Νέο μυθιστόρημα του Α. Ροδίτη
Κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες στην Αθήνα από τον γνωστό εκδοτικό οίκο «Αρμός» το νέο μυθιστόρημα του βραβευμένου Κύπριου λογοτέχνη Άντη Ροδίτη , με τίτλο «Το ΜΥΘΟρΗΜΑ».Το μυθιστόρημα αποτελείται από τρία μέρη, με 9 κεφάλαια το κάθε μέρος. Όλα άσχετα μεταξύ τους κι όλα απόλυτα συνδεδεμένα ως το τέλος.
«Το ΜΥΘΟρΗΜΑ» δεν έχει να πει μια «ιστορία», όπως τα εκατομμύρια ιστοριών που έχουν ήδη ειπωθεί και τα εκατομμύρια που θα (προλάβουν;) να ειπωθούν. Έχει να πει τη μια και μόνη ιστορία, τη μόνη αληθινή: Ο νεκρότοπος «φεγγάρι» δεν τοποθετήθηκε για πλάκα σε λιτανεία γύρω από τη Γη. Το βιβλίο έχει την απάντηση. Μέρος Α: Η Καταδίκη. Μέρος Β: Η Δίκη και Μέρος Γ: Η Ενοχή.
Ο Άντης Ροδίτης
Στην σύντομη περίληψη διαβάζουμε:
Υπήρχαν εκείνοι που αντιδρούσαν με φανατισμό σε κάθε ήπια, τεκμηριωμένη, πραγματικά βαθιά θέληση για ριζοσπαστική αλλαγή. Στην ουσία θεωρούσαν ότι ο κόσμος ήταν μια χαρά δομημένος και ότι απλώς χρειάζονταν εδώ και εκεί κάποιες αναπροσαρμογές, οι οποίες όφειλαν να γίνονται βάσει της δικής τους “αντίστασης”, για την οποία ήταν πολύ περήφανοι και η οποία οδηγούσε στην πραγματικότητα όλο το σύστημα σε μια διαρκή χειροτέρευση. Έτσι εκλάμβαναν κάθε θεμελιακή αμφισβήτηση, ως προσωπική επίθεση κατά του ήθους και του πολιτισμού τους.
Απόσπασμα Μέρους Α΄ Η Καταδίκη, Κεφ. 5, “1964”
Ίσως νά ’ταν ακριβώς την ίδια ημέρα, που σ’ έναν από τους δρόμους κοντά στην πλατεία Τροόδους, περπάταγαν ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Αντώνιος Πηγάς (ο Αντώνης) και ο 34 ετών τότε υπουργός Εσωτερικών και Αμύνης, Πόλυς, για τους φίλους του, γνωστός ανά το παγκύπριον ως «ο Γιωρκάτζης», δολοφονηθείς αργότερα υπό «αγνώστων» ως αποτυχών συνεργάτης συνωμοτών κατά της ζωής του μεγάλου μας ηγέτη και Αρχιεπισκόπου, ινδάλματος της αριστεράς και της αγγλόφιλης πλουτοκρατίας.
Πίσω τους ακριβώς έρχονταν τέσσερις-πέντε Εγγλέζοι σε κατάσταση συνήθους μέθης και φωνασκίας, λαϊκά τους έθιμα και παραδόσεις, από τότε που θυμούνται.
– Τι θα γίνει με τούτους; ερώτησε τον Υπουργό του ο ανθυπολοχαγός.
– Σύρ’ τους καμιάν, είπεν ο Υπουργός, παλαιότερα γνωστός και ως ο «Χουντίνι» της ΕΟΚΑ.
Δυο σφαίρες έπεσαν χωρίς χρονοτριβή στην άσφαλτο μπροστά στα πόδια της αποικιοκρατίας, που εξίσου αστραπιαία ξεμέθυσε και διεσκορπίσθη στους γύρω δρόμους, χαντάκια και πευκόφυτες πλαγιές.
Είπαμε, 1964. Όταν η έξαψη ήταν στα ύψη και απροσμέτρητη η αυτοπεποίθηση των εξοπλισμένων δούλων.
