβασμού στην αρχαία πόλη, και συμπαράσταση στη διάδοχό της Αμμόχωστο, που η τύχη της διακυβεύεται τόσο βάναυσα στις μέρες μας.