Πλην, όμως, είτε ο ηγέτης ήταν αλλού ξημερωμένος κι ανοραμάτιστος, απλώς συνεχιστής μιας παράδοσης απόλυτης εξουσίας πάνω στον λαό, που έφτιαξαν οι παλιοί κατακτητές-αφέντες ώστε να κυβερνούν πιο εύκολα τους υποταγμένους τους μέσω των θρησκευτικών τους ηγετών, είτε γνώριζε στην εντέλεια τα πάντα: ότι δηλαδή όχι μόνο άλλοι κρατούσαν τα ηνία μα κι ότι μόνο ο λαός νομίζει πως τα ηνία αλλάζουν χέρια με πεντέξι φόνους. Όποιο από τα δύο κι αν συνέβαινε, η κατάληξη θα ήταν η ίδια. Έτσι ή αλλιώς το παιχνίδι ήταν χαμένο. Κανένας λαός δεν σώζεται με αστραπές αλήθειας. Ποιος δέχεται τόσο εύκολα την αλήθεια της σκλαβιάς του; Χίλιοι απατεώνες θα βρεθούν να του πουν το ψέμα στο μέτρο που το ψάχνει, κι ο λαός επιλέγει απ’ όλους τον πιο καπάτσο ψεύτη, για να τον ταΐζει και να τον δοξάζει. Κι ο ψεύτης κάνει ό,τι μπορεί να κρατά τον λαό στην τύφλα του, σ’ όση γίνεται καλοπέραση και για δικό του όφελος, όσο η τύχη ή Θεός όλους μαζί τούς σώζει.
Είναι μεγάλη ιστορία ν’ αλλάξουν του κόσμου τα ηνία χέρια. Δεν είναι δουλειά αυτή μιας μοναχικής επανάστασης από μέσα φαγωμένης, μιας μέρας πράξεις κι αποφάσεις με την προδοσία, μάλιστα, να κυκλοφορεί παντού ελεύθερα μασκαρεμένη. Χρειάζονται μυαλά, πίστη κι ανθρωπιά μιας ικανής διάρκειας, μακρά και σκληρή αγάπη στην πατρίδα. Τέτοια προσόντα ήταν λίγοι οι δικοί μας που τα είχαν, κι έμειναν τελικά νεκροί, πεσόντες στον αγώνα, σκέτες μνήμες, σημάδια μετά την κατάρρευση, μη χαθεί για πάντα ο δρόμος. Ο σπόρος τους, πράξεις μοναδικής αυτοθυσίας, δεν μπορούσε να πιάσει σε χέρσα, φτωχά, αιώνες άνυδρα χωράφια. Υπάρχει, όμως, πάντα ο έρως, άφθαρτος κι ανηλικίωτος. Λαγοκοιμάται σφριγηλός εκεί που βρίσκεται, σηκώνεται καμιά φορά, τεντώνεται να ξεμουδιάσει, μπορεί να βγάλει και καμιάν άναρθρη κραυγή, σαν τάχα θεριό της ζούγκλας, να επιβεβαιώσει στον εαυτό του και σε μας ότι είναι ακόμα εδώ, κι όχι για να τον ακούσουν τ’ αληθινά θηρία. Ύστερα πάει ξανά για ύπνο. Περιμένει. Περιμένει να τον φωνάξουν πάλι. Ξέρει την αξία του και δεν ανησυχεί. Όσο κι αν είναι της γης ο χρόνος ορισμένος, σ’ Εκείνον αρκεί, ακόμα και για να τον κάνει άπειρο.
O Άντης Ροδίτης έγραψε διηγήματα, νουβέλες και μυθιστορήματα, άρθρα πολιτικής, μελέτες λογοτεχνίας και χρονογραφήματα.
Έγραψε επίσης το χρονικό “Την Ελλάδα θέλομεν και ας τρώγωμεν πέτρες”, Εστία 2006, και το χρονικό-έρευνα “Κουράγιο Πηνελόπη”, Αρμὸς 2013.
Το βιβλίο του “Τα Γράμματα στη Μητέρα του Κώστα Μόντη”, Αρμός 2015, προσφέρει το «κλειδί» λογοτεχνικής και πολιτικής ερμηνείας του ομώνυμου έργου τού Μόντη, ενός από τους πιό σημαντικούς ποιητές του νεότερου ελληνισμού.
Το βιβλίο του Οι Σκαλαπούνταροι της Στέλλας, Αρμὸς 2016, ερμηνεύει μέσα απὸ το ομώνυμο 400 περίπου στίχων ποίημα τής Στέλλας Βοσκαρίδου, ξεχωριστής ποιήτριας τήςς νέας γενιάς, την ανθρώπινη δοκιμασία και ειδικά εκείνη της Κύπρου, μέσα από τη θεωρία τού παγκοσμίως αναγνωρισμένου πολιτισμικού ανθρωπολόγου Ρενὲ Ζιράρ.
Ο Άντης Ροδίτης έγραψε επίσης ποιήματα και θεατρικά έργα.
Βραβεύτηκε με το κρατικό βραβείο νέου λογοτέχνη το 1972 (Τέσσερα διηγήματα), με το βραβείο ποίησης από την Εθνική Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών Κύπρου, για τη συλλογή Ας περιμένω, με αθλοθέτη την Πρεσβεία τής Ελλάδος, και με το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος (Δέκα χιλιάδες μέλισσες, Αρμός 2010).
ΠΗΓΗ: Εκδόσεις Αρμός